Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Συνέντευξη στη Le Monde

Συνέντευξη του Benoît Cœuré, μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, στη Marie Charrel, Le Monde, η οποία δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουλίου 2015

Έχει απομακρυνθεί η απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ;

Το ελπίζω. Για πρώτη φορά τέθηκε ξεκάθαρα το ερώτημα της παραμονής μιας χώρας στη ζώνη του ευρώ. Αυτό το ερώτημα δεν τέθηκε στην ΕΚΤ αλλά στους αρχηγούς κρατών, με ιδιαίτερα πολιτικό τρόπο. Αυτοί απάντησαν με τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου. Το μήνυμα είναι σαφές: όλοι επιθυμούν η Ελλάδα να παραμείνει μέλος της νομισματικής ένωσης. Είναι έτοιμοι να συνεχίσουν να επιδεικνύουν μια άνευ προηγουμένου οικονομική αλληλεγγύη προς την Αθήνα, όχι όμως με οποιοδήποτε τίμημα. Η Ελλάδα πρέπει να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που θα της εξασφαλίσουν οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα.

Πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους;

Αυτό δεν αποτελεί πλέον θέμα αντιπαράθεσης. Οι ευρωπαίοι ιθύνοντες δήλωσαν, εξάλλου, ότι είναι πρόθυμοι να εξετάσουν το θέμα. Είναι αλήθεια ότι το ερώτημα που τίθεται δεν είναι το αν θα πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, αλλά το πώς θα γίνει αυτή η αναδιάρθρωση ούτως ώστε η ελληνική οικονομία να ωφεληθεί πραγματικά. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να τεθεί ως προϋπόθεση αυτής της αναδιάρθρωσης, όποια και αν είναι η μορφή της, η υλοποίηση μέτρων που θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομίας και στη διασφάλιση της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας.

Θα επιτύχει το τρίτο σχέδιο διάσωσης εκεί όπου απέτυχαν τα δύο προηγούμενα;

Ένας από τους βασικούς παράγοντες επιτυχίας έγκειται στην ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να δώσει στους Έλληνες πολίτες να καταλάβουν ότι τα μέτρα που απαιτούνται δεν αποτελούν μορφή τιμωρίας. Τα μέτρα αυτά αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας και την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης. Σκοπός των μεταρρυθμίσεων του προγράμματος δεν είναι να επιβληθεί στην Αθήνα ένας αχαλίνωτος νεοφιλελευθερισμός. Αντιθέτως, σκοπός τους είναι να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο και πιο δίκαιο δημοσιονομικό, κοινωνικό και νομικό πλαίσιο και να οικοδομηθεί ένα αποτελεσματικό κράτος, ικανό να παρεμβαίνει στην οικονομία για το κοινό καλό. Σε αυτή την αποστολή το ελληνικό κράτος απέτυχε πολλές φορές στο παρελθόν.

Εκφράζονται πολλές επικρίσεις για τον ρόλο της ΕΚΤ στην ελληνική κρίση. Ορισμένοι την κατηγορούν ότι οδήγησε σε ασφυξία τις τράπεζες της χώρας, ενώ άλλοι ότι παρείχε σε αυτές υπερβολική βοήθεια. Ποιος έχει δίκιο;

Είμαστε η κεντρική τράπεζα των 19 χωρών της ζώνης του ευρώ, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα. Αυτή είναι η αποστολή που μας έχει ανατεθεί και από την οποία ουδέποτε παρεκκλίναμε. Από τα τέλη του 2014, η ρευστότητα που χορηγήθηκε στην ελληνική οικονομία από το Ευρωσύστημα αυξήθηκε από 40 δισεκ. ευρώ σε 130 δισεκ. ευρώ. Έχουμε μεριμνήσει έτσι ώστε οι ενέργειές μας να μην αποτελούν ποτέ υποκατάστατο των πολιτικών αποφάσεων. Το γεγονός ότι ζητείται η συνδρομή της κεντρικής τράπεζας για ζητήματα που απαιτούν πολιτικές, και όχι τεχνικές, παρεμβάσεις αποκαλύπτει μια σοβαρή αδυναμία στη θεσμική λειτουργία της ζώνης του ευρώ. Η αδυναμία αυτή προκαλεί υπερβολικές προσδοκίες έναντι της ΕΚΤ.

Ποια είναι η φύση αυτής της δυσλειτουργίας;

Εάν χρειάζεστε απόδειξη αυτής της δυσλειτουργίας, πάρτε ως παράδειγμα τη σύνοδο κορυφής της 12ης Ιουλίου: οι 19 αρχηγοί κρατών της ζώνης του ευρώ συνεδρίασαν κεκλεισμένων των θυρών επί 17 ώρες για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες των μέτρων που κλήθηκε να λάβει μια χώρα η οποία παράγει λιγότερο από το 2 % του ΑΕΠ της περιοχής. Ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό της νομισματικής ένωσης δεν λειτουργεί άρτια. Βασίζεται σε μια διακυβερνητική αρχή η οποία δεν είναι πλέον κατάλληλη. Κάθε ένας από τους 19 ηγέτες λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά και μόνο την κοινή γνώμη στη χώρα του. Κατά συνέπεια, είναι πολύ πιθανόν οι συμβιβασμοί που επιτυγχάνονται να μην είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για τη ζώνη του ευρώ, αλλά αντιθέτως να αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο κοινό παρονομαστή μεταξύ των μελών της. Επιπλέον, είναι το αποτέλεσμα ατελείωτων διαπραγματεύσεων που επιτείνουν την αβεβαιότητα. Οι πεντάμηνες διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα είχαν σημαντικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κόστος. Προβάλλει επιτακτική η ανάγκη να εγκαταλειφθεί αυτή η διακυβερνητική διαδικασία προς όφελος μιας διαδικασίας από κοινού λήψης αποφάσεων η οποία θα βασίζεται σε ψήφους και θα διέπεται από δημοκρατική νομιμοποίηση.

Με λίγα λόγια, ζητάτε μια μορφή οικονομικής διακυβέρνησης στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει περαιτέρω μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας. Επιθυμούν πράγματι τα κράτη μέλη κάτι τέτοιο;

Το βέβαιο είναι ένα: εάν δεν ασχοληθούμε ήδη από σήμερα με αυτό το ζήτημα, η νομισματική ένωση θα βρεθεί αντιμέτωπη ξανά και ξανά με τον ίδιο τύπο κρίσης. Η ελληνική κρίση απελευθέρωσε το «τζίνι» - την ιδέα της εξόδου από τη ζώνη του ευρώ - και δεν πρόκειται να ξαναμπεί εύκολα στο λυχνάρι. Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε; Κατανοώντας ότι η αντικατάσταση της διακυβερνητικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τη διαδικασία από κοινού λήψης αποφάσεων δεν θα περιορίσει την κυριαρχία των κρατών μελών. Αντιθέτως, θα δώσει μεγαλύτερα περιθώρια στην πολιτική, εξασφαλίζοντας συνυπευθυνότητα που θα ενισχύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η λειτουργία της ΕΚΤ βασίζεται σήμερα στην ακόλουθη αρχή: το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει, αν κριθεί απαραίτητο λαμβάνει απόφαση με ψηφοφορία και στη συνέχεια προχωρά στο επόμενο ζήτημα. Αυτή η αρχή λειτουργεί! Δείτε την εφαρμογή των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, οι οποίοι έχουν καταστεί πολύπλοκοι και αδιαφανείς. Εάν υπήρχαν ευρωπαϊκά δημοσιονομικά μέσα που θα μπορούσαν να τεθούν προς συζήτηση στο πλαίσιο ενός «υπουργείου οικονομικών» της ζώνης του ευρώ, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η πολιτική συζήτηση θα ανακτούσε πλήρως τη βαρύτητά της. Θα αποκτούσε ξανά νόημα για τους Ευρωπαίους πολίτες.

Ποια είναι η γνώμη σας για τις προτάσεις του François Hollande που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Journal du Dimanche της 19ης Ιουλίου, όσον αφορά τη δημιουργία μιας συνεκτικής «εμπροσθοφυλακής», η οποία θα τεθεί επικεφαλής της ζώνης του ευρώ;

Οι προτάσεις αυτές κινούνται προς την ενίσχυση της διακυβέρνησης της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και συνάδουν με την «Έκθεση των πέντε προέδρων» που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο και συνυπογράφεται από τον Mario Draghi. Η ΕΚΤ χρειάζεται έναν ισχυρό πολιτικό συνομιλητή. Διαφορετικά, θα πλανάται πάντα ο πειρασμός να μας καταλογίζονται πολιτικές αποφάσεις. Αυτό φάνηκε στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης.

Ποιον κίνδυνο διατρέχει η ζώνη του ευρώ, αν δεν ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση;

Διατρέχει τον κίνδυνο να καταδικαστεί σε υποτονική ανάπτυξη. Οι 19 χώρες μέλη διαθέτουν πολύτιμους πόρους σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο. Η συνένωση αυτών των πόρων, για παράδειγμα με την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και την επίτευξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της κοινής αγοράς κεφαλαίων, θα έδινε αποφασιστική ώθηση στην ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ. Αντιθέτως, η εγκατάλειψη της διαδικασίας ολοκλήρωσης θα δημιουργούσε ένα μόνιμο κλίμα ανασφάλειας για την ακεραιότητα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, που τελικά θα απέβαινε επιζήμιο για τις επενδύσεις και την απασχόληση.

Πώς μπορεί να αναζωογονηθεί το ευρωπαϊκό εγχείρημα;

Το ευρωπαϊκό εγχείρημα, το οποίο απέβλεπε αρχικά στη διασφάλιση της ειρήνης, στη σταθεροποίηση της δημοκρατίας και στην προαγωγή της ευημερίας, έχασε την ουσία του υπέρ μιας κατά κύριο λόγο οικονομικής και χρηματοπιστωτικής λογικής. Απόλυτη προτεραιότητα παραμένει η ανάπτυξη και η απασχόληση. Χωρίς αυτή, οι Ευρωπαίοι δύσκολα θα μπορέσουν να κατανοήσουν και να αποδεχθούν οποιοδήποτε βήμα προς μια μεγαλύτερη ολοκλήρωση. Τόσοι οι ενέργειες της ΕΚΤ όσο και το σχέδιο Juncker κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να στραφεί προς το μέλλον και να αναλογιστεί ποιο εγχείρημα επιθυμεί να προσφέρει στους πολίτες της. Να τους υπενθυμίσει ποιοι είναι οι στόχοι και οι κοινές μας αξίες, αυτό που ο Pascal Lamy αποκαλεί «αφήγηση της Ευρώπης». Τις τελευταίες εβδομάδες, πολλοί Ευρωπαίοι αναρωτήθηκαν: γιατί να πληρώνουμε για τους Έλληνες; Απάντηση σε αυτό μπορεί να τους δώσει μόνον ένα ισχυρό πολιτικό εγχείρημα, που να υπενθυμίζει για ποιους λόγους είναι ουσιώδης η αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών μελών και ταυτόχρονα να επιβεβαιώνει εκ νέου την αρχή της υπευθυνότητας για τις χώρες που μοιράζονται ένα ενιαίο νόμισμα.

Ποια λάθη έγιναν κατά τη δημιουργία του ευρώ;

Από την έλευση του ενιαίου νομίσματος, οι αποκλίσεις όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και τις οικονομικές επιδόσεις εντάθηκαν. Οι αποκλίσεις αυτές ευθύνονται εν μέρει για την κρίση. Εμείς δεν αντιδράσαμε επαρκώς. Υπάρχει έλλειψη συλλογικής επαγρύπνησης, αλλά και αλληλεγγύης, γιατί όταν κάποιος προειδοποιεί τον γείτονά του ότι οι εσωτερικές ανισορροπίες του κινδυνεύουν να τον οδηγήσουν στο χειρότερο, αυτό αποτελεί δείγμα αλληλεγγύης. Παρομοίως, οι κυβερνήσεις μπορούν να αντλήσουν έμπνευση από μεταρρυθμίσεις που αποδείχθηκαν επιτυχείς σε άλλες χώρες: γιατί να μην επωφεληθούμε από αυτόν τον συλλογικό πλούτο;

Έχουν τα κράτη μέλη, και ιδίως η Γαλλία, σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις;

Οι προσπάθειες που έχουν αναληφθεί ακολουθούν τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν πρόκειται για κάτι απλό. Οι χώρες της ζώνης του ευρώ αντιμετωπίζουν μια διττή πρόκληση: να προετοιμαστούν για το μέλλον επενδύοντας κυρίως στην ψηφιακή οικονομία, στα μαζικά δεδομένα και στην οικολογική μετάβαση και ταυτόχρονα να διαχειριστούν το φορτίο του παρελθόντος, δηλαδή το χρέος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Το περιθώριο ελιγμών που διαθέτουν είναι επομένως περιορισμένο, ενώ οι παράγοντες που στηρίζουν σήμερα την ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ, οι ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης, η φθηνή ενέργεια και η υποτίμηση του ευρώ, είναι πρόσκαιρου χαρακτήρα. Για να διασφαλιστεί το μέλλον, είναι συνεπώς απαραίτητο να δοθεί ήδη από σήμερα έμφαση στα μέτρα που είναι πιθανόν να αυξήσουν την παραγωγικότητα και το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας.

Η ΕΚΤ ξεκίνησε τον Μάρτιο το πρόγραμμα αγοράς χρέους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ποσοτική χαλάρωση). Αυτό το πρόγραμμα λειτουργεί;

Οι πρώτοι μήνες είναι ενθαρρυντικοί: παρά τις αντίθετες προβλέψεις ορισμένων, δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να αγοράσουμε περιουσιακά στοιχεία, οι δείκτες προσδοκιών για τον πληθωρισμό παρουσιάζουν ενδείξεις ανάκαμψης, τα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ακολουθούν ανοδική τάση, η πορεία ανάκαμψης είναι εμφανής και αναμένουμε την επάνοδο του πληθωρισμού σε ρυθμό πλησίον του 2%. Έχουμε όμως μόλις ξεκινήσει να διενεργούμε αυτές τις αγορές περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες προβλέπεται ότι θα συνεχιστούν ως τον Σεπτέμβριο του 2016 και πάντως έως ότου διαπιστώσουμε μια διαρκή προσαρμογή της εξέλιξης του πληθωρισμού η οποία να είναι συμβατή με τον στόχο μας. Θα ήταν τελείως πρόωρο να αρχίσουμε να κάνουμε λόγο για λήξη του προγράμματος αυτού.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.

Εκπρόσωποι Τύπου