EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001O0009

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με τις συναλλαγές των συμμετεχόντων κρατών μελών που διενεργούνται με τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 3 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2001/9)

OJ L 276, 19.10.2001, p. 21–26 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/10/2003; καταργήθηκε από 32003O0012

ELI: http://data.europa.eu/eli/guideline/2001/737/oj

32001O0009

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με τις συναλλαγές των συμμετεχόντων κρατών μελών που διενεργούνται με τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 3 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2001/9)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 276 της 19/10/2001 σ. 0021 - 0026


Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

της 27ης Σεπτεμβρίου 2001

σχετικά με τις συναλλαγές των συμμετεχόντων κρατών μελών που διενεργούνται με τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 3 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(ΕΚΤ/2001/9)

(2001/737/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής καλούμενο "καταστατικό"), και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 2, το άρθρο 31 παράγραφος 3 και το άρθρο 43 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Οι συναλλαγές των συμμετεχόντων κρατών μελών που διενεργούνται με τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, εφόσον υπερβαίνουν ένα όριο που θα καθορισθεί στα πλαίσια του άρθρου 31 παράγραφος 3 του καταστατικού, υπόκεινται στην έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέπεια με τη νομισματική πολιτική και την πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών της Κοινότητας.

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 3 του καταστατικού, το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη διευκόλυνση των εν λόγω πράξεων.

(3) Οι συναλλαγές, οι οποίες διενεργούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες για λογαριασμό των συμμετεχόντων κρατών μελών και δεν καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των εθνικών κεντρικών τραπεζών, καλύπτονται από την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή, ενώ οι συναλλαγές, τις οποίες διενεργούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες στο όνομα τους και με δικό τους κίνδυνο, καλύπτονται από την κατευθυντήρια γραμμή σχετικά με τις πράξεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 3 του καταστατικού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Όρισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής:

- ως "συμμετέχοντα κράτη μέλη" νοούνται όλα τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

- ως "εθνικές κεντρικές τράπεζες" νοούνται οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών μελών,

- ως "συναλλαγές" νοούνται όλες οι συναλλαγές της δεύτερης και τρίτης περίπτωσης του άρθρου 23 του καταστατικού, οι οποίες διενεργούνται εντός της αγοράς από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και συνεπάγονται την ανταλλαγή μη εκφρασμένων σε ευρώ περιουσιακών στοιχείων με περιουσιακά στοιχεία εκφρασμένα σε ευρώ ή με οποιαδήποτε άλλα περιουσιακά στοιχεία μη εκφρασμένα σε ευρώ, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των συναλλαγών οι οποίες διενεργούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες για λογαριασμό των συμμετεχόντων κρατών μελών και δεν καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των εθνικών κεντρικών τραπεζών,

- ως "τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα" νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται, τα οποία είναι εκφρασμένα σε οποιαδήποτε λογιστική μονάδα ή νομισματική μονάδα εκτός του ευρώ και τα οποία διατηρούν οι δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί των συμμετεχόντων κρατών μελών απευθείας ή μέσω των αντιπροσώπων τους,

- τα "μη εκφρασμένα σε ευρώ περιουσιακά στοιχεία" περιλαμβάνουν τίτλους και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο εκφρασμένο στο νόμισμα οποιασδήποτε χώρας εκτός της ζώνης του ευρώ ή σε λογιστικές μονάδες, σε οποιαδήποτε μορφή και αν κατέχονται,

- ως "εκτός της αγοράς" χαρακτηρίζονται οι πράξεις συναλλάγματος, στο πλαίσιο των οποίων κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν συμμετέχει στη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Η διατραπεζική αυτή αγορά αποτελείται αποκλειστικά από εμπορικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, θεωρείται ότι δεν συμμετέχουν στη διατραπεζική αγορά κεντρικές τράπεζες, διεθνείς οργανισμοί, εμπορικοί μη χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται στις λεπτομέρειες διενέργειας των συναλλαγών οποιουδήποτε δημόσιου φορέα ή οργανισμού συμμετέχοντος κράτους μέλους με αντικείμενο τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα. Οι διαδικασίες που θεσπίζονται για την εκ των προτέρων και την εκ των υστέρων αναφορά από τις κεντρικές διοικήσεις διαφέρουν από εκείνες που θεσπίζονται για τους λοιπούς δημόσιους φορείς ή οργανισμούς.

Άρθρο 3

Κατώτατα όρια αναφορικά με την προηγούμενη γνωστοποίηση 1

1. Στο παράρτημα Ι θεσπίζονται όρια, στο επίπεδο ή κάτω από το επίπεδο των οποίων οι δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί των συμμετεχόντων κρατών μελών μπορούν, χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση προς την ΕΚΤ, να διενεργούν συναλλαγές με τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα σε οποιαδήποτε ημέρα διενέργειας συναλλαγών, και πάνω από το επίπεδο των οποίων δεν είναι δυνατή η χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση προς την ΕΚΤ διενέργεια διαφόρων τύπων συναλλαγών σε καμία ημέρα διενέργειας συναλλαγών.

2. Δεν υπόκεινται στη διαδικασία προηγούμενης γνωστοποίησης οι ακόλουθες πράξεις συναλλάγματος:

- κάθε πράξη που συνεπάγεται την ανταλλαγή, μεταξύ αμφότερων των αντισυμβαλλομένων, περιουσιακών στοιχείων σε συνάλλαγμα εκφρασμένων στο ίδιο νόμισμα (για παράδειγμα αντικατάσταση μεσοπρόθεσμου κρατικού ομολογιακού τίτλου σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών από βραχυπρόθεσμο γραμμάτιο του δημοσίου σε δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών),

- οι πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων,

- κάθε πράξη που διενεργείται με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Άρθρο 4

Οργανωτικά θέματα

1. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θεσπίζουν τις κατάλληλες ρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι συναλλαγές με αντικείμενο τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, εφόσον υπερβαίνουν τα όρια που καθορίζονται στο παράρτημα Ι, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που διενεργούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες για λογαριασμό των συμμετεχόντων κρατών μελών, γνωστοποιούνται στην ΕΚΤ σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

2. Οι κεντρικές διοικήσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών παρέχουν στην ΕΚΤ, σε μηνιαία βάση, εκτιμήσεις σχετικά με κάθε επικείμενη συναλλαγή τους με αντικείμενο τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που διενεργούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες για λογαριασμό των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ο τυποποιημένος μορφότυπος που χρησιμοποιείται για την αναφορά των εν λόγω εκτιμήσεων παρουσιάζεται στο παράρτημα II.

3. Όλοι οι λοιποί δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί παρέχουν στην ΕΚΤ, κατά τα προβλεπόμενα στο παράρτημα III, εκτιμήσεις σχετικά με κάθε επικείμενη συναλλαγή με αντικείμενο τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, η οποία υπερβαίνει τα όρια που καθορίζει η ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που διενεργούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες για λογαριασμό των συμμετεχόντων κρατών μελών.

4. Οι προβλεπόμενες στα άρθρα 4 και 6 υποχρεώσεις αναφοράς βαρύνουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, τα οποία συλλέγουν και χορηγούν στην ΕΚΤ, μέσω της οικείας εθνικής κεντρικής τράπεζας, 1 κάθε σχετικό στοιχείο.

Άρθρο 5

Διαδικασία προηγούμενης γνωστοποίησης και έγκριση του τρόπου διενέργειας των συναλλαγών από την ΕΚΤ

1. Οι δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί των συμμετεχόντων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών τραπεζών που ενεργούν για λογαριασμό των κρατών μελών, γνωστοποιούν στην ΕΚΤ όσο το δυνατό συντομότερα κάθε επικείμενη συναλλαγή με αντικείμενο τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, εφόσον υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 3. Η ΕΚΤ λαμβάνει τις εν λόγω γνωστοποιήσεις την ημερομηνία διενέργειας της συναλλαγής και το αργότερο στις 11.00, ώρα ΕΚΤ. Ο τυποποιημένος μορφότυπος που χρησιμοποιείται για κάθε τέτοια γνωστοποίηση παρουσιάζεται στο παράρτημα IV και παρέχεται στην ΕΚΤ από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη μέσω της οικείας εθνικής κεντρικής τράπεζας.

2. Η ΕΚΤ απαντά όσο το δυνατό συντομότερα στις γνωστοποιήσεις που λαμβάνει κατά τα προβλεπόμενα στην ως άνω παράγραφο 1, και σε κάθε περίπτωση όχι αργότερα από τις 13.00, ώρα ΕΚΤ, τη συγκεκριμένη ημερομηνία διενέργειας της συναλλαγής. Στην περίπτωση μη λήψης απάντησης της ΕΚΤ εντός του παραπάνω χρόνου, η συναλλαγή λογίζεται ως εγκριθείσα σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον οικείο δημόσιο φορέα ή οργανισμό του συμμετέχοντος κράτους μέλους.

3. Στην περίπτωση που μια γνωστοποίηση λαμβάνεται από την ΕΚΤ μετά τις 11.00, ώρα ΕΚΤ, εφαρμόζεται η διαδικασία διαβούλευσης που περιγράφεται στην παράγραφο 5.

4. Η ΕΚΤ εξετάζει τις γνωστοποιήσεις, με σκοπό να διευκολύνει όσο το δυνατό περισσότερο τη διενέργεια των συναλλαγών από τους δημόσιους φορείς ή οργανισμούς των συμμετεχόντων κρατών μελών. Προς διασφάλιση της συνέπειας με τη νομισματική πολιτική και την πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών της Κοινότητας, η ΕΚΤ εξετάζει τις συναλλαγές αυτές λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο τους στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος στη ζώνη του ευρώ. Υπό το φως των παραπάνω εκτιμήσεων, η ΕΚΤ αποφασίζει κατά πόσο μια συναλλαγή μπορεί να διενεργηθεί εντός του χρονικού πλαισίου και με τον τρόπο που έχει επιλεγεί από το ενδιαφερόμενο συμμετέχον κράτος μέλος.

5. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, είτε αυτές σχετίζονται με εκτιμήσεις πολιτικής είτε με αντίξοες συνθήκες της αγοράς ή με την καθυστερημένη γνωστοποίηση από την πλευρά κάποιου συμμετέχοντος κράτους μέλους, η ΕΚΤ μπορεί να υποδείξει τη μετάθεση του χρόνου ή τη μεταβολή του τρόπου διενέργειας μιας συναλλαγής. Στο πλαίσιο των περιστάσεων αυτών, η ΕΚΤ κινεί μια διαδικασία διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη, ήτοι με τον εθνικό δημόσιο φορέα ή οργανισμό και την εθνική κεντρική τράπεζα του συμμετέχοντος κράτους μέλους. Η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει την εκτός της αγοράς διενέργεια της συναλλαγής μέσω του ΕΣΚΤ, οπότε ζητεί τη διενέργεια της συναλλαγής είτε με την ενδιαφερόμενη εθνική κεντρική τράπεζα είτε με την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να ζητήσει την κατάτμηση του συνολικού ποσού της εν λόγω συναλλαγής σε δύο ή περισσότερες συναλλαγές. Μπορεί, επιπλέον, να ζητήσει το συνδυασμό μερικής διενέργειας της συναλλαγής εκτός της αγοράς, μέσω του ΕΣΚΤ, και μερικής κατάτμησής της σε δύο ή περισσότερες συναλλαγές, κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενα.

6. Σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις, η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει αναβολή της διενέργειας μιας συναλλαγής. Σε μια τέτοια περίπτωση συμφωνείται αναβολή διενέργειας της συναλλαγής για όσο το δυνατό μικρότερο χρονικό διάστημα, σε καμία δε περίπτωση δεν είναι δυνατή η επ' αόριστον αναβολή ή αναβολή που εμποδίζει την εκτέλεση υποχρεώσεων που καθίστανται εκπληρωτέες.

Άρθρο 6

Αναφορά των τρεχόντων ταμειακών διαθεσίμων

1. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ΕΚΤ έχει επαρκή εποπτεία του ύψους των τρεχόντων ταμειακών διαθεσίμων σε συνάλλαγμα των συμμετεχόντων κρατών μελών, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη αναφέρουν εκ των υστέρων, σε μηνιαία βάση, τα τρέχοντα ταμειακά τους διαθέσιμα σε συνάλλαγμα.

2. Ο τυποποιημένος μορφότυπος που χρησιμοποιούν οι κεντρικές διοικήσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών για την εκ των υστέρων αναφορά των τρεχόντων ταμειακών διαθεσίμων σε συνάλλαγμα προς την ΕΚΤ παρουσιάζεται στο παράρτημα V.

3. Όλοι οι λοιποί δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί των συμμετεχόντων κρατών μελών αναφέρουν τα τρέχοντα ταμειακά τους διαθέσιμα σε συνάλλαγμα κατά τα προβλεπόμενα στο παράρτημα VI, εφόσον υπερβαίνουν τα όρια που καθορίζει η ΕΚΤ.

Άρθρο 7

Εμπιστευτικότητα

Όλες οι πληροφορίες και τα στοιχεία που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή χρησιμοποιούνται σε εμπιστευτική βάση.

Άρθρο 8

Κατάργηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/1998/NP7

Με την παρούσα η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/1998/NP7 καταργείται.

Άρθρο 9

Τελικές διατάξεις

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 2001.

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Φρανκφούρτη επί Μάιν, 27 Σεπτεμβρίου 2001.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Willem F. Duisenberg

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Κατώτατα όρια αναφορικά με την προηγούμενη γνωστοποίηση προς την ΕΚΤ των πράξεων συναλλάγματος των κρατών μελών κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Μια μεικτή συνολική συναλλαγή ορίζεται ως το σύνολο των αγορών και το σύνολο των πωλήσεων περουσιακών στοιχείων σε συνάλλαγμα σε δεδομένη ημέρα διενέργειας συναλλαγών.

Τα όρια αυτά εφαρμόζονται επίσης σε συναλλαγές, οι οποίες διενεργούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες για λογαριασμό των συμμετεχόντων κρατών μελών και οι οποίες δεν καταγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Τυποποιημένος μορφότυπος για την ΕΚ των προτέρων αναφορά των εκτιμήσεων των συμμετεχόντων κρατών μελών σχετικά με τις επικείμενες πράξεις συναλλάγματος κατά το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Το χρονικό πλαίσιο των μηνυμάτων αυτών είναι ένας ημερολογιακός μήνας. Τα κατώτατα όρια καθορίζονται σε ημερήσια βάση. Εάν, επομένως, αναμένεται υπέρβασή τους σε μία ή περισσότερες ημέρες εντός του μήνα που ακολουθεί, πρέπει να αποστέλλεται εκ των προτέρων αναφορά, πριν από την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τρέχοντος μήνα. Η μηνιαία εκ των προτέρων αναφορά θα πρέπει να αφορά την ημέρα (μία ή περισσότερες) κατά την οποία αναμένεται υπέρβαση των ορίων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Κατώτατα όρια αναφορικά με την εκ των προτέρων αναφορά από τους δημόσιους φορείς ή οργανισμούς των συμμετεχόντων κρατών μελών, εκτός των κεντρικών διοικήσεων, κατά το άρθρο 4 παράγραφος 3

Οι δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί των συμμετεχόντων κρατών μελών, εκτός των κεντρικών διοικήσεων, παρέχουν μηνιαίως στην ΕΚΤ εκτιμήσεις σχετικά με κάθε επικείμενη συναλλαγή τους με αντικείμενο τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συννάλαγμα, εφόσον υπερβαίνει τα ακόλουθα όρια:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Μια μεικτή συνολική συναλλαγή ορίζεται ως το σύνολο των αγορών και το σύνολο των πωλήσεων περουσιακών στοιχείων σε συνάλλαγμα σε δεδομένη ημέρα διενέργειας συναλλαγών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Περιεχόμενο των μηνυμάτων προηγούμενης γνωστοποίησης των συμμετεχόντων κρατών μελών(1) και οι απαντήσεις της ΕΚΤ κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1

Τα μηνύματα προηγούμενης γνωστοποίησης θα πρέπει να περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

- το συμμετέχον κράτος μέλος που γνωστοποιεί τις συναλλαγές,

- το δημόσιο φορέα ή οργανισμό που είναι υπεύθυνος για τη συναλλαγή,

- την ημερομηνία και την ώρα των γνωστοποιήσεων,

- την ημερομηνία διενέργειας της συναλλαγής,

- την ημερομηνία αξίας,

- το μέγεθος των συναλλαγών (σε εκατομμύρια ευρώ ή στο ισόποσό τους),

- τα νομίσματα της συναλλαγής (βάσει κωδικών ISO),

- την κατηγορία της πράξης,

- συμβατική υποχρέωση που πρόκειται να καταστεί εκπληρωτέα (ναι/όχι).

Η απάντηση της ΕΚΤ στις προηγούμενες γνωστοποιήσεις περιέχει επίσης τα ακόλουθα στοιχεία:

- ημερομηνία, ώρα και περιεχόμενο της απάντησης της ΕΚΤ.

Σημείωση:

Ζητείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη να παρέχουν τις γνωστοποιήσεις τους στην ΕΚΤ μέσω της οικείας εθνικής κεντρικής τράπεζας.

(1) Υπενθυμίζεται ότι μόνο οι συναλλαγές που διενεργούν τα κράτη μέλη εντός της αγοράς, ήτοι όχι οι διενεργούμενες με αντισυμβαλλόμενο την οικεία εθνική κεντρική τράπεζα, υπόκεινται σε προηγούμενη γνωστοποίηση. Οι συναλλαγές που διενεργούν τα κράτη μέλη με αντισυμβαλλόμενο την οικεία εθνική κεντρική τράπεζα υπόκεινται στις διαδικασίες προηγούμενης έγκρισης και αναφοράς που εφαρμόζονται στις πράξεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Τυποποιημένος μορφότυπος για την ΕΚ των υστέρων αναφορά προς την ΕΚΤ των τρεχόντων ταμειακών διαθεσίμων σε συνάλλαγμα που κατέχουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2

Οι κεντρικές διοικήσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών απαιτείται να αναφέρουν σε μηνιαία βάση τα τρέχοντα ταμειακά τους διαθέσιμα σε συνάλλαγμα. Όλοι οι λοιποί δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί να προβαίνουν στην εν λόγω αναφορά μόνο αν τα μέσα μηνιαία τους διαθέσιμα ή τα διαθέσιμα του τέλους μήνα υπερβαίνουν, λαμβανομένου υπόψη μόνο του υψηλότερου αυτών, τα όρια που θεσπίζονται στο παράρτημα VI.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι λοιποί δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί έχουν υποχρέωση αναφοράς μόνο εφόσον τα μέσα διαθέσιμά τους ή τα διαθέσιμα του τέλους μήνα, λαμβανομένου υπόψη μόνο του υψηλότερου αυτών, υπερβαίνουν το σχετικό όριο. Σε περίπτωση, πάντως, υπέρβασης του ορίου, θα πρέπει να χρησιμοποιούν το ίδιο μορφότυπο υποβολής στοιχείων που χρησιμοποιούν οι κεντρικές διοικήσεις (αναφέρουν, δηλαδή, μηνιαίο μέσο όρο, μέγιστο επίπεδο του μήνα, τέλος μήνα και ελάχιστο επίπεδο του μήνα).

Η υποχρέωση εκ των υστέρων αναφοράς που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα αφορά όλες τις πράξεις συναλλάγματος που διενεργούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες για λογαριασμό των δημοσίων φορέων ή οργανισμών των συμμετεχόντων κρατών μελών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Κατώτατα όρια αναφορικά με την εκ των υστέρων αναφορά από τους δημόσιους φορείς ή οργανισμούς των συμμετεχόντων κρατών μελών, εκτός των κεντρικών διοικήσεων, κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3

Οι δημόσιοι φορείς ή οργανισμοί των συμμετεχόντων κρατών μελών, εκτός των κεντρικών διοικήσεων, αναφέρουν στην ΕΚΤ τα τρέχοντα ταμειακά τους διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, εφόσον υπερβαίνουν τα ακόλουθα όρια:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Top