Ελλάδα: Βήματα προόδου και μελλοντικές προκλήσεις
Ομιλία του Benoît Cœuré, μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, στο 27ο ετήσιο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για την ελληνική οικονομία, Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 2016
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να συμμετάσχω σε αυτό το συνέδριο.
Χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τη σκοπιά της ΕΚΤ για το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας.
Καθώς σκοπός του συνεδρίου είναι να ρίξει «μια ματιά στο μέλλον», θα προσπαθήσω και εγώ να κάνω το ίδιο αναλύοντας τις μελλοντικές προκλήσεις και προοπτικές. Θα ήθελα όμως πρώτα να σας υπενθυμίσω εν συντομία τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεξήχθηκαν οι διαπραγματεύσεις για το τρίτο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την Ελλάδα, καθώς αυτό έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να κατανοήσουμε τη θέση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα κάνω έναν απολογισμό της προόδου που έχει σημειωθεί κατά την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος και θα αναλύσω τα επόμενα βήματα.
Θα επικεντρωθώ κυρίως σε χρηματοπιστωτικά ζητήματα, επειδή σε αυτά ακριβώς πιστεύω ότι η σκοπιά της ΕΚΤ έχει μεγαλύτερη σημασία.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα κατά την έναρξη του τρίτου προγράμματος
Ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Ελλάδα το καλοκαίρι του 2015 όταν διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα;
Έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο βαθιάς ύφεσης, η οποία ξεκίνησε το 2009, η επί μακρόν αναμενόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας άρχισε επιτέλους να εκδηλώνεται το δεύτερο εξάμηνο του 2014. Όμως, η επανεμφάνιση της αβεβαιότητας και η έλλειψη προοπτικών για συνέχιση της οικονομικής στήριξης είχαν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος και της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας στις αρχές του 2015. Αυτό είχε, με τη σειρά του, σοβαρό αντίκτυπο στον ήδη σημαντικά αποδυναμωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Από τον Δεκέμβριο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2015, οι εκροές καταθέσεων αντιστοιχούσαν σε πάνω από το ένα τέταρτο των συνολικών καταθέσεων. Η μη συμμόρφωση με τους όρους του δεύτερου προγράμματος δεν επέτρεψε στην ΕΚΤ, σύμφωνα με τους κανόνες της, να εφαρμόσει παρέκκλιση (waiver) από τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης και να αποδεχτεί τίτλους υπό την εγγύηση της ελληνικής κυβέρνησης ως εξασφαλίσεις για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής της. Ωστόσο, το Ευρωσύστημα χορήγησε τη ρευστότητα που ήταν αναγκαία για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, τηρώντας τις κατάλληλες ρήτρες ασφαλείας σε σχέση με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης της κυβέρνησης. Έτσι, η χρηματοδότηση μέσω της κεντρικής τράπεζας ανήλθε από 56 δισεκ. ευρώ σε πάνω από 125 δισεκ. ευρώ, ήταν δηλαδή υψηλότερη από τα δύο τρίτα του ακαθάριστου εγχώριου εισοδήματος της Ελλάδας.
Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης αβεβαιότητας, η επιβολή τραπεζικών αργιών και περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στα τέλη Ιουνίου του 2015 άμβλυνε τις πιέσεις στον τραπεζικό τομέα για άμεση ρευστότητα. Τον Αύγουστο του 2015 επιτεύχθηκε συμφωνία για ένα τρίτο πρόγραμμα. Μία από τις άμεσες προτεραιότητες την περίοδο εκείνη ήταν η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των αγορών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Για τον σκοπό αυτό, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ διενέργησε συνολική αξιολόγηση των τεσσάρων σημαντικών ελληνικών τραπεζών από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο του 2015. Ακολούθησε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία στέφθηκε με επιτυχία. Η υστέρηση κεφαλαίων που διαπιστώθηκε στις τράπεζες, η οποία ανερχόταν σε 14,4 δισεκ. ευρώ, καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από ιδιωτικά κεφάλαια, ενώ η εξάρτηση από δημόσια κεφάλαια περιορίστηκε σε 4,5 δισεκ. ευρώ.
Απολογισμός της προόδου που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα
Η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα και η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος οδήγησαν σε σταθεροποίηση των οικονομικών συνθηκών το δεύτερο εξάμηνο του 2015. Η επίδραση της μακροοικονομικής σταθεροποίησης οδήγησε επίσης, κατά το πρώτο έτος του προγράμματος, σε σταδιακή βελτίωση της κατάστασης του ελληνικού τραπεζικού τομέα, ο οποίος πάντως σε καμία περίπτωση δεν έχει μπορέσει να ξανακερδίσει το έδαφος που έχασε το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στα τέλη του 2015, η προσοχή στράφηκε στη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στη βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ υψηλός – 49 % τον Ιούνιο του 2016. Η μείωσή του αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου να αποκατασταθεί σταδιακά η επαρκής και αποτελεσματική προσφορά πιστώσεων προς την ελληνική οικονομία και να επιτευχθεί διαρκής ανάπτυξη.
Έχουν ήδη θεσπιστεί ορισμένες σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά τροποποιήθηκε προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες μπορούν να κινήσουν νομικές διαδικασίες σε βάρος στρατηγικών κακοπληρωτών και ότι οι οφειλέτες αποπληρώνουν το χρέος τους ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Οι αρχές θέσπισαν επίσης νομοθετικές διατάξεις για την απελευθέρωση της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για όλες τις κατηγορίες δανείων και κατάρτισαν πλαίσιο για την πώληση δανείων. Επιπλέον, οι τράπεζες καθόρισαν ολοκληρωμένες στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών επιχειρησιακών μέτρων και δράσεων. Το εποπτικό σκέλος της ΕΚΤ, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος, κατέληξε πρόσφατα σε συμφωνία με τις τράπεζες σχετικά με τους επιχειρησιακούς και χρηματοπιστωτικούς στόχους προκειμένου να μειωθεί σημαντικά το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους τα επόμενα έτη.
Αυτές οι δράσεις πολιτικής και η σταδιακή μακροοικονομική σταθεροποίηση έχουν ήδη αρχίσει να παράγουν αποτελέσματα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τη θέση ρευστότητάς τους, αν και με βραδύ ρυθμό.
Τα επόμενα βήματα
Οι σημαντικές προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με τη σταθερή εφαρμογή των πολιτικών που έχουν συμφωνηθεί και με ισχυρή πολιτική βούληση από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς.
Η αναμόρφωση των δομών διακυβέρνησης των τραπεζών σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις αποτελεί ένα βασικό στοιχείο. Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί φέτος σε σχέση με την αξιολόγηση και την ανασύσταση των διοικητικών συμβουλίων των ελληνικών τραπεζών. Η διαδικασία αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί στο εγγύς μέλλον. Οι τράπεζες θα κληθούν να λάβουν δύσκολες και σύνθετες αποφάσεις, ιδίως για την αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό σημαίνει ότι τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών πρέπει να έχουν ισχυρά και ανεξάρτητα μέλη με πολύ μεγάλη εμπειρία, που να μπορούν να διασφαλίσουν τη λήψη ανεξάρτητων αποφάσεων προς το συμφέρον όλων των ενδιαφερομένων και της ελληνικής οικονομίας.
Οι διοικήσεις των τραπεζών πρέπει να είναι απαλλαγμένες από κάθε πολιτική επιρροή και άλλα συμφέροντα. Για αυτόν τον σκοπό, ενθαρρύνουμε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια ούτως ώστε η διαδικασία αξιολόγησης και ανασύστασης να ολοκληρωθεί εντός των επόμενων εβδομάδων.
Όσον αφορά την πολιτική για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, υπάρχουν άλλα σημαντικά στοιχεία της εξελισσόμενης δεύτερης αξιολόγησης που αποσκοπούν στην περαιτέρω μείωση των διαρθρωτικών παραγόντων οι οποίοι εμποδίζουν την ταχεία και αποτελεσματική ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Θα ήθελα να σταθώ στη μεταρρύθμιση του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, που θέτει ως κύριο στόχο την παροχή επαρκών κινήτρων στους πιστωτές και τους οφειλέτες ώστε να συμφωνούν σε αμοιβαία επωφελείς ρυθμίσεις αναδιάρθρωσης του χρέους. Ο μηχανισμός απευθύνεται σε βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε δυσχέρεια και των οποίων η κερδοφορία έχει πληγεί σοβαρά από την παρατεταμένη οικονομική κρίση. Για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν σημαντικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια έναντι τραπεζών και σημαντικές ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι του Δημοσίου. Θα ήθελα να προσθέσω ότι από τα τέλη του 2015 οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι του Δημοσίου όσον αφορά φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ήταν περίπου 110 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 79 δισεκ. ευρώ αφορούσαν εταιρείες, μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, καθώς και επαγγελματίες – κατηγορίες που μπορούν να υπαχθούν σε εξωδικαστική ρύθμιση. Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τις ίδιες κατηγορίες ανερχόταν σε επιπλέον 55 δισεκ. ευρώ.
Πέρα από την ανάπτυξη αποτελεσματικού εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, οι ελληνικές αρχές πρέπει επίσης να εφαρμόσουν πλήρως τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί για την ενίσχυση του δικαστικού συστήματος, γεγονός που θα συντομεύσει σημαντικά τις νομικές διαδικασίες και θα ενισχύσει τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Αυτές οι απαιτήσεις δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα. Βάσει εμπειρίας έχει διαπιστωθεί ότι η ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων απαιτεί ισχυρά νομικά πλαίσια σε όλη τη ζώνη του ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, οι πιστωτές στην Ελλάδα χρειάζεται να περιμένουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την έκδοση δικαστικής απόφασης σε περίπτωση πτώχευσης σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκτός της Σλοβακίας). Κατά μέσο όρο απαιτούνται περίπου 3,5 έτη, σε σύγκριση με χρονικό διάστημα μικρότερο των 6 μηνών στην Ιρλανδία, τη χώρα με την καλύτερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ταχεία πρόοδος όσον αφορά τη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βοηθήσει επίσης τις τράπεζες να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη μέσω της παροχής πιστώσεων, τερματίζοντας τελικά την παρατεταμένη περίοδο αρνητικού ρυθμού μεταβολής των δανείων. Μέχρι στιγμής, οι πιστωτικές εξελίξεις παραμένουν υποτονικές, καθώς οι πιστώσεις που χορηγούν τα νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς τον εγχώριο μη χρηματοπιστωτικό τομέα ακολουθούν ακόμη την καθοδική πορεία που είχε ξεκινήσει στις αρχές του 2011.
Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, η επιτυχία του προγράμματος προσαρμογής βασίζεται στην ικανότητά του να αποκαθιστά τις συνθήκες για μια πορεία οικονομικής ανάπτυξης που να είναι διαρκής και διατηρήσιμη διαχρονικά. Η επιτυχία των εξωδικαστικών ρυθμίσεων οφειλών θα αποτελέσει έναν παράγοντα που θα στηρίξει την ανάκαμψη, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Μην ξεχνάτε ότι το χρέος των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, μετρούμενο βάσει του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, αυξήθηκε από περίπου 52% σε σχεδόν 64% από το τέλος του 2008 έως το τέλος του 2015. Οι επενδύσεις εκτός κατοικιών του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν κατά περίπου 50% την ίδια περίοδο.
Από αυτή την άποψη, η πολιτική για τον χρηματοπιστωτικό τομέα αποτελεί ένα μόνο, αλλά καίριο, συστατικό μιας πολύ ευρύτερης στρατηγικής. Η στρατηγική βασίζεται στην ανάληψη αποφασιστικής δράσης για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων και την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η προσέλκυση επενδύσεων είναι δύο εξαιρετικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Πολλά έχουν γίνει για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τα κέρδη δεν θα πρέπει να αντιστραφούν. Περισσότερα πρέπει να γίνουν πάντως για την αποκατάσταση των συνθηκών για ανάκαμψη των επενδύσεων, τόσο των εγχώριων όσο και των ξένων. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα επιχειρηματικό περιβάλλον πιο ευνοϊκό προς την ανάπτυξη μέσω περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων καθώς και με την πλήρη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Όλες αυτές οι προσπάθειες πρέπει να συμβαδίζουν με πολιτικές που θέτουν ως στόχο να ελαφρύνουν το κόστος για τα πιο ευπαθή μέλη της κοινωνίας και να βοηθήσουν την οικονομία να ξεφύγει από την παγίδα της υψηλής, μακροχρόνιας ανεργίας και της αυξημένης ανισότητας. Η βελτιωμένη στόχευση και προσαρμογή του πλαισίου ενεργητικής πολιτικής για την αγορά εργασίας και η πλήρης ανάπτυξη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κινούνται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική βιωσιμότητα όλοι οι συμμετέχοντες στο ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Όπως πολύ καλά γνωρίζετε όλοι, βρίσκεται υπό εξέλιξη επί του παρόντος συζήτηση στο Eurogroup σχετικά με τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Προσβλέπουμε σε μια λύση που θα μπορέσει να καθησυχάσει τις αγορές, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε ένα αβέβαιο μακροοικονομικό περιβάλλον, να επιτρέψει την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα – η οποία θα ενισχύσει την αξιοπιστία του προγράμματος – και τελικά να αποκαταστήσει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές πριν από τη λήξη του προγράμματος τον Ιούλιο του 2018, χωρίς να υπονομεύσει το μεταρρυθμιστικό έργο.
Όσον αφορά την ενδεχόμενη συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (Public Sector Purchase Programme – PSPP), ένα θέμα που συζητείται έντονα στους ελληνικούς πολιτικούς κύκλους και τα μέσα ενημέρωσης τις τελευταίες εβδομάδες, θα ήθελα να δηλώσω ρητώς ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με το PSPP με πλήρη ανεξαρτησία. Οι εξελίξεις του προγράμματος και, ιδίως, η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους εκ μέρους των θεσμών αποτελούν σημαντικούς παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη, δεν είναι όμως οι μόνοι. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα βασίσει τις αξιολογήσεις του επίσης στην εσωτερική ανάλυση και θα λάβει υπόψη και άλλους παράγοντες σχετικά με τη διαχείριση κινδύνων προτού λάβει την τελική του απόφαση.
Προκειμένου το ελληνικό πρόγραμμα να ολοκληρωθεί επιτυχώς και να αποκατασταθεί η πρόσβαση της χώρας στις αγορές σε διαρκή βάση, είναι πάνω από όλα απαραίτητο οι ελληνικές αρχές να συνεχίσουν να επιδεικνύουν σοβαρή δέσμευση στους στόχους και τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του προγράμματος. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι να είναι σίγουροι ότι οι μεταρρυθμίσεις όχι μόνο δεν θα αναστραφούν αλλά μάλιστα θα ενισχυθούν μετά τη λήξη του προγράμματος, στηρίζοντας έτσι το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας.
Συμπεράσματα
Θα ήθελα εδώ να ολοκληρώσω την ομιλία μου. Περιέγραψα συνοπτικά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα και παρουσίασα τις μελλοντικές προκλήσεις για το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας. Το καλοκαίρι του 2015, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν μια σειρά μέτρων που θα διασφαλίσουν το μέλλον της Ελλάδας στο ευρώ. Αν όλοι αναλάβουν τον ρόλο που τους αναλογεί, είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι, μέχρι τη λήξη του προγράμματος, η Ελλάδα θα είναι σε καλύτερη θέση να αποκομίσει τα οφέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης – μιας Ένωσης 340 εκατομμυρίων ανθρώπων που μοιράζονται το ίδιο νόμισμα – και η οικονομία της θα είναι ισχυρότερη και ανθεκτικότερη.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
- Sonnemannstrasse 20
- 60314 Frankfurt am Main, Germany
- +49 69 1344 7455
- media@ecb.europa.eu
Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.
Εκπρόσωποι Τύπου