EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52017AB0039

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Οκτωβρίου 2017, αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες για την αδειοδότηση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις αρχές που συμμετέχουν καθώς και τις απαιτήσεις για την αναγνώριση κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών (CON/2017/39)

OJ C 385, 15.11.2017, p. 3–9 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

15.11.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 385/3


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 4ης Οκτωβρίου 2017

αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες για την αδειοδότηση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις αρχές που συμμετέχουν καθώς και τις απαιτήσεις για την αναγνώριση κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών

(CON/2017/39)

(2017/C 385/03)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 22 Αυγούστου 2017 και στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες για την αδειοδότηση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις αρχές που συμμετέχουν καθώς και τις απαιτήσεις για την αναγνώριση κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών (1) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διατάξεις που επηρεάζουν: 1) τα βασικά καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) όσον αφορά τη χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής και την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών σύμφωνα με την πρώτη και τέταρτη περίπτωση, αντίστοιχα, του άρθρου 127 παράγραφος 2 της Συνθήκης· 2) το καθήκον του ΕΣΚΤ να συμβάλλει στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης· και 3) τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ όσον αφορά την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης, εντός των ορίων του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (2). Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

Η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά την πρωτοβουλία που εισάγει η πρόταση της Επιτροπής για ενίσχυση του ρόλου των οικείων μελών του ΕΣΚΤ, ως κεντρικών τραπεζών έκδοσης των νομισμάτων στα οποία εκφράζονται τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όσον αφορά την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης και την αναγνώριση κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών. Χαιρετίζει ιδιαιτέρως και υποστηρίζει την πρόταση κατά την οποία το Ευρωσύστημα, ως κεντρική τράπεζα έκδοσης του ευρώ, θα πρέπει να διαδραματίζει ουσιαστικότερο ρόλο όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης και τρίτων χωρών. Τούτο δικαιολογείται βάσει των κινδύνων που τυχόν δυσλειτουργία τους ή επιμέρους ενέργειά τους κατά τη διαχείριση κινδύνων θα μπορούσε να προκαλέσει στην εκπλήρωση των βασικών καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, ιδίως σε ό,τι αφορά τη χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης και την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών. Οι κίνδυνοι αυτοί θα μπορούσαν εντέλει να επηρεάσουν την επιδίωξη του πρωταρχικού στόχου του Ευρωσυστήματος, ο οποίος έγκειται στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

Οι διαταραχές που επηρεάζουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους μπορούν να έχουν αντίκτυπο στον πρωταρχικό στόχο του Ευρωσυστήματος μέσω διαφόρων διαύλων. Για παράδειγμα, μπορούν να επηρεάσουν τη θέση ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ, διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών στη ζώνη του ευρώ. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη ζήτηση ρευστότητας κεντρικής τράπεζας και ενδεχομένως να δυσχεράνει την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Επίσης, οι εν λόγω διαταραχές μπορούν να παρακωλύσουν τη λειτουργία των τομέων εκείνων της χρηματοπιστωτικής αγοράς που έχουν καθοριστική σημασία για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, περιλαμβανομένων των αγορών που αφορούν συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σε ευρώ και συμβάσεις παραγώγων επί επιτοκίων.

Σημαντικές εξελίξεις τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναμένεται να εντείνουν τους κινδύνους που εγείρουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι όσον αφορά την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Κατά πρώτον, η κεντρική εκκαθάριση αποκτά διαρκώς εντονότερο διασυνοριακό χαρακτήρα και μεγαλύτερη συστημική σημασία. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή έχει ήδη υποβάλει πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και (ΕΕ) 2015/2365 (3). Κατά δεύτερον, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ικανότητα του Ευρωσυστήματος να εκτελεί τα καθήκοντά του ως κεντρική τράπεζα έκδοσης του ευρώ. Σήμερα ορισμένοι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εκκαθαρίζουν σημαντικό όγκο συναλλαγών σε ευρώ. Ως εκ τούτου, μια σημαντική διαταραχή που επηρεάζει έναν σημαντικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για τη σταθερότητα του ευρώ. Η ικανότητα του Ευρωσυστήματος να παρακολουθεί και να διαχειρίζεται τους κινδύνους που εγείρουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο θα επηρεαστεί αρνητικά εάν αυτοί παύσουν να υπόκεινται στο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) που διέπει τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους στην Ένωση.

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ενισχυμένο ρόλο του Ευρωσυστήματος ως κεντρικής τράπεζας έκδοσης του ευρώ στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Είναι εξαιρετικά σημαντικό το Ευρωσύστημα να διαθέτει τις σχετικές εξουσίες που προβλέπονται στη Συνθήκη και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (το «καταστατικό του ΕΣΚΤ»), προκειμένου να διασφαλίζεται η ικανότητά του να επιτελεί τον συγκεκριμένο ρόλο της κεντρικής τράπεζας έκδοσης του ευρώ. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να χορηγηθεί στην ΕΚΤ κανονιστική αρμοδιότητα σε σχέση με τα συστήματα εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών μέσων, και ιδίως σε σχέση με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, μέσω τροποποίησης του άρθρου 22 του καταστατικού του ΕΣΚΤ. Η ανάθεση των ως άνω κανονιστικών αρμοδιοτήτων δεν θίγει το άρθρο 12.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, το οποίο ορίζει ότι «[ε]φόσον κρίνεται δυνατόν και εύλογο και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η ΕΚΤ προσφεύγει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες [ΕθνΚΤ] για την εκτέλεση των πράξεων που υπάγονται στα καθήκοντα του ΕΣΚΤ». Οι εν λόγω πράξεις περιλαμβάνουν τα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος ως κεντρικής τράπεζας έκδοσης του ευρώ. Ενόψει τούτου στις 22 Ιουνίου 2017 η ΕΚΤ εξέδωσε τη σύσταση ΕΚΤ/2017/18 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (5).

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε τεχνικό κείμενο εργασίας και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό κείμενο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Ειδικές παρατηρήσεις

1.   Ρυθμίσεις ψηφοφορίας στα σώματα εποπτών

1.1.

Όπως έχει ήδη επισημάνει η ΕΚΤ αναφορικά με τα σώματα εποπτών, στις περιπτώσεις που οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος, οι οποίες συναποτελούν την «κεντρική τράπεζα έκδοσης» του ευρώ, εκπροσωπούνται στο σώμα από την ίδια ή από ΕθνΚΤ και η προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία είναι σημαντικά εκκαθαριστικά μέλη κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ασκείται από την ΕΚΤ, θα πρέπει οι δύο αυτές λειτουργίες να αντιστοιχούν σε ξεχωριστή ψήφο. Στο ίδιο πλαίσιο η ΕΚΤ τόνισε ακόμη ότι οι δύο αυτές λειτουργίες είναι διακριτές, όπως αποτυπώνεται στη διάκριση μεταξύ των λειτουργιών νομισματικής πολιτικής και προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ (6). Ενόψει τούτου η ΕΚΤ υποστηρίζει ένθερμα το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός εξετάζει το συγκεκριμένο ζήτημα, διασφαλίζοντας ότι στις δύο αυτές λειτουργίες αντιστοιχούν ξεχωριστές ψήφοι.

1.2.

Ακολούθως, η ΕΚΤ χαιρετίζει τις διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού που τροποποιούν τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Πρώτον, το τροποποιούμενο άρθρο 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ορίζει ότι το σώμα, μεταξύ άλλων, θα αποτελείται από α) τα μόνιμα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους· β) τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα οποία είναι εγκατεστημένα στα τρία κράτη μέλη με τις υψηλότερες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένης της ΕΚΤ, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (7)· και γ) τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης των πιο σχετικών νομισμάτων της Ένωσης στα οποία εκφράζονται τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται. Δεύτερον, το τροποποιούμενο άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 διευκρινίζει ότι σε περίπτωση που η ΕΚΤ συμμετέχει ως μέλος στο σώμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε επιμέρους στοιχεία του άρθρου 18 παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού, θα διαθέτει κατ’ ανώτατο όριο δύο ψήφους εφόσον πρόκειται για σώματα που περιλαμβάνουν έως και δώδεκα μέλη και έως τρεις ψήφους για σώματα που περιλαμβάνουν περισσότερα από δώδεκα μέλη (8).

2.   Η απαίτηση για συναίνεση της κεντρικής τράπεζας έκδοσης επί ορισμένων σχεδίων αποφάσεων

2.1.

Κατά τον προτεινόμενο κανονισμό οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να υποβάλλουν στις οικείες κεντρικές τράπεζες έκδοσης σχέδια αποφάσεων πριν από την έκδοση αποφάσεων σχετικών με τη χορήγηση ή ανάκληση άδειας λειτουργίας, την επέκταση δραστηριοτήτων, τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τους ελέγχους κινδύνου ρευστότητας, τις απαιτήσεις παροχής ασφάλειας, τον διακανονισμό και την έγκριση ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης (9). Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν τη συναίνεση των κεντρικών τραπεζών έκδοσης για κάθε πτυχή των ανωτέρω αποφάσεων που αφορά την άσκηση των καθηκόντων νομισματικής πολιτικής των τελευταίων. Σε περίπτωση που η κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποίηση σχεδίου απόφασης, η αρμόδια αρχή μπορεί να εκδώσει την απόφαση μόνον υπό την τροποποιημένη μορφή της, σε περίπτωση δε που η κεντρική τράπεζα έκδοσης αντιτάσσεται σε σχέδιο απόφασης, η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης. Αντίστοιχα, κατά τον προτεινόμενο κανονισμό η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) υποχρεούται να υποβάλλει στην οικεία κεντρική τράπεζα έκδοσης σχέδια αποφάσεων πριν από την έκδοση αποφάσεων σχετικών με ελέγχους κινδύνου ρευστότητας, απαιτήσεις παροχής ασφάλειας, διακανονισμό, έγκριση ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας, καθώς και απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 τρίτων χωρών (10). Και η ΕΑΚΑΑ πρέπει να λαμβάνει τη συναίνεση των κεντρικών τραπεζών έκδοσης για κάθε πτυχή των ανωτέρω αποφάσεων που αφορά την άσκηση των καθηκόντων νομισματικής πολιτικής των τελευταίων. Σε περίπτωση που η κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποίηση σχεδίου απόφασης, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδώσει την απόφαση μόνον υπό την τροποποιημένη μορφή της, σε περίπτωση δε που η κεντρική τράπεζα αντιτάσσεται σε σχέδιο απόφασης, η ΕΑΚΑΑ δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης. Η ΕΚΤ χαιρετίζει ιδιαιτέρως τον ρόλο που πρόκειται να ανατεθεί στις κεντρικές τράπεζες έκδοσης βάσει του προτεινόμενου κανονισμού, ο οποίος θα καθιστά δυνατή την ουσιαστική και αποτελεσματική συμμετοχή των μελών του ΕΣΚΤ στη διαδικασία λήψης αποφάσεων επί θεμάτων άμεσα συνδεόμενων με την εκπλήρωση των προβλεπόμενων στις Συνθήκες βασικών καθηκόντων του ΕΣΚΤ και την επίτευξη του πρωταρχικού του στόχου, ήτοι τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Εν προκειμένω η ΕΚΤ διατυπώνει ορισμένες παρατηρήσεις.

2.2.

Πρώτον, σε σχέση με τη διευκρίνιση του προτεινόμενου κανονισμού περί του υποχρεωτικού χαρακτήρα της συναίνεσης των κεντρικών τραπεζών έκδοσης «όσον αφορά οποιαδήποτε πτυχή των εν λόγω αποφάσεων όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων τους της νομισματικής πολιτικής» θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη φράση σκοπεί στην αποσαφήνιση, αφενός, του πλαισίου νομισματικής πολιτικής στο οποίο επιτελούν το ρόλο τους οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης και, αφετέρου, του σκοπού που εξυπηρετεί ο εν λόγω ρόλος. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την αναφορά του προτεινόμενου κανονισμού στη συμμόρφωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 τρίτων χωρών με τις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης «κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους της νομισματικής πολιτικής» (11). Η συγκεκριμένη φράση θα πρέπει να ερμηνευτεί σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 7 του προτεινόμενου κανονισμού. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η φράση αυτή δεν νοείται ως χορήγηση διακριτικής ευχέρειας στις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ ως προς την απόφασή τους εάν θα ζητείται ή όχι η συναίνεση της κεντρικής τράπεζας έκδοσης για συγκεκριμένα σχέδια αποφάσεων, ούτε ως προς το εάν θα υιοθετούνται οι προτεινόμενες σχετικές τροποποιήσεις ή αντιρρήσεις της κεντρικής τράπεζας έκδοσης. Εν προκειμένω θα πρέπει να επισημανθεί ότι, αφενός, το Ευρωσύστημα διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, πράγμα το οποίο έχει παραδεχθεί και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12), και, αφετέρου, είναι επιτακτική και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ κατά το άρθρο 130 της Συνθήκης. Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, και προκειμένου να αποτυπωθεί η συγκεκριμένη πτυχή, θα πρέπει να προστεθεί νέα αιτιολογική σκέψη στον προτεινόμενο κανονισμό.

2.3.

Δεύτερον, όσον αφορά το ποια σχέδια αποφάσεων θα πρέπει να απαιτούν τη συναίνεση της κεντρικής τράπεζας έκδοσης η ΕΚΤ θεωρεί ότι ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει την ενεργό συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας έκδοσης και σε ορισμένες άλλες βασικές πτυχές διαχείρισης κινδύνων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η συναίνεση της κεντρικής τράπεζας έκδοσης θα πρέπει να ζητείται και για σχέδια αποφάσεων που αφορούν τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων (άρθρο 41) τόσο της Ένωσης όσο και τρίτων χωρών. Αυτό είναι σημαντικό για την κεντρική τράπεζα έκδοσης λόγω των κρίσιμων δεσμών μεταξύ της διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, στην οποία κατ’ εξοχήν εστιάζει η ίδια, και των διαδικασιών καθορισμού περιθωρίων ασφαλείας που εφαρμόζουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι. Για παράδειγμα, οι ρυθμίσεις που αφορούν την ημερήσια συλλογή περιθωρίων ασφαλείας έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να αντλεί πόρους για την κάλυψη των αναγκών του σε ρευστότητα κατά τη λήξη τους. Και οι διαδικασίες καθορισμού περιθωρίων ασφαλείας, περιλαμβανομένων των κανόνων προσαρμογής των επιπέδων τους σε περιόδους πιέσεων στην αγορά, μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο από άποψη υπερικυκλικότητας: σε περίπτωση μη προσήκουσας διαχείρισής τους μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρή πίεση ρευστότητας στα εκκαθαριστικά μέλη, ενδεχομένως υπονομεύοντας την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας έκδοσης να εφαρμόσει τους στόχους νομισματικής πολιτικής της.

Ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει επίσης ότι η συναίνεση της κεντρικής τράπεζας έκδοσης απαιτείται και για αποφάσεις που αφορούν την επανεξέταση μοντέλων, τους ελέγχους αντοχής σε ακραίες συνθήκες και τους απολογιστικούς ελέγχους για την επικύρωση των μοντέλων και των παραμέτρων που εφαρμόζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και άλλων μέτρων ελέγχου κινδύνων κατά το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Αυτό είναι σημαντικό για την κεντρική τράπεζα έκδοσης, διότι οι αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 49 μπορούν να έχουν άμεσες συνέπειες όσον αφορά τη συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ως προς τις οποίες η κεντρική τράπεζα έκδοσης πρέπει κατά τα λοιπά να συναινέσει. Για παράδειγμα, η τροποποίηση της μεθόδου με την οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ελέγχει την επάρκεια των απαιτήσεων ασφαλειοδοσίας του σε ακραίες συνθήκες θα είχε άμεσο αντίκτυπο στην τήρηση των σχετικών υποχρεώσεών του κατά το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Στο τεχνικό κείμενο εργασίας που συνοδεύει την παρούσα γνώμη η ΕΚΤ παραθέτει συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης όσον αφορά το είδος των αποφάσεων για τις οποίες θα πρέπει να ζητείται η συναίνεση της κεντρικής τράπεζας έκδοσης.

2.4.

Τρίτον, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν κάποιο περιθώριο εκτίμησης ως προς το εάν τροποποιήσεις που προτείνει κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να υπόκεινται στην έκδοση αποφάσεων του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προκειμένου για την επέκταση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας, ή αποφάσεων του άρθρου 49 προκειμένου για την επανεξέταση μοντέλων, τους ελέγχους αντοχής σε ακραίες συνθήκες και τους απολογιστικούς ελέγχους. Εφόσον η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι ως άνω προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν αφορούν επέκταση δραστηριοτήτων σε «πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες» ή δεν επιφέρουν «σημαντικές αλλαγές» στα μοντέλα και τις παραμέτρους, αυτές δεν υπόκεινται στην έκδοση αποφάσεων του άρθρου 15 και του άρθρου 49, αντίστοιχα. Προς οικοδόμηση μιας κοινής εποπτικής αντίληψης σε επίπεδο Ένωσης και διασφάλιση συνεπών πρακτικών η ΕΑΚΑΑ δημοσίευσε πρόσφατα γνώμη (13) σχετικά με τους κοινούς δείκτες για νέα προϊόντα και υπηρεσίες κατά το άρθρο 15 και για σημαντικές αλλαγές κατά το άρθρο 49. Η ΕΚΤ θεωρεί αναγκαία την τήρηση των κριτηρίων που προβλέπονται στη γνώμη της ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η συναίνεση της οικείας κεντρικής τράπεζας έκδοσης ζητείται οποτεδήποτε κρίνεται απαραίτητη. Για τους λόγους αυτούς η ΕΚΤ προτείνει να καταστούν δεσμευτικές οι κατευθυντήριες οδηγίες της ΕΑΚΑΑ που αφορούν την ερμηνεία των ως άνω άρθρων. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να τις αποτυπώσει υπό τη μορφή σχεδίου ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, τα οποία στη συνέχεια η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει υπό τη μορφή κατ’ εξουσιοδότηση πράξης. Η ΕΚΤ παραθέτει προς τούτο συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης στο τεχνικό κείμενο εργασίας που συνοδεύει την παρούσα γνώμη.

3.   Επανεξέταση και αξιολόγηση

3.1.

Ο προτεινόμενος κανονισμός τροποποιεί το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προβλέποντας ότι οι αρμόδιες αρχές, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, θα επανεξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι προς συμμόρφωσή τους με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και θα αξιολογούν τους κινδύνους στους οποίους αυτοί εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν. Το τροποποιημένο άρθρο 21 προβλέπει επίσης ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα υπόκεινται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις στις οποίες θα καλείται να συμμετέχει το προσωπικό της ΕΑΚΑΑ. Επίσης, η αρμόδια αρχή υποχρεούται να προωθεί στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε πληροφορία λαμβάνει από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και να ζητεί από τον εκάστοτε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κάθε πληροφορία που η ΕΑΚΑΑ αναζητά και την οποία η ίδια η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να παράσχει.

3.2.

Η διαδικασία επανεξέτασης και αξιολόγησης, όπως τροποποιείται με τον προτεινόμενο κανονισμό, θα υπηρετεί έναν βασικό σκοπό, και συγκεκριμένα τη διασφάλιση της αδιάλειπτης συμμόρφωσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι θα συνιστούσε σημαντικό συμπλήρωμα των απαιτήσεων του άρθρου 21α παράγραφος 2 η διεξαγωγή διαβούλευσης με την κεντρική τράπεζα έκδοσης κατά την επανεξέταση και αξιολόγηση, εφόσον η αρμόδια αρχή την κρίνει απαραίτητη για τη διασφάλιση της ικανότητας της κεντρικής τράπεζας έκδοσης να εκπληρώνει τον εκ του προτεινόμενου κανονισμού ρόλο της. Η δυνατότητα συμβολής της κεντρικής τράπεζας έκδοσης στην επανεξέταση που διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, θα της επιτρέπει να διασφαλίζει ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν εγείρουν κινδύνους για την εκπλήρωση των βασικών καθηκόντων του Ευρωσυστήματος βάσει των Συνθηκών και την επίτευξη του πρωταρχικού του στόχου διατήρησης της σταθερότητας των τιμών.

3.3.

Στο τεχνικό κείμενο εργασίας που συνοδεύει την παρούσα γνώμη η ΕΚΤ παραθέτει συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης όσον αφορά τη διαβούλευση με την κεντρική τράπεζα έκδοσης στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης και αξιολόγησης κατά το άρθρο 21.

4.   Ο συμβουλευτικός ρόλος της ΕΚΤ όσον αφορά σχέδια κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων

4.1.

Αξίζει να υπομνησθεί ότι κάθε σχέδιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξης και εκτελεστικής πράξης της Επιτροπής θεωρείται «σχέδιο πράξης της Ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 127 παράγραφος 4 και του άρθρου 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Τόσο οι κατ’ εξουσιοδότηση όσο και οι εκτελεστικές πράξεις συνιστούν νομικές πράξεις της Ένωσης. Η γνώμη της ΕΚΤ θα πρέπει να ζητείται έγκαιρα για κάθε σχέδιο πράξης της Ένωσης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων των σχεδίων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων. Η υποχρέωση διαβούλευσης με την ΕΚΤ αποσαφηνίστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Επιτροπή κατά ΕΚΤ (14), όπου γίνεται αναφορά στις αρμοδιότητες και την ειδίκευση της ΕΚΤ. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών, ιδίως των συστημάτων εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών μέσων, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην εκπλήρωση των βασικών καθηκόντων του ΕΣΚΤ βάσει του άρθρου 127 παράγραφος 2 της Συνθήκης και στην επιδίωξη του πρωταρχικού του στόχου διατήρησης της σταθερότητας των τιμών κατά το άρθρο 127 παράγραφος 1 της Συνθήκης, θα πρέπει να ζητείται δεόντως η γνώμη της ΕΚΤ σχετικά με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Αν και η υποχρέωση διαβούλευσης με την ΕΚΤ απορρέει άμεσα από τη Συνθήκη, για λόγους σαφήνειας θα πρέπει να αποτυπωθεί και σε αιτιολογική σκέψη του προτεινόμενου κανονισμού. Ενόψει της σημασίας των κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων στο πλαίσιο της εξέλιξης της νομοθεσίας για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες της Ένωσης, η ΕΚΤ θα επιτελεί τον συμβουλευτικό της ρόλο σε θέματα της αρμοδιότητάς της λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις προθεσμίες για την έκδοση των εν λόγω πράξεων και την ανάγκη διασφάλισης της ομαλής διαδικασίας έκδοσης της εκτελεστικής νομοθεσίας (15).

4.2.

Εξάλλου, σε σχέση με ορισμένα στοιχεία του προτεινόμενου κανονισμού θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη και θα πρέπει να προβλεφθεί ειδικά, πέραν της διαβούλευσης με την ΕΚΤ, η έγκαιρη συμμετοχή των οικείων μελών του ΕΣΚΤ στην κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, καθώς και κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων.

4.3.

Πρώτον, αρκετές διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού αναφέρονται στον ρόλο της κεντρικής τράπεζας έκδοσης. Όπως σημειώνεται στην παράγραφο 2, οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η συναίνεση της κεντρικής τράπεζας έκδοσης απαιτείται για ορισμένες αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ή από την ΕΑΚΑΑ. Επίσης, γίνεται αναφορά τόσο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κεντρική τράπεζα έκδοσης πρέπει να παρέχει στην ΕΑΚΑΑ γραπτή επιβεβαίωση περί της συμμόρφωσης κεντρικού αντισυμβαλλόμενου κατηγορίας 2 τρίτης χώρας με τις απαιτήσεις που η ίδια επιβάλλει (16), όσο και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ΕΑΚΑΑ διαπιστώνει, σε συμφωνία με την οικεία κεντρική τράπεζα έκδοσης, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι «ουσιώδους συστημικής σημασίας» (17). Προκειμένου να καθοριστεί ποια κεντρική τράπεζα έκδοσης θα πρέπει να συμμετέχει, ο προτεινόμενος κανονισμός παραπέμπει στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, το οποίο καθορίζει ότι το σώμα θα συνίσταται από «τις κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν τα πιο σχετικά νομίσματα της Ένωσης ως προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται». Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζει η ΕΑΚΑΑ, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα νομίσματα της Ένωσης κατά την αναφορά του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχείο η) θεωρούνται τα πιο σχετικά. Έτσι, το 2013 εξέδωσε τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 876/2013 της Επιτροπής (18), ο οποίος ενδεχομένως χρήζει πλέον αναθεώρησης και επικαιροποίησης, προκειμένου να διασφαλίζεται η δέουσα συμμετοχή των κεντρικών τραπεζών έκδοσης των νομισμάτων κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ, λαμβανομένης υπόψη της επιρροής που μπορεί να ασκούν οι διαταραχές στη λειτουργία κεντρικών αντισυμβαλλομένων στα εν λόγω νομίσματα. Η κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών προτύπων από την ΕΑΚΑΑ για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να πραγματοποιείται σε στενή συνεργασία με τα οικεία μέλη του ΕΣΚΤ. Επίσης, η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη θα πρέπει να εκδίδεται μόνον κατόπιν επίσημης διαβούλευσης με την ΕΚΤ. Για λόγους ασφάλειας δικαίου η ΕΚΤ προτείνει επίσης την εισαγωγή, στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, παραπομπής στις διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού που αναφέρονται μόνο στην «οικεία κεντρική τράπεζα έκδοσης».

4.4.

Δεύτερον, ο προτεινόμενος κανονισμός εισάγει νέο άρθρο 25 παράγραφος 2α, κατά το οποίο η ΕΑΚΑΑ θα καθορίζει αν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας, καλούμενος «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2», είναι συστημικά σημαντικός ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή για ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει τα κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η ΕΑΚΑΑ κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης και ορίζει ότι η Επιτροπή θα εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη προς περαιτέρω εξειδίκευσή τους. Προκειμένου να διασφαλιστεί η δέουσα συμμετοχή των κεντρικών τραπεζών έκδοσης κατά την επεξεργασία των σχετικών κριτηρίων, η κατάρτιση της εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξης από την Επιτροπή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε στενή συνεργασία με τα οικεία μέλη του ΕΣΚΤ.

5.   «Ουσιώδους συστημικής σημασίας» κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών

Ο προτεινόμενος κανονισμός εισάγει νέο άρθρο 25 παράγραφος 2γ, το οποίο ορίζει ότι η ΕΑΚΑΑ μπορεί «σε συμφωνία» με τις οικείες κεντρικές τράπεζες έκδοσης να αποφαίνεται ότι ορισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται λόγω της ουσιώδους συστημικής σημασίας του. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι όροι «σε συμφωνία» έχουν την έννοια ότι χωρίς την προηγούμενη έγκριση της οικείας κεντρικής τράπεζας έκδοσης η ΕΑΚΑΑ δεν μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή σύσταση με σκοπό την έκδοση από την τελευταία εκτελεστικής πράξης η οποία να επιβεβαιώνει ότι ο συγκεκριμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα πρέπει να αναγνωριστεί.

6.   Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της εκτελεστικής συνόδου για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και των σωμάτων εποπτών

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η εκτελεστική σύνοδος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν περιλαμβάνει όλα τα μέλη των σωμάτων εποπτών ούτε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ). Το σώμα εποπτών δεν περιλαμβάνει μόνο τις αρμόδιες για την εποπτεία ορισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου αρχές, αλλά και τις εποπτικές αρχές των οντοτήτων στις οποίες θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο οι πράξεις του τελευταίου, ιδίως επιλεγμένα εκκαθαριστικά μέλη, τόπους διαπραγμάτευσης, κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους με τους οποίος αυτός συνδέεται διαλειτουργικά και κεντρικά αποθετήρια τίτλων. Το ΕΣΣΚ είναι υπεύθυνο για τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το ΕΣΣΚ και τα μέλη του σώματος εποπτών που δεν αποτελούν ταυτόχρονα μέλη της εκτελεστικής συνόδου για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους διαθέτουν όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τους σκοπούς εκπλήρωσης των καθηκόντων τους, είναι σημαντικό να προβλέπεται η υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της εκτελεστικής συνόδου για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, του ΕΣΣΚ και των λοιπών μελών του σώματος εποπτών που δεν αποτελούν μέλη της εκτελεστικής συνόδου. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται με το ΕΣΣΚ και το σώμα εποπτών θα πρέπει να είναι πλήρεις και να περιλαμβάνουν τα στοιχεία που διαθέτει η εκτελεστική σύνοδος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ και των μελών του σώματος εποπτών, αντίστοιχα. Ομοίως, πληροφορίες που αφορούν κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών θα πρέπει να ανταλλάσσονται με το ΕΣΣΚΤ και τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο για τους σκοπούς εκπλήρωσης των καθηκόντων τους.

7.   Η ΕΚΤ ως μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι ο προτεινόμενος κανονισμός τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) προκειμένου ο επικεφαλής και οι διευθυντές της εκτελεστικής συνόδου για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να συμμετέχουν στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ ως μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου (20). Η ΕΚΤ χαιρετίζει με θέρμη τη συγκεκριμένη ρύθμιση, με την οποία διασφαλίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και άλλα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης που αναπτύσσει το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις και την ειδίκευση του επικεφαλής και των διευθυντών της εκτελεστικής συνόδου για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Πάντως, η ΕΚΤ θεωρεί ότι έχει εξέχουσα σημασία για την ίδια η συμπερίληψή της στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ ως μέλους χωρίς δικαίωμα ψήφου, προκειμένου να διασφαλίζονται, αφενός, η αποτελεσματική συνεργασία, ο συντονισμός και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κεντρικών τραπεζών και αρχών εποπτείας και, αφετέρου, η συμβολή των απόψεων και της ειδίκευσης της ΕΚΤ στις κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και άλλα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης που αναπτύσσει το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ (21). Αυτό ισχύει τόσο αναφορικά με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους όσο και με άλλους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Για τον λόγο αυτό η ΕΚΤ προτείνει να καταστεί και η ίδια μέλος του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ χωρίς δικαίωμα ψήφου.

8.   Αλληλεπίδραση με τον προτεινόμενο κανονισμό σχετικά με το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Η ΕΚΤ υποστηρίζει πλήρως την εκτίμηση της Επιτροπής στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης, σύμφωνα με την οποία οι προσαρμογές και βελτιώσεις της εποπτείας θα πρέπει να αποτυπωθούν δεόντως και στον προτεινόμενο κανονισμό σχετικά με το πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Συμφωνεί ότι ενδέχεται να είναι αναγκαίες στοχευμένες τροποποιήσεις προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο νέος ρόλος της εκτελεστικής συνόδου για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε σώματα στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και στη συνέχεια στα σώματα εξυγίανσης. Η ΕΚΤ θα θεωρούσε ενδεδειγμένη την ενίσχυση της συνέπειας και αποτελεσματικής αλληλεπίδρασης των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης όλων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, καθώς και την παρακολούθηση και συγκράτηση των επιπτώσεων του συνολικού τους κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης. Η ΕΚΤ τίθεται υπέρ της εξέτασης, από την Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενός πιθανού ρόλου της εκτελεστικής συνόδου για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους στο πλαίσιο αυτό κατά την οριστικοποίηση του προτεινόμενου κανονισμού (22).

Φρανκφούρτη, 4 Οκτωβρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2017)331 τελικό.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(3)  COM(2016) 856 τελικό.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(5)  Σύσταση ΕΚΤ/2017/18, της 22ας Ιουνίου 2017, για απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του άρθρου 22 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ C 212 της 1.7.2017, σ. 14).

(6)  Βλέπε παράγραφο 2.1.2 της γνώμης CON/2017/38 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και (ΕΕ) 2015/2365, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ δημοσιεύονται στον δικτυακό της τόπο (www.ecb.europa.eu). Βλέπε επίσης την απάντηση της ΕΚΤ στο πλαίσιο της διαβούλευσης της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού για τις υποδομές των ευρωπαϊκών αγορών (European Market Infrastructure Regulation – EMIR) της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(7)  Βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού.

(8)  Βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού.

(9)  Με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του προτεινόμενου κανονισμού προστίθεται νέο άρθρο 21α παράγραφος 2.

(10)  Με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του προτεινόμενου κανονισμού προστίθεται νέο άρθρο 25β παράγραφος 2.

(11)  Το άρθρο 2 παράγραφος 9 του προτεινόμενου κανονισμού εισάγει νέο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο β).

(12)  Σκέψη 68 στην απόφαση Gauweiler κ.λπ., υπόθεση C-62/14, ECLI:EU:C:2015:400 και σκέψη 68 στην απόφαση Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-79/13, ECLI:EU:T:2015:756.

(13)  Γνώμη της ΕΑΚΑΑ, της 15ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με κοινούς δείκτες για νέα προϊόντα και υπηρεσίες κατά το άρθρο 15 και για σημαντικές αλλαγές κατά το άρθρο 49 του κανονισμού για τις υποδομές των ευρωπαϊκών αγορών (Common indicators for new products and services under Article 15 and for significant changes under Article 49 of EMIR) (ESMA/2016/1574), η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό της τόπο (www.esma.europa.eu).

(14)  Επιτροπή κατά ΕΚΤ, υπόθεση C-11/00, ECLI:EU:C:2003:395, ιδίως σκέψεις 110 και 111. Στη σκέψη 110, το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι η υποχρέωση διαβούλευσης με την ΕΚΤ σκοπεί «κυρίως να εξασφαλίσει ότι ο συντάκτης της πράξεως θα εκδώσει την πράξη αφού ακούσει τον οργανισμό ο οποίος, λόγω των ειδικών αρμοδιοτήτων που ασκεί στο κοινοτικό πλαίσιο και στον συγκεκριμένο τομέα και λόγω του υψηλού βαθμού ειδίκευσης που τον χαρακτηρίζει είναι ιδιαίτερα σε θέση να συμβάλλει επωφελώς στην προτεινόμενη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως».

(15)  Βλέπε παράγραφο 2 της γνώμης CON/2015/10, παράγραφο 2 της γνώμης CON/2012/77, παράγραφο 4 της γνώμης CON/2012/5, παράγραφο 8 της γνώμης CON/2011/44 και παράγραφο 4 της γνώμης CON/2011/42.

(16)  Το άρθρο 2 παράγραφος 9 του προτεινόμενου κανονισμού εισάγει νέο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο β).

(17)  Το άρθρο 2 παράγραφος 9 του προτεινόμενου κανονισμού εισάγει νέο άρθρο 25 παράγραφος 2γ.

(18)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 876/2013 της Επιτροπής, της 28ης Μαΐου 2013, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα σώματα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (ΕΕ L 244 της 13.9.2013, σ. 19).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(20)  Το άρθρο 1 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού προσθέτει νέο στοιχείο στ) στο άρθρο 40 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(21)  Βλέπε γνώμη CON/2010/5. Βλέπε επίσης τη συμβολή της ΕΚΤ στο πλαίσιο της διαβούλευσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις πράξεις των Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας, η οποία δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου 2017 και είναι διαθέσιμη στον δικτυακό της τόπο (www.ecb.europa.eu).

(22)  Βλέπε παράγραφο 1.4 της γνώμης CON/2017/38.


Top