Κυρίες και κύριοι,
Σήμερα είναι μια σημαντική ημέρα για την ΕΚΤ και τη ζώνη του ευρώ. Η ΕΚΤ ανέλαβε καθήκοντα τραπεζικής εποπτείας για τη ζώνη του ευρώ και είναι πλέον υπεύθυνη για την άμεση εποπτεία 120 σημαντικών τραπεζών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τέσσερις τράπεζες στην Κύπρο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο βήμα προς την ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση μετά τη δημιουργία του ευρώ. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτό το βήμα, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αναλαμβάνουμε μια ακόμη σημαντική ευθύνη.
Το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τοπίο αλλάζει, όχι μόνο στη ζώνη του ευρώ συνολικά αλλά και εδώ στην Κύπρο. Από την έναρξη του προγράμματος διεθνούς οικονομικής στήριξης και μετά, έχουν ληφθεί σημαντικά μέτρα για τη σταθεροποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη δημιουργία των συνθηκών για νέα οικονομική ανάκαμψη. Το βασικό μήνυμα που θέλω να δώσω σήμερα είναι ότι ένα εύρωστο και εύρυθμο τραπεζικό σύστημα έχει καίρια σημασία από αυτή την άποψη, τόσο στη ζώνη του ευρώ συνολικά όσο και στην Κύπρο.
Θα ήθελα να ξεκινήσω την ομιλία μου με λίγα λόγια για την οικονομική κατάσταση στη ζώνη του ευρώ.
Θέλω να σας καταστήσω σαφές ότι όσα θα πω για τις οικονομικές προοπτικές δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως ενδείξεις για τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, καθώς βρισκόμαστε στη λεγόμενη «σιωπηρή περίοδο», κατά την οποία τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αποφεύγουν να σχολιάζουν τις τρέχουσες προοπτικές για τη νομισματική πολιτική. Τα κατάλοιπα της κρίσης —υποτονική ζήτηση, υψηλό χρέος και ανεργία— συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά τον ρυθμό ανάπτυξης. Εάν δεν συνδυαστούν δεόντως η νομισματική, η δημοσιονομική και η διαρθρωτική πολιτική ώστε να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και να στηριχθούν η κατανάλωση και οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, διατρέχουμε και πάλι τον κίνδυνο να μετριαστεί η δυναμική της ανάπτυξης και να καθυστερήσει η ανάκαμψη μέσω μιας διαδικασίας αυτοεκπληρούμενων προσδοκιών.
Από την πλευρά μας, είμαστε απολύτως προσηλωμένοι στην εκπλήρωση του δικού μας ρόλου στο πλαίσιο αυτού του συνδυασμού πολιτικών, με άλλα λόγια στην εκπλήρωση της αποστολής μας και την επαναφορά του πληθωρισμού σε επίπεδα πλησίον του 2%. Γίνεται, πάντως, επίσης σαφές ότι η κατεύθυνση της νομισματικής μας πολιτικής μπορεί να ασκήσει ολοκληρωμένη επίδραση στην πραγματική οικονομία μόνον εάν το τραπεζικό σύστημα είναι σε καλή οικονομική κατάσταση. Θα ήθελα επομένως να αναφερθώ σε ένα σημαντικότατο βήμα που έχουμε κάνει προς αυτήν την κατεύθυνση: πρόκειται για τη συνολική αξιολόγηση των ισολογισμών των τραπεζών, την οποία διενέργησε η ΕΚΤ.
Η συνολική αξιολόγηση
Η συνολική αξιολόγηση ήταν ένας από τους πυλώνες των προπαρασκευαστικών εργασιών μας ενόψει της ανάληψης καθηκόντων τραπεζικής εποπτείας. Για την ολοκλήρωσή της εργάστηκαν περισσότεροι από 6.000 εμπειρογνώμονες από την ΕΚΤ, τις εθνικές αρμόδιες αρχές και ιδιωτικές εταιρίες. Η αξιολόγηση περιλάμβανε αφενός έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, στο πλαίσιο του οποίου εναρμονίστηκαν τα κριτήρια αποτίμησης και οι λογιστικές πρακτικές, και αφετέρου άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, η οποία μέτρησε την ανθεκτικότητα των τραπεζών σε δυσμενείς διαταραχές μακροοικονομικού και χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα.
Πριν από δύο εβδομάδες περίπου δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα της συνολικής αξιολόγησης. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ορισμένα από τα βασικά ευρήματα. Η υλοποίηση του σεναρίου δυσμενών εξελίξεων της συνολικής αξιολόγησης θα οδηγούσε σε μείωση κεφαλαίων του τραπεζικού τομέα της ζώνης του ευρώ κατά 263 δισεκ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης υστέρησης κεφαλαίων ύψους 25 δισεκ. ευρώ για τις τράπεζες οι οποίες διαπιστώθηκε ότι δεν συμμορφώνονταν με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Στο πλαίσιο του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού διαπιστώθηκε επίσης ότι οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να αυξήσουν τις προβλέψεις τους και να προσαρμόσουν την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού τους κατά 48 δισεκ. ευρώ συνολικά. Τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα αντιστοιχούν σε επιπλέον 136 δισεκ. ευρώ βάσει του εναρμονισμένου ορισμού που χρησιμοποιήθηκε στον εν λόγω έλεγχο σε σύγκριση με τους ορισμούς των ίδιων των τραπεζών.
Αναμένουμε ότι ο διεξοδικός χαρακτήρας της άσκησης και η άνευ προηγουμένου διαφάνεια που επιτεύχθηκε με τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στον τραπεζικό τομέα. Οι τράπεζες είχαν ήδη προβεί στη λήψη μέτρων ενόψει της συνολικής αξιολόγησης από την ΕΚΤ, ενισχύοντας τους ισολογισμούς τους κατά περισσότερα από 200 δισεκ. ευρώ πριν από την ολοκλήρωση της άσκησης. Σε αυτά περιλαμβάνονται και αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 2,5 δισεκ. ευρώ από δύο κυπριακές τράπεζες.
Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, η συνολική αξιολόγηση επιβεβαιώνει ότι οι περισσότερες τράπεζες στη ζώνη του ευρώ είναι ήδη σε θέση να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη. Κατά μέσο όρο, η κεφαλαιακή θέση του τραπεζικού τομέα υπερκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις κανονιστικές ελάχιστες απαιτήσεις. Οι τράπεζες που αντιμετωπίζουν υστέρηση κεφαλαίων έχουν λάβει διορθωτικά μέτρα και θα μπορέσουν να επιτύχουν τα απαιτούμενα επίπεδα κεφαλαιοποίησης. Επομένως, οι τράπεζες είναι κατάλληλα προετοιμασμένες γενικά ώστε να αντεπεξέλθουν σε σοβαρή κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Η ΕΚΤ θα αξιοποιήσει τώρα τον πρωτοφανή όγκο πληροφοριών σχετικά με τις τράπεζες που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της προκειμένου να εφαρμόσει μια αυστηρή και ομοιόμορφη εποπτική προσέγγιση σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, και θα συνεχίσει τις προσπάθειες εναρμόνισης μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών.
Συνεπώς, η ανεπαρκής προσφορά πιστώσεων δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί τον βασικό περιοριστικό παράγοντα για τις βιώσιμες επιχειρήσεις και τις καλές ευκαιρίες δανειοδότησης. Αυτό δείχνουν εξάλλου και τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα της έρευνας της ΕΚΤ για τις τραπεζικές χορηγήσεις, τα οποία δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα. Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ συνέχισαν να χαλαρώνουν τα κριτήρια χορήγησης πιστώσεων το γ’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους σε όλες τις κατηγορίες δανείων.
Ωστόσο, η αποκατάσταση της ευρωστίας του τραπεζικού τομέα από μόνη της δεν αρκεί για να σημειωθεί ισχυρή ανάπτυξη. Τα ασφάλιστρα κινδύνου και το κόστος για τους δανειολήπτες του ιδιωτικού τομέα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε πολλά μέρη της ζώνης του ευρώ. Η ανάκαμψη του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει εμπόδια τα οποία συνδέονται όχι μόνο με την υποτονική εγχώρια ζήτηση, αλλά και με το υψηλό χρέος των επιχειρήσεων και, σε πολλά μέρη, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τα φορολογικά συστήματα που παρακωλύουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επομένως να συνεχίσουν να αξιοποιούν την πρόοδο που έχουν επιτύχει ως προς την προσαρμογή της δημοσιονομικής τους θέσης και να υλοποιήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η εμπειρία μας σε σχέση με τη διαδικασία προσαρμογής στη διάρκεια της κρίσης –για παράδειγμα στις χώρες της Βαλτικής– έδειξε ότι, συνολικά, οι εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις αποφέρουν καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι μια πιο βαθμιαία προσέγγιση. Αν οι μεταρρυθμίσεις υλοποιηθούν γρήγορα, οι μισθοί και οι τιμές μπορούν να προσαρμοστούν γρήγορα –χωρίς να ενσωματώνονται στις προσδοκίες και να επιφέρουν παρατεταμένη διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού– καθιστώντας δυνατή την ταχεία ανάκαμψη.
Τέτοιες πολιτικές βοηθούν την πραγματική οικονομία να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις χρηματοδότησης και να ωφεληθεί πλήρως από την ιδιαίτερη χαλάρωση της νομισματικής μας πολιτικής. Η ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ μπορεί επίσης να ωφεληθεί από την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών. Αν εφαρμοστούν οι σωστές πολιτικές, η ζώνη του ευρώ θα μπορέσει να αυξήσει σημαντικά το αναπτυξιακό της δυναμικό. Η αύξηση του μόνιμου εισοδήματος μπορεί να ενθαρρύνει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και να δημιουργήσει νέα δημοσιονομικά περιθώρια ευελιξίας ήδη από σήμερα.
Οφέλη για την Κύπρο
Τα ακόλουθα σημεία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την Κύπρο. Οι τράπεζες αποτελούν βασικό κομμάτι της κυπριακής οικονομίας, η οποία είναι προσανατολισμένη στις υπηρεσίες. Πράγματι, οι εύρωστες τράπεζες διαδραματίζουν καίριο ρόλο για τη μετάδοση της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής προς την πραγματική οικονομία μέσω της παροχής πιστώσεων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Βάσει της συνολικής αξιολόγησης διαπιστώθηκε ότι οι δύο μεγαλύτερες κυπριακές τράπεζες, οι οποίες πραγματοποίησαν αύξηση κεφαλαίου ύψους 2,5 δισεκ. ευρώ φέτος, είναι ανθεκτικές σε ένα δυσμενές σενάριο μακροοικονομικών και χρηματοπιστωτικών διαταραχών. Η τρίτη, η Ελληνική Τράπεζα, λαμβάνει μέτρα για να ενισχύσει την κεφαλαιακή της θέση και να καλύψει τη διαπιστωθείσα υστέρηση κεφαλαίων.
Τα συμπεράσματα της συνολικής αξιολόγησης έρχονται έπειτα από μια περίοδο κατά την οποία ο κυπριακός τραπεζικός τομέας αντιμετώπιζε σημαντικότατες προκλήσεις. Μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, οι σημαντικές εισροές ξένων κεφαλαίων οδήγησαν σε ταχεία επέκταση του τραπεζικού συστήματος, καθώς το συνολικό ενεργητικό του ήταν, στο ανώτατο επίπεδό του, επταπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας. Η εύκολη χορήγηση πιστώσεων οδήγησε στην υπέρμετρη ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων, ενώ η αύξηση του χρέους του ιδιωτικού τομέα σε πάνω από 300% του ΑΕΠ επιβάρυνε τους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Η πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα το κυπριακό τραπεζικό σύστημα είναι η αποκατάσταση της λειτουργίας του ως φορέα χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης προκειμένου να στηρίξει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, παράλληλα με την ανασυγκρότηση και την απομόχλευσή του.
Από την έναρξη του προγράμματος οικονομικής στήριξης και μετά, η Κύπρος έχει επιτύχει πολλά. Ανταποκρινόμενες στην κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης, οι κυπριακές αρχές έλαβαν πρωτοφανή μέτρα. Για παράδειγμα, προχώρησαν στην εξυγίανση δύο συστημικώς σημαντικών τραπεζών και σε ανακεφαλαιοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος που προέκυψε. Επιβλήθηκαν περιορισμοί στις εγχώριες και τις διασυνοριακές πληρωμές. Επιπλέον, η κυβέρνηση ξεκίνησε διαδικασία σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής και υλοποιεί επί του παρόντος ορισμένες ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της οικονομίας σε διατηρήσιμη βάση.
Τα μέτρα αυτά ήταν επώδυνα και είχαν μεγάλο βραχυπρόθεσμο κόστος για την οικονομία και την κυπριακή κοινωνία. Όμως έχουν αρχίσει να αποδίδουν.
Η αναδιάρθρωση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα οδήγησαν σε σημαντική ενίσχυση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι ροές πληρωμών έχουν εξομαλυνθεί, ενώ οι περιορισμοί στις εγχώριες πληρωμές καταργήθηκαν σταδιακά. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει σχεδόν εκμηδενιστεί, από την κορύφωσή του σε 15,6% του ΑΕΠ το 2008. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης έχει υποχωρήσει κατά το ήμισυ περίπου, από το υψηλότερο επίπεδό του πλησίον του 6% του ΑΕΠ το 2012, υπερβαίνοντας διαρκώς τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος. Χάρη στα εντυπωσιακά αυτά επιτεύγματα, τα οποία αξίζουν τον σεβασμό της υπόλοιπης Ευρώπης, η Κύπρος απέκτησε και πάλι πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων νωρίτερα εντός του έτους.
Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, η επιτυχής ολοκλήρωση της συνολικής αξιολόγησης δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται το τέλος των προσπαθειών να τεθεί ο κυπριακός τραπεζικός τομέας στην καλύτερη δυνατή θέση για να στηρίξει την κυπριακή οικονομία. Η εξάλειψη των καταλοίπων της κρίσης απαιτεί τη λήψη και άλλων κρίσιμων μέτρων.
Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ανησυχίας. Το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από 50% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, είναι το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ, και μεταξύ των υψηλότερων έπειτα από οποιαδήποτε πρόσφατη τραπεζική κρίση. Η αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου αυτών των δανείων είναι κρίσιμη. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν μεγάλο εμπόδιο στην παροχή πιστώσεων προς την οικονομία, καθώς η προσοχή των τραπεζών στρέφεται στην επίλυση προϋπαρχόντων προβλημάτων και όχι σε επικερδείς επιχειρηματικές ευκαιρίες. Οι ισολογισμοί των τραπεζών παραμένουν εκτεθειμένοι στην ευπαθή αγορά ακινήτων.
Το νέο πλαίσιο για τις κατασχέσεις κρίνεται απαραίτητο για τη διευθέτηση των υψηλών επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Λαμβανομένης υπόψη της απόφασης που έλαβε την περασμένη εβδομάδα το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι πλέον καιρός να δοθεί μεγάλη ώθηση σε αυτόν τον τομέα. Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη δεν εξηγούν πλήρως τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που παρατηρούνται στην Κύπρο. Βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε πριν από την πρόσφατη μεταρρύθμιση, δεν υπήρχαν επαρκή κίνητρα για τους δανειολήπτες και τους δανειστές ώστε να βρίσκουν λύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους. Η διαδικασία κατάσχεσης στην Κύπρο μπορεί να διαρκέσει από 10 έως 15 έτη, διάστημα πολύ μεγαλύτερο από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες. Η απουσία αξιόπιστης προοπτικής σε ό,τι αφορά την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση έχει επηρεάσει αρνητικά την πειθαρχία των δανειοληπτών σε σχέση με την καταβολή πληρωμών.
Κατά συνέπεια, είναι επείγουσα η ανάγκη να τεθούν σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που να επισπεύδουν την αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των αγωγών κατάσχεσης. Αυτό που έχει σημασία είναι να δημιουργηθούν αποτελεσματικά κίνητρα για τη συνεργασία δανειοληπτών και δανειστών σε περίπτωση δυσκολιών αποπληρωμής και την εξεύρεση λύσεων αποδεκτών και για τις δύο πλευρές.
Πέραν ενός ισχυρού πλαισίου για την αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα, οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να εντείνουν τις προσπάθειες τους να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους και με άλλους τρόπους. Παραδείγματος χάριν, οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν περισσότερο την επιχειρησιακή τους ικανότητα να διαχειρίζονται τέτοιου είδους δάνεια και να είναι πιο προσεκτικές ώστε να εντοπίζουν πιθανές περιπτώσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να ενσωματωθεί σε μια ευρεία στρατηγική διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η οποία θα αξιοποιεί την πρόοδο που έχει ήδη επιτευχθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Όσον αφορά τις αγορές ακινήτων, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να μειωθεί γρήγορα ο αριθμός των τίτλων ιδιοκτησίας των οποίων εκκρεμεί η έκδοση και να απλοποιηθεί η σχετική διαδικασία. Αυτό αποτελεί καίριο ζήτημα με δεδομένη τη σημασία του για την αποκατάσταση της ζήτησης ακινήτων και τη μείωση του κόστους των πιστώσεων. Η τιτλοποίηση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μετάθεση του κινδύνου σε εξειδικευμένους επενδυτές, εφόσον θεσπιστεί το νομοθετικό πλαίσιο που θα διευκολύνει τη μεταβίβαση και την εξυγίανση στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.
Επιπλέον, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει την πορεία προσαρμογής, η οποία είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, την ενίσχυση της πρόσβασης στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και την περαιτέρω αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην κυπριακή οικονομία. Συμπληρωματικά θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να καταστεί η οικονομία πιο αποδοτική και ελκυστική για εγχώριους και ξένους επενδυτές, όπως η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, η βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης και η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων. Η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποφέρουν καρπούς. Και άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ που υλοποίησαν μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια αρχίζουν τώρα να αποκομίζουν τα οφέλη.
Συμπέρασμα
Κυρίες και κύριοι, ένα εύρωστο και εύρυθμο τραπεζικό σύστημα είναι απαραίτητο για την επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάκαμψης. Τόσο στη ζώνη του ευρώ συνολικά όσο και στην Κύπρο έχουν ληφθεί πρωτοφανή μέτρα για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της συνολικής αξιολόγησης δημιουργεί τις συνθήκες για μείωση των περιορισμών στην προσφορά πιστώσεων, στηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Η ΕΚΤ θα συμβάλει με τη σειρά της ασκώντας αυστηρή, δίκαιη και εναρμονισμένη εποπτεία των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, είναι απαραίτητο η πρόοδος που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα ως προς την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα να συνοδευτεί από την ολοκλήρωση της νομοθεσίας που θα ενισχύσει τα κίνητρα για συνεργασία μεταξύ δανειστών και δανειοληπτών.
Αυτό συνεπάγεται την αναμόρφωση του νομικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, σε συνδυασμό με περαιτέρω εφαρμογή των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Μόνον εάν αυτά τα ζητήματα αντιμετωπιστούν δυναμικά, θα μπορέσει να επιτευχθεί αξιοσημείωτη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης και διατηρήσιμη ανάκαμψη στην Κύπρο.
Τα επιτεύγματα της Κύπρου είναι άξια σεβασμού και έχουν αρχίσει να αποφέρουν καρπούς. Έφτασε η στιγμή να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας προσφέρουν και να συνεχίσουμε την προσπάθεια με αποφασιστικότητα.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.