EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 42000X1230(01)

Συμφωνία, της 16ης Νοεμβρίου 2000, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την απαίτηση με την οποία πιστώνεται η Τράπεζα της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 30.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και συναφή θέματα

OJ L 336, 30.12.2000, p. 122–123 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/agree_interinstit/2000/1230/oj

42000X1230(01)

Συμφωνία, της 16ης Νοεμβρίου 2000, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την απαίτηση με την οποία πιστώνεται η Τράπεζα της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 30.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και συναφή θέματα

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 336 της 30/12/2000 σ. 0122 - 0123


Συμφωνία

της 16ης Νοεμβρίου 2000

μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την απαίτηση με την οποία πιστώνεται η Τράπεζα της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 30.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και συναφή θέματα

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΑΙ Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Δυνάμει του άρθρου 30.3 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής καλούμενου "καταστατικό") και του άρθρου 4 παράγραφος 1 της απόφασης ΕΚΤ/2000/14, της 16ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με την καταβολή του κεφαλαίου και την εισφορά της Τράπεζας της Ελλάδος στα αποθεματικά και στους εξομοιωμένους προς αυτά λογαριασμούς της ΕΚΤ, την αρχική μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων από την Τράπεζα της Ελλάδος στην ΕΚΤ και συναφή θέματα(1), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πιστώνει την Τράπεζα της Ελλάδος με μία απαίτηση που εκφράζεται σε ευρώ και ισοδυναμεί προς το συνολικό ποσό σε ευρώ της εισφοράς συναλλαγματικών διαθεσίμων της Τράπεζας της Ελλάδος. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος μεταβιβάζει, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 49.1 του καταστατικού, τα ίδια ποσά συναλλαγματικών διαθεσίμων, τα οποία συνίστανται από μετρητά ή επενδύσεις σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών, ιαπωνικά γιεν και χρυσό, με εκείνα που θα είχε μεταβιβάσει στην ΕΚΤ, εάν ήταν εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) κράτους μέλους που είχε υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα (συμμετέχουσα ΕθνΚΤ) την 1η Ιανουαρίου 1999. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της απόφασης ΕΚΤ/2000/14, το ισοδύναμο σε ευρώ της συνολικής αξίας των συναλλαγματικών διαθεσίμων πού μεταβιβάζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζεται βάσει των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ του ευρώ και του δολαρίου Ηνωμένων Πολιτειών ή του ιαπωνικού γιεν, όπως αυτές καθορίζονται στο πλαίσιο της ημερήσιας διαδικασίας συνεννόησης μέσω τηλεσύσκεψης της 29ης Δεκεμβρίου 2000, μεταξύ των ενδιαφερομένων κεντρικών τραπεζών και, στην περίπτωση του χρυσού, βάσει της τιμής σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών ανά ουγκιά καθαρού χρυσού, όπως αυτή προκύπτει στο πλαίσιο της συνεδρίασης της 29ης Δεκεμβρίου 2000 για τον καθορισμό της τιμής fixing του χρυσού στο Λονδίνο, στις 10.30 π.μ., ώρα Λονδίνου. Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει από την ΕΚΤ, το ταχύτερο δυνατόν, επιβεβαίωση ως προς το ποσό που προκύπτει από τον εν λόγω υπολογισμό, στις 29 Δεκεμβρίου 2000.

(2) Το άρθρο 49.2 του καταστατικού απαιτεί από την Τράπεζα της Ελλάδος να εισφέρει στα αποθεματικά της ΕΚΤ και στους εξομοιωμένους προς αυτά λογαριασμούς, καθώς και στο ποσό που απομένει να πιστωθεί στα αποθεματικά και λογαριασμούς σύμφωνα με το υπόλοιπο του λογαριασμού κερδών και ζημιών της 31ης Δεκεμβρίου του οικονομικού έτους που λήγει στις 31 Δεκεμβρίού 2000.

(3) Η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος συμφωνούν ότι η απαίτηση που η ΕΚΤ πιστώνει στην Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την παραπάνω αιτιολογική σκέψη 1, μπορεί να μειωθεί συμψηφιζόμενη με το ποσό που υποχρεούται να εισφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη 2.

(4) Η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος συμφωνούν να μειώσουν την απαίτηση με την οποία η ΕΚΤ πιστώνει την Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει του προαναφερθέντος στην αιτιολογική σκέψη 3 συμψηφισμού, σε 1028200000 ευρώ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο λόγος τον εκφρασμένου σε ευρώ ποσού της απαίτησης που πιστώνεται στην Τράπεζα της Ελλάδος προς το εκφρασμένο σε ευρώ συνολικό ποσό των απαιτήσεων που πιστώνονται στις άλλες συμμετέχουσες ΕθνΚΤ ισούται με το λόγο της στάθμισης που έχει αποδοθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος στην κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ προς τη συνολική στάθμιση που έχει αποδοθεί στις άλλες συμμετέχουσες ΕθνΚΤ στην κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ.

(5) Η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος συμφωνούν σε λοιπές λεπτομέρειες που αφορούν την πίστωση της απαίτησης από την ΕΚΤ στην Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την ενδεχόμενη περίπτωση κατά την οποία καθίσταται αναγκαία η αύξηση, αντί της μείωσης, της εν λόγω απαίτησης σε 1028200000 ευρώ, ανάλογα με τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

(6) Στο πλαίσιο της συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών, όπως αυτή εκφράζεται στο παρόν έγγραφο, είναι αναγκαία η προσαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 της κατευθυντήριας γραμμής της ΕΚΤ, της 3ης Νοεμβρίου 1998, όπως τροποποιήθηκε από την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/15, της 16ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τη σύνθεση και αποτίμηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και τις λεπτομέρειες της αρχικής μεταβίβασής τους, το νόμισμα στο οποίο εκφράζονται οι ισοδύναμες απαιτήσεις και την απόδοσή τους, η οποία επισυνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση ΕΚΤ/2000/14, όσον αφορά την παραίτηση των συμμετεχουσών ΕθνΚΤ από τις απαιτήσεις που πιστώνει σε αυτές η ΕΚΤ, σε περίπτωση μη πραγματοποιηθείσας ζημίας την οποία υφίσταται η τελευταία στη διάρκεια οποιουδήποτε οικονομικού έτους κατά τη μεταβατική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως την 31η Δεκεμβρίου 2001, λόγω μείωσης του ισοδυνάμου σε ευρώ της αξίας των συναλλαγματικών διαθεσίμων της, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή της τιμής τον χρυσού. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 2 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/15, η οποία επισυνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση ΕΚΤ/2000/14, η αρχική αξία της απαίτησης της Τράπεζας της Ελλάδος θεωρείται ότι ανέρχεται σε 1028200000 ευρώ.

(7) Το άρθρο 10.3 του καταστατικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 43.4, προβλέπει ότι για κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 30 του καταστατικού, οι ψήφοι στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ σταθμίζονται σύμφωνα με την κατανομή του κεφαλαίου της ΕΚΤ στο οποίο έχουν εγγραφεί οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών χωρίς παρέκκλιση. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας από την ΕΚΤ, βάσει της σχετικής διαδικασίας που ειδικότερα ορίζεται στο άρθρο 10.3 τον καταστατικού,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΣΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

Άρθρο 1

Λεπτομέρειες που αφορούν την πίστωση της απαίτησης της Τράπεζας της Ελλάδος

1. Εάν το συνολικό ποσό της απαίτησης, την οποία η ΕΚΤ πιστώνει στην Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το άρθρο 30.3 του καταστατικού και το άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης ΕΚΤ/2000/14, υπερβαίνει το 1028200000 ευρώ την καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ λαμβάνει συναλλαγματικά διαθέσιμα από την Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσό της εν λόγω απαίτησης μειώνεται, την παραπάνω ημερομηνία, σε 1028200000 ευρώ. Η μείωση αυτή πραγματοποιείται με συμψηφισμό του ποσού που απαιτείται να εισφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος από την 1η Ιανουαρίου 2001 στους εξομοιωμένους προς τα αποθεματικά λογαριασμούς προβλέψεων της ΕΚΤ για ζημίες εξ αποτιμήσεως που σχετίζονται με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, σύμφωνα με το άρθρο 49.2 του καταστατικού και σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της απόφασης ΕΚΤ/2000/14. Ο εν λόγω συμψηφισμός θεωρείται προκαταβολική εισφορά στους εξομοιωμένους προς τα αποθεματικά λογαριασμούς προβλέψεων για ζημίες εξ αποτιμήσεως που σχετίζονται με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις τιμές της αγοράς, η δε προαναφερθείσα προκαταβολική εισφορά θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα την ημερομηνία, του συμψηφισμού.

2. Εάν το ποσό, το οποίο απαιτείται να εισφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στους εξομοιωμένους προς τα αποθεματικά λογαριασμούς προβλέψεων της ΕΚΤ για ζημίες εξ αποτιμήσεως που σχετίζονται με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, είναι μικρότερο από τη διαφορά ανάμεσα α) στο συνολικό ποσό της απαίτησης με την οποία πιστώνει η ΕΚΤ την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 30.3 του καταστατικού και το άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης ΕΚΤ/2000/14, και β) στο ποσό του 1028200000 ευρώ, τότε το ποσό της εν λόγω απαίτησης μειώνεται σε 1 028 200 0000 ευρώ, 1) με συμψηφισμό, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1, και 2) με καταβολή από την ΕΚΤ στην Τράπεζα της Ελλάδος ενός ποσού σε ευρώ ίσου προς το ποσό της εναπομένουσας μετά τον συμψηφισμό ζημίας. Οποιοδήποτε ποσό απαιτείται να καταβάλει η ΕΚΤ, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο 2, καθίσταται πληρωτέο την 1η Ιανουαρίου 2001. Η ΕΚΤ δίνει, σε εύθετο χρόνο, οδηγίες για τη μεταβίβαση των παραπάνω ποσών και των σχετικών καθαρών δεδουλευμένων τόκων μέσω του συστήματος TARGET (δευρωπαϊκό αυτοματοποιημένο σύστημα ταχείας μεταφοράς κεφαλαίων σε συνεχή χρόνο). Οι δεδουλευμένοι τόκοι υπολογίζονται βάσει επιτοκίου που ισούται με το οριακό επιτόκιο, το οποίο εφαρμόζεται στην πιο πρόσφατη πράξη κύριας αναχρηματοδότησης στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ. Ο υπολογισμός των τόκων πραγματοποιείται σε ημερήσια βάση, με τη μέθοδο υπολογισμού του πραγματικού αριθμού ημερολογιακών ημερών και του έτους των 360 ημερών.

3. Εάν το συνολικό ποσό της απαίτησης που πιστώνει η ΕΚΤ στην Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το άρθρο 30.3 του καταστατικού και το άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης ΕΚΤ/2000/14 είναι μικρότερο από 1 028 200 0000 ευρώ την καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ λαμβάνει συναλλαγματικά διαθέσιμα από την Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσό της εν λόγω απαίτησης αυξάνεται, την παραπάνω ημερομηνία, σε 1 028 200 0000 ευρώ. Η αύξηση του ποσού της εν λόγω απαίτησης πραγματοποιείται με καταβολή από την Τράπεζα της Ελλάδος στην ΕΚΤ του ισοδυνάμου σε ευρώ ποσού της παραπάνω διαφοράς. Οποιοδήποτε ποσό απαιτείται να καταβάλει η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο 3, καθίσταται πληρωτέο την 1η Ιανουαρίου 2001 και καταβάλλεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ειδικότερα ορίζει το άρθρο 5 παράγραφος 3 της απόφασης ΕΚΤ/2000/14.

Άρθρο 2

Παραίτηση από την απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος

1. Εάν οι συμμετέχουσες ΕθνΚΤ, εκτός της Τράπεζας της Ελλάδος, έχουν παραιτηθεί από τις απαιτήσεις που πιστώθηκαν σε αυτές από την ΕΚΤ, σύμφωνα με τις διατάξεις τον άρθρου 4 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/15 της ΕΚΤ, η οποία επισυνάπτεται ως παράρτημα στην απόφαση ΕΚΤ/2000/14, σε περίπτωση μη πραγματοποιηθείσας ζημίας της ΕΚΤ κατά το οικονομικό έτος που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2000 και που προκαλεί μία τέτοια παραίτηση, το ποσό του 1028200000 ευρώ της απαίτησης της Τράπεζας της Ελλάδος μειώνεται κατά το ίδιο ποσοστό με εκείνο που ίσχυσε επί της παραίτησης από την αρχική αξία των απαιτήσεων των λοιπών συμμετεχουσών ΕθνΚΤ. Σε περίπτωση τέτοιας μείωσης της απαίτησης που πιστώνεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, η ΕΚΤ καταβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος το ισοδύναμο σε ευρώ τον ποσού της εν λόγω μείωσης.

2. Το ποσό που απαιτείται να καταβάλει η ΕΚΤ σύμφωνα με την παραπάνω παράγραφο 1 καθίσταται πληρωτέο την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της εν λόγω παραίτησης. Η ΕΚΤ δίνει, σε εύθετο χρόνο, οδηγίες για την ενδεχόμενη μεταβίβαση τέτοιων ποσών και των σχετικών δεδουλευμένων τόκων στην Τράπεζα της Ελλάδος στις 30 Μαρτίου 2001, μέσω του συστήματος TARGET. Οι δεδουλευμένοι τόκοι υπολογίζονται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της εν λόγω παραίτησης και έως τις 30 Μαρτίου 2001, βάσει επιτοκίου που ισούται με το οριακό επιτόκιο, το οποίο εφαρμόζεται στην πιο πρόσφατη πράξη κύριας αναχρηματοδότησης στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ. Ο υπολογισμός των τόκων πραγματοποιείται σε ημερήσια βάση, με τη μέθοδο υπολογισμού του πραγματικού αριθμού των ημερολογιακών ημερών και του έτους των 360 ημερών.

Άρθρο 3

Τελικές διατάξεις

Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2001.

Συντάσσεται στην αγγλική γλώσσα, σε δύο δεόντως υπογεγραμμένα πρωτότυπα, ένα εκ των οποίων παραμένει στην ΕΚΤ και ένα στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Η παρούσα συμφωνία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Φρανκφούρτη επί Μάιν, 16 Νοεμβρίου 2000.

Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Willem F. Duisenberg

Πρόεδρος

Για την Τράπεζα της Ελλάδος

Λουκάς Δ. Παπαδήμος

Διοικητής

(1) Βλέπε σελίδα 100 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

Top