EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014O0060

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014 , σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2014/60)

OJ L 91, 2.4.2015, p. 3–135 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 29/06/2023

ELI: http://data.europa.eu/eli/guideline/2015/510/oj

2.4.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/3


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ (ΕΕ) 2015/510 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 19ης Δεκεμβρίου 2014

σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2014/60)

(αναδιατύπωση)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, τα άρθρα 9.2, 12.1, 14.3 και 18.2 και το άρθρο 20 πρώτη παράγραφος,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2011/14 (1) έχει υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις. Καθώς πρόκειται να τροποποιηθεί περαιτέρω, ενδείκνυται η αναδιατύπωσή της για λόγους σαφήνειας.

(2)

Η επίτευξη ενιαίας νομισματικής πολιτικής συνεπάγεται την ανάγκη καθορισμού των εργαλείων, μέσων και διαδικασιών για την ομοιόμορφη εφαρμογή της σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ από το Ευρωσύστημα, το οποίο αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (εφεξής «οι ΕθνΚΤ»).

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 3.1 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «το καταστατικό του ΕΣΚΤ»), πρωταρχικός στόχος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και, στο πλαίσιο αυτό, βασικά του καθήκοντα είναι η χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης και η διενέργεια πράξεων συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 219 της Συνθήκης.

(4)

Το γενικό πλαίσιο του Ευρωσυστήματος βασίζεται στις διατάξεις του καταστατικού του ΕΣΚΤ. Σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 της Συνθήκης, όπως αυτό αποτυπώνεται και στο καταστατικό του ΕΣΚΤ, το Ευρωσύστημα οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με συγκεκριμένες αρχές, στις οποίες συγκαταλέγεται η αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, η οποία ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων.

(5)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία και εφόσον κρίνεται εφικτό και σκόπιμο, η ΕΚΤ προσφεύγει στις ΕθνΚΤ για την εκτέλεση πράξεων που εμπίπτουν στα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος, σύμφωνα με την αρχή της αποκέντρωσης που διατυπώνεται στο άρθρο 12.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων του άρθρου 14.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

(6)

Βάσει του άρθρου 12.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ έχει την εξουσία να διαμορφώνει την ενιαία νομισματική πολιτική της Ένωσης και να εκδίδει τις αναγκαίες κατευθυντήριες γραμμές προς διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της. Κατά το άρθρο 14.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ οι ΕθνΚΤ έχουν την υποχρέωση να ενεργούν σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Ως εκ τούτου, η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στο Ευρωσύστημα. Οι κανόνες που αυτή προβλέπει θα ενσωματωθούν από τις ΕθνΚΤ σε συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις, οι δε αντισυμβαλλόμενοι θα υποχρεούνται να συμμορφώνονται με αυτούς, όπως θα ενσωματώνονται εκάστοτε στις ως άνω ρυθμίσεις από τις ΕθνΚΤ.

(7)

Το άρθρο 18.1 πρώτη περίπτωση του καταστατικού του ΕΣΚΤ επιτρέπει στο Ευρωσύστημα να συναλλάσσεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αγοράζοντας και πωλώντας με οριστικές πράξεις (άμεσης και προθεσμιακής εκτέλεσης) ή με σύμφωνο επαναγοράς ή δανείζοντας και δανειζόμενο απαιτήσεις και διαπραγματεύσιμους τίτλους εκφρασμένους σε ευρώ ή άλλα νομίσματα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα. Το άρθρο 18.1 δεύτερη περίπτωση επιτρέπει στο Ευρωσύστημα να διενεργεί πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς.

(8)

Για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του το Ευρωσύστημα χρησιμοποιεί τα ακόλουθα εργαλεία νομισματικής πολιτικής: διενεργεί πράξεις ανοικτής αγοράς, παρέχει πάγιες διευκολύνσεις και υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν ελάχιστα αποθεματικά σε λογαριασμούς που τηρούνται σε αυτό.

(9)

Για την επίτευξη των στόχων του το Ευρωσύστημα έχει στη διάθεσή του μία δέσμη μέσων διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς, τα οποία περιλαμβάνουν τις αντιστρεπτέες συναλλαγές, τις οριστικές συναλλαγές, την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής και την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Τα ως άνω μέσα έχουν σκοπό να διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς χρήματος και να συνδράμουν τις τράπεζες στην ικανοποίηση των αναγκών τους σε ρευστότητα με ομαλό και καλά οργανωμένο τρόπο.

(10)

Η δέσμη μέσων που έχει στη διάθεσή του το Ευρωσύστημα για την παροχή πάγιων διευκολύνσεων περιλαμβάνει τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης και τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, οι οποίες στοχεύουν στη χορήγηση και την απορρόφηση ρευστότητας διάρκειας μίας ημέρας αντίστοιχα, σηματοδοτώντας την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και επηρεάζοντας τα επιτόκια της αγοράς χρήματος για τοποθετήσεις διάρκειας μίας ημέρας.

(11)

Το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος επιδιώκει πρωτίστως τους εξής στόχους νομισματικής πολιτικής: α) συμβάλλει στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος παρέχοντας κίνητρο στα ιδρύματα να μετριάζουν τις επιδράσεις των προσωρινών διακυμάνσεων της ρευστότητας χάρη στη δυνατότητα τήρησης των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών σε μέσα επίπεδα· και β) δημιουργεί ή διευρύνει διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότητας, το οποίο επιτρέπει στο Ευρωσύστημα να λειτουργεί αποτελεσματικότερα ως πάροχος ρευστότητας. Το νομικό πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος καθορίζεται στο άρθρο 19 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου (2) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2003/9) (3).

(12)

Οι πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες με βάση το σκοπό τους, τη συχνότητα και τις διαδικασίες διενέργειάς τους: α) πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης· β) πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης· γ) πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας· και δ) διαρθρωτικές πράξεις.

(13)

Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης αποτελούν κατηγορία των πράξεων ανοικτής αγοράς που διενεργεί το Ευρωσύστημα και διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην επιδίωξη σκοπών όπως ο επηρεασμός των επιτοκίων, η διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά και η σηματοδότηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.

(14)

Οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης αποσκοπούν στην παροχή στους αντισυμβαλλομένους ρευστότητας πιο μακροπρόθεσμης διάρκειας από εκείνη των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης. Κατά κανόνα, με τις πράξεις αυτές το Ευρωσύστημα δεν επιδιώκει να αποστείλει μηνύματα στην αγορά και, ως εκ τούτου, συνήθως δέχεται ανταγωνιστικές προσφορές τιμών ή επιτοκίου.

(15)

Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας διενεργούνται εκτάκτως με σκοπό τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά και τον επηρεασμό των επιτοκίων, αποβλέποντας ιδίως στην εξομάλυνση των επιπτώσεων που προκαλούν στα επιτόκια αιφνίδιες διακυμάνσεις της ρευστότητας στην αγορά. Οι εκάστοτε πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας προσαρμόζονται ανάλογα με το είδος της πράξης και τον εκάστοτε επιδιωκόμενο στόχο.

(16)

Διαρθρωτικές πράξεις μπορούν να διενεργούνται κάθε φορά που απαιτείται προσαρμογή της διαρθρωτικής θέσης του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα.

(17)

Η εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να διασφαλίζει τη συμμετοχή ενός ευρέος φάσματος αντισυμβαλλομένων βάσει ενιαίων κριτηρίων καταλληλότητας. Τα εν λόγω κριτήρια καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση των αντισυμβαλλομένων σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και η συμμόρφωσή τους με συγκεκριμένες λειτουργικές απαιτήσεις και απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.

(18)

Το άρθρο 18.1 δεύτερη περίπτωση του καταστατικού του ΕΣΚΤ προβλέπει ότι το Ευρωσύστημα θα πρέπει να λαμβάνει επαρκή ασφάλεια όταν διενεργεί πιστοδοτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς, προκειμένου να προστατεύεται έναντι του κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

(19)

Προς διασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης των αντισυμβαλλομένων και ενίσχυση της αποτελεσματικής λειτουργίας και της διαφάνειας, τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να πληρούν ορισμένα ενιαία κριτήρια σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, ώστε να είναι αποδεκτά ως ασφάλεια στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος.

(20)

Το Ευρωσύστημα έχει καταρτίσει ένα ενιαίο πλαίσιο το οποίο διέπει τα περιουσιακά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά ως ασφάλεια, προκειμένου όλες οι πιστοδοτικές πράξεις του να διενεργούνται εναρμονισμένα σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ μέσω της εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Το ενιαίο αυτό πλαίσιο διέπει τόσο τα εμπορεύσιμα όσο και τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που πληρούν τα ενιαία κριτήρια καταλληλότητας του Ευρωσυστήματος. Τα περισσότερα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιούνται σε διασυνοριακή βάση μέσω του συστήματος ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΣΑΚΤ), τα δε εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία μέσω αποδεκτών ζεύξεων μεταξύ αποδεκτών συστημάτων διακανονισμού τίτλων (ΣΔΤ) του ΕΟΧ ή μέσω αποδεκτών ζεύξεων μεταξύ αποδεκτών ΣΔΤ του ΕΟΧ σε συνδυασμό με το ΣΑΚΤ.

(21)

Η ενδοημερήσια πίστωση παρέχεται από το Ευρωσύστημα για την κάλυψη των χρεωστικών υπολοίπων στους λογαριασμούς διακανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 12 και το παράρτημα III της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 (4), τα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια για τους σκοπούς της ενδοημερήσιας πίστωσης απαιτείται να πληρούν τα ίδια κριτήρια με εκείνα των περιουσιακών στοιχείων που γίνονται αποδεκτά ως ασφάλεια βάσει των διατάξεων του τέταρτου μέρους.

(22)

Όλα τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να υπόκεινται σε συγκεκριμένα μέτρα ελέγχου κινδύνων, προκειμένου το ίδιο να προστατεύεται από οικονομικές ζημίες που ενδέχεται να προκύψουν σε περίπτωση ρευστοποίησης των ως άνω ασφαλειών λόγω επέλευσης γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης αντισυμβαλλομένου. Τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης που καθορίζονται στους κανόνες του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας (Eurosystem credit assessment framework — ECAF).

(23)

Η ΕΚΤ επιβάλλει κυρώσεις στα ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της που αφορούν την εφαρμογή των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου (5), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/1999/4) (6), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9). Σε περίπτωση σοβαρής παράβασης της υποχρέωσης τήρησης ελάχιστων αποθεματικών το Ευρωσύστημα μπορεί και να αναστέλλει τη συμμετοχή των αντισυμβαλλομένων στις πράξεις ανοικτής αγοράς.

(24)

Σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν βάσει των διατάξεων των συμβατικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων που εφαρμόζει η εκάστοτε ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ κατά τα οριζόμενα στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή, το Ευρωσύστημα μπορεί να επιβάλλει χρηματικές ποινές ή να αναστέλλει τη συμμετοχή τους σε πράξεις ανοικτής αγοράς ή πάγιες διευκολύνσεις.

(25)

Σύμφωνα με τις διατάξεις των συμβατικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων που εφαρμόζει η εκάστοτε ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ, το Ευρωσύστημα μπορεί ακόμη να αναστέλλει, να περιορίζει ή να αποκλείει την πρόσβαση αντισυμβαλλομένων σε πράξεις ανοικτής αγοράς ή πάγιες διευκολύνσεις για προληπτικούς λόγους ή σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης αντισυμβαλλομένου. Για προληπτικούς λόγους, το Ευρωσύστημα μπορεί επίσης να απορρίπτει τη χρήση περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια από ορισμένους αντισυμβαλλομένους για πιστοδοτικές πράξεις του, να περιορίζει τη χρήση τους ή να εφαρμόζει σε αυτά συμπληρωματικές περικοπές αποτίμησης.

(26)

Όλες οι συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζουν οι ΕθνΚΤ στη σχέση τους με τους αντισυμβαλλομένους τους θα πρέπει να περιέχουν ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά, προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής υπό όρους και προϋποθέσεις που δεν διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ —

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ —

ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΠΡΑΞΕΙΣ, ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΙΤΛΟΣ I —

Πράξεις ανοικτής αγοράς

Κεφάλαιο 1 —

Επισκόπηση πράξεων ανοικτής αγοράς

Κεφάλαιο 2 —

Κατηγορίες πράξεων ανοικτής αγοράς

Κεφάλαιο 3 —

Μέσα διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς

ΤΙΤΛΟΣ II —

Πάγιες διευκολύνσεις

Κεφάλαιο 1 —

Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης

Κεφάλαιο 2 —

Διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων

ΤΙΤΛΟΣ III —

Διαδικασίες που εφαρμόζονται στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Κεφάλαιο 1 —

Δημοπρασίες και διμερείς διαδικασίες που εφαρμόζονται στις πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος

Τμήμα 1 —

Δημοπρασίες

Τμήμα 2 —

Στάδια δημοπρασιών

Ενότητα 1 —

Ανακοίνωση δημοπρασιών

Ενότητα 2 —

Κατάρτιση και υποβολή των προσφορών των αντισυμβαλλομένων

Ενότητα 3 —

Κατανομή ποσού της δημοπρασίας

Ενότητα 4 —

Ανακοίνωση αποτελεσμάτων της δημοπρασίας

Τμήμα 3 —

Διμερείς διαδικασίες που εφαρμόζονται στις πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος

Κεφάλαιο 2 —

Διαδικασίες διακανονισμού των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ —

ΑΠΟΔΕΚΤΟΙ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ —

ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΤΙΤΛΟΣ I —

Γενικές αρχές

ΤΙΤΛΟΣ II —

Κριτήρια καταλληλότητας και απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Κεφάλαιο 1 —

Κριτήρια καταλληλότητας εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Τμήμα 1 —

Γενικά κριτήρια καταλληλότητας εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Τμήμα 2 —

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας ορισμένων ειδών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Ενότητα 1 —

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας τιτλοποιημένων απαιτήσεων

Ενότητα 2 —

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας καλυμμένων ομολογιών που εξασφαλίζονται με τιτλοποιημένες απαιτήσεις

Ενότητα 3 —

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας πιστοποιητικών χρέους που εκδίδει το Ευρωσύστημα

Κεφάλαιο 2 —

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

ΤΙΤΛΟΣ III —

Κριτήρια καταλληλότητας και απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Κεφάλαιο 1 —

Κριτήρια καταλληλότητας μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Τμήμα 1 —

Κριτήρια καταλληλότητας δανειακών απαιτήσεων

Τμήμα 2 —

Κριτήρια καταλληλότητας καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

Τμήμα 3 —

Κριτήρια καταλληλότητας των RMBD

Κεφάλαιο 2 —

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Τμήμα 1 —

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τις δανειακές απαιτήσεις

Τμήμα 2 —

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα RMBD

ΤΙΤΛΟΣ IV —

Εγγυήσεις για τα εμπορεύσιμα και τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

ΤΙΤΛΟΣ V —

Πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την πιστοληπτική αξιολόγηση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων

ΤΙΤΛΟΣ VI —

Πλαίσιο ελέγχου κινδύνων και αποτίμησης εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Κεφάλαιο 1 —

Μέτρα ελέγχου κινδύνων για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Κεφάλαιο 2 —

Μέτρα ελέγχου κινδύνων για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Κεφάλαιο 3 —

Κανόνες αποτίμησης εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

ΤΙΤΛΟΣ VII —

Αποδοχή ασφαλειών σε νομίσματα εκτός του ευρώ σε έκτακτες περιπτώσεις

ΤΙΤΛΟΣ VIII —

Κανόνες χρήσης αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων

ΤΙΤΛΟΣ IX —

Διασυνοριακή χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ —

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ —

ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ —

ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κεφάλαιο 1 —

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν όλες τις ρυθμίσεις για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Κεφάλαιο 2 —

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν τις συμφωνίες επαναγοράς και τις δανειακές συμβάσεις που καλύπτονται από ασφάλεια

Κεφάλαιο 3 —

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά τις συμφωνίες επαναγοράς

Κεφάλαιο 4 —

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά τις δανειακές συμβάσεις που καλύπτονται από ασφάλεια

Κεφάλαιο 5 —

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ —

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I —

Υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II —

Ανακοίνωση δημοπρασιών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III —

Ποσό κατανομής και δημοπρασίες

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV —

Ανακοίνωση αποτελεσμάτων δημοπρασίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V —

Κριτήρια επιλογής αντισυμβαλλομένων για τους σκοπούς συμμετοχής σε παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI —

Διασυνοριακή χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII —

Υπολογισμός κυρώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με το πέμπτο μέρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII —

Υποχρέωση παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX —

Διαδικασία παρακολούθησης επιδόσεων βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X —

Επίπεδα περικοπών αποτίμησης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI —

Μορφές τίτλων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII —

Παραδείγματα πράξεων και διαδικασιών νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII —

Πίνακας αντιστοιχίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV —

Καταργούμενη κατευθυντήρια γραμμή και κατάλογος διαδοχικών τροποποιήσεών της

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή καθορίζει τους ομοιόμορφους κανόνες που διέπουν την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ από το Ευρωσύστημα.

2.   Το Ευρωσύστημα λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εκτέλεση των πράξεων νομισματικής πολιτικής του με βάση τις αρχές, τα εργαλεία, τα μέσα, τις απαιτήσεις, τα κριτήρια και τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

3.   Η έννομη σχέση μεταξύ του Ευρωσυστήματος και των αντισυμβαλλομένων του εδράζεται σε πρόσφορες συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει η εκάστοτε ΕθνΚΤ και στις οποίες ενσωματώνονται αναλόγως οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί τα εργαλεία, τα μέσα, τις απαιτήσεις, τα κριτήρια και τις διαδικασίες που αφορούν την εκτέλεση των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

5.   Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τους αντισυμβαλλομένους κάθε σημαντική πληροφορία που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και την επίτευξη των σκοπών του σε σχέση με τις πράξεις νομισματικής πολιτικής. Το ως άνω δικαίωμα δεν θίγει τυχόν άλλα ειδικότερα δικαιώματα του Ευρωσυστήματος να ζητεί πληροφορίες σχετικές με τις εν λόγω πράξεις.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «πραγματικός αριθμός ημερών επί έτους 360 ημερών» (actual/360): συμβατικά αποδεκτή μέθοδος υπολογισμού των τόκων σε σχέση με τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, βασιζόμενη στον πραγματικό αριθμό ημερών επί έτους 360 ημερών·

2)   «ειδικός φορέας-εκδότης χρεογράφων» (agency): κάθε οντότητα την οποία το Ευρωσύστημα ταξινομεί στους ειδικούς φορείς-εκδότες χρεογράφων. Ο κατάλογος των οντοτήτων οι οποίες ταξινομούνται στην εν λόγω κατηγορία δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ·

3)   «τιτλοποιημένες απαιτήσεις» (asset-backed securitiesABS): τίτλοι οι οποίοι καλύπτονται από χαρτοφυλάκιο πλήρως διαχωρισμένων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (σταθερής ή ανανεούμενης σύνθεσης) και μετατρέπονται σε μετρητά εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου. Επιπλέον, είναι δυνατό εν προκειμένω να περιλαμβάνονται και δικαιώματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποσκοπούν στη διασφάλιση της εξυπηρέτησης της έκδοσης ή της έγκαιρης διανομής του προϊόντος της ρευστοποίησης στους κατόχους των τίτλων. Γενικά, οι εν λόγω τίτλοι εκδίδονται από επενδυτικό φορέα που συσταίνεται ειδικά προς τούτο και έχει αποκτήσει τα υποκείμενα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία από τον αρχικό δικαιούχο/πωλητή αυτών. Οι πληρωμές προς τους κατόχους των τίτλων εξαρτώνται πρωτίστως από τις εισοδηματικές ροές που παράγει το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων και από λοιπά δικαιώματα που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την έγκαιρη πληρωμή, π.χ. γραμμές ρευστότητας, εγγυήσεις ή άλλες μεθόδους γενικά γνωστές ως «πιστωτική ενίσχυση»·

4)   «διμερής διαδικασία» (bilateral procedure): διαδικασία βάσει της οποίας οι ΕθνΚΤ ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ΕΚΤ διενεργούν πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας ή οριστικές συναλλαγές απευθείας με έναν ή περισσότερους αντισυμβαλλομένους ή μέσω χρηματιστηρίου ή διαμεσολαβητών της αγοράς, χωρίς να προσφεύγουν σε δημοπρασία·

5)   «σύστημα άυλων τίτλων» (book-entry system): σύστημα που καθιστά δυνατή τη μεταβίβαση τίτλων και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη μεταφορά του σώματος των τίτλων ή άλλων παραστατικών, π.χ. ηλεκτρονική μεταβίβαση τίτλων·

6)   «εργάσιμη ημέρα» (business day): α) σε σχέση με την υποχρέωση εκτέλεσης πληρωμής, οποιαδήποτε ημέρα λειτουργίας του TARGET2 εντός της οποίας μπορεί να εκτελεστεί η συγκεκριμένη πληρωμή ή β) σε σχέση με την υποχρέωση παράδοσης περιουσιακών στοιχείων, οποιαδήποτε ημέρα λειτουργίας του ΣΔΤ μέσω του οποίου πρόκειται να γίνει η παράδοση των σχετικών τίτλων στον οικείο τόπο·

7)   «κεντρικό αποθετήριο αξιών» (ΚΑΑ) (central securities depositoryCSD): οντότητα η οποία α) καθιστά δυνατή την επεξεργασία και τον διακανονισμό συναλλαγών επί τίτλων υπό τη μορφή λογιστικών εγγραφών, β) παρέχει υπηρεσίες θεματοφυλακής (π.χ. διαχείριση εταιρικών πράξεων και εξοφλήσεων) και γ) διαδραματίζει ενεργό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της ακεραιότητας των εκδόσεων τίτλων. Οι τίτλοι μπορούν να ενσωματώνονται σε έγγραφο αλλά να είναι ακινητοποιημένοι ή αποϋλοποιημένοι (δηλ. να υφίστανται μόνον ως ηλεκτρονικές εγγραφές)·

8)   «δάνειο που καλύπτεται από ασφάλεια» (collateralised loan): συμφωνία μεταξύ ΕθνΚΤ και αντισυμβαλλομένου, βάσει της οποίας παρέχεται σε αυτόν ρευστότητα υπό μορφή δανείου εξασφαλιζόμενου με εκτελεστό τίτλο ασφάλειας που αυτός της παρέχει, π.χ. υπό τη μορφή ενεχύρου, εκχώρησης (assignment) ή άλλου βάρους επί περιουσιακών στοιχείων·

9)   «αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας» (collection of fixed-term deposits): μέσο που χρησιμοποιείται για τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς, όπου το Ευρωσύστημα καλεί τους αντισυμβαλλομένους να πραγματοποιούν καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας σε λογαριασμούς που τηρούν στις οικείες ΕθνΚΤ με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας από την αγορά·

10)   «αρμόδια αρχή» (competent authority): δημόσια αρχή ή όργανο επίσημα αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο που έχει εξουσιοδοτηθεί να εποπτεύει ιδρύματα βάσει του εν λόγω δικαίου και στο πλαίσιο του συστήματος εποπτείας του οικείου κράτους μέλους·

11)   «αντισυμβαλλόμενος» (counterparty): ίδρυμα το οποίο πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας που καθορίζονται στο τρίτο μέρος και, ως εκ τούτου, διαθέτει πρόσβαση στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος·

12)   «καλυμμένες ομολογίες» (covered bonds): χρεόγραφα, οι κάτοχοι των οποίων μπορούν να ικανοποιηθούν ως προς τις εξ αυτών απαιτήσεις: α) άμεσα ή έμμεσα από πιστωτικό ίδρυμα και β) από ένα δυναμικό χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων το οποίο καλύπτει τις ομολογίες και για το οποίο δεν υφίσταται κατάτμηση του κινδύνου. Ο όρος περιλαμβάνει καλυμμένες ομολογίες τύπου «jumbo», παραδοσιακές καλυμμένες ομολογίες και λοιπές καλυμμένες ομολογίες·

13)   «δανειακή απαίτηση» (credit claim): απαίτηση για την αποπληρωμή χρηματικού ποσού βάσει σχετικής ενοχικής υποχρέωσης του οφειλέτη έναντι του αντισυμβαλλομένου. Στις δανειακές απαιτήσεις συμπεριλαμβάνονται τα Schuldscheindarlehen και οι καταχωρισμένες στα οικεία μητρώα ιδιωτικές απαιτήσεις έναντι του ολλανδικού δημοσίου ή άλλων αποδεκτών οφειλετών που καλύπτονται από κρατική εγγύηση, π.χ. έναντι οργανισμών στεγαστικής πίστης·

14)   «πιστωτικό ίδρυμα» (credit institution): πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), το οποίο υπόκειται στην εποπτεία αρμόδιας αρχής ή ανήκει στο δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 123 παράγραφος 2 της Συνθήκης και υπόκειται σε εποπτεία ανάλογη με αυτή που ασκεί αρμόδια αρχή·

15)   «αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας» (credit rating): νοείται όπως στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

16)   «διασυνοριακή χρήση» (cross-border use): η παροχή η παροχή ως ασφάλειας από τον αντισυμβαλλόμενο στην οικεία ΕθνΚΤ:

α)

εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων που τηρούνται σε άλλο κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ·

β)

εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος και τηρούνται στο κράτος μέλος της οικείας ΕθνΚΤ·

γ)

δανειακών απαιτήσεων, όταν η σχετική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ και όχι του κράτους μέλους της οικείας ΕθνΚΤ·

δ)

μη εμπορεύσιμων χρεογράφων εξασφαλισμένων με υποθήκη (RMBD) σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες του ΣΑΚΤ·

17)   «αντιστάθμιση συναλλαγματικού κινδύνου» (currency hedge): συμφωνία μεταξύ εκδότη τίτλου και τρίτου προσώπου (του αντισταθμίζοντος) με την οποία μέρος του συναλλαγματικού κινδύνου που απορρέει από την είσπραξη εισοδηματικών ροών σε νόμισμα εκτός του ευρώ μετριάζεται μέσω της ανταλλαγής των εν λόγω εισοδηματικών ροών με ποσά σε ευρώ, τα οποία αναλαμβάνει να καταβάλει ο αντισταθμίζων παρέχοντας ενδεχομένως και εγγύηση για την καταβολή τους·

18)   «θεματοφύλακας» (custodian): οντότητα που αναλαμβάνει τη θεματοφυλακή και τη διαχείριση τίτλων και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων·

19)   «αγοραία αξία σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης» (default market value): σε σχέση με οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, σε οποιαδήποτε ημερομηνία:

α)

η αγοραία αξία των εκάστοτε περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο αποτίμησης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, υπολογιζόμενη με βάση την πιο αντιπροσωπευτική τιμή της τελευταίας εργάσιμης ημέρας πριν από την ημερομηνία αποτίμησης·

β)

σε περίπτωση που δεν υπάρχει αντιπροσωπευτική τιμή για συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο κατά την εργάσιμη ημέρα που προηγείται της ημερομηνίας αποτίμησης, η τελευταία τιμή διαπραγμάτευσης. Εάν δεν υπάρχει διαθέσιμη τιμή διαπραγμάτευσης, η ΕθνΚΤ που προβαίνει στην πράξη καθορίζει μία τιμή, λαμβάνοντας υπόψη την τελευταία τιμή που είχε καθοριστεί για το περιουσιακό στοιχείο στην αγορά αναφοράς·

γ)

σε περίπτωση περιουσιακών στοιχείων για τα οποία δεν υπάρχει αγοραία αξία, η αξία που εξευρίσκεται βάσει οποιασδήποτε άλλης εύλογης μεθόδου αποτίμησης·

δ)

σε περίπτωση που η ΕθνΚΤ έχει πωλήσει τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή άλλα ισοδύναμα στην αγοραία τιμή πριν από το χρόνο αποτίμησης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, το καθαρό προϊόν της πώλησης μείον όλα τα εύλογα έξοδα, αμοιβές και δαπάνες που αυτή συνεπάγεται· ο υπολογισμός διενεργείται και τα ποσά καθορίζονται από την ΕθνΚΤ·

20)   «παράδοση έναντι πληρωμής» (delivery-versus-payment ή delivery-against-payment system): μηχανισμός που διασφαλίζει ότι στο πλαίσιο συστήματος διακανονισμού έναντι αντιτίμου (exchange-for-value) η οριστική μεταβίβαση, δηλ. η παράδοση περιουσιακών στοιχείων, επέρχεται μόνον όταν πραγματοποιηθεί αντίστοιχα η οριστική μεταβίβαση άλλων περιουσιακών στοιχείων, δηλ. η πληρωμή·

21)   «διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων» (deposit facility): πάγια διευκόλυνση που προσφέρει το Ευρωσύστημα, την οποία μπορούν να χρησιμοποιούν οι αντισυμβαλλόμενοι για να πραγματοποιούν σε αυτό μέσω ΕθνΚΤ καταθέσεις με διάρκεια μίας ημέρας και με προκαθορισμένο επιτόκιο·

22)   «επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων» (deposit facility rate): το επιτόκιο που εφαρμόζεται στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων·

23)   «εγχώρια χρήση» (domestic use): η παροχή ως ασφάλειας, από αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων που έχουν εκδοθεί και τηρούνται στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό της οικείας ΕθνΚΤ ή δανειακών απαιτήσεων, όταν η σύμβαση δανειακής απαίτησης διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους της οικείας ΕθνΚΤ, και RMBD που έχουν εκδώσει οντότητες εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της οικείας ΕθνΚΤ·

24)   «σύστημα εξειδίκευσης ασφαλειών» (earmarking system): σύστημα βάσει του οποίου οι ΕθνΚΤ διαχειρίζονται τις ασφάλειες, παρέχοντας ρευστότητα έναντι καθορισμένων, ταυτοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων που προορίζονται ειδικά για να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλειες σε συγκεκριμένες πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος. Η οικεία ΕθνΚΤ μπορεί να επιτρέπει την υποκατάσταση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων με άλλα, συγκεκριμένα και αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά προορίζονται ειδικά για να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλειες και επαρκούν για τη συγκεκριμένη πράξη·

25)   «αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία» (eligible assets): περιουσιακά στοιχεία τα οποία πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο τέταρτο μέρος και, ως εκ τούτου, είναι αποδεκτά ως ασφάλειες στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος·

26)   «τέλος της ημέρας» (end-of-day): η ώρα της εργάσιμης ημέρας, μετά το πέρας της λειτουργίας του συστήματος TARGET2, κατά την οποία οριστικοποιούνται οι πληρωμές που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας μέσω του εν λόγω συστήματος·

27)   «δείκτης πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ» (euro area inflation index): δείκτης που παρέχει η Eurostat ή εθνική στατιστική αρχή κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ, π.χ. ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ)·

28)   «Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος» (ΕΟΧ) (European Economic AreaEEA): το σύνολο των κρατών μελών, ανεξάρτητα από το αν έχουν επίσημα προσχωρήσει στον ΕΟΧ, καθώς και η Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και η Νορβηγία·

29)   «Ευρωσύστημα» (Eurosystem): η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ·

30)   «εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος» (Eurosystem business day): ημέρα κατά την οποία η ΕΚΤ και τουλάχιστον μία ΕθνΚΤ λειτουργούν με σκοπό τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος·

31)   «πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος» (Eurosystem credit operations): α) αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας, δηλ. πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος για την παροχή ρευστότητας, εξαιρουμένων των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής και των συναλλαγών οριστικής αγοράς, και β) ενδοημερήσια πίστωση·

32)   «πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος» (Eurosystem monetary policy operations): πράξεις ανοικτής αγοράς και πάγιες διευκολύνσεις·

33)   «πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας συστημάτων διακανονισμού τίτλων και ζεύξεων» (Eurosystem User Assessment Framework): πλαίσιο ρυθμίσεων δημοσιευόμενο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ, το οποίο χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση ΣΔΤ και ζεύξεων προκειμένου να διακριβωθεί η καταλληλότητά τους για σκοπούς διενέργειας πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος·

34)   «οριστική μεταβίβαση» (final transfer): ανέκκλητη και ανεπιφύλακτη μεταβίβαση, με την οποία αποσβένεται η ενοχική υποχρέωση που αφορά την πραγματοποίηση της μεταβίβασης·

35)   «χρηματοοικονομική εταιρεία» (financial corporation): νοείται όπως στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)·

36)   «πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας» (fine-tuning operations): κατηγορία πράξεων ανοικτής αγοράς τις οποίες διενεργεί το Ευρωσύστημα για να αντιμετωπίσει, ιδίως, διακυμάνσεις ρευστότητας στην αγορά·

37)   «σταθερό τοκομερίδιο» (fixed coupon): αναφέρεται σε χρεόγραφα των οποίων ο τόκος είναι προκαθορισμένος και καταβάλλεται περιοδικά·

38)   «δημοπρασία σταθερού επιτοκίου» (fixed-rate tender procedure): διαδικασία βάσει της οποίας η ΕΚΤ καθορίζει εκ των προτέρων το επιτόκιο, την τιμή, τη διαφορική μονάδα ανταλλαγής ή το περιθώριο (spread) και οι συμμετέχοντες αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν στις προσφορές τους το ποσό με το οποίο επιθυμούν να συμμετάσχουν για το συγκεκριμένο σταθερό επιτόκιο, τιμή, διαφορική μονάδα ανταλλαγής ή περιθώριο·

39)   «κυμαινόμενο τοκομερίδιο» (floating coupon): τοκομερίδιο του οποίου το επιτόκιο συνδέεται με επιτόκιο αναφοράς και επανακαθορίζεται ανά περιόδους που δεν υπερβαίνουν το ένα έτος·

40)   «πράξη ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής» (foreign exchange swap for monetary policy purposes): μέσο διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς, βάσει του οποίου το Ευρωσύστημα αγοράζει ή πωλεί ευρώ με άμεση συναλλαγή έναντι ξένου νομίσματος και ταυτόχρονα τα επαναπωλεί ή τα επαναγοράζει με προθεσμιακή συναλλαγή σε συγκεκριμένη ημερομηνία επαναγοράς·

41)   «οικεία ΕθνΚΤ» (home NCB): η ΕθνΚΤ του κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος·

42)   «ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος» (indicative calendar for the Eurosystem's regular tender operations): ημερολογιακό πρόγραμμα που καταρτίζει το Ευρωσύστημα και εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, με το οποίο γνωστοποιείται το χρονοδιάγραμμα των περιόδων τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών, καθώς και η αναγγελία, η κατανομή και η λήξη των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και των τακτικών πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης·

43)   «διεθνές κεντρικό αποθετήριο αξιών» (ΔΚΑΑ) (international central securities depositoryICSD): ΚΑΑ που δραστηριοποιείται στον διακανονισμό τίτλων οι οποίοι προέρχονται από διάφορες εθνικές αγορές και οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη διεθνή αγορά, συνήθως μεταξύ διαφορετικών νομισματικών ζωνών·

44)   «διεθνής οργανισμός» (international organisation): οντότητα εκ των αναφερόμενων στο άρθρο 118 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στα ανοίγματα έναντι της οποίας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %·

45)   «διεθνής κωδικός αναγνώρισης τίτλων» (ISIN) (international securities identification number): διεθνής κωδικός αναγνώρισης που δίδεται σε τίτλους που εκδίδονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

46)   «ενδοημερήσια πίστωση» (intraday credit): πίστωση διάρκειας μικρότερης της εργάσιμης ημέρας κατά την έννοια της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27·

47)   «έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ» (issuance of ECB debt certificates): μέσο νομισματικής πολιτικής που χρησιμοποιείται για τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς, βάσει του οποίου η ΕΚΤ εκδίδει πιστοποιητικά χρέους τα οποία συνιστούν ενοχική υποχρέωση της ίδιας έναντι του κομιστή τους·

48)   «καλυμμένες ομολογίες τύπου» jumbo (jumbo covered bonds): καλυμμένες ομολογίες ποσού έκδοσης τουλάχιστον ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (11) και για τις οποίες τρεις τουλάχιστον διαπραγματευτές αγοράς παρέχουν σε τακτική βάση τιμές προσφοράς και ζήτησης·

49)   «απαιτήσεις από χρηματοδοτική μίσθωση» (leasing receivables): προγραμματισμένες πληρωμές του μισθωτή προς τον εκμισθωτή βάσει σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και σύμφωνα με τους όρους αυτής. Οι υπολειμματικές αξίες δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρηματοδοτική μίσθωση·

50)   «στήριξη ρευστότητας» (liquidity support): κάθε διαρθρωτικό, υπαρκτό ή δυνητικό χαρακτηριστικό που έχει σχεδιαστεί ή θεωρείται κατάλληλο για την κάλυψη τυχόν παροδικών ελλειμμάτων εισοδηματικών ροών που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια ζωής μίας συναλλαγής τιτλοποιημένων απαιτήσεων·

51)   «πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης» (ΠΠΜΑ) (longer-term refinancing operationsLTROs): κατηγορία πράξεων ανοικτής αγοράς οι οποίες διενεργούνται από το Ευρωσύστημα υπό τη μορφή αντιστρεπτέεων συναλλαγών για την παροχή ρευστότητας προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα και έχουν διάρκεια μεγαλύτερη από εκείνη των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης·

52)   «πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης» (ΠΚΑ) (main refinancing operationsMROs): κατηγορία τακτικών πράξεων ανοικτής αγοράς τις οποίες διενεργεί το Ευρωσύστημα υπό τη μορφή αντιστρεπτέων συναλλαγών·

53)   «περίοδος τήρησης» (maintenance period): νοείται όπως στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9)·

54)   «μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης» (margin call): διαδικασία που αφορά την εφαρμογή περιθωρίων διαφορών αποτίμησης, σύμφωνα με την οποία εάν η σε τακτά χρονικά διαστήματα υπολογιζόμενη αξία των περιουσιακών στοιχείων που παρέχει ως ασφάλεια ορισμένος αντισυμβαλλόμενος μειωθεί κάτω από ορισμένο επίπεδο, το Ευρωσύστημα απαιτεί από εκείνον την παροχή πρόσθετων αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών. Ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης στην περίπτωση των συστημάτων συγκέντρωσης ασφαλειών ενεργοποιείται μόνο σε περιπτώσεις ανεπάρκειας των ασφαλειών που έχουν παρασχεθεί, στη δε περίπτωση των συστημάτων εξειδίκευσης ασφαλειών ενεργοποιείται συμμετρικά· αμφότερες οι διαδικασίες καθορίζονται λεπτομερέστερα σε εθνικό επίπεδο, και συγκεκριμένα στη σχετική τεκμηρίωση της οικείας ΕθνΚΤ·

55)   «οριακό επιτόκιο» (marginal interest rate): το χαμηλότερο επιτόκιο στο οποίο ικανοποιούνται οι προσφορές στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για την παροχή ρευστότητας ή το υψηλότερο επιτόκιο στο οποίο ικανοποιούνται οι προσφορές στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για την απορρόφηση ρευστότητας·

56)   «διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης» (marginal lending facility): πάγια διευκόλυνση την οποία προσφέρει το Ευρωσύστημα και μπορούν να χρησιμοποιούν οι αντισυμβαλλόμενοι, προκειμένου να λαμβάνουν από αυτό χρηματοδότηση διάρκειας μίας ημέρας μέσω μιας ΕθνΚΤ, με προκαθορισμένο επιτόκιο και υπό την προϋπόθεση ότι παρέχουν επαρκή αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια·

57)   «επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης» (marginal lending facility rate): το επιτόκιο που εφαρμόζεται στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης·

58)   «οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής» (marginal swap point quotation): οι διαφορικές μονάδες ανταλλαγής στις οποίες εξαντλείται το συνολικό ποσό ρευστότητας που κατανέμεται σε ορισμένη δημοπρασία·

59)   «εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία» (marketable assets): χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε αγορά, τα οποία πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας του τέταρτου μέρους·

60)   «ημερομηνία λήξης» (maturity date): η ημερομηνία λήξης ορισμένης πράξης νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Στην περίπτωση των συμφωνιών επαναγοράς ή των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων ως ημερομηνία λήξης νοείται η ημερομηνία επαναγοράς·

61)   «κράτος μέλος» (Member State): κράτος μέλος της Ένωσης·

62)   «multi cédulas»: χρεόγραφα τα οποία εκδίδουν συγκεκριμένοι ισπανικοί ΦΕΣ (Fondo de Titulizacion de ActivosFTA) καθιστώντας δυνατή τη συγκέντρωση ορισμένου αριθμού μεμονωμένων cédulas (ισπανικές καλυμμένες ομολογίες) μικρού μεγέθους προερχόμενων από διάφορους αρχικούς δικαιούχους·

63)   «πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης» (multilateral development bank): οντότητα εκ των αναφερόμενων στο άρθρο 117 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στα ανοίγματα έναντι της οποίας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %·

64)   «δημοπρασία πολλαπλού επιτοκίου» (δημοπρασία «αμερικανικού τύπου») (multiple rate auctionAmerican auction): διαδικασία βάσει της οποίας το επιτόκιο ή η τιμή ή οι διαφορικές μονάδες ανταλλαγής της κατανομής ισούνται με το επιτόκιο ή την τιμή ή τις διαφορικές μονάδες ανταλλαγής κάθε μεμονωμένης προσφοράς·

65)   «κλιμακούμενο τοκομερίδιο» (multi-step coupon): δομή τοκομεριδίου, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι το τμήμα του περιθωρίου (x) αυξάνεται περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια ζωής του περιουσιακού στοιχείου βάσει προκαθορισμένου προγράμματος σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, συνήθως την ημερομηνία άσκησης του δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης ή την ημερομηνία πληρωμής του τοκομεριδίου·

66)   «εθνική κεντρική τράπεζα» (ΕθνΚΤ) (national central bankNCB): η εθνική κεντρική τράπεζα κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ·

67)   «εργάσιμη ημέρα της ΕθνΚΤ» (NCB business day): ημέρα κατά την οποία ορισμένη ΕθνΚΤ λειτουργεί με σκοπό τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, ακόμη κι αν ενδέχεται να μη λειτουργούν υποκαταστήματα αυτής λόγω τοπικής ή περιφερειακής αργίας·

68)   «εκτός του ΕΟΧ χώρες της Ομάδας των Δέκα» (non-EEA G10 countries): χώρες που συμμετέχουν στην Ομάδα των Δέκα (G10) και δεν ανήκουν στον ΕΟΧ, δηλ. οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Ελβετία·

69)   «μη χρηματοοικονομική εταιρεία» (non-financial corporation): νοείται όπως στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 549/2013·

70)   «μη εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο» (non-marketable asset): καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας, δανειακές απαιτήσεις και RMBD·

71)   «λοιπές καλυμμένες ομολογίες» (other covered bonds): δομημένες καλυμμένες ομολογίες και multi cédulas·

72)   «οριστική συναλλαγή» (outright transaction): μέσο διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς, βάσει του οποίου το Ευρωσύστημα αγοράζει ή πωλεί αποδεκτά εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία στην αγορά με οριστικές πράξεις (άμεσης ή προθεσμιακής εκτέλεσης), με αποτέλεσμα την πλήρη μεταβίβαση της κυριότητας από τον πωλητή στον αγοραστή χωρίς να επακολουθεί αναμεταβίβαση·

73)   «σύστημα συγκέντρωσης ασφαλειών» (pooling system): σύστημα διαχείρισης των ασφαλειών από τις ΕθνΚΤ, βάσει του οποίου ορισμένος αντισυμβαλλόμενος τηρεί σε ορισμένη ΕθνΚΤ λογαριασμό στον οποίο καταθέτει τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιεί ως ασφάλεια στις σχετικές πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, η δε καταχώριση των εν λόγω αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων γίνεται κατά τρόπο ώστε κάθε ένα εξ αυτών να μην συνδέεται με συγκεκριμένη πιστοδοτική πράξη, ο δε αντισυμβαλλόμενος να μπορεί να προβαίνει σε υποκατάστασή τους σε συνεχή βάση·

74)   «δημόσια πιστοληπτική διαβάθμιση» (public credit rating) πιστοληπτική διαβάθμιση η οποία: α) προέρχεται από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας της Ένωσης, αποδεκτό από το Ευρωσύστημα και β) δημοσιεύεται ή διανέμεται σε συνδρομητές·

75)   «οντότητα του δημόσιου τομέα» (public sector entity): οντότητα η οποία ταξινομείται από εθνική στατιστική αρχή ως μονάδα που ανήκει στον δημόσιο τομέα για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 549/2013·

76)   «έκτακτη δημοπρασία» (quick tender): δημοπρασία συνήθους διάρκειας 105 λεπτών από την ανακοίνωσή της έως την πιστοποίηση του αποτελέσματος κατανομής, η συμμετοχή στην οποία μπορεί να περιορίζεται σε συγκεκριμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο δεύτερο μέρος·

77)   «συμφωνία επαναγοράς» (repurchase agreement): συμφωνία βάσει της οποίας πωλούνται σε ορισμένο αγοραστή αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία χωρίς παρακράτηση της κυριότητας από τον πωλητή, ταυτόχρονα δε ο τελευταίος αποκτά το δικαίωμα και αναλαμβάνει την υποχρέωση να επαναγοράσει ισοδύναμα περιουσιακά στοιχεία σε καθορισμένη τιμή σε μελλοντική ημερομηνία ή σε πρώτη ζήτηση·

78)   «ημερομηνία επαναγοράς» (repurchase date): η ημερομηνία κατά την οποία ορισμένος αγοραστής υποχρεούται να επαναπωλήσει ισοδύναμα περιουσιακά στοιχεία στον πωλητή στο πλαίσιο συναλλαγής βάσει συμφωνίας επαναγοράς·

79)   «τιμή επαναγοράς» (repurchase price): η τιμή στην οποία ο αγοραστής υποχρεούται να επαναπωλήσει ισοδύναμα περιουσιακά στοιχεία στον πωλητή στο πλαίσιο συναλλαγής βάσει συμφωνίας επαναγοράς. Η τιμή επαναγοράς ισούται με την τιμή αγοράς προσαυξημένη κατά τη διαφορά τιμής που αντιστοιχεί στους τόκους επί της χορηγηθείσας ρευστότητας μέχρι τη λήξη της πράξης·

80)   «αντιστρεπτέα συναλλαγή» (reverse transaction): μέσο διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς και παροχής πρόσβασης στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης, βάσει του οποίου η ΕθνΚΤ αγοράζει ή πωλεί αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο συμφωνίας επαναγοράς ή διενεργεί πιστοδοτικές πράξεις υπό τη μορφή δανείων που καλύπτονται από ασφάλεια·

81)   «λογαριασμός θεματοφυλακής» (safe custody account): λογαριασμός τίτλων υπό τη διαχείριση ΔΚΑΑ, ΚΑΑ ή ΕθνΚΤ, στον οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να καταθέτουν τίτλους αποδεκτούς για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος·

82)   «σύστημα διακανονισμού τίτλων» (ΣΔΤ) (securities settlement systemSSS): σύστημα το οποίο επιτρέπει τη μεταβίβαση τίτλων άνευ ή έναντι πληρωμής·

83)   «ημερομηνία διακανονισμού» (settlement date): η ημερομηνία διακανονισμού συναλλαγής·

84)   «δημοπρασία ενιαίου επιτοκίου» (δημοπρασία «ολλανδικού τύπου») (single rate auctionDutch auction): δημοπρασία κατά την οποία το επιτόκιο ή η τιμή ή οι διαφορικές μονάδες ανταλλαγής της κατανομής που εφαρμόζονται για όλες τις επιτυχείς προσφορές ισούνται με το οριακό επιτόκιο ή τιμή ή διαφορική μονάδα ανταλλαγής·

85)   «φορέας ειδικού σκοπού» (ΦΕΣ) (Special Purpose VehicleSPV): η οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 66 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

86)   «τακτική δημοπρασία» (standard tender): δημοπρασία συνήθους διάρκειας 24 ωρών από την ανακοίνωσή της έως την πιστοποίηση του αποτελέσματος κατανομής·

87)   «διαρθρωτικές πράξεις» (structural operations): κατηγορία πράξεων ανοικτής αγοράς τις οποίες διενεργεί το Ευρωσύστημα για την προσαρμογή της διαρθρωτικής θέσης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα ή για την επιδίωξη άλλων σκοπών νομισματικής πολιτικής κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο δεύτερο μέρος·

88)   «δομημένες καλυμμένες ομολογίες» (structured covered bonds): καλυμμένες ομολογίες, πλην των multi-cédulas, οι οποίες δεν εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

89)   «διαφορική μονάδα ανταλλαγής» (swap point): στις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων, η διαφορά μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας του προθεσμιακού (forward) σκέλους της συναλλαγής και της συναλλαγματικής ισοτιμίας του άμεσου (spot) σκέλους της συναλλαγής, όπως διατυπώνεται σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της αγοράς·

90)   «συνεχής έκδοση» (tap issuance ή tap issue): έκδοση που αποτελεί ενιαία σειρά με προηγούμενη·

91)   «TARGET2»: το σύστημα διακανονισμού σε συνεχή χρόνο για το ευρώ, στο οποίο διακανονίζονται πληρωμές σε ευρώ σε χρήμα κεντρικής τράπεζας και το οποίο διέπεται από την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27·

92)   «δημοπρασία» (tender procedure): διαδικασία βάσει της οποίας το Ευρωσύστημα παρέχει ρευστότητα στην αγορά ή απορροφά ρευστότητα από την αγορά, οι δε ΕθνΚΤ συναλλάσσονται αποδεχόμενες προσφορές που υποβάλλουν οι αντισυμβαλλόμενοι κατόπιν δημόσιας ανακοίνωσης·

93)   «ημερομηνία συναλλαγής (T)» (trade date): η ημερομηνία κατά την οποία συμφωνείται ορισμένη χρηματοοικονομική συναλλαγή μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων. Η ημερομηνία συναλλαγής μπορεί να συμπίπτει με την ημερομηνία διακανονισμού της συναλλαγής (αυθημερόν διακανονισμός) ή να προηγείται αυτής κατά συγκεκριμένο αριθμό εργάσιμων ημερών [οπότε ως ημερομηνία διακανονισμού θεωρείται η ημερομηνία συναλλαγής (T) παρατεινόμενη κατά τον αριθμό των ημερών που μεσολαβούν μέχρι τον διακανονισμό (settlement lag)]·

94)   «παραδοσιακές καλυμμένες ομολογίες» (traditional covered bonds): καλυμμένες ομολογίες, πλην των καλυμμένων ομολογιών τύπου «jumbo», οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

95)   «πάροχος υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών» (tri-party agentTPA): διαχειριστής ΣΔΤ ο οποίος συμβάλλεται με ορισμένη ΕθνΚΤ με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλειών ως εντολοδόχος της·

96)   «Ένωση» (Union): η Ευρωπαϊκή Ένωση·

97)   «περικοπή αποτίμησης» (valuation haircut): ποσοστό μείωσης εφαρμοζόμενο στην αγοραία αξία περιουσιακού στοιχείου που παρέχεται ως ασφάλεια σε πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος·

98)   «μείωση αποτίμησης» (valuation markdown): μείωση κατά ορισμένο ποσοστό της αγοραίας αξίας περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος πριν από την εφαρμογή τυχόν περικοπής αποτίμησης·

99)   «δημοπρασία ανταγωνιστικού επιτοκίου» (variable rate tender procedure): δημοπρασία κατά την οποία οι συμμετέχοντες αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν προσφορές τόσο για το ποσό για το οποίο επιθυμούν να συναλλαγούν όσο και για το επιτόκιο, τη διαφορική μονάδα ανταλλαγής ή την τιμή με την οποία επιθυμούν να συναλλαγούν με το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του μεταξύ τους ανταγωνισμού· οι πιο ανταγωνιστικές προσφορές ικανοποιούνται πρώτες, και έπονται διαδοχικά οι λιγότερο ανταγωνιστικές, έως την εξάντληση του συνολικού προσφερόμενου ποσού·

100)   «μηδενικό τοκομερίδιο» (zero coupon): αναφέρεται σε χρεόγραφα για τα οποία δεν καταβάλλεται περιοδικά τοκομερίδιο.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΠΡΑΞΕΙΣ, ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 3

Πλαίσιο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

1.   Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί το Ευρωσύστημα για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής είναι τα εξής:

α)

οι πράξεις ανοικτής αγοράς·

β)

οι πάγιες διευκολύνσεις·

γ)

οι υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών.

2.   Οι υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9). Ορισμένα στοιχεία των εν λόγω υποχρεώσεων παρουσιάζονται στο παράρτημα I για ενημερωτικούς σκοπούς.

Άρθρο 4

Ενδεικτικά χαρακτηριστικά των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Στον πίνακα 1 παρουσιάζονται επιγραμματικά τα χαρακτηριστικά των πράξεων νομισματικής πολι-τικής του Ευρωσυστήματος.

Πίνακας 1

Επισκόπηση των χαρακτηριστικών των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Κατηγορίες πράξεων νομισματικής πολιτικής

Είδος μέσου

Διάρκεια

Συχνότητα

Διαδικασία

Παροχή ρευστότητας

Απορρόφηση ρευστότητας

Πράξεις ανοικτής αγοράς

Πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

Μία εβδομάδα

Εβδομαδιαία

Τακτική δημοπρασία

Πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

Τρεις μήνες (12)

Μηνιαία (12)

Τακτική δημοπρασία

Πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

Μη προκαθορισμένη

Μη προκαθορισμένη

Δημοπρασία

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

 

 

Διμερείς διαδικασίες

 

Αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

 

 

 

Διαρθρωτικές πράξεις

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

Μη προκαθορισμένη

Μη προκαθορισμένη

Τακτική δημοπρασία

Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ

Μικρότερη των δώδεκα μηνών

Μη προκαθορισμένη

Οριστικές αγορές

Οριστικές πωλήσεις

Μη προκαθορισμένη

Δημοπρασία

Διμερείς διαδικασίες

Πάγιες διευκολύνσεις

Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

Μίας ημέρας

Πρόσβαση κατά τη διακριτική ευχέρεια των αντισυμβαλλομένων

Διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων

Καταθέσεις

Μίας ημέρας

Πρόσβαση κατά τη διακριτική ευχέρεια των αντισυμβαλλομένων

ΤΙΤΛΟΣ I

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Επισκόπηση πράξεων ανοικτής αγοράς

Άρθρο 5

Επισκόπηση κατηγοριών και μέσων διενέργειας των πράξεων ανοικτής αγοράς

1.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργεί πράξεις ανοικτής αγοράς για τον επηρεασμό των επιτοκίων, τη διαχείριση της ρευστότητας στη χρηματοπιστωτική αγορά και τη σηματοδότηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.

2.   Ανάλογα με τον εκάστοτε σκοπό τους, οι πράξεις ανοικτής αγοράς μπορούν να ταξινομηθούν στις εξής κατηγορίες:

α)

πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης·

β)

πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης·

γ)

πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας·

δ)

διαρθρωτικές πράξεις.

3.   Οι πράξεις ανοικτής αγοράς διενεργούνται με τα εξής μέσα:

α)

αντιστρεπτέες συναλλαγές·

β)

πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής·

γ)

αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας·

δ)

έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ·

ε)

οριστικές συναλλαγές.

4.   Οι επιμέρους κατηγορίες πράξεων ανοικτής αγοράς της παραγράφου 2 διενεργούνται με τα μέσα της παραγράφου 3 ως εξής:

α)

οι ΠΚΑ και οι ΠΠΜΑ διενεργούνται αποκλειστικά με αντιστρεπτέες συναλλαγές·

β)

οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν να διενεργούνται με:

i)

αντιστρεπτέες συναλλαγές·

ii)

πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής·

iii)

αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας·

γ)

οι διαρθρωτικές πράξεις μπορούν να διενεργούνται με:

i)

αντιστρεπτέες συναλλαγές·

ii)

έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ·

iii)

οριστικές συναλλαγές.

5.   Με πρωτοβουλία της, η ΕΚΤ διενεργεί πράξεις ανοικτής αγοράς και αποφασίζει επίσης για τους όρους, τις προϋποθέσεις και τα μέσα διενέργειάς τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κατηγορίες πράξεων ανοικτής αγοράς

Άρθρο 6

Πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης

1.   Το Ευρωσύστημα διενεργεί ΠΚΑ με αντιστρεπτέες συναλλαγές.

2.   Όσον αφορά τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά οι ΠΚΑ:

α)

αποτελούν πράξεις παροχής ρευστότητας·

β)

συνήθως διενεργούνται κάθε εβδομάδα σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος·

γ)

συνήθως έχουν διάρκεια μιας εβδομάδας, σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος, με την επιφύλαξη της εξαίρεσης της παραγράφου 3·

δ)

εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο·

ε)

εκτελούνται μέσω τακτικής δημοπρασίας·

στ)

υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55, τα οποία πρέπει να πληρούν όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι που υποβάλλουν προσφορές για τις εν λόγω πράξεις·

ζ)

καλύπτονται από ασφάλεια υπό τη μορφή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.

3.   Οι ημερομηνίες λήξης των ΠΚΑ μπορεί να μη συμπίπτουν σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, λόγω διαφορετικών επίσημων αργιών.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζει για τα επιτόκια των ΠΚΑ σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τα αναθεωρημένα επιτόκια αρχίζουν να ισχύουν από την έναρξη της εκάστοτε νέας περιόδου τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών.

5.   Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 4, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί με απόφασή του να μεταβάλλει οποτεδήποτε το επιτόκιο των ΠΚΑ. Η σχετική απόφαση αρχίζει να ισχύει το νωρίτερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος.

6.   Οι ΠΚΑ εκτελούνται μέσω δημοπρασιών σταθερού ή ανταγωνιστικού επιτοκίου, βάσει απόφασης του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 7

Πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης

1.   Το Ευρωσύστημα διενεργεί ΠΠΜΑ με αντιστρεπτέες συναλλαγές για την παροχή ρευστότητας στους αντισυμβαλλομένους διάρκειας μεγαλύτερης από εκείνη των ΠΚΑ.

2.   Όσον αφορά τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά οι ΠΠΜΑ:

α)

αποτελούν αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας·

β)

διενεργούνται τακτικά κάθε μήνα σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος, με την επιφύλαξη της εξαίρεσης της παραγράφου 4·

γ)

συνήθως έχουν διάρκεια τριών μηνών, σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων των παραγράφων 3 και 4·

δ)

εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο·

ε)

εκτελούνται μέσω τακτικής δημοπρασίας·

στ)

υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55, τα οποία πρέπει να πληρούν όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι που υποβάλλουν προσφορές για τις εν λόγω πράξεις·

ζ)

καλύπτονται από ασφάλεια υπό τη μορφή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.

3.   Οι ημερομηνίες λήξης των ΠΠΜΑ μπορεί να μη συμπίπτουν σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, λόγω διαφορετικών επίσημων αργιών.

4.   Πέραν των τρίμηνης διάρκειας ΠΠΜΑ για την παροχή ρευστότητας, το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργεί εκτάκτως τέτοιες ΠΠΜΑ και με διαφορετική διάρκεια. Οι εν λόγω πράξεις δεν αναγράφονται στο ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος.

5.   Οι ΠΠΜΑ με διάρκεια μεγαλύτερη των τριών μηνών που διενεργούνται εκτάκτως, σύμφωνα με την παράγραφο 4, μπορεί να περιλαμβάνουν ρήτρα πρόωρης αποπληρωμής. Η εν λόγω ρήτρα μπορεί να αφορά είτε δικαίωμα είτε υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων να αποπληρώσουν το σύνολο ή μέρος των ποσών που τους κατανέμονται στο πλαίσιο συγκεκριμένης πράξης. Οι ρήτρες υποχρεωτικής πρόωρης αποπληρωμής θα πρέπει να βασίζονται σε ρητές και προκαθορισμένες προϋποθέσεις. Οι ημερομηνίες έναρξης των πρόωρων αποπληρωμών ανακοινώνονται από το Ευρωσύστημα παράλληλα με την ανακοίνωση των πράξεων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Ευρωσύστημα μπορεί να αποφασίζει την αναστολή των πρόωρων αποπληρωμών σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, μεταξύ άλλων, λόγω των διαφορετικών επίσημων αργιών στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

6.   Οι ΠΠΜΑ εκτελούνται μέσω δημοπρασιών ανταγωνιστικού επιτοκίου, εκτός εάν το Ευρωσύστημα αποφασίσει την εκτέλεσή τους μέσω δημοπρασίας σταθερού επιτοκίου. Στην περίπτωση αυτή το επιτόκιο των δημοπρασιών σταθερού επιτοκίου μπορεί να συνδέεται με ορισμένο υποκείμενο επιτόκιο αναφοράς (π.χ. το μέσο επιτόκιο των ΠΚΑ) καθ' όλη τη διάρκεια της πράξης, προσαυξημένο κατά ένα περιθώριο ή άνευ περιθωρίου.

Άρθρο 8

Πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας

1.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργεί πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας με αντιστρεπτέες συναλλαγές, πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής ή με την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας, προκειμένου να αντιμετωπίζει, ιδίως, διακυμάνσεις της ρευστότητας στην αγορά.

2.   Όσον αφορά τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας:

α)

μπορούν να διενεργούνται ως πράξεις παροχής ή απορρόφησης ρευστότητας·

β)

συνήθως δεν έχουν προκαθορισμένη συχνότητα και διάρκεια·

γ)

συνήθως εκτελούνται μέσω έκτακτης δημοπρασίας, εκτός εάν το Ευρωσύστημα αποφασίσει κατά περίπτωση τη διενέργειά τους με άλλα μέσα (τακτική δημοπρασία ή διμερή διαδικασία) για συγκεκριμένους λόγους νομισματικής πολιτικής ή ως αντίδραση στις συνθήκες της αγοράς·

δ)

εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο, με την επιφύλαξη του άρθρου 45 παράγραφος 3·

ε)

υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας αντισυμβαλλομένων του τρίτου μέρους, με βάση:

i)

το συγκεκριμένο είδος μέσου διενέργειάς τους· και

ii)

τη διαδικασία που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο είδος μέσου·

στ)

όταν διενεργούνται με αντιστρεπτέες συναλλαγές, καλύπτονται από ασφάλεια υπό τη μορφή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.

3.   Η ΕΚΤ μπορεί να διενεργεί πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος, προκειμένου να αντιμετωπίζει διακυμάνσεις της ρευστότητας κατά την περίοδο τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών. Εάν οι ημερομηνίες συναλλαγής, διακανονισμού και αποπληρωμής δεν είναι εργάσιμες ημέρες της ΕθνΚΤ, η οικεία ΕθνΚΤ δεν υποχρεούται να διενεργεί τις εν λόγω πράξεις.

4.   Το Ευρωσύστημα διατηρεί υψηλό βαθμό ευελιξίας όσον αφορά την επιλογή διαδικασιών και λειτουργικών χαρακτηριστικών στο πλαίσιο της διενέργειας πράξεων εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας, προκειμένου να αντιδρά στις συνθήκες της αγοράς.

Άρθρο 9

Διαρθρωτικές πράξεις

1.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργεί διαρθρωτικές πράξεις με αντιστρεπτέες συναλλαγές, με την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ ή με οριστικές συναλλαγές, προκειμένου να προσαρμόζει τη διαρθρωτική του θέση έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα ή να επιδιώκει άλλους σκοπούς που άπτονται της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής.

2.   Όσον αφορά τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά οι διαρθρωτικές πράξεις:

α)

αποτελούν πράξεις παροχής ή απορρόφησης ρευστότητας·

β)

δεν έχουν προκαθορισμένη συχνότητα και διάρκεια·

γ)

εκτελούνται μέσω δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών, ανάλογα με το συγκεκριμένο είδος μέσου διενέργειάς τους·

δ)

εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο·

ε)

υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας αντισυμβαλλομένων του τρίτου μέρους, ανάλογα με: i) το συγκεκριμένο είδος μέσου διενέργειάς τους· και ii) τη διαδικασία που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο είδος μέσου·

στ)

όταν διενεργούνται για την παροχή ρευστότητας, καλύπτονται από ασφάλεια υπό τη μορφή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, με εξαίρεση τις οριστικές αγορές.

3.   Το Ευρωσύστημα διατηρεί υψηλό βαθμό ευελιξίας όσον αφορά την επιλογή των διαδικασιών και των λειτουργικών χαρακτηριστικών στο πλαίσιο της διενέργειας διαρθρωτικών πράξεων, προκειμένου να αντιδρά στις συνθήκες της αγοράς και σε άλλες διαρθρωτικές εξελίξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μέσα διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς

Άρθρο 10

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

1.   Οι αντιστρεπτέες συναλλαγές αποτελούν συγκεκριμένο μέσο διενέργειας πράξεων ανοικτής αγοράς, με το οποίο ορισμένη ΕθνΚΤ αγοράζει ή πωλεί αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία βάσει συμφωνίας επαναγοράς ή διενεργεί πιστοδοτικές πράξεις υπό τη μορφή δανείων που καλύπτονται από ασφάλεια, ανάλογα με τις οικείες συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει.

2.   Οι συμφωνίες επαναγοράς και τα δάνεια που καλύπτονται από ασφάλεια πρέπει να πληρούν τις πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται για τα εν λόγω μέσα στο έβδομο μέρος.

3.   Οι αντιστρεπτέες συναλλαγές για την παροχή ρευστότητας πρέπει να καλύπτονται από ασφάλεια υπό τη μορφή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το τέταρτο μέρος.

4.   Τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των αντιστρεπτέων συναλλαγών εξαρτώνται από την κατηγορία της πράξης ανοικτής αγοράς για την οποία χρησιμοποιούνται.

5.   Οι αντιστρεπτέες συναλλαγές για την απορρόφηση ρευστότητας καλύπτονται από περιουσιακά στοιχεία που παρέχει το Ευρωσύστημα. Τα κριτήρια καταλληλότητας των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων είναι τα ίδια με εκείνα των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται στις αντιστρεπτέες συναλλαγές για την παροχή ρευστότητας, σύμφωνα με το τέταρτο μέρος. Στις αντιστρεπτέες συναλλαγές για την απορρόφηση ρευστότητας δεν εφαρμόζονται περικοπές αποτίμησης.

Άρθρο 11

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής

1.   Οι πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής συνίστανται σε δύο ταυτόχρονες συναλλαγές, μία άμεση (spot) και μία προθεσμιακή (forward), όπου ανταλλάσσονται ευρώ με ξένο νόμισμα.

2.   Οι πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής πρέπει να πληρούν τις πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται για τα εν λόγω μέσα στο έβδομο μέρος.

3.   Εκτός εάν άλλως αποφασίσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, το Ευρωσύστημα συναλλάσσεται μόνο σε νομίσματα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ευρεία κλίμακα και σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της αγοράς.

4.   Σε κάθε πράξη ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής, το Ευρωσύστημα και οι αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν όσον αφορά τις διαφορικές μονάδες ανταλλαγής για τη συναλλαγή, οι οποίες διατυπώνονται σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της αγοράς. Οι όροι διαμόρφωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών στις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής καθορίζονται στον πίνακα 2.

5.   Όσον αφορά τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά οι πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής:

α)

μπορούν να διενεργούνται ως συναλλαγές για την παροχή ή την απορρόφηση ρευστότητας·

β)

δεν έχουν προκαθορισμένη συχνότητα και διάρκεια·

γ)

εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών, εκτός εάν το Ευρωσύστημα αποφασίσει κατά περίπτωση τη διενέργειά τους με άλλον τρόπο (τακτική δημοπρασία) για συγκεκριμένους λόγους νομισματικής πολιτικής ή ως αντίδραση στις συνθήκες της αγοράς·

δ)

εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο, με την επιφύλαξη του άρθρου 45 παράγραφος 3.

6.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που συμμετέχουν σε πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας του τρίτου μέρους, ανάλογα με τη διαδικασία που εφαρμόζεται στην οικεία πράξη.

Πίνακας 2

Όροι διαμόρφωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών στις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής

S

=

τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία (κατά την ημερομηνία συναλλαγής της πράξης ανταλλαγής νομισμάτων) του ευρώ (EUR) έναντι του ξένου νομίσματος (ABC)

Formula

FM

=

προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία EUR/ABC κατά την ημερομηνία επαναγοράς (M)

Formula

ΔΜ

=

διαφορά μεταξύ προθεσμιακής και τρέχουσας ισοτιμίας EUR/ABC κατά την ημερομηνία επαναγοράς (M)

Formula

N(.)

=

ποσό νομίσματος στο άμεσο σκέλος της συναλλαγής. Το N(.)M είναι το ποσό νομίσματος στο προθεσμιακό σκέλος της συναλλαγής:

 

Formula ή Formula

 

Formula ή Formula

Άρθρο 12

Αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

1.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να καλεί τους αντισυμβαλλομένους να πραγματοποιούν καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας στις οικείες ΕθνΚΤ.

2.   Οι καταθέσεις των αντισυμβαλλομένων έχουν καθορισμένη διάρκεια και επιτόκιο.

3.   Το επιτόκιο που εφαρμόζεται στις καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας μπορεί να είναι: α) θετικό· β) μηδενικό· γ) αρνητικό.

4.   Το επιτόκιο που εφαρμόζεται στις καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας είναι ένα απλό επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση τον πραγματικό αριθμό ημερών επί έτους 360 ημερών. Οι τόκοι καταβάλλονται κατά τη λήξη της κατάθεσης. Το αρνητικό επιτόκιο στην περίπτωση των καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας συνεπάγεται την υποχρέωση του αντισυμβαλλόμενου καταθέτη να καταβάλει ορισμένο ποσό στην οικεία ΕθνΚΤ και, αντίστοιχα, το δικαίωμα της τελευταίας να χρεώσει τον λογαριασμό του με το ποσό αυτό. Οι ΕθνΚΤ δεν παρέχουν ασφάλεια έναντι των καταθέσεων.

5.   Οι καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας τηρούνται σε λογαριασμούς στην οικεία ΕθνΚΤ, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι πράξεις εκτελούνται κεντρικά από την ΕΚΤ βάσει του άρθρου 45 παράγραφος 3.

6.   Όσον αφορά τα λειτουργικά της χαρακτηριστικά η αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας:

α)

διενεργείται με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας·

β)

μπορεί να διενεργείται βάσει χρονοδιαγράμματος πράξεων προκαθορισμένης συχνότητας και διάρκειας, το οποίο ανακοινώνεται εκ των προτέρων, ή εκτάκτως, ως αντίδραση στις εξελίξεις των συνθηκών ρευστότητας, π.χ. την τελευταία ημέρα της περιόδου τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών με σκοπό την αντιμετώπιση ανισορροπιών ρευστότητας που ενδεχομένως έχουν συσσωρευθεί μετά την κατανομή του ποσού της τελευταίας πράξης κύριας αναχρηματοδότησης·

γ)

εκτελείται μέσω έκτακτης δημοπρασίας, εκτός εάν η ΕΚΤ αποφασίσει κατά περίπτωση τη διενέργειά της με άλλον τρόπο (διμερή διαδικασία ή τακτική δημοπρασία), για συγκεκριμένους λόγους νομισματικής πολιτικής ή ως αντίδραση στις συνθήκες της αγοράς·

δ)

εκτελείται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο, με την επιφύλαξη του άρθρου 45 παράγραφος 3.

7.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που συμμετέχουν στην αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας του τρίτου μέρους, ανάλογα με τη διαδικασία που εφαρμόζεται στην οικεία πράξη.

Άρθρο 13

Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ

1.   Τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ συνιστούν ενοχική υποχρέωση της ΕΚΤ έναντι του κομιστή τους.

2.   Τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ εκδίδονται και τηρούνται σε άυλη μορφή σε αποθετήρια τίτλων στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

3.   Η ΕΚΤ δεν επιβάλλει περιορισμούς όσον αφορά τη δυνατότητα μεταβίβασης των πιστοποιητικών.

4.   Η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει πιστοποιητικά χρέους της:

α)

σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας, δηλαδή υπό το άρτιο· ή

β)

σε τιμή υψηλότερη της ονομαστικής τους αξίας, δηλαδή υπέρ το άρτιο,

τα οποία εξοφλούνται στη λήξη τους στην ονομαστική αξία.

Η διαφορά μεταξύ της τιμής διάθεσης και της ονομαστικής αξίας (τιμή εξόφλησης) ισούται προς τους δεδουλευμένους τόκους επί της τιμής διάθεσης, με το συμφωνημένο επιτόκιο, για τη διάρκεια του πιστοποιητικού. Το επιτόκιο που εφαρμόζεται είναι ένα απλό επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση τον πραγματικό αριθμό ημερών επί έτους 360 ημερών. Ο υπολογισμός της τιμής διάθεσης διενεργείται σύμφωνα με τον πίνακα 3.

Πίνακας 3

Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ

Η τιμή διάθεσης ισούται με: Formula

όπου:

N

=

ονομαστική αξία του πιστοποιητικού χρέους της ΕΚΤ

rI

=

επιτόκιο ( %)

D

=

διάρκεια του πιστοποιητικού χρέους της ΕΚΤ (σε ημέρες)

PT

=

τιμή διάθεσης του πιστοποιητικού χρέους της ΕΚΤ

5.   Όσον αφορά τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ:

α)

εκδίδονται ως πράξη ανοικτής αγοράς για την απορρόφηση ρευστότητας·

β)

μπορούν να εκδίδονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ή εκτάκτως·

γ)

έχουν διάρκεια μικρότερη των δώδεκα μηνών·

δ)

εκδίδονται μέσω τακτικών δημοπρασιών·

ε)

δημοπρατούνται και διακανονίζονται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο.

6.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που συμμετέχουν σε τακτική δημοπρασία για την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας του τρίτου μέρους.

Άρθρο 14

Οριστικές συναλλαγές

1.   Η οριστική συναλλαγή συνεπάγεται την πλήρη μεταβίβαση της κυριότητας από τον πωλητή στον αγοραστή, χωρίς να επακολουθεί αναμεταβίβαση.

2.   Κατά την εκτέλεση των οριστικών συναλλαγών και τον υπολογισμό των τιμών το Ευρωσύστημα ενεργεί σύμφωνα με την επικρατέστερη πρακτική της αγοράς για τους συγκεκριμένους τίτλους που χρησιμοποιούνται στη συναλλαγή.

3.   Όσον αφορά τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά οι οριστικές συναλλαγές:

α)

μπορούν να διενεργούνται ως πράξεις παροχής ρευστότητας (οριστικές αγορές) ή πράξεις απορρόφησης ρευστότητας (οριστικές πωλήσεις)·

β)

δεν έχουν προκαθορισμένη συχνότητα·

γ)

εκτελούνται μέσω διμερών διαδικασιών, εκτός εάν η ΕΚΤ αποφασίσει κατά περίπτωση τη διενέργειά τους μέσω έκτακτης ή τακτικής δημοπρασίας·

δ)

εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο, με την επιφύλαξη του άρθρου 45 παράγραφος 3·

ε)

βασίζονται μόνο σε αποδεκτά εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία κατά τα οριζόμενα στο τέταρτο μέρος.

4.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που συμμετέχουν σε οριστικές συναλλαγές υπόκεινται στα κριτήρια καταλληλότητας του τρίτου μέρους.

Άρθρο 15

Υποχρεώσεις παροχής ασφάλειας και διακανονισμού στην περίπτωση αντιστρεπτέων συναλλαγών και πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής

1.   Στις αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας και στις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων παροχής ρευστότητας για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής οι αντισυμβαλλόμενοι:

α)

κατά την ημερομηνία διακανονισμού μεταβιβάζουν, για τους σκοπούς του διακανονισμού, επαρκή ποσότητα αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ή το προβλεπόμενο ποσό ξένου νομίσματος στην περίπτωση των αντιστρεπτέων συναλλαγών ή των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, αντίστοιχα·

β)

μεριμνούν για την επαρκή εξασφάλιση της πράξης έως τη λήξη της·

γ)

όσον αφορά το στοιχείο β), παρέχουν, εφόσον απαιτείται, επαρκή ασφάλεια μέσω του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης υπό τη μορφή επαρκών αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών.

2.   Στις αντιστρεπτέες συναλλαγές για την απορρόφηση ρευστότητας και τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για την απορρόφηση ρευστότητας για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής οι αντισυμβαλλόμενοι:

α)

μεταβιβάζουν επαρκή ποσότητα μετρητών για τον διακανονισμό των ποσών που τους κατανέμονται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης πράξης για την απορρόφηση ρευστότητας·

β)

μεριμνούν για την επαρκή εξασφάλιση της πράξης έως τη λήξη της·

γ)

όσον αφορά το στοιχείο β), παρέχουν, εφόσον απαιτείται, επαρκή ασφάλεια μέσω του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης υπό τη μορφή επαρκών αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών.

3.   Η μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 και 2 επισύρει κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 157, κατά περίπτωση.

Άρθρο 16

Υποχρέωση διακανονισμού στην περίπτωση οριστικών αγορών και πωλήσεων, αποδοχής καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας και έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ

1.   Στις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται με οριστικές αγορές και πωλήσεις, αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας και έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, οι αντισυμβαλλόμενοι μεταβιβάζουν επαρκή ποσότητα αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών για τον διακανονισμό του συμφωνηθέντος ποσού της συναλλαγής.

2.   Η μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 επισύρει κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 157, κατά περίπτωση.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΑΓΙΕΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ

Άρθρο 17

Πάγιες διευκολύνσεις

1.   Κατόπιν αιτήματος των αντισυμβαλλομένων οι ΕθνΚΤ χορηγούν πρόσβαση στις πάγιες διευκολύνσεις που προσφέρει το Ευρωσύστημα.

2.   Οι πάγιες διευκολύνσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

α)

τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης·

β)

τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων.

3.   Σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ ισχύουν οι ίδιοι όροι και προϋποθέσεις πρόσβασης στις πάγιες διευκολύνσεις.

4.   Οι ΕθνΚΤ χορηγούν πρόσβαση στις πάγιες διευκολύνσεις αποκλειστικά σύμφωνα με τους σκοπούς της ΕΚΤ και για γενικότερους λόγους νομισματικής πολιτικής.

5.   Η ΕΚΤ μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει τις προϋποθέσεις πρόσβασης στις πάγιες διευκολύνσεις ή να αναστέλλει την παροχή τους.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα για τα επιτόκια των πάγιων διευκολύνσεων. Τα αναθεωρημένα επιτόκια αρχίζουν να ισχύουν με την έναρξη της νέας περιόδου τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9). Η ΕΚΤ δημοσιεύει ημερολογιακό πρόγραμμα των περιόδων τήρησης τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη κάθε ημερολογιακού έτους.

7.   Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 6, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί με απόφασή του να μεταβάλλει οποτεδήποτε το επιτόκιο των πάγιων διευκολύνσεων. Η σχετική απόφαση αρχίζει να ισχύει το νωρίτερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης

Άρθρο 18

Χαρακτηριστικά της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να χρησιμοποιούν τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης, προκειμένου να λαμβάνουν από το Ευρωσύστημα χρηματοδότηση διάρκειας μίας ημέρας με προκαθορισμένο επιτόκιο μέσω αντιστρεπτέας συναλλαγής διενεργούμενης με την οικεία ΕθνΚΤ, χρησιμοποιώντας αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια.

2.   Με τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης οι ΕθνΚΤ παρέχουν ρευστότητα μέσω συμφωνιών επαναγοράς ή δανείων που καλύπτονται από ασφάλεια, σύμφωνα με τις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει η ΕθνΚΤ.

3.   Δεν υφίσταται όριο στο ποσό χρηματοδότησης που μπορεί να παρέχεται με τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης, υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης παροχής επαρκούς ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.   Προτού κάνουν χρήση της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης, οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να παρέχουν επαρκή αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει είτε να κατατίθενται εκ των προτέρων στην εκάστοτε ΕθνΚΤ είτε να παραδίδονται ταυτόχρονα με το αίτημα πρόσβασης στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης.

Άρθρο 19

Προϋποθέσεις πρόσβασης στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης

1.   Πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης μπορούν να έχουν τα ιδρύματα τα οποία πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55 και διαθέτουν λογαριασμό στην ΕθνΚΤ στον οποίο μπορεί να διακανονιστεί η συναλλαγή, και συγκεκριμένα στο TARGET2.

2.   Πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης χορηγείται μόνο τις ημέρες λειτουργίας του TARGET2. Τις ημέρες κατά τις οποίες δεν λειτουργούν τα ΣΔΤ, πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης χορηγείται έναντι αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων τα οποία έχουν κατατίθενται εκ των προτέρων στις ΕθνΚΤ.

3.   Εάν κάποια εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος ορισμένη ΕθνΚΤ ή υποκατάστημά της δεν λειτουργεί για τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής λόγω εθνικής ή περιφερειακής επίσημης αργίας, η ΕθνΚΤ ενημερώνει εκ των προτέρων τους αντισυμβαλλομένους για τις ρυθμίσεις που θα τεθούν σε εφαρμογή προκειμένου αυτοί να αποκτήσουν πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης τη συγκεκριμένη ημέρα.

4.   Πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης μπορεί να χορηγείται κατόπιν αιτήματος του αντισυμβαλλομένου ή αυτομάτως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 5 και 6 αντίστοιχα.

5.   Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να υποβάλλει στην οικεία ΕθνΚΤ αίτημα πρόσβασης στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης. Υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει το αίτημα το αργότερο 15 λεπτά μετά την ώρα κλεισίματος του TARGET2, η ΕθνΚΤ το επεξεργάζεται αυθημερόν στο TARGET2. Η προθεσμία υποβολής αιτήματος πρόσβασης στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης παρατείνεται για άλλα 15 λεπτά την τελευταία ημέρα της περιόδου τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών, εφόσον αυτή'είναι εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος. Στο αίτημα προσδιορίζεται το ύψος της χρηματοδότησης που ζητείται. Ο αντισυμβαλλόμενος παραδίδει επαρκή αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια για τη συναλλαγή, εκτός εάν τα έχει καταθέσει εκ των προτέρων στην ΕθνΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4.

6.   Στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας, η ύπαρξη τυχόν χρεωστικού υπολοίπου στον λογαριασμό διακανονισμού που τηρεί ο αντισυμβαλλόμενος στην οικεία ΕθνΚΤ μετά από την ολοκλήρωση των διαδικασιών ελέγχου τέλους ημέρας θεωρείται αυτομάτως αίτημα προσφυγής στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης. Προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του άρθρου 18 παράγραφος 4 οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να καταθέτουν επαρκή αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια για τη συναλλαγή με την οικεία ΕθνΚΤ πριν τεθεί ζήτημα αυτόματου αιτήματος. Η μη συμμόρφωση με τη συγκεκριμένη προϋπόθεση πρόσβασης επισύρει κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 157.

Άρθρο 20

Διάρκεια και επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης

1.   Η χρηματοδότηση που παρέχεται μέσω της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης έχει διάρκεια μίας ημέρας. Οι αντισυμβαλλόμενοι που είναι άμεσοι συμμετέχοντες στο TARGET2 εξοφλούν το ποσό της χρηματοδότησης την επόμενη ημέρα κατά την οποία λειτουργούν α) το TARGET2 και β) εμπλεκόμενα ΣΔΤ και κατά την έναρξη της λειτουργίας αυτών των συστημάτων.

2.   Το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης ανακοινώνεται εκ των προτέρων από το Ευρωσύστημα και υπολογίζεται ως απλό επιτόκιο με βάση τον πραγματικό αριθμό ημερών επί έτους 360 ημερών. Το επιτόκιο που εφαρμόζεται στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης καλείται «επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης».

3.   Οι τόκοι που προκύπτουν από τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης καταβάλλονται ταυτόχρονα με την εξόφληση του ποσού της χρηματοδότησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων

Άρθρο 21

Χαρακτηριστικά της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να κάνουν χρήση της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, προκειμένου να πραγματοποιούν καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας στο Ευρωσύστημα μέσω της οικείας ΕθνΚΤ. Στις εν λόγω καταθέσεις εφαρμόζεται προκαθορισμένο επιτόκιο.

2.   Το επιτόκιο που εφαρμόζεται στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων μπορεί να είναι: α) θετικό· β) μηδενικό· γ) αρνητικό.

3.   Οι ΕθνΚΤ δεν παρέχουν ασφάλεια έναντι των καταθέσεων.

4.   Δεν υφίσταται όριο στο ποσό που ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να καταθέσει στο πλαίσιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.

Άρθρο 22

Προϋποθέσεις πρόσβασης στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων

1.   Πρόσβαση στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων μπορούν να έχουν τα ιδρύματα που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55 και διαθέτουν λογαριασμό στην ΕθνΚΤ, στον οποίο μπορεί να διακανονιστεί η συναλλαγή, και συγκεκριμένα στο TARGET2. Η πρόσβαση χορηγείται μόνον κατά τις ημέρες λειτουργίας του TARGET2.

2.   Προκειμένου ορισμένος αντισυμβαλλόμενος να αποκτήσει πρόσβαση στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, υποβάλλει αίτημα στην οικεία ΕθνΚΤ. Υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία λαμβάνει το αίτημα το αργότερο 15 λεπτά μετά από την ώρα κλεισίματος του TARGET2, το επεξεργάζεται αυθημερόν στο TARGET2. Η προθεσμία υποβολής αιτήματος πρόσβασης στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων παρατείνεται για άλλα 15 λεπτά την τελευταία ημέρα της περιόδου τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών, εφόσον είναι εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος. Στο αίτημα προσδιορίζεται το ύψος του ποσού που πρόκειται να κατατεθεί στο πλαίσιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.

3.   Λόγω των διαφορετικών λογιστικών συστημάτων που εφαρμόζουν, οι ΕθνΚΤ μπορούν να ορίζουν προϋποθέσεις πρόσβασης διαφορετικές από εκείνες του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη προηγούμενης έγκρισης από την ΕΚΤ. Οι ΕθνΚΤ παρέχουν στους αντισυμβαλλομένους πληροφορίες σχετικά με τις παρεκκλίσεις από τις προϋποθέσεις πρόσβασης του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 23

Διάρκεια και επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων

1.   Οι καταθέσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων έχουν διάρκεια μίας ημέρας. Προκειμένου για αντισυμβαλλόμενους που είναι άμεσοι συμμετέχοντες στο TARGET2, οι καταθέσεις που τηρούνται στο πλαίσιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων λήγουν την επόμενη εργάσιμη ημέρα του TARGET2, με την έναρξη της λειτουργίας του.

2.   Το επιτόκιο της κατάθεσης ανακοινώνεται εκ των προτέρων από το Ευρωσύστημα και υπολογίζεται ως απλό επιτόκιο με βάση τον πραγματικό αριθμό ημερών επί έτους 360 ημερών.

3.   Οι τόκοι που προκύπτουν καταβάλλονται κατά τη λήξη της κατάθεσης. Η εφαρμογή αρνητικού επιτοκίου στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων συνεπάγεται την υποχρέωση του αντισυμβαλλόμενου καταθέτη να καταβάλει ορισμένο ποσό στην οικεία ΕθνΚΤ και, αντίστοιχα, το δικαίωμα της τελευταίας να χρεώσει το λογαριασμό του με αυτό το ποσό.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Δημοπρασίες και διμερείς διαδικασίες που εφαρμόζονται στις πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος

Άρθρο 24

Είδη διαδικασιών που εφαρμόζονται στις πράξεις ανοικτής αγοράς

Οι πράξεις ανοικτής αγοράς εκτελούνται μέσω δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών.

Τμήμα 1

Δημοπρασίες

Άρθρο 25

Επισκόπηση των δημοπρασιών

1.   Οι δημοπρασίες πραγματοποιούνται σε έξι στάδια, τα οποία περιγράφονται στον πίνακα 4.

Πίνακας 4

Στάδια των δημοπρασιών

Στάδιο 1

Ανακοίνωση της δημοπρασίας

α)

Ανακοίνωση από την ΕΚΤ μέσω ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ

β)

Ανακοίνωση από τις ΕθνΚΤ μέσω εθνικών ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και απευθείας (εφόσον κρίνεται απαραίτητο) προς κάθε αντισυμβαλλόμενο

Στάδιο 2

Κατάρτιση και υποβολή προσφορών από τους αντισυμβαλλομένους

Στάδιο 3

Συγκέντρωση των προσφορών από το Ευρωσύστημα

Στάδιο 4

Κατανομή και ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της δημοπρασίας

α)

Απόφαση της ΕΚΤ σχετικά με την κατανομή

β)

Ανακοίνωση του αποτελέσματος της κατανομής μέσω ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ

Στάδιο 5

Πιστοποίηση των επιμέρους αποτελεσμάτων της κατανομής

Στάδιο 6

Διακανονισμός των συναλλαγών

2.   Οι δημοπρασίες διενεργούνται υπό τη μορφή τακτικών δημοπρασιών ή έκτακτων δημοπρασιών. Τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των τακτικών και των έκτακτων δημοπρασιών είναι τα ίδια, με εξαίρεση το χρονοδιάγραμμα (πίνακες 5 και 6) και το φάσμα των αντισυμβαλλομένων.

Πίνακας 5

Ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα των σταδίων των τακτικών δημοπρασιών [ώρα Κεντρικής Ευρώπης  (13) ]

Image

Πίνακας 6

Ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα των σταδίων των έκτακτων δημοπρασιών (ώρα Κεντρικής Ευρώπης)

Image

3.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργεί δημοπρασίες σταθερού ή ανταγωνιστικού επιτοκίου.

Άρθρο 26

Τακτικές δημοπρασίες

1.   Το Ευρωσύστημα χρησιμοποιεί τις τακτικές δημοπρασίες για την εκτέλεση: α) ΠΚΑ, β) ΠΠΜΑ, γ) συγκεκριμένων διαρθρωτικών πράξεων, δηλαδή διαρθρωτικών αντιστρεπτέων πράξεων και της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ.

2.   Το Ευρωσύστημα μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί τακτικές δημοπρασίες για τη διενέργεια πράξεων εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και διαρθρωτικών πράξεων οι οποίες εκτελούνται με οριστικές συναλλαγές για συγκεκριμένους λόγους νομισματικής πολιτικής ή προκειμένου να αντιδρά στις συνθήκες της αγοράς.

3.   Κατά κανόνα, όσον αφορά τις τακτικές δημοπρασίες: α) μεσολαβεί μέγιστο διάστημα 24 ωρών από την ανακοίνωσή τους μέχρι την πιστοποίηση του αποτελέσματος της κατανομής και β) μεσολαβούν περίπου δύο ώρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προσφορών μέχρι την ανακοίνωση του αποτελέσματος της κατανομής.

4.   Η ΕΚΤ μπορεί με απόφασή της να προσαρμόζει το χρονοδιάγραμμα συγκεκριμένων πράξεων, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

Άρθρο 27

Έκτακτες δημοπρασίες

1.   Το Ευρωσύστημα συνήθως χρησιμοποιεί έκτακτες δημοπρασίες για την εκτέλεση πράξεων εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας, αλλά μπορεί επίσης να τις χρησιμοποιεί και για διαρθρωτικές πράξεις οι οποίες εκτελούνται με οριστικές συναλλαγές για συγκεκριμένους λόγους νομισματικής πολιτικής ή προκειμένου να αντιδρά στις συνθήκες της αγοράς.

2.   Οι έκτακτες δημοπρασίες διενεργούνται εντός 105 λεπτών από την ανακοίνωσή τους, ενώ η πιστοποίηση γίνεται αμέσως μετά τη δημόσια ανακοίνωση του αποτελέσματος της κατανομής.

3.   Η ΕΚΤ μπορεί με απόφασή της να προσαρμόζει το χρονοδιάγραμμα συγκεκριμένων πράξεων, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

4.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να επιλέγει, σύμφωνα με τα κριτήρια και τις διαδικασίες του άρθρου 57, περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων για να συμμετέχουν στις έκτακτες δημοπρασίες.

Άρθρο 28

Διενέργεια τακτικών δημοπρασιών για ΠΚΑ και τακτικές ΠΠΜΑ βάσει του ημερολογιακού προγράμματος δημοπρασιών

1.   Οι δημοπρασίες για ΠΚΑ και τακτικές ΠΠΜΑ διενεργούνται σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος.

2.   Το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος δημοσιεύεται στους δικτυακούς τόπους της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη του ημερολογιακού έτους για το οποίο ισχύει.

3.   Οι ενδεικτικές ημέρες συναλλαγής για τις ΠΚΑ και τις τακτικές ΠΠΜΑ παρουσιάζονται στον πίνακα 7.

Πίνακας 7

Συνήθεις ημέρες συναλλαγής για τις ΠΚΑ και τις τακτικές ΠΠΜΑ

Κατηγορία πράξεων ανοικτής αγοράς

Συνήθης ημέρα συναλλαγής (T)

ΠΚΑ

Κάθε Τρίτη (14)

Τακτικές ΠΠΜΑ

Τελευταία Τετάρτη κάθε ημερολογιακού μήνα (15)

Άρθρο 29

Διενέργεια δημοπρασιών για πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και διαρθρωτικές πράξεις χωρίς ημερολογιακό πρόγραμμα δημοπρασιών

1.   Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας δεν εκτελούνται βάσει προκαθορισμένου ημερολογιακού προγράμματος. Η ΕΚΤ μπορεί με απόφασή της να διενεργεί τις εν λόγω πράξεις οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος. Δυνατότητα συμμετοχής έχουν μόνον οι ΕθνΚΤ για τις οποίες η ημερομηνία συναλλαγής, η ημερομηνία διακανονισμού και η ημερομηνία αποπληρωμής είναι εργάσιμες.

2.   Οι διαρθρωτικές πράξεις που διενεργούνται με τακτικές δημοπρασίες δεν εκτελούνται βάσει προκαθορισμένου ημερολογιακού προγράμματος. Συνήθως διενεργούνται και διακανονίζονται σε εργάσιμες ημέρες των ΕθνΚΤ όλων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.

Τμήμα 2

Στάδια δημοπρασιών

Ενότητα 1

Ανακοίνωση δημοπρασιών

Άρθρο 30

Ανακοίνωση τακτικών και έκτακτων δημοπρασιών

1.   Η ΕΚΤ ανακοινώνει δημοσίως και εκ των προτέρων τις τακτικές δημοπρασίες μέσω ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και στον δικτυακό της τόπο. Οι ΕθνΚΤ μπορούν επίσης να ανακοινώνουν τις τακτικές δημοπρασίες μέσω εθνικών ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και απευθείας στους αντισυμβαλλομένους, εφόσον κρίνεται απαραίτητο.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να ανακοινώνει δημοσίως και εκ των προτέρων τις έκτακτες δημοπρασίες μέσω ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και στον δικτυακό της τόπο. Στις έκτακτες δημοπρασίες που ανακοινώνονται εκ των προτέρων δημοσίως η ΕθνΚΤ μπορεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να επικοινωνεί απευθείας με επιλεγμένους αντισυμβαλλόμενους. Στις έκτακτες δημοπρασίες που δεν ανακοινώνονται εκ των προτέρων δημοσίως οι ΕθνΚΤ επικοινωνούν απευθείας με τους επιλεγμένους αντισυμβαλλόμενους.

3.   Η ανακοίνωση της δημοπρασίας αποτελεί πρόσκληση προς τους αντισυμβαλλομένους για την υποβολή νομικά δεσμευτικών προσφορών. Η ανακοίνωση δεν αποτελεί πρόταση της ΕΚΤ ή των ΕθνΚΤ.

4.   Το παράρτημα II της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής καθορίζει τις πληροφορίες που διαλαμβάνονται στη δημόσια ανακοίνωση της δημοπρασίας.

5.   Η ΕΚΤ μπορεί να λαμβάνει οποιοδήποτε μέτρο θεωρεί σκόπιμο για τη διόρθωση τυχόν λάθους στην ανακοίνωση δημοπρασίας, καθώς και να προβαίνει στην ακύρωση ή διακοπή υπό εκτέλεση δημοπρασίας.

Ενότητα 2

Κατάρτιση και υποβολή των προσφορών των αντισυμβαλλομένων

Άρθρο 31

Μορφή και τόπος υποβολής των προσφορών

1.   Οι προσφορές πρέπει να υποβάλλονται από τον αντισυμβαλλόμενο στην οικεία ΕθνΚΤ. Οι προσφορές ορισμένου ιδρύματος μπορούν να υποβάλλονται στην οικεία ΕθνΚΤ μόνο από ένα κατάστημα σε κάθε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ στο οποίο είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα, δηλαδή είτε από το κεντρικό κατάστημα είτε από υποκατάστημα που έχει οριστεί για το σκοπό αυτόν.

2.   Οι αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν προσφορές των οποίων η μορφή ανταποκρίνεται στο υπόδειγμα που παρέχει η ΕθνΚΤ για την αντίστοιχη πράξη.

Άρθρο 32

Υποβολή των προσφορών

1.   Στις δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου οι αντισυμβαλλόμενοι δηλώνουν στις προσφορές τους το ποσό για το οποίο επιθυμούν να συναλλαγούν με τις ΕθνΚΤ.

2.   Στις δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου που αφορούν πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων οι αντισυμβαλλόμενοι δηλώνουν το ποσό του «σταθερού» νομίσματος (δηλαδή του νομίσματος η ποσότητα του οποίου παραμένει σταθερή) το οποίο προτίθενται να πωλήσουν και να επαναγοράσουν ή να αγοράσουν και να επαναπωλήσουν με τις συγκεκριμένες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής.

3.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να υποβάλλουν έως και δέκα διαφορετικές προσφορές επιτοκίων, τιμών ή διαφορικών μονάδων ανταλλαγής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Ευρωσύστημα μπορεί να επιβάλλει όριο στον αριθμό προσφορών που μπορεί να υποβάλλει κάθε αντισυμβαλλόμενος. Σε κάθε προσφορά οι αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν το ποσό με το οποίο επιθυμούν να συμμετάσχουν στη συναλλαγή, καθώς και το σχετικό επιτόκιο, τιμή ή διαφορική μονάδα ανταλλαγής. Η προσφορά επιτοκίου ή διαφορικής μονάδας ανταλλαγής εκφράζεται σε πολλαπλάσια του 0,01 της εκατοστιαίας μονάδας. Η προσφορά τιμής εκφράζεται σε πολλαπλάσια του 0,001 της εκατοστιαίας μονάδας.

4.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου που αφορούν πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων οι αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν το ποσό του «σταθερού» νομίσματος και τη διαφορική μονάδα ανταλλαγής με την οποία προτίθενται να συμμετάσχουν στην πράξη.

5.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου που αφορούν πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων οι διαφορικές μονάδες ανταλλαγής διατυπώνονται σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της αγοράς και οι προσφορές εκφράζονται σε πολλαπλάσια του 0,01 της διαφορικής μονάδας ανταλλαγής.

6.   Όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, η ΕΚΤ μπορεί με απόφασή της να ορίζει ότι οι προσφορές εκφράζονται ως τιμές και όχι ως επιτόκια. Στις περιπτώσεις αυτές οι τιμές εκφράζονται ως ποσοστό της ονομαστικής αξίας των τίτλων με τρία δεκαδικά ψηφία.

Άρθρο 33

Ελάχιστο και ανώτατο ποσό προσφοράς

1.   Για τις ΠΚΑ το ελάχιστο ποσό προσφοράς είναι 1 000 000 ευρώ. Προσφορές που υπερβαίνουν το ποσό αυτό εκφράζονται σε ακέραια πολλαπλάσια των 100 000 ευρώ. Το ελάχιστο ποσό προσφοράς ισχύει για κάθε μεμονωμένη προσφορά επιτοκίου.

2.   Όσον αφορά τις ΠΠΜΑ οι ΕθνΚΤ ορίζουν ένα ελάχιστο ποσό προσφοράς κυμαινόμενο μεταξύ 10 000 ευρώ και 1 000 000 ευρώ. Προσφορές που υπερβαίνουν το ελάχιστο ποσό εκφράζονται σε ακέραια πολλαπλάσια των 10 000 ευρώ. Το ελάχιστο ποσό προσφοράς ισχύει για κάθε μεμονωμένη προσφορά επιτοκίου.

3.   Για τις πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και για τις διαρθρωτικές πράξεις το ελάχιστο ποσό προσφοράς είναι 1 000 000 ευρώ. Προσφορές που υπερβαίνουν το ποσό αυτό εκφράζονται σε ακέραια πολλαπλάσια των 100 000 ευρώ. Το ελάχιστο ποσό προσφοράς ισχύει για κάθε μεμονωμένη προσφορά επιτοκίου, τιμής ή διαφορικής μονάδας ανταλλαγής, ανάλογα με το συγκεκριμένο είδος πράξης.

4.   Η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει ανώτατο όριο στο ποσό προσφοράς που μπορεί να υποβάλλει κάθε αντισυμβαλλόμενος, προκειμένου να αποτρέψει την υποβολή δυσανάλογα υψηλών προσφορών. Σε περίπτωση επιβολής ορίου η ΕΚΤ αναφέρει λεπτομέρειες σχετικά με το ανώτατο ποσό προσφοράς στη δημόσια ανακοίνωση της δημοπρασίας.

Άρθρο 34

Ελάχιστο και ανώτατο επιτόκιο προσφοράς

1.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για την παροχή ρευστότητας η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς, το οποίο είναι το κατώτατο όριο επιτοκίου που μπορούν να υποβάλλουν στις προσφορές τους οι αντισυμβαλλόμενοι.

2.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για την απορρόφηση ρευστότητας η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλλει ανώτατο επιτόκιο προσφοράς, το οποίο είναι το ανώτατο όριο επιτοκίου που μπορούν να υποβάλλουν στις προσφορές τους οι αντισυμβαλλόμενοι.

Άρθρο 35

Προθεσμία υποβολής προσφορών

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να ανακαλούν τις προσφορές τους οποτεδήποτε έως τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφορών.

2.   Προσφορές που υποβάλλονται μετά τη λήξη της προθεσμίας δεν λαμβάνονται υπόψη και θεωρούνται μη αποδεκτές.

3.   Το εμπρόθεσμο της υποβολής κρίνεται από την οικεία ΕθνΚΤ.

Άρθρο 36

Απόρριψη προσφορών

1.   Η ΕθνΚΤ απορρίπτει:

α)

όλες τις προσφορές αντισυμβαλλομένου των οποίων το συνολικό ποσό υπερβαίνει το ανώτατο όριο προσφοράς που καθορίζει η ΕΚΤ·

β)

κάθε προσφορά αντισυμβαλλομένου που υπολείπεται του ελάχιστου ποσού προσφοράς·

γ)

κάθε προσφορά αντισυμβαλλομένου που υπολείπεται του ελάχιστου αποδεκτού επιτοκίου, τιμής ή διαφορικής μονάδας ανταλλαγής ή υπερβαίνει το ανώτατο αποδεκτό επιτόκιο προσφοράς, τιμή ή διαφορική μονάδα ανταλλαγής.

2.   Η ΕθνΚΤ μπορεί να απορρίπτει προσφορές που είναι ελλιπείς ή δεν υποβάλλονται σύμφωνα με το ενδεδειγμένο υπόδειγμα.

3.   Σε περίπτωση που η οικεία ΕθνΚΤ αποφασίσει να απορρίψει την προσφορά, ενημερώνει σχετικά τον αντισυμβαλλόμενο πριν από την κατανομή του ποσού της δημοπρασίας.

Ενότητα 3

Κατανομή ποσού της δημοπρασίας

Άρθρο 37

Κατανομή ποσού σε δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου για πράξεις παροχής και απορρόφησης ρευστότητας

1.   Στις δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου οι προσφορές των αντισυμβαλλομένων ικανοποιούνται ως ακολούθως:

α)

Αθροίζονται όλες οι προσφορές.

β)

Εάν το άθροισμα υπερβαίνει το συνολικό ποσό της ρευστότητας προς κατανομή, οι προσφορές ικανοποιούνται αναλογικά, με βάση τον λόγο του κατανεμητέου ποσού προς το άθροισμα των προσφορών, σύμφωνα με τον πίνακα 1 του παραρτήματος III.

γ)

Το ποσό που κατανέμεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό ευρώ.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζει την εφαρμογή:

α)

ελάχιστου ποσού κατανομής, δηλαδή κατώτατου ορίου στο ποσό που μπορεί να κατανεμηθεί σε κάθε αντισυμβαλλόμενο· ή

β)

ελάχιστου ποσοστού κατανομής, δηλαδή κατώτατου ορίου εκφραζόμενου σε ποσοστό, στην αναλογία των προσφορών στο οριακό επιτόκιο το οποίο μπορεί να κατανεμηθεί σε κάθε αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 38

Κατανομή ποσού σε δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις σε ευρώ με σκοπό την παροχή ρευστότητας

1.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις σε ευρώ με σκοπό την παροχή ρευστότητας οι προσφορές των αντισυμβαλλομένων ικανοποιούνται ως ακολούθως:

α)

Οι προσφορές κατατάσσονται κατά φθίνουσα σειρά των προσφερόμενων επιτοκίων ή κατά αύξουσα σειρά των προσφερόμενων τιμών.

β)

Οι προσφορές με τα υψηλότερα επίπεδα επιτοκίων (τη χαμηλότερη τιμή) ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και ακολούθως γίνονται δεκτές οι προσφορές με τα διαδοχικά χαμηλότερα επιτόκια (υψηλότερες τιμές) μέχρις ότου εξαντληθεί το συνολικό ποσό ρευστότητας που πρόκειται να χορηγηθεί.

γ)

Εάν το άθροισμα των προσφορών που έγιναν δεκτές στο οριακό επιτόκιο (στην υψηλότερη αποδεκτή τιμή) υπερβαίνει το εναπομένον προς κατανομή ποσό, οι προσφορές ικανοποιούνται αναλογικά, με βάση τον λόγο του εναπομένοντος προς κατανομή ποσού προς το συνολικό ποσό προσφορών στο οριακό επιτόκιο (στην υψηλότερη αποδεκτή τιμή), σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος III.

δ)

Το ποσό που κατανέμεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό ευρώ.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει την εφαρμογή ελάχιστου ποσού κατανομής σε κάθε αποδεκτή προσφορά.

Άρθρο 39

Κατανομή ποσού σε δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις σε ευρώ με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας

1.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις σε ευρώ με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ και την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας, οι προσφορές των αντισυμβαλλομένων ικανοποιούνται ως ακολούθως:

α)

Οι προσφορές κατατάσσονται κατά αύξουσα σειρά των προσφερόμενων επιτοκίων ή κατά φθίνουσα σειρά των προσφερόμενων τιμών.

β)

Οι προσφορές με τα χαμηλότερα επίπεδα επιτοκίων (την υψηλότερη τιμή) ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και ακολούθως γίνονται δεκτές οι προσφορές με τα διαδοχικά υψηλότερα επιτόκια (χαμηλότερες τιμές) μέχρις ότου εξαντληθεί το συνολικό ποσό ρευστότητας που πρόκειται να απορροφηθεί.

γ)

Εάν το άθροισμα των προσφορών που έγιναν δεκτές στο οριακό επιτόκιο (στη χαμηλότερη αποδεκτή τιμή) υπερβαίνει το εναπομένον προς κατανομή ποσό, οι προσφορές ικανοποιούνται αναλογικά, με βάση το λόγο του εναπομένοντος προς κατανομή ποσού προς το συνολικό ποσό προσφορών στο οριακό επιτόκιο (στη χαμηλότερη αποδεκτή τιμή), σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος III.

δ)

Το ποσό που κατανέμεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό ευρώ. Όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ η ονομαστική αξία του ποσού που κατανέμεται στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο πολλαπλάσιο των 100 000 ευρώ.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει την εφαρμογή ελάχιστου ποσού κατανομής σε κάθε αποδεκτή προσφορά.

Άρθρο 40

Κατανομή ποσού σε δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων με σκοπό την παροχή ρευστότητας

1.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων με σκοπό την παροχή ρευστότητας οι προσφορές των αντισυμβαλλομένων ικανοποιούνται ως ακολούθως:

α)

Οι προσφορές κατατάσσονται κατά αύξουσα σειρά των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής λαμβανομένου υπόψη του προσήμου των τελευταίων.

β)

Το πρόσημο των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής εξαρτάται από το πρόσημο της διαφοράς επιτοκίου μεταξύ του ξένου νομίσματος και του ευρώ. Όσον αφορά τη διάρκεια της πράξης ανταλλαγής:

i)

εάν το επιτόκιο του ξένου νομίσματος είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο του ευρώ, το πρόσημο των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής είναι θετικό, δηλαδή η ισοτιμία ανταλλαγής του ευρώ περιλαμβάνει ποσοστό υπερτίμησης (premium)· και

ii)

εάν το επιτόκιο του ξένου νομίσματος είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο του ευρώ, το πρόσημο των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής είναι αρνητικό, δηλαδή η ισοτιμία ανταλλαγής του ευρώ περιλαμβάνει ποσοστό υποτίμησης (discount).

γ)

Οι προσφορές με τις χαμηλότερες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και ακολούθως οι προσφορές με τις διαδοχικά υψηλότερες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, μέχρις ότου εξαντληθεί το συνολικό προς κατανομή ποσό του νομίσματος, η ποσότητα του οποίου διατηρείται σταθερή.

δ)

Εάν το άθροισμα των προσφορών που έγιναν δεκτές στις υψηλότερες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, δηλαδή στις οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, υπερβαίνει το εναπομένον προς κατανομή ποσό, οι προσφορές ικανοποιούνται αναλογικά, με βάση το λόγο του εναπομένοντος προς κατανομή ποσού προς το συνολικό ποσό προσφορών στις οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, σύμφωνα με τον πίνακα 3 του παραρτήματος III.

ε)

Το ποσό που κατανέμεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό ευρώ.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει την εφαρμογή ελάχιστου ποσού κατανομής σε κάθε αποδεκτή προσφορά.

Άρθρο 41

Κατανομή ποσού σε δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας

1.   Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας οι προσφορές των αντισυμβαλλομένων ικανοποιούνται ως ακολούθως:

α)

Οι προσφορές κατατάσσονται κατά φθίνουσα σειρά των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής λαμβανομένου υπόψη του προσήμου των τελευταίων.

β)

Το πρόσημο των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής εξαρτάται από το πρόσημο της διαφοράς επιτοκίου μεταξύ του ξένου νομίσματος και του ευρώ. Για τη διάρκεια της πράξης:

i)

εάν το επιτόκιο του ξένου νομίσματος είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο του ευρώ, το πρόσημο των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής είναι θετικό, δηλαδή η ισοτιμία ανταλλαγής του ευρώ περιλαμβάνει ποσοστό υπερτίμησης (premium)· και

ii)

εάν το επιτόκιο του ξένου νομίσματος είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο του ευρώ, το πρόσημο των διαφορικών μονάδων ανταλλαγής είναι αρνητικό, δηλαδή η ισοτιμία ανταλλαγής του ευρώ περιλαμβάνει ποσοστό υποτίμησης (discount).

γ)

Οι προσφορές με τις υψηλότερες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και ακολούθως ικανοποιούνται οι προσφορές με τις διαδοχικά χαμηλότερες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, μέχρις ότου:

i)

εξαντληθεί το συνολικό προς απορρόφηση ποσό του νομίσματος, του οποίου η ποσότητα διατηρείται σταθερή· και

ii)

το άθροισμα των προσφορών που έγιναν δεκτές στις χαμηλότερες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, δηλαδή στις οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, υπερβεί το εναπομένον προς κατανομή ποσό.

δ)

Στην περίπτωση εναπομένοντος ποσού οι προσφορές ικανοποιούνται αναλογικά, με βάση το λόγο του εναπομένοντος ποσού προς το συνολικό ποσό προσφορών στις οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής, σύμφωνα με τον πίνακα 3 του παραρτήματος III. Το ποσό που κατανέμεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό ευρώ.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει την εφαρμογή ελάχιστου ποσού κατανομής σε κάθε αποδεκτή προσφορά.

Άρθρο 42

Μέθοδος κατανομής δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου

Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου το Ευρωσύστημα μπορεί να εφαρμόζει μέθοδο κατανομής με βάση ενιαίο επιτόκιο (δημοπρασία «ολλανδικού τύπου») ή πολλαπλό επιτόκιο (δημοπρασία «αμερικανικού τύπου»).

Ενότητα 4

Ανακοίνωση αποτελεσμάτων της δημοπρασίας

Άρθρο 43

Ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της δημοπρασίας

1.   Η ΕΚΤ ανακοινώνει δημοσίως την απόφασή της για την κατανομή του ποσού της δημοπρασίας βάσει του σχετικού αποτελέσματος μέσω ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων (wire services) και στον δικτυακό της τόπο. Επιπροσθέτως, οι ΕθνΚΤ μπορούν να ανακοινώνουν την εν λόγω απόφαση της ΕΚΤ μέσω εθνικών ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο, απευθείας στους αντισυμβαλλομένους.

2.   Το παράρτημα IV της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής καθορίζει τις πληροφορίες που διαλαμβάνονται στη δημόσια ανακοίνωση της δημοπρασίας.

3.   Σε περίπτωση που η απόφαση για την κατανομή του ποσού της δημοπρασίας περιέχει εσφαλμένες πληροφορίες σε σχέση με το περιεχόμενο της δημόσιας ανακοίνωσης του αποτελέσματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΚΤ μπορεί να λαμβάνει οποιοδήποτε μέτρο κρίνει σκόπιμο για τη διόρθωση του σφάλματος.

4.   Μετά τη δημόσια ανακοίνωση της απόφασης της ΕΚΤ για την κατανομή του ποσού της δημοπρασίας βάσει του σχετικού αποτελέσματος, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, οι ΕθνΚΤ πιστοποιούν απευθείας σε κάθε αντισυμβαλλόμενο το ποσό που του κατανεμήθηκε, κατά τρόπο ώστε κάθε αντισυμβαλλόμενος να λαμβάνει ατομική και βέβαιη πιστοποίηση της επιτυχίας του στη δημοπρασία και του ακριβούς ποσού που του κατανεμήθηκε.

Τμήμα 3

Διμερείς διαδικασίες που εφαρμόζονται στις πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος

Άρθρο 44

Επισκόπηση των διμερών διαδικασιών

1.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να εκτελεί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις ανοικτής αγοράς μέσω διμερών διαδικασιών:

α)

πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας (αντιστρεπτέες συναλλαγές, πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων ή αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας)· ή

β)

διαρθρωτικές πράξεις (οριστικές συναλλαγές).

2.   Ανάλογα με την εκάστοτε συναλλαγή, οι διμερείς διαδικασίες μπορούν να εκτελούνται απευθείας με τους αντισυμβαλλομένους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 ή μέσω χρηματιστηρίου και διαμεσολαβητών της αγοράς κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46.

Άρθρο 45

Διμερείς διαδικασίες που εκτελούνται με απευθείας επικοινωνία με τους αντισυμβαλλομένους

1.   Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και οι διαρθρωτικές πράξεις με οριστικές συναλλαγές που διενεργούνται μέσω διμερών διαδικασιών μπορούν να εκτελούνται με απευθείας επικοινωνία με τους αντισυμβαλλομένους.

2.   Οι ΕθνΚΤ επικοινωνούν απευθείας με ένα ή περισσότερα ιδρύματα τα οποία επιλέγονται βάσει των κριτηρίων καταλληλότητας του άρθρου 57. Οι ΕθνΚΤ αποφασίζουν αν θα συναλλαγούν με αυτά, ακολουθώντας τις οδηγίες της ΕΚΤ.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις η ΕΚΤ ή μία ή περισσότερες ΕθνΚΤ, ενεργώντας ως ο εκτελεστικός βραχίονας της ΕΚΤ, διενεργούν πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας ή διαρθρωτικές πράξεις με οριστικές συναλλαγές μέσω διμερών διαδικασιών. Στην περίπτωση αυτή οι διαδικασίες που εφαρμόζονται για τις εν λόγω πράξεις προσαρμόζονται αναλόγως. Η ΕΚΤ αποφασίζει αν θα συναλλαγεί με τα ιδρύματα με τα οποία επικοινώνησε.

Άρθρο 46

Πράξεις που εκτελούνται στο πλαίσιο διμερών διαδικασιών μέσω χρηματιστηρίου και διαμεσολαβητών της αγοράς

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 45, οι διαρθρωτικές πράξεις που διενεργούνται με οριστικές συναλλαγές μέσω διμερών διαδικασιών μπορούν να εκτελούνται μέσω χρηματιστηρίου ή διαμεσολαβητών της αγοράς.

2.   Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 57, δεν υφίστανται περιορισμοί όσον αφορά το φάσμα των αντισυμβαλλομένων που μπορούν να συμμετέχουν στις ως άνω πράξεις.

3.   Οι σχετικές διαδικασίες προσαρμόζονται στην πρακτική που ακολουθείται στην αγορά όσον αφορά τα χρεόγραφα που αποτελούν αντικείμενο της πράξης.

Άρθρο 47

Ανακοίνωση των πράξεων που εκτελούνται μέσω διμερών διαδικασιών

1.   Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας ή οι διαρθρωτικές πράξεις με οριστικές συναλλαγές που διενεργούνται μέσω διμερών διαδικασιών δεν ανακοινώνονται δημοσίως εκ των προτέρων, εκτός εάν άλλως αποφασίσει η ΕΚΤ.

2.   Η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να μην ανακοινώσει δημοσίως το αποτέλεσμα των ως άνω διμερών διαδικασιών.

Άρθρο 48

Ημέρες λειτουργίας για πράξεις που εκτελούνται μέσω διμερών διαδικασιών

1.   Η ΕΚΤ μπορεί με απόφασή της να διενεργεί πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μέσω διμερών διαδικασιών οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος. Στις εν λόγω πράξεις μπορούν να συμμετέχουν μόνον ΕθνΚΤ για τις οποίες η ημερομηνία συναλλαγής, η ημερομηνία διακανονισμού και η ημερομηνία αποπληρωμής είναι εργάσιμες ημέρες της ΕθνΚΤ.

2.   Οι διαρθρωτικές πράξεις που διενεργούνται μέσω διμερών διαδικασιών με οριστικές συναλλαγές συνήθως εκτελούνται και διακανονίζονται σε εργάσιμες ημέρες των ΕθνΚΤ όλων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διαδικασίες διακανονισμού των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Άρθρο 49

Επισκόπηση των διαδικασιών διακανονισμού

1.   Οι εντολές πληρωμής στο πλαίσιο της συμμετοχής σε πράξεις ανοικτής αγοράς ή της χρήσης των πάγιων διευκολύνσεων διακανονίζονται στους λογαριασμούς των αντισυμβαλλομένων στην ΕθνΚΤ ή στους λογαριασμούς τράπεζας διακανονισμού που συμμετέχει στο TARGET2.

2.   Οι εντολές πληρωμής στο πλαίσιο της συμμετοχής σε πράξεις ανοικτής αγοράς για την παροχή ρευστότητας ή της χρήσης της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης διακανονίζονται μόνον ταυτόχρονα με την οριστική μεταβίβαση των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν την πράξη ή μετά από την εν λόγω μεταβίβαση. Για το σκοπό αυτόν οι αντισυμβαλλόμενοι:

α)

καταθέτουν εκ των προτέρων τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία στην ΕθνΚΤ· ή

β)

διακανονίζουν τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία με την ΕθνΚΤ με παράδοση έναντι πληρωμής.

Άρθρο 50

Διακανονισμός πράξεων ανοικτής αγοράς

1.   Το Ευρωσύστημα μεριμνά δεόντως ώστε οι συναλλαγές που αφορούν τις πράξεις ανοικτής αγοράς του να διακανονίζονται ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ με όλους τους αντισυμβαλλομένους που παρείχαν επαρκή αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια. Ωστόσο, λόγω λειτουργικών περιορισμών και τεχνικών χαρακτηριστικών (π.χ. των ΣΔΤ), ο χρόνος διακανονισμού των πράξεων ανοικτής αγοράς εντός της ημέρας μπορεί να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.

2.   Οι ενδεικτικές ημερομηνίες διακανονισμού παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα 8.

Πίνακας 8

Ενδεικτικές ημερομηνίες διακανονισμού των πράξεων ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος (16)

Μέσο νομισματικής πολιτικής

Ημερομηνία διακανονισμού πράξεων ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών

Ημερομηνία διακανονισμού πράξεων ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

T+1

T

Οριστικές συναλλαγές

Σύμφωνα με την πρακτική που εφαρμόζεται στην αγορά για τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία

Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ

T+2

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

T, T+1 or T+2

Αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

T, T+1

Άρθρο 51

Διακανονισμός πράξεων ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών

1.   Το Ευρωσύστημα μεριμνά δεόντως ώστε οι πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών να διακανονίζονται την αμέσως επομένη της ημερομηνίας συναλλαγής, κατά την οποία λειτουργούν το TARGET2 και όλα τα οικεία ΣΔΤ.

2.   Οι ημερομηνίες διακανονισμού των ΠΚΑ και των τακτικών ΠΠΜΑ καθορίζονται εκ των προτέρων στο ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα τακτικών δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος. Εάν η προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού συμπίπτει με επίσημη αργία, η ΕΚΤ μπορεί να καθορίσει με απόφασή της διαφορετική ημερομηνία διακανονισμού, ακόμη και αυθημερόν διακανονισμό. Το Ευρωσύστημα μεριμνά δεόντως ώστε να διασφαλίζεται ότι ο χρόνος διακανονισμού των ΠΚΑ και των τακτικών ΠΠΜΑ συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής προηγούμενης πράξης αντίστοιχης διάρκειας.

3.   Ο διακανονισμός της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ πραγματοποιείται τη δεύτερη ημέρα μετά την ημερομηνία συναλλαγής κατά την οποία λειτουργούν το TARGET2 και όλα τα εμπλεκόμενα ΣΔΤ.

Άρθρο 52

Διακανονισμός πράξεων ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών

1.   Το Ευρωσύστημα μεριμνά δεόντως ώστε οι πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών να διακανονίζονται την ημερομηνία συναλλαγής. Είναι δυνατό να καθορίζονται και άλλες ημερομηνίες διακανονισμού, ιδίως για τις οριστικές συναλλαγές και τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων.

2.   Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και οι διαρθρωτικές πράξεις με οριστικές συναλλαγές που εκτελούνται μέσω διμερών διαδικασιών διακανονίζονται μέσω των ΕθνΚΤ κατά τρόπο αποκεντρωμένο.

Άρθρο 53

Λοιπές διατάξεις σχετικά με τον διακανονισμό και τις διαδικασίες κλεισίματος τέλους ημέρας

1.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του παρόντος κεφαλαίου, στις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζουν οι ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ μπορούν να ορίζονται και άλλες διατάξεις σχετικά με τον διακανονισμό του εκάστοτε μέσου νομισματικής πολιτικής.

2.   Οι διαδικασίες κλεισίματος τέλους ημέρας καθορίζονται στα έγγραφα που συναπαρτίζουν το πλαίσιο του TARGET2.

Άρθρο 54

Τηρούμενα αποθεματικά και πλεονάζοντα αποθεματικά

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), ο λογαριασμός διακανονισμού που τηρεί ο αντισυμβαλλόμενος σε μία ΕθνΚΤ μπορεί να χρησιμοποιείται ως λογαριασμός αποθεματικών. Τα αποθεματικά που τηρούνται σε λογαριασμούς διακανονισμού μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του ενδοημερήσιου διακανονισμού. Το ημερήσιο ύψος των τηρούμενων αποθεματικών ενός αντισυμβαλλομένου υπολογίζεται ως το διαμορφούμενο στο τέλος της ημέρας υπόλοιπο του λογαριασμού αποθεματικών του. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «λογαριασμός αποθεματικών» νοείται όπως στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9).

2.   Στα τηρούμενα αποθεματικά κατά την έκταση που υπερβαίνουν τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά κατά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9) εφαρμόζεται μηδενικό επιτόκιο ή, εφόσον είναι χαμηλότερο, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.

ΜΈΡΟΣ ΤΡΊΤΟ

ΑΠΟΔΕΚΤΟΙ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ

Άρθρο 55

Κριτήρια καταλληλότητας για τη συμμετοχή στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Με την επιφύλαξη του άρθρου 57, το Ευρωσύστημα επιτρέπει να συμμετέχουν στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του μόνον ιδρύματα που πληρούν τα κριτήρια του παρόντος άρθρου.

α)

Υπόκεινται στο σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος βάσει του άρθρου 19.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και δεν τους έχει χορηγηθεί απαλλαγή από τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω σύστημα κατά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9).

β)

Είναι οικονομικά εύρωστα.

γ)

Εμπίπτουν σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

υπόκεινται σε μία τουλάχιστον μορφή εναρμονισμένης εποπτείας από αρμόδιες αρχές της Ένωσης/του ΕΟΧ κατά την οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ii)

ανήκουν στο δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 123 παράγραφος 2 της Συνθήκης, και υπόκεινται σε εποπτεία ανάλογη εκείνης που ασκείται από αρμόδιες αρχές κατά την οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

iii)

υπόκεινται σε μη εναρμονισμένη εποπτεία από αρμόδιες αρχές, η οποία είναι ανάλογη της εναρμονισμένης εποπτείας που ασκείται από αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της Ένωσης/του ΕΟΧ κατά την οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (π.χ. υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί εκτός του ΕΟΧ, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ).

δ)

Πληρούν τις λειτουργικές απαιτήσεις που καθορίζονται στις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις τις οποίες εφαρμόζει η οικεία ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ για το εκάστοτε μέσο ή την εκάστοτε πράξη.

Άρθρο 56

Πρόσβαση στις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών και στις πάγιες διευκολύνσεις

1.   Τα ιδρύματα που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55 διαθέτουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος:

α)

πάγιες διευκολύνσεις·

β)

πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών.

2.   Πρόσβαση στις πάγιες διευκολύνσεις ή στις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών χορηγείται μόνο μέσω της οικείας ΕθνΚΤ στα ιδρύματα που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55.

3.   Στην περίπτωση ιδρύματος που πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55 και διαθέτει καταστήματα, π.χ. κεντρικό κατάστημα ή υποκαταστήματα, σε περισσότερα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, κάθε κατάστημα που πληροί τα ως άνω κριτήρια καταλληλότητας μπορεί μέσω της οικείας ΕθνΚΤ να αποκτά πρόσβαση στις πάγιες διευκολύνσεις ή στις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών.

4.   Οι προσφορές για τις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών και για την πρόσβαση στις πάγιες διευκολύνσεις υποβάλλονται μόνον από ένα κατάστημα σε κάθε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, δηλαδή είτε από το κεντρικό κατάστημα είτε από υποκατάστημα που έχει οριστεί για το σκοπό αυτόν.

Άρθρο 57

Επιλογή αντισυμβαλλομένων για τις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών

1.   Όσον αφορά τις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών οι αντισυμβαλλόμενοι επιλέγονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.

2.   Όσον αφορά διαρθρωτικές πράξεις που εκτελούνται με οριστικές συναλλαγές μέσω διμερών διαδικασιών δεν υφίστανται περιορισμοί ως προς το φάσμα των αντισυμβαλλομένων που συμμετέχουν. Όσον αφορά τις διαρθρωτικές πράξεις που διενεργούνται με οριστικές συναλλαγές μέσω έκτακτων δημοπρασιών ισχύουν τα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 57 παράγραφος 3 στοιχείο β).

3.   Όσον αφορά τις πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας που εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών οι αντισυμβαλλόμενοι επιλέγονται ως ακολούθως:

α)

Στις πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας που διενεργούνται με πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής και εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών το φάσμα των αντισυμβαλλομένων είναι το ίδιο με εκείνο των οντοτήτων που επιλέγονται για τις παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος στην αγορά συναλλάγματος και είναι εγκατεστημένες στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ. Οι αντισυμβαλλόμενοι σε πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής που διενεργούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών δεν χρειάζεται να πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 55. Τα κριτήρια επιλογής των αντισυμβαλλομένων που συμμετέχουν στις παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος στην αγορά συναλλάγματος εδράζονται στις αρχές της σύνεσης και της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα V. Οι ΕθνΚΤ μπορούν να εφαρμόζουν συστήματα που βασίζονται στη θέσπιση ορίων προκειμένου να ελέγχουν τα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου που συμμετέχει σε πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής.

β)

Για κάθε πράξη εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας που διενεργείται με αντιστρεπτέες συναλλαγές ή αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας και εκτελείται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών οι ΕθνΚΤ επιλέγουν μία ομάδα αντισυμβαλλομένων μεταξύ των ιδρυμάτων που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας του άρθρου 55 και είναι εγκατεστημένα στο οικείο κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ. Πρωτεύον κριτήριο επιλογής αποτελεί η δραστηριότητα του ιδρύματος στην αγορά χρήματος. Οι ΕθνΚΤ μπορούν να εφαρμόζουν και άλλα κριτήρια, όπως η αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας διαπραγμάτευσης (trading desk) και το ύψος των προσφορών που μπορούν να υποβάλλουν τα ιδρύματα.

4.   Εάν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίσει, βάσει του άρθρου 45 παράγραφος 3, ότι η ΕΚΤ θα διενεργεί απευθείας ή μέσω μιας ή περισσότερων ΕθνΚΤ πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μέσω διμερών διαδικασιών, η ΕΚΤ επιλέγει τους αντισυμβαλλομένους της βάσει συστήματος εκ περιτροπής μεταξύ των ιδρυμάτων που αποτελούν αποδεκτούς αντισυμβαλλόμενους στις έκτακτες δημοπρασίες και τις διμερείς διαδικασίες.

5.   Κατόπιν απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ και με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4, οι πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω έκτακτων δημοπρασιών ή διμερών διαδικασιών μπορούν να διενεργούνται και με φάσμα αντισυμβαλλομένων ευρύτερο από εκείνο των παραγράφων 2 έως 4.

ΜΈΡΟΣ ΤΈΤΑΡΤΟ

ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 58

Αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία και αποδεκτές τεχνικές σύστασης ασφαλειών που χρησιμοποιούνται στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος

1.   Σε όλες τις πιστοδοτικές πράξεις του το Ευρωσύστημα εφαρμόζει ενιαίο πλαίσιο για τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

2.   Προκειμένου να συμμετάσχουν σε πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν σε αυτό περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι αποδεκτά ως ασφάλειες. Δεδομένου ότι στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος περιλαμβάνεται και η ενδοημερήσια πίστωση, και οι ασφάλειες που παρέχουν οι αντισυμβαλλόμενοι για την πίστωση αυτή πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στην κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27.

3.   Οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία:

α)

με μεταβίβαση κυριότητας, η οποία νομικά λαμβάνει τη μορφή συμφωνίας επαναγοράς· ή

β)

με σύσταση ασφάλειας, δηλαδή σύσταση ενεχύρου ή βάρους επί των περιουσιακών στοιχείων ή εκχώρησή τους, η οποία νομικά λαμβάνει τη μορφή δανείου που καλύπτεται από ασφάλεια.

Και στις δύο περιπτώσεις τα στοιχεία παρέχονται σύμφωνα με τις εθνικές συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που θεσπίζει και αποτυπώνει εγγράφως η οικεία ΕθνΚΤ.

4.   Στις περιπτώσεις που οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια η οικεία ΕθνΚΤ μπορεί να απαιτεί είτε την εξειδίκευση (earmarking) είτε τη συγκέντρωση (pooling) αυτών, ανάλογα με το είδος του συστήματος διαχείρισης ασφαλειών που χρησιμοποιεί.

5.   Δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων όσον αφορά την ποιότητα αυτών και την καταλληλότητά τους για τα διάφορα είδη πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος.

6.   Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης των αντισυμβαλλομένων, βάσει της παραγράφου 2, να παρέχουν στο Ευρωσύστημα περιουσιακά στοιχεία που είναι αποδεκτά ως ασφάλεια, το Ευρωσύστημα μπορεί, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να τους παρέχει συμβουλές όσον αφορά την καταλληλότητα των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, εφόσον αυτά έχουν ήδη εκδοθεί, ή την καταλληλότητα των μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, εφόσον έχει ήδη ζητηθεί η κατάθεσή τους ως ασφάλειας. Το Ευρωσύστημα δεν παρέχει συμβουλές πριν από την έκδοση ή την κατάθεση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων αντίστοιχα.

Άρθρο 59

Γενικές πτυχές του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας όσον αφορά τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία

1.   Ένα από τα κριτήρια καταλληλότητας είναι ότι τα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να πληρούν τα υψηλά κριτήρια πιστοληπτικής διαβάθμισης που καθορίζονται στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας (Eurosystem credit assessment framework — ECAF).

2.   Το ECAF καθορίζει τις διαδικασίες, τους κανόνες και τις τεχνικές με τις οποίες διασφαλίζεται η απαίτηση του Ευρωσυστήματος για υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων και τηρούνται οι απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης των λόγω στοιχείων που το ίδιο ορίζει.

3.   Για τους σκοπούς του ECAF το Ευρωσύστημα ορίζει απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης υπό τη μορφή βαθμίδων θεσπίζοντας οριακές τιμές για την πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης (probability of default — PD) σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους, ως ακολούθως.

α)

Με την επιφύλαξη της περιοδικής επανεξέτασης, το Ευρωσύστημα θεωρεί ότι μέγιστη πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης 0,10 % και 0,40 % για χρονικό ορίζοντα ενός έτους ισοδυναμεί, αντίστοιχα, με πιστοληπτική βαθμίδα 2 και 3.

β)

Όλα τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος πρέπει να πληρούν τουλάχιστον την πιστοληπτική βαθμίδα 3. Το Ευρωσύστημα επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με τους τίτλους II και IΙΙ του τέταρτου μέρους.

4.   Το Ευρωσύστημα δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ πληροφορίες σχετικά με τις πιστοληπτικές βαθμίδες υπό τη μορφή της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος, συμπεριλαμβανομένης της αντιστοίχισης των εν λόγω βαθμίδων προς τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις τις οποίες παρέχουν αποδεκτοί εξωτερικοί οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (external credit assessment institutions — ECAI) και τρίτοι φορείς παροχής μέσων διαβάθμισης (rating tools — RT).

5.   Κατά την αξιολόγηση των απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη πληροφορίες πιστοληπτικής αξιολόγησης προερχόμενες από συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης υπαγόμενα σε μία από τις τέσσερις πηγές που αναφέρονται στον τίτλο V του τέταρτου μέρους.

6.   Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της πιστοληπτικής διαβάθμισης του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου το Ευρωσύστημα μπορεί να λαμβάνει υπόψη θεσμικά κριτήρια και χαρακτηριστικά που διασφαλίζουν ανάλογη προστασία του κατόχου του, όπως εγγυήσεις. Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να αποφαίνεται αν ορισμένη έκδοση ή ορισμένος εκδότης, οφειλέτης ή εγγυητής πληροί τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης που το ίδιο θεσπίζει, με βάση οποιαδήποτε πληροφορία μπορεί να θεωρεί σημαντική προς διασφάλιση επαρκούς προστασίας του ιδίου έναντι των κινδύνων.

7.   Το ECAF χρησιμοποιεί τον ορισμό της «αθέτησης» που προβλέπεται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κριτήρια καταλληλότητας εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Άρθρο 60

Κριτήρια καταλληλότητας όλων των ειδών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Προκειμένου να είναι αποδεκτά ως ασφάλειες για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να είναι χρεόγραφα τα οποία πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας του τμήματος 1, με εξαίρεση συγκεκριμένα είδη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στο τμήμα 2.

Άρθρο 61

Κατάλογος αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων και κανόνες αναγγελίας

1.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο, σύμφωνα με τις εκεί αναφερόμενες μεθόδους, κατάλογο αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων τον οποίο ενημερώνει κάθε εργάσιμη ημέρα. Τα αξιολογούμενα σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 περιουσιακά στοιχεία δεν δημοσιεύονται στον συγκεκριμένο κατάλογο.

2.   Κατά κανόνα, η ΕθνΚΤ που αναγγέλλει στην ΕΚΤ συγκεκριμένο εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο είναι η ΕθνΚΤ της χώρας στην οποία αυτό γίνεται δεκτό για διαπραγμάτευση.

Τμήμα 1

Γενικά κριτήρια καταλληλότητας εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Άρθρο 62

Κεφάλαιο των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

1.   Προκειμένου τα χρεόγραφα να είναι αποδεκτά, πρέπει, έως και το χρόνο της οριστικής εξόφλησής τους:

α)

να έχουν προκαθορισμένο και άνευ αιρέσεων κεφάλαιο· ή

β)

να έχουν άνευ αιρέσεων κεφάλαιο συνδεόμενο σε σταθερή βάση με έναν μόνο δείκτη πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ σε δεδομένη χρονική στιγμή, το οποίο να μην περιλαμβάνει άλλα σύνθετα χαρακτηριστικά.

2.   Αποδεκτά γίνονται επίσης χρεόγραφα των οποίων το κεφάλαιο συνδέεται με έναν μόνο δείκτη πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ σε δεδομένη χρονική στιγμή, υπό την προϋπόθεση ότι τα χαρακτηριστικά των τοκομεριδίων τους είναι εκείνα του άρθρου 63 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i) τέταρτη περίπτωση και συνδέονται με τον ίδιο δείκτη πληθωρισμού.

3.   Περιουσιακά στοιχεία που ενσωματώνουν δικαιώματα κτήσης μετοχών (warrants) ή παρόμοια δικαιώματα δεν γίνονται αποδεκτά.

Άρθρο 63

Αποδεκτά χαρακτηριστικά τοκομεριδίων για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

1.   Προκειμένου τα χρεόγραφα να είναι αποδεκτά, τα τοκομερίδιά τους πρέπει να διαθέτουν ένα από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά έως και το χρόνο της οριστικής εξόφλησής τους:

α)

να είναι σταθερού, μηδενικού ή κλιμακούμενου (multi-step) επιτοκίου, με προκαθορισμένο πρόγραμμα πληρωμής τοκομεριδίου και προκαθορισμένη αξία τοκομεριδίου, το οποίο δεν συνεπάγεται αρνητική εισοδηματική ροή· ή

β)

να είναι κυμαινόμενου επιτοκίου, το οποίο δεν συνεπάγεται αρνητική εισοδηματική ροή και έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: τοκομερίδιο = (επιτόκιο αναφοράς * l) ± x, με f ≤ επιτοκίου τοκομεριδίου ≤ c, όπου:

i)

το επιτόκιο αναφοράς σε δεδομένη χρονική στιγμή είναι μόνον ένα από τα ακόλουθα:

επιτόκιο χρηματαγοράς του ευρώ, π.χ. Euribor, LIBOR ή παρόμοιοι δείκτες·

απόδοση αναφοράς επί συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίου σταθερής ληκτότητας (constant maturity swap rate), π.χ. CMS, EIISDA, EUSA·

απόδοση ενός κρατικού ομολόγου της ζώνης του ευρώ ή δείκτης ομάδας τέτοιων ομολόγων διάρκειας έως ενός έτους·

δείκτης πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ· και

ii)

το f (κατώτατο επιτρεπόμενο όριο), το c (ανώτατο επιτρεπόμενο όριο), το l (συντελεστής μόχλευσης/απομόχλευσης) και το x (περιθώριο), εφόσον υφίστανται, αποτελούν αριθμητικές τιμές προκαθορισμένες κατά την έκδοση ή μεταβαλλόμενες διαχρονικά μόνον βάσει πορείας προκαθορισμένης κατά την έκδοση, όπου το f και το c είναι ίσα ή μεγαλύτερα του μηδενός και το l μεγαλύτερο του μηδενός καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του περιουσιακού στοιχείου. Για τα τοκομερίδια κυμαινόμενου επιτοκίου με δείκτη πληθωρισμού ως επιτόκιο αναφοράς το l ισούται με τη μονάδα.

2.   Τα χρεόγραφα με τοκομερίδιο κυμαινόμενου επιτοκίου της παραγράφου 1 στοιχείο β) θεωρούνται μη αποδεκτά εάν, οποτεδήποτε μετά την εφαρμογή του τύπου υπολογισμού του επιτοκίου του τοκομεριδίου, αυτό διαμορφώνεται σε αρνητική τιμή.

3.   Χαρακτηριστικά τοκομεριδίων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 έστω και ως προς τμήμα αυτών, π.χ. ως προς τη διαφορά υπέρ το άρτιο, δεν είναι αποδεκτά.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εάν το τοκομερίδιο είναι κλιμακούμενου επιτοκίου, σταθερού ή κυμαινόμενου, η αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του διενεργείται με βάση τη συνολική διάρκεια ζωής του περιουσιακού στοιχείου, διανυθείσα και εναπομένουσα.

5.   Τα αποδεκτά χαρακτηριστικά τοκομεριδίων δεν παρέχουν δικαιώματα επιλογής στον εκδότη, δηλαδή καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του περιουσιακού στοιχείου, διανυθείσα και εναπομένουσα, δεν επιτρέπονται αλλαγές στα χαρακτηριστικά του τοκομεριδίου εξαρτώμενες από απόφαση του εκδότη.

Άρθρο 64

Εξοφλητική προτεραιότητα εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Τα αποδεκτά χρεόγραφα δεν θα πρέπει να συνεπάγονται χαμηλότερης τάξης δικαιώματα στο κεφάλαιο και/ή στους τόκους σε σχέση με τα δικαιώματα των κατόχων άλλων χρεογράφων του ίδιου εκδότη.

Άρθρο 65

Νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Προκειμένου να είναι αποδεκτά, τα χρεόγραφα πρέπει να είναι εκφρασμένα σε ευρώ ή σε νόμισμα που ίσχυε πριν από την υιοθέτηση του ευρώ στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

Άρθρο 66

Τόπος έκδοσης εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, προκειμένου να είναι αποδεκτά, τα χρεόγραφα πρέπει να έχουν εκδοθεί στον ΕΟΧ μέσω κεντρικής τράπεζας ή ΣΔΤ το οποίο έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας συστημάτων διακανονισμού τίτλων και ζεύξεων (εφεξής το «πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων»).

2.   Όσον αφορά χρεόγραφα με εκδότη ή εγγυητή μη χρηματοοικονομική εταιρεία για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI για την έκδοση, τον εκδότη ή τον εγγυητή, ο τόπος έκδοσης πρέπει να βρίσκεται εντός της ζώνης του ευρώ.

3.   Διεθνή χρεόγραφα που εκδίδονται μέσω των ΔΚΑΑ Euroclear Bank και Clearstream Banking Luxembourg πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια, κατά περίπτωση.

α)

Τα διεθνή χρεόγραφα που εκδίδονται υπό τη μορφή ενιαίων τίτλων στον κομιστή, πρέπει να εκδίδονται ως νέοι ενιαίοι τίτλοι (new global notes — NGN) και να κατατίθενται σε κοινό θεματοφύλακα ο οποίος είναι ΔΚΑΑ ή ΚΑΑ που έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων. Κατ' εξαίρεση, το εν λόγω κριτήριο δεν εφαρμόζεται σε διεθνή χρεόγραφα που έχουν εκδοθεί υπό τη μορφή ενιαίων τίτλων στον κομιστή ως κλασικοί ενιαίοι τίτλοι (classical global notes) πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και σε συνεχείς εκδόσεις ανταλλάξιμων (fungible) χρεογράφων που εκδίδονται με τον ίδιο ISIN ανεξάρτητα από την ημερομηνία επανέκδοσης.

β)

Τα διεθνή χρεόγραφα που εκδίδονται υπό τη μορφή ενιαίων ονομαστικών τίτλων πρέπει να εκδίδονται στο πλαίσιο της νέα δομής θεματοφυλακής διεθνών χρεογράφων. Κατά παρέκκλιση, το εν λόγω κριτήριο δεν εφαρμόζεται σε διεθνή χρεόγραφα που έχουν εκδοθεί υπό τη μορφή ενιαίων ονομαστικών τίτλων πριν από την 1η Οκτωβρίου 2010.

γ)

Τα διεθνή χρεόγραφα που εκδίδονται υπό τη μορφή εξατομικευμένου τίτλου (individual note) δεν είναι αποδεκτά, εκτός αν έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου 2010.

Άρθρο 67

Διαδικασίες διακανονισμού για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

1.   Προκειμένου να είναι αποδεκτά, τα χρεόγραφα πρέπει να μπορούν να μεταβιβάζονται σε λογιστική μορφή και πρέπει να τηρούνται και να διακανονίζονται σε κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ σε λογαριασμό στην ΕθνΚΤ ή σε ΣΔΤ το οποίο έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων, ούτως ώστε η σύσταση της ασφάλειας και η ρευστοποίησή της να υπόκεινται στο δίκαιο κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ.

2.   Εάν το ΚΑΑ/ΣΔΤ στο οποίο εκδόθηκε το περιουσιακό στοιχείο και το ΚΑΑ/ΣΔΤ στο οποίο τηρείται είναι διαφορετικά, προκειμένου να είναι αποδεκτό το περιουσιακό στοιχείο, τα δύο ΚΑΑ/ΣΔΤ πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους με αποδεκτή ζεύξη, η οποία έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων, σύμφωνα με το άρθρο 150.

Άρθρο 68

Αποδεκτές αγορές για εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

1.   Προκειμένου να είναι αποδεκτά, τα χρεόγραφα πρέπει να γίνονται δεκτά για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) ή σε ορισμένες αποδεκτές μη ρυθμιζόμενες αγορές.

2.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αποδεκτών μη ρυθμιζόμενων αγορών ο οποίος ενημερώνεται τουλάχιστον ετησίως.

3.   Η αξιολόγηση των μη ρυθμιζόμενων αγορών από το Ευρωσύστημα εδράζεται στις ακόλουθες αρχές της ασφάλειας, της διαφάνειας και της προσβασιμότητας:

α)

Η ασφάλεια αναφέρεται στη βεβαιότητα ως προς τις συναλλαγές, ιδιαίτερα ως προς την εγκυρότητα και την εκτελεστότητά τους.

β)

Η διαφάνεια αναφέρεται στην ακώλυτη πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τους κανόνες λειτουργίας της αγοράς, τα οικονομικά χαρακτηριστικά των περιουσιακών στοιχείων, τον μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών και τις σχετικές τιμές και ποσότητες, π.χ. τιμές, επιτόκια, όγκος συναλλαγών, υπόλοιπα κυκλοφορούντα στην αγορά.

γ)

Η προσβασιμότητα αναφέρεται στην ικανότητα του Ευρωσυστήματος να συμμετέχει στην αγορά και να έχει πρόσβαση σε αυτή. Η αγορά θεωρείται προσβάσιμη όταν οι διαδικαστικοί κανόνες και οι κανόνες λειτουργίας της επιτρέπουν στο Ευρωσύστημα να αποκτά πληροφορίες και να διενεργεί συναλλαγές όποτε χρειάζεται για τους σκοπούς διαχείρισης των ασφαλειών.

4.   Η διαδικασία επιλογής των μη ρυθμιζόμενων αγορών καθορίζεται αποκλειστικά σε σχέση με την εκπλήρωση των καθηκόντων διαχείρισης ασφαλειών του Ευρωσυστήματος και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αξιολόγηση της εγγενούς ποιότητας των αγορών από αυτό.

Άρθρο 69

Κατηγορία εκδότη ή εγγυητή εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

1.   Προκειμένου να γίνονται αποδεκτά, τα χρεόγραφα πρέπει να έχουν ως εκδότες ή εγγυητές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, οντότητες του δημόσιου τομέα, ειδικούς φορείς-εκδότες χρεογράφων, πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοοικονομικές εταιρείες πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων, μη χρηματοοικονομικές εταιρείες, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή διεθνείς οργανισμούς.

2.   Πέραν των τραπεζών και των οργανισμών του άρθρου 117 παράγραφος 2 και του άρθρου 118 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής το Ευρωσύστημα μπορεί να αναγνωρίζει οποιαδήποτε οντότητα ως πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης ή διεθνή οργανισμό βάσει αξιολόγησης όλων των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

της φύσης της οντότητας ως οργανισμού επιφορτισμένου με παγκόσμια ή περιφερειακά καθήκοντα που βαίνουν πέραν των εθνικών συνόρων·

β)

της χρηματοδότησης της οντότητας κατά κύριο λόγο από εισφορές εθνικών κυβερνήσεων ή οργανισμών ή οντοτήτων που συνδέονται με εθνικές κυβερνήσεις·

γ)

της συμβατότητας της αποστολής της οντότητας με τις πολιτικές της Ένωσης·

Άρθρο 70

Τόπος εγκατάστασης του εκδότη ή εγγυητή

1.   Προκειμένου να είναι αποδεκτά, τα χρεόγραφα πρέπει να εκδίδονται από εκδότη εγκατεστημένο στον ΕΟΧ ή σε εκτός του ΕΟΧ χώρα της Ομάδας των Δέκα, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων των παραγράφων 3 έως 6.

2.   Προκειμένου τα χρεόγραφα να είναι αποδεκτά, οι εγγυητές τους πρέπει να είναι εγκατεστημένοι στον ΕΟΧ, εκτός εάν προκειμένου να διαπιστωθεί η εκπλήρωση των απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης δεν απαιτείται εγγύηση αναφορικά με συγκεκριμένο χρεόγραφο, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων των παραγράφων 3 και 4. Η δυνατότητα χρήσης αξιολόγησης ECAI για τον εγγυητή προκειμένου για τη διαπίστωση της εκπλήρωσης των σχετικών απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης συγκεκριμένων χρεογράφων προβλέπεται στο άρθρο 84.

3.   Όσον αφορά χρεόγραφα των οποίων εκδότης ή εγγυητής είναι μη χρηματοοικονομική εταιρεία και για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση προερχόμενη από αποδεκτό σύστημα ECAI για την έκδοση, τον εκδότη ή τον εγγυητή, ο εκδότης ή ο εγγυητής πρέπει να είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ.

4.   Όσον αφορά χρεόγραφα των οποίων εκδότης ή εγγυητής είναι πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης ή διεθνής οργανισμός, το κριτήριο του τόπου εγκατάστασης δεν έχει εφαρμογή και αυτά είναι αποδεκτά ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης του εκδότη ή εγγυητή τους.

5.   Όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις ο εκδότης πρέπει να είναι εγκατεστημένος στον ΕΟΧ σύμφωνα με το άρθρο 74.

6.   Χρεόγραφα των οποίων ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε χώρα εκτός του ΕΟΧ της Ομάδας των Δέκα θεωρούνται αποδεκτά μόνον εφόσον το Ευρωσύστημα έχει βεβαιωθεί πλήρως ότι τα δικαιώματά του θα προστατεύονται δεόντως κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. Για το σκοπό αυτόν, προτού τα εν λόγω χρεόγραφα θεωρηθούν αποδεκτά υποβάλλεται στην αρμόδια ΕθνΚΤ νομική αξιολόγηση αποδεκτή κατά τον τύπο και το περιεχόμενό της από το Ευρωσύστημα.

Άρθρο 71

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Προκειμένου τα χρεόγραφα να είναι αποδεκτά, πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του κεφαλαίου 2, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

Τμήμα 2

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας ορισμένων ειδών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Ενότητα 1

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας τιτλοποιημένων απαιτήσεων

Άρθρο 72

Κριτήρια καταλληλότητας τιτλοποιημένων απαιτήσεων

Προκειμένου να είναι αποδεκτές για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις πρέπει να πληρούν τα γενικά κριτήρια καταλληλότητας των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων του τμήματος 1, με εξαίρεση τις απαιτήσεις του άρθρου 62 όσον αφορά το κεφάλαιο και, επιπροσθέτως, τα ειδικά κριτήρια καταλληλότητας που προβλέπονται στην παρούσα ενότητα.

Άρθρο 73

Ομοιογένεια και σύνθεση των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν εισοδηματική ροή

1.   Προκειμένου να είναι αποδεκτές οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που τις εξασφαλίζουν και παράγουν εισοδηματική ροή πρέπει να είναι ομοιογενή, ήτοι να είναι δυνατή η παροχή στοιχείων για αυτά με βάση οποιοδήποτε υφιστάμενο υπόδειγμα παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο όσον αφορά ένα από τα ακόλουθα:

α)

ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια·

β)

δάνεια εξασφαλιζόμενα με υποθήκη επί επαγγελματικών ακινήτων

γ)

δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)·

δ)

δάνεια για αγορά αυτοκινήτου·

ε)

δάνεια καταναλωτικής πίστης·

στ)

απαιτήσεις από χρηματοδοτική μίσθωση·

ζ)

απαιτήσεις από δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών.

2.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να θεωρήσει μία τιτλοποιημένη απαίτηση μη ομοιογενή, κατόπιν αξιολόγησης των στοιχείων που υποβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος.

3.   Οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις δεν πρέπει να περιέχουν περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισοδηματική ροή προερχόμενα απευθείας από τον ΦΕΣ που τις εκδίδει.

4.   Τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισοδηματική ροή δεν πρέπει να συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, πράγματι ή δυνάμει, σε σειρές άλλων τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Το εν λόγω κριτήριο δεν αποκλείει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις στην έκδοση των οποίων εμπλέκονται δύο ΦΕΣ ως προς τους οποίους πληρούται το κριτήριο της «γνήσιας πώλησης» κατά τρόπο ώστε τα χρεόγραφα που εκδίδει ο δεύτερος ΦΕΣ να εξασφαλίζονται άμεσα ή έμμεσα από το αρχικό χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων και όλες οι εισοδηματικές ροές που παράγονται από τις απαιτήσεις να μεταβιβάζονται από τον πρώτο στον δεύτερο ΦΕΣ.

5.   Τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισοδηματική ροή δεν πρέπει να συνίστανται, εν όλω ή εν μέρει, πράγματι ή δυνάμει, σε ομόλογα που συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit-linked notes), σε πράξεις ανταλλαγής ή άλλα παράγωγα μέσα, σε σύνθετους τίτλους ή παρόμοιες απαιτήσεις. Στον εν λόγω περιορισμό δεν εμπίπτουν πράξεις ανταλλαγής που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο συναλλαγών τιτλοποιημένων απαιτήσεων αποκλειστικά για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνων.

6.   Με την επιφύλαξη των κριτηρίων καταλληλότητας της παρούσας ενότητας, τα περιουσιακά στοιχεία που εξασφαλίζουν τιτλοποιημένες απαιτήσεις από δάνεια εξασφαλιζόμενα με υποθήκη επί επαγγελματικών ακινήτων και παράγουν εισοδηματική ροή δεν πρέπει να περιλαμβάνουν δάνεια τα οποία είναι ή οποτεδήποτε υπήρξαν δομημένα, κοινοπρακτικά ή μοχλευμένα. Για τους σκοπούς του εν λόγω κριτηρίου ως «δομημένο δάνειο» νοείται ρύθμιση που περιλαμβάνει σειρές μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας, ως «κοινοπρακτικό δάνειο» νοείται δάνειο που χορηγείται από ομάδα δανειστών που συμμετέχουν σε κοινοπραξία δανειστών και ως «μοχλευμένο» νοείται δάνειο που χορηγείται σε εταιρεία η οποία έχει ήδη σημαντικό βαθμό δανειακής επιβάρυνσης, π.χ. χρηματοδότηση εξαγοράς όπου το δάνειο χρησιμοποιείται για την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου εταιρείας η οποία είναι και ο οφειλέτης του δανείου.

7.   Εάν τα περιουσιακά στοιχεία που εξασφαλίζουν τιτλοποιημένες απαιτήσεις και παράγουν εισοδηματική ροή αποτελούνται από απαιτήσεις από χρηματοδοτική μίσθωση με υπολειμματική αξία, οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων την 1η Μαΐου 2015 εξακολουθούν να είναι αποδεκτές έως τις 31 Αυγούστου 2015.

Άρθρο 74

Γεωγραφικοί περιορισμοί που αφορούν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισοδηματική ροή

1.   Εκδότης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων πρέπει να είναι ΦΕΣ εγκατεστημένος στον ΕΟΧ.

2.   Ο αρχικός δικαιούχος των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν εισοδηματική ροή πρέπει να έχει συσταθεί στον ΕΟΧ και τα εν λόγω στοιχεία να έχουν πωληθεί στον ΦΕΣ από τον αρχικό δικαιούχο ή από ενδιάμεσο φορέα που έχει συσταθεί στον ΕΟΧ.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ο εμπιστευματοδόχος της υποθήκης ή των απαιτήσεων θεωρείται ενδιάμεσος φορέας. Τιτλοποιημένες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων την 1η Μαΐου 2015 και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 όσον αφορά τον τόπο σύστασης του καταπιστευματοδόχου της υποθήκης ή των απαιτήσεων εξακολουθούν να είναι αποδεκτές έως την 1η Μαΐου 2016 εφόσον πληρούνται τα υπόλοιπα κριτήρια καταλληλότητας.

4.   Οι οφειλέτες και οι δανειστές των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν εισοδηματική ροή πρέπει να έχουν συσταθεί στον ΕΟΧ ή, εάν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, να είναι κάτοικοι του ΕΟΧ. Οι συναφείς τίτλοι πρέπει να βρίσκονται στον ΕΟΧ και το δίκαιο που διέπει τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισοδηματική ροή να είναι δίκαιο χώρας του ΕΟΧ.

Άρθρο 75

Κτήση περιουσιακών στοιχείων που παράγουν εισοδηματική ροή από τον ΦΕΣ

1.   Η κτήση περιουσιακών στοιχείων που παράγουν εισοδηματική ροή από τον ΦΕΣ διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους.

2.   Τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισοδηματική ροή πρέπει να έχουν μεταβιβαστεί στον ΦΕΣ από τον αρχικό δικαιούχο ή από ενδιάμεσο φορέα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 74 παράγραφος 2 κατά τρόπο που το Ευρωσύστημα θεωρεί «γνήσια πώληση» (true sale) αντιτάξιμη κατά παντός τρίτου επί της οποίας δεν έχουν εξουσία ο αρχικός δικαιούχος ή ο ενδιάμεσος φορέας και οι δανειστές τους, ακόμη και σε περίπτωση αφερεγγυότητας του αρχικού δικαιούχου ή του ενδιάμεσου φορέα.

Άρθρο 76

Αξιολόγηση των κανόνων ανάκτησης όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

1.   Οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις θεωρούνται αποδεκτές εφόσον το Ευρωσύστημα έχει βεβαιωθεί ότι τα δικαιώματά του πρόκειται να προστατεύονται δεόντως έναντι κανόνων ανάκτησης που το ίδιο θεωρεί ότι έχουν εφαρμογή κατά το δίκαιο της οικείας χώρας του ΕΟΧ. Για το σκοπό αυτόν, προτού θεωρηθούν αποδεκτές οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις, το Ευρωσύστημα μπορεί να απαιτεί:

α)

ανεξάρτητη νομική αξιολόγηση αποδεκτή κατά τον τύπο και το περιεχόμενό της από το Ευρωσύστημα, η οποία παραθέτει τους κανόνες ανάκτησης που ισχύουν στην οικεία χώρα· και/ή

β)

άλλα έγγραφα, όπως πιστοποιητικό φερεγγυότητας του εκχωρητή για την ύποπτη περίοδο, ήτοι για τη χρονική περίοδο κατά την οποία δεν επιτρέπεται η πώληση των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις και παράγουν εισοδηματική ροή, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε τέτοια πώληση να μπορεί να ακυρωθεί από τον εκκαθαριστή.

2.   Οι κανόνες ανάκτησης τους οποίους το Ευρωσύστημα θεωρεί αυστηρούς, και συνεπώς μη αποδεκτούς, περιλαμβάνουν:

α)

κανόνες κατά τους οποίους η πώληση περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τιτλοποιημένες απαιτήσεις και παράγουν εισοδηματική ροή μπορεί να ακυρωθεί από τον εκκαθαριστή αποκλειστικά λόγω σύναψής της κατά την ύποπτη περίοδο της παραγράφου 1 στοιχείο β), πριν από την κήρυξη του πωλητή σε κατάσταση αφερεγγυότητας· ή

β)

κανόνες κατά τους οποίους ο αγοραστής μπορεί να αποτρέψει την ως άνω ακύρωση μόνον εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν γνώριζε την αφερεγγυότητα του πωλητή κατά το χρόνο της πώλησης.

Για τους σκοπούς εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου πωλητής μπορεί να είναι ο αρχικός δικαιούχος ή ο ενδιάμεσος φορέας, κατά περίπτωση.

Άρθρο 77

Προτεραιότητα σειρών όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

1.   Θεωρούνται αποδεκτές μόνον οι σειρές ή υποσειρές τιτλοποιημένων απαιτήσεων οι οποίες δεν είναι χαμηλότερης τάξης σε σχέση με άλλες σειρές της ίδιας έκδοσης καθ' όλη τη διάρκεια ζωής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων.

2.   Μια σειρά ή υποσειρά θεωρείται ότι δεν είναι χαμηλότερης τάξης σε σχέση με άλλες σειρές ή υποσειρές της ίδιας έκδοσης αν, βάσει της προτεραιότητας των πληρωμών μετά την έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης και, κατά περίπτωση, της προτεραιότητας των πληρωμών μετά την επίσπευση κατά τα προβλεπόμενα στο ενημερωτικό δελτίο, καμία άλλη σειρά ή υποσειρά δεν έχει προτεραιότητα έναντι της συγκεκριμένης σειράς ή υποσειράς ως προς την πληρωμή, κατά κεφάλαιο και τόκους, και για το λόγο αυτόν η εν λόγω σειρά ή υποσειρά θα είναι η τελευταία που θα υποστεί ζημίες σε σχέση με τις υπόλοιπες.

Άρθρο 78

Διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

1.   Πλήρη και τυποποιημένα στοιχεία ανά δάνειο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις και παράγουν εισοδηματική ροή καθίστανται διαθέσιμα σύμφωνα με τις διαδικασίες του παραρτήματος VIII, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τη βαθμολόγηση της ποιότητας των απαιτούμενων στοιχείων. Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη: α) τυχόν μη υποβολή στοιχείων· και β) τη συχνότητα υποβολής επιμέρους πεδίων με αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο, τα οποία δεν περιέχουν ουσιώδη δεδομένα.

2.   Παρά τη βαθμολογία που απαιτείται κατά τα προβλεπόμενα στο παράρτημα VIII όσον αφορά τα αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο, το Ευρωσύστημα μπορεί σε ειδικές περιπτώσεις να δέχεται ως ασφάλεια τιτλοποιημένες απαιτήσεις με χαμηλότερη βαθμολογία από την απαιτούμενη (A1) μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται στο παράρτημα VIII και με την επιφύλαξη της παροχής επαρκών εξηγήσεων για τη μη επίτευξη της απαιτούμενης βαθμολογίας. Για κάθε επαρκή εξήγηση το Ευρωσύστημα καθορίζει ανώτατο επίπεδο ανοχής και χρονικό ορίζοντα ανοχής, όπως καθορίζεται περαιτέρω στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ. Ο χρονικός ορίζοντας υποδηλώνει τη χρονική περίοδο εντός της οποίας πρέπει να βελτιωθεί η ποιότητα των στοιχείων για τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις.

Άρθρο 79

Αιτήματα παροχής στοιχείων όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

Εφόσον το κρίνει ενδεδειγμένο, το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί από τρίτους, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, του εκδότη, του αρχικού δικαιούχου και/ή του συντονιστή, κάθε διευκρίνιση και/ή νομική επιβεβαίωση που θεωρεί απαραίτητη για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των τιτλοποιημένων απαιτήσεων και σχετικά με την παροχή αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο. Εάν ο τρίτος δεν ανταποκριθεί σε συγκεκριμένο αίτημα, το Ευρωσύστημα μπορεί να αποφασίσει να μη δεχθεί τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις ως ασφάλεια ή να αναστείλει την καταλληλότητα της εν λόγω ασφάλειας.

Ενότητα 2

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας καλυμμένων ομολογιών που εξασφαλίζονται με τιτλοποιημένες απαιτήσεις

Άρθρο 80

Κριτήρια καταλληλότητας καλυμμένων ομολογιών που εξασφαλίζονται με τιτλοποιημένες απαιτήσεις

1.   Στην περίπτωση των καλυμμένων ομολογιών που εξασφαλίζονται με τιτλοποιημένες απαιτήσεις το χαρτοφυλάκιο που τις εξασφαλίζει πρέπει να περιέχει μόνο τιτλοποιημένες απαιτήσεις οι οποίες να πληρούν σωρευτικά τους ακόλουθους όρους.

α)

Τα περιουσιακά στοιχεία που εξασφαλίζουν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις και παράγουν εισοδηματική ροή πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 129 παράγραφος 1 στοιχεία δ) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις που εξασφαλίζουν καλυμμένες ομολογίες.

β)

Τα περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισοδηματική ροή έχουν ως αρχικό δικαιούχο οντότητα που διατηρεί στενούς δεσμούς με τον εκδότη των καλυμμένων ομολογιών, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 138.

γ)

Χρησιμοποιούνται ως τεχνικό μέσο για τη μεταφορά δανείων για αγορά ακινήτων, καλυπτόμενων με υποθήκη ή εγγύηση, από τον αρχικό δικαιούχο προς το χαρτοφυλάκιο που εξασφαλίζει την καλυμμένη ομολογία.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, οι ΕθνΚΤ χρησιμοποιούν τα ακόλουθα μέτρα προκειμένου να επαληθεύουν ότι το χαρτοφυλάκιο τιτλοποιημένων απαιτήσεων που εξασφαλίζει τις καλυμμένες ομολογίες δεν περιλαμβάνει τιτλοποιημένες απαιτήσεις που δεν πληρούν τους όρους της παραγράφου 1.

α)

Οι ΕθνΚΤ ζητούν ανά τρίμηνο υπεύθυνη δήλωση του εκδότη ότι το χαρτοφυλάκιο τιτλοποιημένων απαιτήσεων που εξασφαλίζει τις καλυμμένες ομολογίες δεν περιλαμβάνει τιτλοποιημένες απαιτήσεις που δεν πληρούν τους όρους της παραγράφου 1. Στο αίτημα της ΕθνΚΤ ορίζεται ότι η υπεύθυνη δήλωση πρέπει να υπογράφεται από τον εκτελεστικό διευθυντή (CEO) του εκδότη, τον οικονομικό διευθυντή (CFO) ή διευθυντικό στέλεχος ανάλογης ιεραρχικής βαθμίδας ή από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να υπογράψει αντ' αυτών.

β)

Οι ΕθνΚΤ ζητούν ανά έτος εκ των υστέρων βεβαίωση εξωτερικών ελεγκτών ή εκθέσεις παρακολούθησης του χαρτοφυλακίου από τον εκδότη, με τις οποίες επαληθεύεται ότι το χαρτοφυλάκιο τιτλοποιημένων απαιτήσεων που εξασφαλίζει τις καλυμμένες ομολογίες δεν περιλαμβάνει τιτλοποιημένες απαιτήσεις που δεν πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 για την περίοδο παρακολούθησης.

3.   Εάν ο εκδότης δεν ανταποκριθεί στο συγκεκριμένο αίτημα ή το Ευρωσύστημα θεωρήσει ότι το περιεχόμενο της βεβαίωσης είναι ανακριβές ή ανεπαρκές σε βαθμό που να μην επιτρέπει να διακριβωθεί εάν το χαρτοφυλάκιο τιτλοποιημένων απαιτήσεων που εξασφαλίζει τις καλυμμένες ομολογίες πληροί τους όρους της παραγράφου 1, το Ευρωσύστημα αποφασίζει να μη δεχθεί τις καλυμμένες ομολογίες ως αποδεκτή ασφάλεια ή να αναστείλει την καταλληλότητά τους.

4.   Σε περίπτωση που η εφαρμοστέα νομοθεσία ή το ενημερωτικό δελτίο δεν επιτρέπουν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιο ασφαλειών τιτλοποιημένες απαιτήσεις που δεν πληρούν τους όρους της παραγράφου 1, δεν απαιτείται επαλήθευση κατά την παράγραφο 2.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), η ύπαρξη στενών δεσμών κρίνεται κατά το χρόνο που οι υψηλότερης τάξης μονάδες των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μεταφέρονται στο χαρτοφυλάκιο ασφαλειών των καλυμμένων ομολογιών.

Ενότητα 3

Ειδικά κριτήρια καταλληλότητας πιστοποιητικών χρέους που εκδίδει το Ευρωσύστημα

Άρθρο 81

Κριτήρια καταλληλότητας των πιστοποιητικών χρέους που εκδίδει το Ευρωσύστημα

1.   Πιστοποιητικά χρέους που εκδίδει η ΕΚΤ, καθώς και αυτά που εκδίδουν οι ΕθνΚΤ πριν από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ στο οικείο κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, γίνονται αποδεκτά ως ασφάλειες για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος.

2.   Τα πιστοποιητικά χρέους που εκδίδει το Ευρωσύστημα δεν υπόκεινται στα κριτήρια του παρόντος κεφαλαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Άρθρο 82

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

1.   Πέραν των γενικών κανόνων του άρθρου 59 και των ειδικών κανόνων του άρθρου 84, τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης προκειμένου να είναι αποδεκτά ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος.

α)

Με εξαίρεση τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις, όλα τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ένα τουλάχιστον αποδεκτό σύστημα ECAI, η οποία εκφράζεται ως δημόσια πιστοληπτική διαβάθμιση και αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 3 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

β)

Οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις πρέπει να διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση από δύο τουλάχιστον διαφορετικά αποδεκτά συστήματα ECAI, η οποία αποτυπώνεται σε δύο δημόσιες πιστοληπτικές διαβαθμίσεις (μία από κάθε σύστημα) και αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 2 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

2.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε διευκρίνιση θεωρεί απαραίτητη σχετικά με τη δημόσια πιστοληπτική διαβάθμιση της παραγράφου 1.

Άρθρο 83

Είδη πιστοληπτικών αξιολογήσεων ECAI που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης που αφορούν τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα είδη πιστοληπτικών αξιολογήσεων αποδεκτών ECAI.

α)   Αξιολόγηση ECAI για την έκδοση: αφορά πιστοληπτική αξιολόγηση ECAI για συγκεκριμένη έκδοση ή, εφόσον δεν υπάρχει αξιολόγηση του ίδιου ECAI για την έκδοση, για το πρόγραμμα ή τη σειρά έκδοσης υπό τα οποία εκδίδεται το περιουσιακό στοιχείο. Η αξιολόγηση ECAI για το πρόγραμμα ή τη σειρά έκδοσης έχει αξία μόνον αν αφορά το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο και δεν υπάρχει διαφορετική αξιολόγηση από τον ίδιο ECAI. Όσον αφορά τις αξιολογήσεις ECAI για τις εκδόσεις το Ευρωσύστημα δεν κάνει καμία διάκριση με βάση την αρχική διάρκεια του περιουσιακού στοιχείου. Αποδεκτή είναι κάθε αξιολόγηση ECAI για συγκεκριμένη έκδοση, πρόγραμμα ή σειρά έκδοσης.

β)   Αξιολόγηση ECAI για τον εκδότη: αφορά πιστοληπτική αξιολόγηση ECAI για συγκεκριμένο εκδότη. Όσον αφορά τις αξιολογήσεις ECAI για εκδότες και προκειμένου αυτές να είναι αποδεκτές, το Ευρωσύστημα κάνει διάκριση με βάση την αρχική διάρκεια του περιουσιακού στοιχείου. Συγκεκριμένα, γίνεται διάκριση μεταξύ:

ii)

βραχυπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή περιουσιακών στοιχείων με αρχική διάρκεια έως και 390 ημερών· και

iii)

μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή περιουσιακών στοιχείων με αρχική διάρκεια άνω των 390 ημερών. Για τα βραχυπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία γίνονται αποδεκτές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις ECAI για τον εκδότη. Για τα μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία γίνονται αποδεκτές μόνο μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις ECAI για τον εκδότη.

γ)   Αξιολόγηση ECAI για τον εγγυητή: αφορά πιστοληπτική αξιολόγηση ECAI για συγκεκριμένο εγγυητή, εφόσον η εγγύηση πληροί τις απαιτήσεις των διατάξεων του τίτλου IV. Όσον αφορά τις αξιολογήσεις ECAI για τους εγγυητές το Ευρωσύστημα δεν κάνει καμία διάκριση με βάση την αρχική διάρκεια του περιουσιακού στοιχείου. Αποδεκτές γίνονται μόνο μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις ECAI για τον εγγυητή.

Άρθρο 84

Προτεραιότητα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων ECAI όσον αφορά τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις ECAI βάσει των οποίων διαπιστώνεται η συμμόρφωση των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων με τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης λαμβάνονται υπόψη από το Ευρωσύστημα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες.

α)

Για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, πλην αυτών που εκδίδονται από κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές κυβερνήσεις, ειδικούς φορείς-εκδότες χρεογράφων, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή διεθνείς οργανισμούς, καθώς και για τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

Το Ευρωσύστημα λαμβάνει κατά προτεραιότητα υπόψη τις αξιολογήσεις ECAI για την έκδοση έναντι των αξιολογήσεων για τον εκδότη ή τον εγγυητή. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του εν λόγω κανόνα προτεραιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 1 στοιχείο α), τουλάχιστον μία πιστοληπτική αξιολόγηση ECAI πρέπει να πληροί τις σχετικές απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

ii)

Εάν για την ίδια έκδοση είναι διαθέσιμες περισσότερες αξιολογήσεις από ECAI, το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη την καλύτερη εξ αυτών. Εάν αυτή δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, το περιουσιακό στοιχείο δεν θεωρείται αποδεκτό, ακόμη και αν υπάρχει αποδεκτή εγγύηση κατά τις διατάξεις του τίτλου IV.

iii)

Εάν δεν υπάρχει αξιολόγηση ECAI για την έκδοση, το Ευρωσύστημα μπορεί να λαμβάνει υπόψη αξιολόγηση ECAI για τον εκδότη ή τον εγγυητή. Εάν για την ίδια έκδοση υπάρχουν διαθέσιμες περισσότερες αξιολογήσεις ECAI για τον εκδότη και/ή για τον εγγυητή, το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη την καλύτερη εξ αυτών.

β)

Για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές κυβερνήσεις, ειδικούς φορείς-εκδότες χρεογράφων, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή διεθνείς οργανισμούς ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

Σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 1 στοιχείο α), μία τουλάχιστον πιστοληπτική αξιολόγηση ECAI πρέπει να πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος. Το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη του μόνον αξιολογήσεις ECAI για τον εκδότη ή τον εγγυητή.

ii)

Εάν υπάρχουν διαθέσιμες περισσότερες αξιολογήσεις ECAI για τον εκδότη ή τον εγγυητή, το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη την καλύτερη εξ αυτών.

iii)

Οι καλυμμένες ομολογίες που εκδίδονται από ειδικούς φορείς-εκδότες χρεογράφων δεν αξιολογούνται με βάση τους κανόνες του παρόντος στοιχείου, αλλά με βάση τις διατάξεις του στοιχείου α).

γ)

Για τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

Σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 1 στοιχείο β), δύο τουλάχιστον πιστοληπτικές αξιολογήσεις ECAI πληρούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος. Το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη μόνον αξιολογήσεις ECAI για την έκδοση.

ii)

Εάν για την έκδοση υπάρχουν διαθέσιμες περισσότερες από δύο αξιολογήσεις ECAI, το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη τις δύο καλύτερες εξ αυτών.

Άρθρο 85

Τίτλοι περισσότερων εκδοτών

Όσον αφορά τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία περισσότερων του ενός εκδοτών, η κατάλληλη αξιολόγηση ECAI για τον εκδότη καθορίζεται με βάση τη δυνητική ευθύνη κάθε εκδότη ως ακολούθως:

α)

εάν κάθε εκδότης ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις όλων των υπόλοιπων εκδοτών της έκδοσης ή, κατά περίπτωση, για το πρόγραμμα ή τη σειρά έκδοσης, η αξιολόγηση ECAI για τον εκδότη που λαμβάνεται υπόψη είναι η υψηλότερη μεταξύ των καλύτερων αξιολογήσεων όλων των υπόλοιπων εκδοτών· ή

β)

εάν κάποιος εκδότης δεν ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις όλων των υπόλοιπων εκδοτών της έκδοσης ή, κατά περίπτωση, για το πρόγραμμα ή τη σειρά έκδοσης, η αξιολόγηση ECAI για τον εκδότη που λαμβάνεται υπόψη είναι η χαμηλότερη μεταξύ των καλύτερων αξιολογήσεων όλων των υπόλοιπων εκδοτών.

Άρθρο 86

Αξιολογήσεις που αφορούν νομίσματα εκτός του ευρώ

Για τους σκοπούς της αξιολόγησης ECAI για τον εκδότη είναι αποδεκτή αξιολόγηση που αφορά ξένο νόμισμα. Εάν το περιουσιακό στοιχείο εκφράζεται στο εθνικό νόμισμα του εκδότη, γίνεται αποδεκτή και η αξιολόγηση που αφορά το τοπικό νόμισμα.

Άρθρο 87

Κριτήρια πιστοληπτικής αξιολόγησης όσον αφορά εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία ελλείψει πιστοληπτικής αξιολόγησης από αποδεκτό ECAI

1.   Σε περίπτωση που, παρά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 84 στοιχείο α) ή β), δεν υπάρχει κατάλληλη πιστοληπτική αξιολόγηση αποδεκτού ECAI για την έκδοση, τον εκδότη ή τον εγγυητή, το Ευρωσύστημα διενεργεί έμμεση πιστοληπτική αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων (πλην των τιτλοποιημένων απαιτήσεων) σύμφωνα με τους κανόνες των παραγράφων 2 και 3. Η έμμεση πιστοληπτική αξιολόγηση θα πρέπει να συνάδει με τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

2.   Εάν εκδότης ή εγγυητής των χρεογράφων είναι περιφερειακή κυβέρνηση, τοπική αρχή ή οντότητα του δημόσιου τομέα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (εφεξής «οντότητα του δημόσιου τομέα κατά τον ΚΚΑ») εγκατεστημένη σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, η πιστοληπτική αξιολόγηση διενεργείται από το Ευρωσύστημα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

Εάν οι εκδότες ή εγγυητές των χρεογράφων είναι περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές ή οντότητες του δημόσιου τομέα κατά τον ΚΚΑ, οι οποίες, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, για τους σκοπούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τα άρθρα 115 παράγραφος 2, 116 παράγραφος 1 και 116 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εξομοιώνονται με την κεντρική κυβέρνηση στης οποίας την επικράτεια είναι εγκατεστημένες, τα εν λόγω χρεόγραφα λαμβάνουν πιστοληπτική αξιολόγηση βαθμίδας που αντιστοιχεί στην καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση αποδεκτού ECAI για την ως άνω κεντρική κυβέρνηση.

β)

Εάν οι εκδότες ή εγγυητές των χρεογράφων είναι περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές ή οντότητες του δημόσιου τομέα κατά τον ΚΚΑ οι οποίες, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, για τους σκοπούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τα άρθρα 115 παράγραφος 1 και 116 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και τα πιστωτικά ιδρύματα, τα εν λόγω χρεόγραφα λαμβάνουν πιστοληπτική αξιολόγηση μιας βαθμίδας χαμηλότερης από την καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση αποδεκτού ECAI για την κεντρική κυβέρνηση στης οποίας την επικράτεια είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω οντότητες.

γ)

Εάν οι εκδότες ή εγγυητές των χρεογράφων δεν εμπίπτουν στις οντότητες του δημόσιου τομέα κατά τον ΚΚΑ που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), δεν χωρεί έμμεση πιστοληπτική αξιολόγηση, αυτοί δε αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και οι οντότητες του ιδιωτικού τομέα.

3.   Η αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας χρεογράφων, των οποίων οι εκδότες ή εγγυητές είναι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες εγκατεστημένες σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, διενεργείται από το Ευρωσύστημα με βάση τους κανόνες του κεφαλαίου 2 του τίτλου III που αφορούν την αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας των δανειακών απαιτήσεων. Τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων η πιστωτική ποιότητα αξιολογείται σύμφωνα με τους κανόνες της παρούσας παραγράφου δεν περιλαμβάνονται στον δημοσιευόμενο κατάλογο των αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων.

Πίνακας 9

Έμμεση πιστοληπτική αξιολόγηση εκδοτών ή εγγυητών ελλείψει πιστοληπτικής αξιολόγησης ECAI

 

Κατάταξη εκδοτών ή εγγυητών κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (ΚΚΑ)

Έμμεση πιστοληπτική αξιολόγηση εκδοτών ή εγγυητών της αντίστοιχης τάξης κατά το ECAF

Τάξη 1

Περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές και οντότητες του δημόσιου τομέα κατά τον ΚΚΑ οι οποίες, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, μπορούν να αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και η κεντρική κυβέρνηση για τους σκοπούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων

Λαμβάνουν την πιστοληπτική αξιολόγηση ECAI της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένες

Τάξη 2

Περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές και οντότητες του δημόσιου τομέα κατά τον ΚΚΑ οι οποίες, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, μπορούν να αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και τα πιστωτικά ιδρύματα για τους σκοπούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων

Λαμβάνουν πιστοληπτική αξιολόγηση κατά μία βαθμίδα (18) χαμηλότερη από την πιστοληπτική αξιολόγηση ECAI της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένες

Τάξη 3

Λοιπές οντότητες του δημόσιου τομέα κατά τον ΚΚΑ

Αντιμετωπίζονται όπως οι εκδότες ή οφειλέτες του ιδιωτικού τομέα

Άρθρο 88

Πρόσθετες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

1.   Η αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας των τιτλοποιημένων απαιτήσεων βασίζεται σε δημόσια διαβάθμιση της έκδοσης, η οποία επεξηγείται σε έκθεση πιστοληπτικής διαβάθμισης η οποία δημοσιεύεται, και συγκεκριμένα σε έκθεση που αφορά νέα έκδοση. Η δημοσιευμένη έκθεση πιστοληπτικής διαβάθμισης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πλήρη ανάλυση διαρθρωτικών και νομικών ζητημάτων, λεπτομερή αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου ασφαλειών, ανάλυση των συμμετεχόντων στη συναλλαγή και κάθε άλλης σχετικής λεπτομέρειας της συναλλαγής.

2.   Πέραν της απαίτησης της παραγράφου 1, για τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις απαιτούνται τακτικές εκθέσεις επίβλεψης τις οποίες δημοσιεύουν αποδεκτοί ECAI. Η δημοσίευσή τους λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία πληρωμής τοκομεριδίου των τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Η ημερομηνία αναφοράς των εκθέσεων είναι η πιο πρόσφατη ημερομηνία πληρωμής τοκομεριδίου, εκτός της περίπτωσης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων των οποίων η πληρωμή τοκομεριδίου λαμβάνει χώρα σε μηνιαία βάση, οπότε η σχετική έκθεση δημοσιεύεται τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση. Οι εκθέσεις επίβλεψης περιέχουν, κατ' ελάχιστον, τα βασικά στοιχεία της συναλλαγής, π.χ. σύνθεση του χαρτοφυλακίου ασφαλειών, συμμετέχοντες στη συναλλαγή, κεφαλαιακή διάρθρωση και στοιχεία επιδόσεων.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΜΗ ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κριτήρια καταλληλότητας μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Τμήμα 1

Κριτήρια καταλληλότητας δανειακών απαιτήσεων

Άρθρο 89

Αποδεκτή κατηγορία περιουσιακού στοιχείου

1.   Δανειακή απαίτηση η οποία συνιστά ενοχική υποχρέωση του οφειλέτη έναντι αντισυμβαλλομένου αποτελεί αποδεκτή κατηγορία περιουσιακού στοιχείου.

2.   Κατηγορίες δανειακών απαιτήσεων με «μειούμενο υπόλοιπο», όπου δηλαδή το κεφάλαιο και οι τόκοι εξοφλούνται τμηματικά βάσει προσυμφωνημένου προγράμματος, καθώς και τα χρησιμοποιηθέντα ποσά ανοικτών δανείων, αποτελούν αποδεκτές κατηγορίες δανειακών απαιτήσεων.

3.   Οι υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς, οι εγγυητικές επιστολές και τα αχρησιμοποίητα υπόλοιπα ανοικτών δανείων, π.χ. αχρησιμοποίητες ανακυκλούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις, που επιτρέπουν τη χρήση πιστώσεων αλλά δεν είναι καθ' εαυτές δανειακές απαιτήσεις, δεν αποτελούν αποδεκτές κατηγορίες δανειακών απαιτήσεων.

4.   Τα κοινοπρακτικά δάνεια αποτελούν αποδεκτή κατηγορία δανειακών απαιτήσεων. Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος ως μερίδιο κοινοπρακτικού δανείου νοείται η δανειακή απαίτηση που προκύπτει από τη συμμετοχή του δανειστή σε δάνειο που παρέχει ομάδα δανειστών στο πλαίσιο κοινοπρακτικού δανεισμού.

5.   Δανειακή απαίτηση που γεννάται εκτός του πλαισίου απλής σχέσης χρηματοδότησης μπορεί να αποτελέσει αποδεκτή κατηγορία περιουσιακού στοιχείου. Η απαίτηση στο πλαίσιο ορισμένων ρυθμίσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης ή πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων μπορεί να αποτελέσει αποδεκτή κατηγορία περιουσιακού στοιχείου, εφόσον συνιστά δανειακή απαίτηση. Απαιτήσεις που έχουν αγοραστεί στο πλαίσιο πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων μπορούν να αποτελέσουν αποδεκτή κατηγορία περιουσιακών στοιχείων αποκλειστικά στο μέτρο που πράγματι συνιστούν δανειακές απαιτήσεις και όχι άλλου είδους απαιτήσεις, όπως απαιτήσεις επί της τιμής αγοράς.

Άρθρο 90

Κεφάλαιο και τοκομερίδια δανειακών απαιτήσεων

Προκειμένου να είναι αποδεκτές, οι δανειακές απαιτήσεις πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις έως και το χρόνο της οριστικής εξόφλησής τους:

α)

να έχουν προκαθορισμένο και άνευ αιρέσεων κεφάλαιο· και

β)

να έχουν επιτόκιο που δεν συνεπάγεται αρνητική εισοδηματική ροή και επομένως είναι:

i)

μηδενικό· ή

ii)

σταθερό· ή

iii)

κυμαινόμενο, δηλαδή συνδέεται με άλλο επιτόκιο αναφοράς ή με την εξέλιξη του πληθωρισμού.

Άρθρο 91

Εξοφλητική προτεραιότητα

Οι δανειακές απαιτήσεις δεν θα πρέπει να παρέχουν χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα ως προς το κεφάλαιο και/ή τους τόκους σε σχέση με: α) τα δικαιώματα των δανειστών άλλων μη εξασφαλισμένων ενοχικών υποχρεώσεων του οφειλέτη, περιλαμβανομένων και των κατόχων άλλων μεριδίων ή τμημάτων μεριδίων του ίδιου κοινοπρακτικού δανείου· και β) τα δικαιώματα των κατόχων χρεογράφων του ίδιου εκδότη.

Άρθρο 92

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης δανειακών απαιτήσεων

Η πιστωτική ποιότητα των δανειακών απαιτήσεων αξιολογείται με βάση την πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη ή του εγγυητή. Ο οφειλέτης ή εγγυητής πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος που καθορίζονται στους κανόνες του ECAF για τις δανειακές απαιτήσεις, οι οποίοι προβλέπονται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου III του τέταρτου μέρους.

Άρθρο 93

Ελάχιστο ύψος δανειακών απαιτήσεων

Για εγχώρια χρήση οι δανειακές απαιτήσεις, κατά το χρόνο κατάθεσής τους ως ασφάλειας από τον αντισυμβαλλόμενο, πρέπει να πληρούν το ελάχιστο όριο ύψους που καθορίζει η οικεία ΕθνΚΤ. Για διασυνοριακή χρήση ισχύει ελάχιστο όριο ύψους 500 000 ευρώ.

Άρθρο 94

Νόμισμα στο οποίο εκφράζονται οι δανειακές απαιτήσεις

Οι δανειακές απαιτήσεις πρέπει να είναι εκφρασμένες σε ευρώ ή σε νόμισμα που ίσχυε πριν από την υιοθέτηση του ευρώ στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

Άρθρο 95

Κατηγορία οφειλέτη ή εγγυητή

1.   Οι οφειλέτες και εγγυητές των αποδεκτών δανειακών απαιτήσεων πρέπει να είναι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες, οντότητες του δημόσιου τομέα, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή διεθνείς οργανισμοί. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οι πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης και οι διεθνείς οργανισμοί μπορούν να αναγνωρίζονται από το Ευρωσύστημα όπως προβλέπεται στο άρθρο 69 παράγραφος 2.

2.   Εφόσον υπάρχουν περισσότεροι οφειλέτες μιας δανειακής απαίτησης, καθένας εξ αυτών ευθύνεται ατομικά και εις ολόκληρον για την πλήρη εξόφλησή της στο ακέραιο.

Άρθρο 96

Τόπος εγκατάστασης του οφειλέτη ή του εγγυητή

1.   Ο οφειλέτης δανειακής απαίτησης πρέπει να είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ.

2.   Ο εγγυητής δανειακής απαίτησης πρέπει επίσης να είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, εκτός αν υπάρχει επαρκής πιστοληπτική αξιολόγηση του οφειλέτη και ως εκ τούτου δεν είναι απαραίτητη η εγγύηση για την εκπλήρωση των απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης όσον αφορά τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία.

3.   Εάν οι οφειλέτες ή εγγυητές είναι πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ή διεθνείς οργανισμοί, οι κανόνες των παραγράφων 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή και οι εν λόγω οντότητες είναι αποδεκτές ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους.

Άρθρο 97

Εφαρμοστέο δίκαιο

Η σύμβαση της δανειακής απαίτησης και η σύμβαση μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και της οικείας ΕθνΚΤ για την παροχή της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας πρέπει να διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ. Επίσης, δεν μπορεί να είναι περισσότερα από δύο τα δίκαια που έχουν εφαρμογή:

α)

στον αντισυμβαλλόμενο·

β)

στο δανειστή·

γ)

στον οφειλέτη·

δ)

στον εγγυητή (εάν υπάρχει)·

ε)

στη σύμβαση της δανειακής απαίτησης·

στ)

στη σύμβαση μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και της οικείας ΕθνΚΤ με την οποία παρέχονται ως ασφάλεια οι δανειακές απαιτήσεις.

Άρθρο 98

Διαδικασίες μεταχείρισης των δανειακών απαιτήσεων

Η μεταχείριση των δανειακών απαιτήσεων βασίζεται στις διαδικασίες του Ευρωσυστήματος που καθορίζονται στη σχετική εθνική τεκμηρίωση των ΕθνΚΤ.

Άρθρο 99

Πρόσθετες νομικές προϋποθέσεις για τις δανειακές απαιτήσεις

1.   Προκειμένου να διασφαλίζεται η εγκυρότητα της ασφάλειας επί των δανειακών απαιτήσεων και η δυνατότητα ταχείας ρευστοποίησής τους σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου, πρέπει να πληρούνται πρόσθετες νομικές προϋποθέσεις που αφορούν:

α)

την επαλήθευση της ύπαρξης των δανειακών απαιτήσεων·

β)

την κοινοποίηση στον οφειλέτη της παροχής της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας ή την καταχώριση της εν λόγω παροχής σε μητρώο·

γ)

την απουσία περιορισμών ως προς την παροχή της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας·

δ)

την απουσία περιορισμών ως προς τη ρευστοποίηση της δανειακής απαίτησης·

ε)

την απουσία περιορισμών για λόγους όσον αφορά το τραπεζικό απόρρητο και την εμπιστευτικότητα.

2.   Το περιεχόμενο των ως άνω νομικών προϋποθέσεων καθορίζεται στα άρθρα 100 έως 105. Περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά τις ιδιαιτερότητες που ισχύουν στην εθνική έννομη τάξη προβλέπονται στην εθνική τεκμηρίωση κάθε ΕθνΚΤ.

Άρθρο 100

Επαλήθευση των διαδικασιών υποβολής πληροφοριών σχετικά με τις δανειακές απαιτήσεις

Οι ΕθνΚΤ, οι εποπτικές αρχές ή οι εξωτερικοί ελεγκτές προβαίνουν σε εφάπαξ επαλήθευση της καταλληλότητας των διαδικασιών που χρησιμοποιεί ο αντισυμβαλλόμενος για την υποβολή πληροφοριών στο Ευρωσύστημα όσον αφορά τις δανειακές απαιτήσεις.

Άρθρο 101

Επαλήθευση της ύπαρξης των δανειακών απαιτήσεων

1.   Οι ΕθνΚΤ προβαίνουν, κατ' ελάχιστον, σε όλες τις κάτωθι περιγραφόμενες ενέργειες για την επαλήθευση της ύπαρξης των δανειακών απαιτήσεων που παρέχονται ως ασφάλεια:

α)

Λαμβάνουν έγγραφη υπεύθυνη δήλωση των αντισυμβαλλομένων, τουλάχιστον κάθε τρίμηνο, στην οποία βεβαιώνεται:

i)

η ύπαρξη των δανειακών απαιτήσεων (η εν λόγω υπεύθυνη δήλωση θα μπορούσε να αντικατασταθεί από διασταύρωση με πληροφορίες από κεντρικά μητρώα πιστώσεων, όπου υπάρχουν)·

ii)

η συμμόρφωση των δανειακών απαιτήσεων με τα κριτήρια καταλληλότητας που εφαρμόζει το Ευρωσύστημα·

iii)

ότι οι δανειακές απαιτήσεις δεν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα ως ασφάλεια και υπέρ άλλου τρίτου και ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν θα τις παράσχει ως ασφάλεια σε τρίτο·

iv)

ότι ο αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει να ειδοποιεί την εκάστοτε ΕθνΚΤ, το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας, για κάθε γεγονός που επηρεάζει ουσιωδώς τη μεταξύ τους συμβατική σχέση, ιδίως για τυχόν πρόωρες, μερικές ή ολικές εξοφλήσεις, υποβαθμίσεις και ουσιώδεις μεταβολές στους όρους των δανειακών απαιτήσεων.

β)

Οι ΕθνΚΤ, τα οικεία κεντρικά μητρώα πιστώσεων, οι αρμόδιες αρχές τραπεζικής εποπτείας ή οι εξωτερικοί ελεγκτές θα διεξάγουν τυχαίους ελέγχους ποιότητας και ακρίβειας των υπεύθυνων δηλώσεων των αντισυμβαλλομένων, με βάση προσκομιζόμενα σε αυτές έγγραφα ή σε επιτόπιους ελέγχους. Οι πληροφορίες που ελέγχονται σε σχέση με κάθε δανειακή απαίτηση περιλαμβάνουν, κατ' ελάχιστον, τα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων κρίνεται η ύπαρξη και καταλληλότητα των δανειακών απαιτήσεων. Όσον αφορά αντισυμβαλλομένους που διαθέτουν εγκεκριμένα βάσει του ECAF εσωτερικά συστήματα διαβάθμισης (IRB) διενεργούνται επιπλέον έλεγχοι για την αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας των δανειακών απαιτήσεων, οι οποίοι περιλαμβάνουν ελέγχους όσον αφορά την πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης από τους οφειλέτες δανειακών απαιτήσεων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος.

2.   Για τους ελέγχους που διενεργούνται κατά το άρθρο 100 ή την παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου από τις ΕθνΚΤ, τις εποπτικές αρχές, τους εξωτερικούς ελεγκτές ή τα κεντρικά μητρώα πιστώσεων, οι επιφορτιζόμενοι με τον έλεγχο πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένοι προς τούτο είτε συμβατικά, εάν χρειάζεται, είτε σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

Άρθρο 102

Εγκυρότητα της σύμβασης για την παροχή των δανειακών απαιτήσεων ως ασφάλειας

Η σύμβαση μεταξύ αντισυμβαλλομένου και της εκάστοτε ΕθνΚΤ για την παροχή της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας θα πρέπει να είναι έγκυρη βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Όλες οι αναγκαίες νομικές διατυπώσεις για τη διασφάλιση της εγκυρότητας της σύμβασης και της παροχής των δανειακών απαιτήσεων ως ασφάλειας πρέπει να τηρούνται δεόντως από τον αντισυμβαλλόμενο και/ή τον αποδέκτη της ασφάλειας.

Άρθρο 103

Ισχύς της παροχής της ασφάλειας έναντι τρίτων

1.   Η σύμβαση για την παροχή της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας θα πρέπει να είναι έγκυρη έναντι τρίτων βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Για το λόγο αυτόν ο αντισυμβαλλόμενος και/ή ο αποδέκτης της ασφάλειας τηρούν δεόντως όλες τις αναγκαίες νομικές διατυπώσεις για τη διασφάλιση της έγκυρης παροχής της ασφάλειας.

2.   Όσον αφορά την αναγγελία στον οφειλέτη ισχύουν τα ακόλουθα, ανάλογα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

α)

Εφόσον απαιτείται αναγγελία στον οφειλέτη ή εγγραφή σε δημόσιο μητρώο της παροχής της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας προκειμένου η παροχή της να παράγει πλήρως αποτελέσματα έναντι τρίτων, και ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η προτεραιότητα της ασφάλειας που παρέχεται υπέρ της οικείας ΕθνΚΤ έναντι άλλων δανειστών, η απαιτούμενη αναγγελία ή εγγραφή στο μητρώο λαμβάνει χώρα εκ των προτέρων ή κατά το χρόνο παροχής της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας.

β)

Εφόσον δεν απαιτείται προηγούμενη αναγγελία στον οφειλέτη ή εγγραφή σε δημόσιο μητρώο της παροχής της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας κατά το στοιχείο α), σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εφαρμοστέα εθνική τεκμηρίωση, απαιτείται εκ των υστέρων αναγγελία στον οφειλέτη. Εκ των υστέρων αναγγελία σημαίνει ότι ο αντισυμβαλλόμενος ή η οικεία ΕθνΚΤ ενημερώνει τον οφειλέτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εθνική τεκμηρίωση, ότι η δανειακή απαίτηση έχει παρασχεθεί ως ασφάλεια υπέρ της ΕθνΚΤ αμέσως μετά την επέλευση γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης ή παρόμοιου πιστωτικού γεγονότος, όπως περαιτέρω ορίζεται στην ως άνω εφαρμοστέα εθνική τεκμηρίωση.

γ)

Οι ΕθνΚΤ μπορούν να απαιτούν αναγγελία ή εγγραφή σε δημόσιο μητρώο εκ των προτέρων ή κατά το χρόνο παροχής της ασφάλειας, ακόμη και στην περίπτωση που οι εν λόγω διατυπώσεις δεν είναι αναγκαίες για τους σκοπούς του στοιχείου α).

δ)

Όσον αφορά τις δανειακές απαιτήσεις που αποτελούν χρεόγραφα στον κομιστή η οικεία ΕθνΚΤ μπορεί να απαιτεί τη φυσική παράδοση των χρεογράφων στην ίδια ή σε τρίτο εκ των προτέρων ή κατά το χρόνο παροχής τους ως ασφάλειας. Οι απαιτήσεις αναγγελίας κατά τις διατάξεις των στοιχείων α) και β) δεν ισχύουν για τις δανειακές απαιτήσεις που αποτελούν χρεόγραφα στον κομιστή.

3.   Τα ανωτέρω αποτελούν ελάχιστες απαιτήσεις. Οι ΕθνΚΤ μπορούν με απόφασή τους να απαιτούν την εκ των προτέρων αναγγελία ή εγγραφή σε μητρώο, πέραν των ως άνω περιπτώσεων, και προκειμένου για χρεόγραφα στον κομιστή.

Άρθρο 104

Απουσία περιορισμών ως προς την παροχή των δανειακών απαιτήσεων ως ασφάλειας και τη ρευστοποίησή τους

1.   Οι δανειακές απαιτήσεις πρέπει να είναι πλήρως μεταβιβάσιμες και να μπορούν να παρέχονται ως ασφάλεια χωρίς περιορισμούς υπέρ του Ευρωσυστήματος. Η σύμβαση της δανειακής απαίτησης ή άλλες συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ αντισυμβαλλομένου και οφειλέτη δεν πρέπει να περιέχουν περιοριστικούς όρους ως προς την παροχή ασφάλειας, εκτός εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι οι εν λόγω συμβατικοί περιορισμοί δεν θίγουν τα δικαιώματα του Ευρωσυστήματος όσον αφορά την παροχή της ασφάλειας.

2.   Η σύμβαση της δανειακής απαίτησης ή άλλες συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ αντισυμβαλλομένου και οφειλέτη δεν πρέπει να περιέχουν περιοριστικούς όρους ως προς τη ρευστοποίηση της δανειακής απαίτησης που χρησιμοποιείται ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, συμπεριλαμβανομένων τυπικών, χρονικών ή άλλων απαιτήσεων όσον αφορά τη ρευστοποίηση.

3.   Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, οι διατάξεις που περιορίζουν την εκχώρηση μεριδίων κοινοπρακτικού δανείου σε τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οντότητες των οποίων η συνήθης δραστηριότητα ή ο σκοπός για τον οποίο έχουν συσταθεί είναι να δημιουργούν, αγοράζουν ή επενδύουν σε δάνεια, τίτλους ή άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία δεν θεωρούνται περιορισμοί στη ρευστοποίηση της δανειακής απαίτησης.

4.   Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, η ύπαρξη δανειακού αντιπροσώπου (facility agent) για την είσπραξη και διανομή των πληρωμών και τη διαχείριση του δανείου δεν θεωρείται περιορισμός στην παροχή της ασφάλειας και τη ρευστοποίηση των μεριδίων του κοινοπρακτικού δανείου, εφόσον: α) ο δανειακός αντιπρόσωπος είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση· και β) η σύμβαση παροχής υπηρεσιών μεταξύ του οικείου μέλους της κοινοπραξίας και του δανειακού αντιπροσώπου μπορεί να μεταβιβαστεί παράλληλα ή ως μέρος του μεριδίου του κοινοπρακτικού δανείου.

Άρθρο 105

Απουσία περιορισμών που αφορούν το τραπεζικό απόρρητο και την εμπιστευτικότητα

Αντισυμβαλλόμενος και οφειλέτης θα πρέπει να έχουν συμφωνήσει ότι ο δεύτερος συναινεί ανεπιφύλακτα στη γνωστοποίηση από τον πρώτο στο Ευρωσύστημα των λεπτομερειών της δανειακής απαίτησης και του προσώπου του οφειλέτη, τις οποίες απαιτεί η οικεία ΕθνΚΤ προκειμένου να διασφαλίσει την έγκυρη σύσταση της ασφάλειας επί των δανειακών απαιτήσεων και τη δυνατότητα ταχείας ρευστοποίησής της σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου. Η απαίτηση αυτή δεν είναι απαραίτητη σε περίπτωση που το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο διασφαλίζει την ακώλυτη παροχή πληροφοριών κατά τα οριζόμενα στην εθνική τεκμηρίωση της οικείας ΕθνΚΤ.

Τμήμα 2

Κριτήρια καταλληλότητας καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

Άρθρο 106

Κριτήρια καταλληλότητας καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

Οι καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας του άρθρου 12, οι οποίες τηρούνται από αντισυμβαλλόμενο, αποτελούν περιουσιακά στοιχεία αποδεκτά ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος.

Τμήμα 3

Κριτήρια καταλληλότητας των RMBD

Άρθρο 107

Κριτήρια καταλληλότητας των RMBD

1.   Τα RMBD είναι γραμμάτια ή συναλλαγματικές που εξασφαλίζονται με χαρτοφυλάκια ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χωρίς να έχει λάβει χώρα πλήρης τιτλοποίηση. Είναι δυνατή η υποκατάσταση περιουσιακών στοιχείων στο υποκείμενο χαρτοφυλάκιο, ενώ προβλέπεται μηχανισμός που διασφαλίζει ότι η οικεία ΕθνΚΤ ικανοποιείται προνομιακά έναντι των άλλων δανειστών, πλην όσων εξαιρούνται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

2.   Τα RMBD πρέπει να έχουν προκαθορισμένο και άνευ αιρέσεων κεφάλαιο και επιτόκιο που δεν συνεπάγεται αρνητικές εισοδηματικές ροές.

3.   Τα RMBD πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος που ορίζονται στους κανόνες του ECAF για τα RMBD, όπως καθορίζονται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου III του παρόντος τέταρτου μέρους.

4.   Τα RMBD πρέπει να έχουν εκδοθεί από πιστωτικά ιδρύματα που είναι αντισυμβαλλόμενοι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ.

5.   Τα RMBD πρέπει να είναι εκφρασμένα σε ευρώ ή σε νόμισμα προκάτοχο του ευρώ ένα από τα νομίσματα που ίσχυαν πριν από την υιοθέτηση του ευρώ στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

6.   Ο εκδότης των RMBD πρέπει να υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση, τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, ότι τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια του χαρτοφυλακίου ασφαλειών πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας τα οποία προβλέπονται στις εθνικές ρυθμίσεις που θεσπίζει η οικεία ΕθνΚΤ και στα οποία βασίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση.

7.   Η παροχή της ασφάλειας, η χρήση και οι διαδικασίες μεταχείρισης των RMBD υπόκεινται στις διαδικασίες του Ευρωσυστήματος, όπως ορίζονται στην εφαρμοστέα εθνική τεκμηρίωση της οικείας ΕθνΚΤ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Άρθρο 108

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Για να είναι αποδεκτά, τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

α)

Η πιστωτική ποιότητα των δανειακών απαιτήσεων αξιολογείται με βάση την πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη ή του εγγυητή, η οποία πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 3 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

β)

Η αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας των RMBD πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 2 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

Τμήμα 1

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τις δανειακές απαιτήσεις

Άρθρο 109

Γενικοί κανόνες για την αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας των δανειακών απαιτήσεων

1.   Το Ευρωσύστημα αξιολογεί την πιστωτική ποιότητα των δανειακών απαιτήσεων με βάση την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των οφειλετών ή εγγυητών από το σύστημα ή την πηγή πιστοληπτικής αξιολόγησης που επιλέγει ο αντισυμβαλλόμενος κατά το άρθρο 110.

2.   Εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας οι αντισυμβαλλόμενοι ενημερώνουν την εκάστοτε ΕθνΚΤ για οποιοδήποτε πιστωτικό γεγονός περιέρχεται σε γνώση τους, συμπεριλαμβανομένης τυχόν καθυστέρησης πληρωμής από τους οφειλέτες δανειακών απαιτήσεων που παρέχονται ως ασφάλεια, και, εφόσον το ζητήσει η ΕθνΚΤ, αποσύρουν ή αντικαθιστούν τα περιουσιακά στοιχεία.

3.   Εναπόκειται στους αντισυμβαλλομένους να μεριμνούν για τη χρήση της πιο πρόσφατης διαθέσιμης αξιολόγησης του συστήματος ή της πηγής που επιλέγουν για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των οφειλετών ή εγγυητών των δανειακών απαιτήσεων που παρέχονται ως ασφάλεια.

Άρθρο 110

Επιλογή συστήματος ή πηγής πιστοληπτικής αξιολόγησης

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που παρέχουν δανειακές απαιτήσεις ως ασφάλεια επιλέγουν ένα από τα συστήματα των τεσσάρων πηγών πιστοληπτικής αξιολόγησης που είναι αποδεκτές από το Ευρωσύστημα βάσει των γενικών κριτηρίων αποδοχής του τίτλου V του τέταρτου μέρους. Σε περίπτωση που επιλέξουν ως πηγή ECAI, μπορούν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε σύστημα ECAI.

2.   Πέραν της παραγράφου 1, οι ΕθνΚΤ μπορούν να επιτρέπουν στους αντισυμβαλλομένους τη χρήση περισσότερων συστημάτων ή πηγών, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος που υποβάλλεται στην οικεία ΕθνΚΤ και τεκμηριώνεται δεόντως με βάση επιχειρησιακή ανάλυση που εκκινεί από την ανεπαρκή κάλυψη της «κύριας» πηγής ή του «κύριου» συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης.

3.   Όπου επιτρέπεται στους αντισυμβαλλομένους η χρήση περισσότερων συστημάτων ή πηγών πιστοληπτικής αξιολόγησης, η πιστοληπτική αξιολόγηση της πλειονότητας των οφειλετών των δανειακών απαιτήσεων που παρέχονται ως ασφάλεια αναμένεται να προέρχεται από το «κύριο» σύστημα ή την «κύρια» πηγή. Εάν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση για τον οφειλέτη ή τον εγγυητή από το εν λόγω κύριο σύστημα ή την κύρια πηγή, μόνον αυτή η αξιολόγηση καθορίζει την καταλληλότητα και τις περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται σε αυτούς.

4.   Οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να χρησιμοποιούν το σύστημα ή την πηγή πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχουν επιλέξει για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών.

5.   Μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να υποβάλλουν στην οικεία ΕθνΚΤ ρητό και αιτιολογημένο αίτημα αντικατάστασης του επιλεγμένου συστήματος ή της πηγής πιστοληπτικής αξιολόγησης.

6.   Σε ορισμένες περιπτώσεις, και ιδίως όταν ο αντισυμβαλλόμενος αρχίζει να χρησιμοποιεί σταδιακά το εσωτερικό του σύστημα διαβάθμισης ή δανειακές απαιτήσεις ως ασφάλεια, η ΕθνΚΤ μπορεί, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος, να χορηγεί σε αυτόν παρέκκλιση από το ελάχιστο χρονικό διάστημα της παραγράφου 4, επιτρέποντας την αντικατάσταση του επιλεγμένου συστήματος ή πηγής πιστοληπτικής αξιολόγησης εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος.

7.   Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος έχει επιλέξει ως πηγή πιστοληπτικής αξιολόγησης ECAI, μπορεί να χρησιμοποιεί την αξιολόγηση ECAI για τον οφειλέτη ή τον εγγυητή. Εάν για την ίδια δανειακή απαίτηση υπάρχουν διαθέσιμες περισσότερες αξιολογήσεις ECAI για τον οφειλέτη και/ή τον εγγυητή, μπορεί να χρησιμοποιείται η καλύτερη εξ αυτών.

Άρθρο 111

Αξιολόγηση πιστωτικής ποιότητας δανειακών απαιτήσεων των οποίων οφειλέτες ή εγγυητές είναι οντότητες του δημόσιου τομέα ή μη χρηματοοικονομικές εταιρείες

1.   Το Ευρωσύστημα αξιολογεί την πιστωτική ποιότητα δανειακών απαιτήσεων των οποίων οφειλέτης ή εγγυητής είναι οντότητα του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες και με την ακόλουθη σειρά.

α)

Εάν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση προερχόμενη από το σύστημα ή την πηγή που έχει επιλέξει ο αντισυμβαλλόμενος, το Ευρωσύστημα τη χρησιμοποιεί προκειμένου να διαπιστώσει αν η οντότητα του δημόσιου τομέα που ενεργεί ως οφειλέτης ή εγγυητής πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 108 απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία.

β)

Εάν δεν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση κατά το στοιχείο α) για την οντότητα του δημόσιου τομέα που ενεργεί ως οφειλέτης ή εγγυητής, το Ευρωσύστημα χρησιμοποιεί πιστοληπτική αξιολόγηση αποδεκτού συστήματος ECAI.

γ)

Εάν δεν υπάρχει διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση κατά τα στοιχεία α) ή β), στην οντότητα του δημόσιου τομέα που ενεργεί ως οφειλέτης ή εγγυητής εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 87 για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία.

2.   Το Ευρωσύστημα αξιολογεί την πιστωτική ποιότητα δανειακών απαιτήσεων των οποίων οφειλέτες ή εγγυητές είναι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες ως ακολούθως: η πιστοληπτική αξιολόγηση του συστήματος ή της πηγής πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχει επιλέξει ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 108 απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία.

Τμήμα 2

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα RMBD

Άρθρο 112

Εκπλήρωση των απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος για τα RMBD

Για τους σκοπούς της εκπλήρωσης των προβλεπόμενων στο άρθρο 108 απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης, η οικεία ΕθνΚΤ αξιολογεί την πιστωτική ποιότητα RMBD με βάση σχετικό πλαίσιο που αφορά την εκάστοτε επικράτεια και προβλέπεται στην οικεία εθνική τεκμηρίωση.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΗ ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Άρθρο 113

Απαιτήσεις εφαρμοστέες στις εγγυήσεις

1.   Η εκπλήρωση των απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος μπορεί να διαπιστώνεται με βάση τις παρεχόμενες πιστοληπτικές αξιολογήσεις για τους εγγυητές σύμφωνα με τα άρθρα 82 έως 84 όσον αφορά τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία και σύμφωνα με το άρθρο 108 όσον αφορά τις δανειακές απαιτήσεις.

2.   Οι εγγυήσεις που παρέχονται από εγγυητές οι οποίοι πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος πρέπει να συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο εγγυητής αξιολογείται χωριστά με βάση την πιστοληπτική του αξιολόγηση και πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 114

Χαρακτηριστικά της εγγύησης

1.   Σύμφωνα με τους όρους της εγγύησης, ο εγγυητής παρέχει στον κάτοχο [στους κομιστές] ή στον δανειστή εμπορεύσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δανειακής απαίτησης εγγύηση ανεπιφύλακτη, ανέκκλητη και πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση σε σχέση με τις υποχρεώσεις του εκδότη ή του οφειλέτη για την καταβολή κεφαλαίου, τόκων και κάθε άλλου οφειλόμενου ποσού μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του εμπορεύσιμου περιουσιακού στοιχείου ή της δανειακής απαίτησης. Από την άποψη αυτή η εγγύηση δεν είναι αναγκαίο να αφορά ειδικά το εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο ή τη δανειακή απαίτηση, αλλά μπορεί να ισχύει μόνο για τον εκδότη ή τον οφειλέτη, υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο ή η δανειακή απαίτηση καλύπτεται από την εγγύηση.

2.   Η εγγύηση είναι πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση ανεξάρτητα από το εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο ή τη δανειακή απαίτηση που καλύπτει. Οι εγγυήσεις που παρέχονται από οντότητες του δημόσιου τομέα που έχουν το δικαίωμα επιβολής φόρων πρέπει είτε να είναι πληρωτέες σε πρώτη ζήτηση είτε να εξασφαλίζουν άμεση και εμπρόθεσμη πληρωμή σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης.

3.   Η εγγύηση πρέπει να είναι νομικώς ισχυρή, δεσμευτική και εκτελεστή κατά του εγγυητή.

4.   Η εγγύηση πρέπει να διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους.

5.   Σε περίπτωση που ο εγγυητής δεν είναι οντότητα του δημόσιου τομέα με δικαίωμα επιβολής φόρων, για να θεωρηθούν αποδεκτά τα καλυπτόμενα από την εγγύηση εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία ή η δανειακή απαίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται προηγουμένως στην αρμόδια ΕθνΚΤ νομική επιβεβαίωση όσον αφορά την εγκυρότητα, τη δεσμευτική ισχύ και την εκτελεστότητα της εγγύησης κατά τύπο και ουσία που αποδέχεται το Ευρωσύστημα. Η νομική επιβεβαίωση θα πρέπει να αναφέρει επίσης ότι η δεν μπορεί να εκτελείται μόνον από τον κάτοχο των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων ή από τον δανειστή της δανειακής απαίτησης, δηλαδή δεν είναι προσωποπαγής. Αν ο εγγυητής είναι εγκατεστημένος σε επικράτεια άλλη από εκείνη της οποίας το δίκαιο διέπει την εγγύηση, στη νομική επιβεβαίωση πρέπει να αναφέρεται επίσης ότι η εγγύηση είναι έγκυρη και εκτελεστή κατά το δίκαιο της εγκατάστασης του εγγυητή. Στην περίπτωση των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων ο αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει τη σχετική νομική επιβεβαίωση προς εξέταση στην ΕθνΚΤ η οποία παρέχει στοιχεία για το περιουσιακό στοιχείο που καλύπτεται από την εγγύηση, προκειμένου αυτό να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση των δανειακών απαιτήσεων ο αντισυμβαλλόμενος που προτίθεται να παράσχει αυτές ως ασφάλεια υποβάλλει τη σχετική νομική επιβεβαίωση προς εξέταση στην ΕθνΚΤ της χώρας της οποίας το δίκαιο διέπει τη δανειακή απαίτηση. Ο όρος που αφορά την εκτελεστότητα της εγγύησης ισχύει με την επιφύλαξη τυχόν νόμων περί αφερεγγυότητας ή πτώχευσης, των γενικών αρχών του δικαίου και λοιπών παρόμοιων νόμων και αρχών που ισχύουν για τον εγγυητή και εν γένει επηρεάζουν τα δικαιώματα των δανειστών έναντι αυτού.

Άρθρο 115

Εξοφλητική προτεραιότητα των υποχρεώσεων του εγγυητή

Οι υποχρεώσεις τις οποίες αναλαμβάνει διά της εγγύησης ο εγγυητής πρέπει να έχουν τουλάχιστον ίση εξοφλητική προτεραιότητα και ανάλογη (pari passu) προς όλες τις άλλες ανεξασφάλιστες υποχρεώσεις του.

Άρθρο 116

Απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για τον εγγυητή

Ο εγγυητής πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος που καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες του ECAF για τους εγγυητές των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 82 έως 84 ή να συμμορφώνεται με τους κανόνες που ισχύουν για τους εγγυητές δανειακών απαιτήσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 108.

Άρθρο 117

Κατηγορία του εγγυητή

Ο εγγυητής πρέπει να είναι:

α)

στην περίπτωση των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 69: κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, οντότητα του δημόσιου τομέα, ειδικός φορέας-εκδότης χρεογράφων, χρηματοοικονομική εταιρεία πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων, μη χρηματοοικονομική εταιρεία, πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης ή διεθνής οργανισμός· ή

β)

στην περίπτωση των δανειακών απαιτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 95: μη χρηματοοικονομική εταιρεία, οντότητα του δημόσιου τομέα, πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης ή διεθνής οργανισμός.

Άρθρο 118

Τόπος εγκατάστασης του εγγυητή

1.   Ο εγγυητής πρέπει να είναι εγκατεστημένος:

α)

στην περίπτωση των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 70, στον ΕΟΧ, εκτός εάν δεν χρειάζεται εγγύηση για να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για συγκεκριμένο χρεόγραφο. Τα σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης αξιολόγησης ECAI για τον εγγυητή προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία προβλέπονται στο άρθρο 84·

β)

σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, για τα χρεόγραφα των οποίων εγγυητές είναι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες ως προς τις οποίες δεν έχει παρασχεθεί πιστοληπτική αξιολόγηση αποδεκτού ECAI για την έκδοση, τον εκδότη ή τον εγγυητή κατά το άρθρο 70·

γ)

στην περίπτωση των δανειακών απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 96, σε κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ, εκτός εάν δεν χρειάζεται εγγύηση για να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία. Τα σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης αξιολόγησης του εγγυητή προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για τις δανειακές απαιτήσεις προβλέπονται στο άρθρο 108.

2.   Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, σύμφωνα με τα άρθρα 70 και 96, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης και διεθνείς οργανισμοί αποτελούν αποδεκτούς εγγυητές ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 119

Αποδεκτές πηγές και συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης

1.   Οι πληροφορίες περί πιστοληπτικής αξιολόγησης βάσει των οποίων το Ευρωσύστημα αξιολογεί την καταλληλότητα των περιουσιακών στοιχείων που γίνονται αποδεκτά ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές του πράξεις πρέπει να προέρχονται από συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης που εμπίπτουν σε μία από τις ακόλουθες τέσσερις πηγές:

α)

ECAI·

β)

εσωτερικά συστήματα αξιολόγησης των ΕθνΚΤ (in-house credit assessment systems — ICAS)·

γ)

εσωτερικά συστήματα διαβάθμισης των ίδιων των αντισυμβαλλομένων (internal rating-based systems — IRB)·

δ)

μέσα διαβάθμισης που διατίθενται από τρίτους φορείς (rating tool — RT).

2.   Κάθε πηγή αξιολόγησης της παραγράφου 1 μπορεί να περιλαμβάνει ένα σύνολο συστημάτων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Τα συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης πρέπει να πληρούν τα κριτήρια αποδοχής που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο. Στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ δημοσιεύεται κατάλογος των αποδεκτών συστημάτων πιστοληπτικής αξιολόγησης, δηλαδή των αποδεκτών ECAI, ICAS και RT.

3.   Όλα τα αποδεκτά συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης υπόκεινται στη διαδικασία παρακολούθησης επιδόσεων βάσει του ECAF, η οποία καθορίζεται στο άρθρο 126.

4.   Με τη δημοσίευση πληροφοριών για τα αποδεκτά συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης αναφορικά με τις πιστοδοτικές του πράξεις το Ευρωσύστημα δεν αναλαμβάνει ευθύνη για την αξιολόγηση από το ίδιο των εν λόγω συστημάτων.

5.   Σύστημα πιστοληπτικής αξιολόγησης το οποίο παραβαίνει τους κανόνες και τις διαδικασίες του ECAF μπορεί να αποκλειστεί από τα αποδεκτά συστήματα βάσει του ECAF.

Άρθρο 120

Γενικά κριτήρια αποδοχής των εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI) ως συστημάτων πιστοληπτικής αξιολόγησης

1.   Για τους σκοπούς του ECAF τα γενικά κριτήρια αποδοχής των ECAI είναι τα ακόλουθα:

α)

Οι ECAI πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι σε μητρώο ή πιστοποιημένοι από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

β)

Οι ECAI πρέπει να πληρούν λειτουργικά κριτήρια και να παρέχουν κατάλληλη κάλυψη, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή του ECAF. Ειδικότερα, για να μπορούν να χρησιμοποιούνται οι αξιολογήσεις των ECAI το Ευρωσύστημα θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του πληροφορίες σχετικά με αυτές, καθώς και πληροφορίες που να επιτρέπουν τη σύγκριση και αντιστοίχισή τους προς τις πιστοληπτικές βαθμίδες του Ευρωσυστήματος, ενόψει και της διαδικασίας παρακολούθησης επιδόσεων του άρθρου 126.

2.   Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίζει αν θα αποδέχεται συγκεκριμένο ECAI για τους σκοπούς του ECAF, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια και τους κανόνες της διαδικασίας παρακολούθησης επιδόσεων βάσει του ECAF.

3.   Με τα στοιχεία για την παρακολούθηση των επιδόσεων βάσει του ECAF κατά το άρθρο 126 ο ECAI συνυποβάλλει και πιστοποίηση υπογεγραμμένη από τον εκτελεστικό διευθυντή (CEO) του ECAI ή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο επιφορτισμένο με τα καθήκοντα ελέγχου ή συμμόρφωσης εντός του ECAI, με την οποία βεβαιώνεται η ακρίβεια και εγκυρότητα των υποβαλλόμενων πληροφοριών σχετικά με την παρακολούθηση των επιδόσεων.

Άρθρο 121

Γενικά κριτήρια αποδοχής και λειτουργικές διαδικασίες για τα εσωτερικά συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης των ΕθνΚΤ

1.   Με απόφασή τους οι ΕθνΚΤ μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικά τους ICAS για τους σκοπούς της πιστοληπτικής αξιολόγησης. Οι σχετικές αποφάσεις τους υπόκεινται σε διαδικασία έγκρισης από το Ευρωσύστημα.

2.   Η πιστοληπτική αξιολόγηση μέσω ICAS μπορεί να διενεργείται εκ των προτέρων ή κατόπιν αιτήματος αντισυμβαλλομένου με την υποβολή του σχετικού περιουσιακού στοιχείου στην ΕθνΚΤ που χρησιμοποιεί ICAS.

3.   Όταν ο αντισυμβαλλόμενος κατά την παράγραφο 2 υποβάλλει στην ΕθνΚΤ που χρησιμοποιεί ICAS το περιουσιακό στοιχείο για το οποίο αξιολογείται η καταλληλότητα του οφειλέτη ή του εγγυητή, αυτή τον ενημερώνει για την καταλληλότητα του οφειλέτη ή εγγυητή ή για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εκπόνηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης. Εάν το ICAS έχει περιορισμένο αντικείμενο εργασιών και αξιολογεί μόνον συγκεκριμένες κατηγορίες οφειλετών ή εγγυητών ή όταν η ΕθνΚΤ που χρησιμοποιεί ICAS αδυνατεί να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες για να προβεί σε πιστοληπτική αξιολόγηση, αυτή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον αντισυμβαλλόμενο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο οφειλέτης ή εγγυητής θεωρείται μη αποδεκτός, εκτός εάν τα περιουσιακά στοιχεία πληρούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης με βάση πιστοληπτική αξιολόγηση προερχόμενη από εναλλακτική πηγή ή από σύστημα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με το άρθρο 110. Τα παρασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία αποσύρονται το συντομότερο δυνατόν σε περίπτωση που καθίστανται μη αποδεκτά εξαιτίας της υποβάθμισης της φερεγγυότητας του οφειλέτη ή του εγγυητή. Εφόσον δεν υφίσταται συμβατική σχέση μεταξύ των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και της ΕθνΚΤ που χρησιμοποιεί ICAS ούτε οποιαδήποτε νομική υποχρέωση των εν λόγω εταιρειών να παρέχουν σε εκείνη μη δημοσιευμένες πληροφορίες, οι πληροφορίες παρέχονται προαιρετικά.

4.   Σε χώρες όπου παρέχονται RMBD ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος η οικεία ΕθνΚΤ εφαρμόζει για αυτά τα περιουσιακά στοιχεία πλαίσιο πιστοληπτικής αξιολόγησης βάσει του ECAF. Το πλαίσιο υπόκειται σε διαδικασία έγκρισης από το Ευρωσύστημα, καθώς και σε διαδικασία παρακολούθησης επιδόσεων σε ετήσια βάση, όπως καθορίζεται περαιτέρω στο άρθρο 126.

Άρθρο 122

Γενικά κριτήρια αποδοχής για τα εσωτερικά συστήματα διαβάθμισης

1.   Η έγκριση συστήματος IRB βάσει του ECAF προϋποθέτει σχετικό αίτημα του αντισυμβαλλομένου προς την οικεία ΕθνΚΤ.

2.   Η προϋπόθεση της παραγράφου 1 ισχύει για όλους τους αντισυμβαλλομένους που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν σύστημα IRB, ανεξαρτήτως του αν είναι μητρική επιχείρηση, θυγατρική ή υποκατάστημα και ανεξαρτήτως του αν η έγκριση προέρχεται από την αρμόδια αρχή της ίδιας χώρας, προκειμένου για τη μητρική επιχείρηση και ενδεχομένως για τις θυγατρικές, ή από την αρμόδια αρχή της χώρας έδρας της μητρικής, προκειμένου για υποκαταστήματα και πιθανόν για θυγατρικές.

3.   Το αίτημα του αντισυμβαλλομένου κατά την παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα, τα οποία, αν χρειάζεται, πρέπει να μεταφράζονται σε γλώσσα εργασίας της οικείας ΕθνΚΤ:

α)

αντίγραφο της απόφασης με την οποία η αρμόδια αρχή εγκρίνει τη χρήση του συστήματος IRB από τον αντισυμβαλλόμενο για τους σκοπούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη ή μη ενοποιημένη βάση, καθώς και τις τυχόν ειδικές προϋποθέσεις που αφορούν τη χρήση του·

β)

αντίγραφο της πιο πρόσφατης αξιολόγησης του συστήματος IRB του αντισυμβαλλομένου από την αρμόδια αρχή·

γ)

πληροφορίες για τυχόν τροποποιήσεις στο σύστημα IRB του αντισυμβαλλομένου, τις οποίες προτείνει ή απαιτεί η αρμόδια αρχή, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει αυτές να ενσωματωθούν·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί ο αντισυμβαλλόμενος για τον υπολογισμό της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης οφειλέτη, καθώς και στοιχεία για τις πιστοληπτικές βαθμίδες και τις αντίστοιχες πιθανότητες αθέτησης υποχρέωσης σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους βάσει των οποίων καθορίζονται οι αποδεκτές βαθμίδες·

ε)

αντίγραφο των πιο πρόσφατων πληροφοριών του Πυλώνα 3 (πειθαρχία της αγοράς) που ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να δημοσιεύει σε τακτική βάση, σύμφωνα με τους όρους περί πειθαρχίας της αγοράς που περιέχονται στο πλαίσιο «Βασιλεία III», στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

το όνομα και τη διεύθυνση της αρμόδιας αρχής και του εξωτερικού ελεγκτή·

ζ)

αναδρομικά στοιχεία σχετικά με τα παρατηρηθέντα από το σύστημα IRB του αντισυμβαλλομένου ποσοστά αθέτησης υποχρέωσης ανά πιστοληπτική βαθμίδα, τα οποία καλύπτουν τα πέντε ημερολογιακά έτη που προηγούνται του σχετικού αιτήματος. Εάν εντός του διαστήματος αυτού η αρμόδια αρχή παρέσχε στο σύστημα IRB έγκριση για τους σκοπούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων, οι πληροφορίες πρέπει να καλύπτουν το διάστημα από τη χορήγηση της έγκρισης. Τα αναδρομικά ετήσια στοιχεία σχετικά με τα παρατηρηθέντα ποσοστά αθέτησης υποχρέωσης και οι τυχόν πρόσθετες πληροφορίες πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις των διατάξεων του άρθρου 126 για την παρακολούθηση των επιδόσεων, καθώς λογίζεται ότι το σύστημα IRB υπόκειται στις εν λόγω διατάξεις καθ' όλη τη διάρκεια του ως άνω διαστήματος·

η)

τις απαιτούμενες πληροφορίες για την παρακολούθηση των επιδόσεων κατά το άρθρο 126, τις οποίες έχουν κληθεί να παρέχουν συστήματα IRB που κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών είναι ήδη εγκεκριμένα για το τρέχον ημερολογιακό έτος βάσει του ECAF.

4.   Ο αντισυμβαλλόμενος δεν υποχρεούται να καταθέσει τις πληροφορίες των στοιχείων α) έως γ) στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή τις διαβιβάζει απευθείας στην οικεία ΕθνΚΤ κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.

5.   Το αίτημα της παραγράφου 1 υπογράφεται από τον εκτελεστικό διευθυντή (CEO) του αντισυμβαλλομένου, τον οικονομικό διευθυντή (CFO), διευθυντικό στέλεχος ανάλογης ιεραρχικής βαθμίδας ή πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να υπογράφουν αντ' αυτών.

Άρθρο 123

Υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων που χρησιμοποιούν εσωτερικό σύστημα διαβάθμισης για παροχή πληροφοριών

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι διαβιβάζουν στην οικεία ΕθνΚΤ τις πληροφορίες του άρθρου 122 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως στ) σε ετήσια βάση, ή όπως και όποτε τις ζητήσει εκείνη, εκτός εάν τις διαβιβάζει σε αυτή απευθείας η αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματός της.

2.   Το έγγραφο που αφορά την ετήσια πληροφόρηση της παραγράφου 1 υπογράφεται από τον εκτελεστικό διευθυντή (CEO) του αντισυμβαλλομένου, τον οικονομικό διευθυντή (CFO), διευθυντικό στέλεχος ανάλογης ιεραρχικής βαθμίδας ή πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να υπογράφουν αντ' αυτών. Η αρμόδια εποπτική αρχή και, κατά περίπτωση, ο εξωτερικός ελεγκτής του αντισυμβαλλομένου λαμβάνουν από το Ευρωσύστημα αντίγραφο της σχετικής επιστολής.

3.   Στο πλαίσιο της τακτικής παρακολούθησης των συστημάτων IRB η ΕθνΚΤ διενεργεί επιτόπιους ή μη ελέγχους των στατιστικών πληροφοριών που παρέχουν οι αντισυμβαλλόμενοι για τους σκοπούς της ετήσιας διαδικασίας παρακολούθησης των επιδόσεων. Σκοπός των εν λόγω ελέγχων είναι η επαλήθευση της ορθότητας, ακρίβειας και πληρότητας των στατικών δειγμάτων.

4.   Οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να πληρούν και κάθε άλλο λειτουργικό κριτήριο που καθορίζεται στις σχετικές συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις τις οποίες εφαρμόζει η οικεία ΕθνΚΤ, περιλαμβανομένων και των διατάξεων που αφορούν:

α)

τη διενέργεια έκτακτων ελέγχων των διαδικασιών που προβλέπονται για τη διαβίβαση στην οικεία ΕθνΚΤ πληροφοριών σχετικά με τα χαρακτηριστικά των δανειακών απαιτήσεων·

β)

τη διενέργεια ετήσιων ελέγχων από την οικεία ΕθνΚΤ (ή, κατά περίπτωση, από την αρμόδια αρχή ή τον εξωτερικό ελεγκτή) προκειμένου να διαπιστωθεί η ακρίβεια και εγκυρότητα των στατικών δειγμάτων κατά τα αναφερόμενα στο παράρτημα IX·

γ)

την παροχή, το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας, πληροφοριών σχετικά με τυχόν μεταβολές στην καταλληλότητα των δανειακών απαιτήσεων και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, την άμεση απόσυρσή τους·

δ)

κοινοποιήσεις στην οικεία ΕθνΚΤ σχετικά με γεγονότα ή περιστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιωδώς τη συνέχιση της χρήσης του συστήματος IRB για τους σκοπούς του ECAF ή τον τρόπο με τον οποίο το IRB οδηγεί στη διαπίστωση της καταλληλότητας των ασφαλειών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των ουσιωδών τροποποιήσεων στο σύστημα IRB αντισυμβαλλομένου που ενδέχεται να επηρεάζουν τον τρόπο αντιστοίχισης των πιστοληπτικών βαθμίδων ή των πιθανοτήτων αθέτησης υποχρέωσης προς την εναρμονισμένη κλίμακα πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 124

Γενικά κριτήρια αποδοχής μέσων διαβάθμισης που διατίθενται από τρίτους φορείς ως συστημάτων πιστοληπτικής αξιολόγησης

1.   Τα μέσα διαβάθμισης (RT) που διατίθενται από τρίτους φορείς αποτελούν πηγή πιστοληπτικής αξιολόγησης που περιλαμβάνει οντότητες οι οποίες αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των οφειλετών κυρίως με βάση τη συστηματική και αυτοματοποιημένη χρήση ποσοτικών υποδειγμάτων, στηριζόμενες μεταξύ άλλων σε στοιχεία ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων, και των οποίων οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις δεν προορίζονται για δημοσιοποίηση.

2.   Φορέας παροχής RT που επιθυμεί να συμμετάσχει στο ECAF υποβάλλει αίτημα στην αρμόδια ΕθνΚΤ βάσει υποδείγματος που παρέχει το Ευρωσύστημα, συνοδευόμενο από συμπληρωματικά έγγραφα όπως καθορίζονται στο υπόδειγμα που είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ

3.   Αντισυμβαλλόμενοι που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν για τους σκοπούς του ECAF συγκεκριμένο φορέα παροχής RT μη αποδεκτό από το Ευρωσύστημα υποβάλλουν σχετικό αίτημα στην αρμόδια ΕθνΚΤ βάσει υποδείγματος το οποίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ, συνοδευόμενο από τα συμπληρωματικά έγγραφα που καθορίζονται εκεί.

4.   Σε σχέση με τα αιτήματα των παραγράφων 2 και 3 το Ευρωσύστημα αποφασίζει αν θα εγκρίνει τον φορέα παροχής RT αξιολογώντας τη συμμόρφωσή του με τα κριτήρια αποδοχής που το ίδιο καθορίζει και τα οποία δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

5.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που χρησιμοποιούν φορέα παροχής RT γνωστοποιούν άμεσα σε αυτόν κάθε πιστωτικό γεγονός το οποίο περιέρχεται σε δική τους αποκλειστικά γνώση και μπορεί να υποδηλώνει επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας, περιλαμβανομένης της καθυστέρησης πληρωμών από οφειλέτες αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια.

Άρθρο 125

Υποχρεώσεις των φορέων παροχής μέσων διαβάθμισης για παροχή πληροφοριών

1.   Ο φορέας παροχής RT διαβιβάζει στην αρμόδια ΕθνΚΤ τα απαιτούμενα στοιχεία για τους σκοπούς της έκθεσης παρακολούθησης επιδόσεων βάσει του ECAF, συνοδευόμενα από βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον εκτελεστικό διευθυντή (CEO) ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο επιφορτισμένο με τα καθήκοντα ελέγχου ή κανονιστικής συμμόρφωσης εντός του RT, με την οποία πιστοποιείται η ακρίβεια και εγκυρότητα των υποβαλλόμενων στοιχείων σχετικά με την παρακολούθηση των επιδόσεων.

2.   Ο φορέας παροχής RT αναλαμβάνει την υποχρέωση να διατηρεί επί μία πενταετία εσωτερικά αρχεία στατικών δειγμάτων και διεξοδικών στοιχείων για τις περιπτώσεις αθέτησης υποχρέωσης.

Άρθρο 126

Διαδικασία παρακολούθησης επιδόσεων βάσει του ECAF

1.   Όλα τα αποδεκτά συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης υπόκεινται στη διαδικασία παρακολούθησης επιδόσεων βάσει του ECAF σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το παράρτημα IX, προκειμένου να διασφαλίζεται αφενός ότι η αντιστοίχιση των παρεχόμενων από αυτά πληροφοριών πιστοληπτικής αξιολόγησης προς την εναρμονισμένη κλίμακα πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος εξακολουθεί να είναι πρόσφορη και αφετέρου ότι τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων είναι συγκρίσιμα μεταξύ των διαφόρων συστημάτων και πηγών.

2.   Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να ζητεί κάθε πρόσθετη πληροφορία που είναι αναγκαία για τη διενέργεια της διαδικασίας παρακολούθησης επιδόσεων.

3.   Η διαδικασία παρακολούθησης επιδόσεων μπορεί να οδηγεί σε διόρθωση του τρόπου αντιστοίχισης των πληροφοριών πιστοληπτικής αξιολόγησης που παρέχουν τα οικεία συστήματα προς την εναρμονισμένη κλίμακα πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

4.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να αποφασίζει την αναστολή ή τον αποκλεισμό ενός συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης βάσει του αποτελέσματος της διαδικασίας παρακολούθησης επιδόσεων.

5.   Σε περίπτωση παράβασης κανόνα που αφορά τη διαδικασία παρακολούθησης επιδόσεων βάσει του ECAF, το οικείο σύστημα πιστοληπτικής αξιολόγησης μπορεί να διαγραφεί από τον κατάλογο των αποδεκτών βάσει του ECAF συστημάτων.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 127

Σκοπός του πλαισίου ελέγχου κινδύνων και αποτίμησης

1.   Τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια στο πλαίσιο των πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος υπόκεινται στα μέτρα ελέγχου κινδύνων του άρθρου 128 παράγραφος 1, τα οποία αποσκοπούν στην προστασία του Ευρωσυστήματος από τον κίνδυνο οικονομικής ζημίας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης αντισυμβαλλομένου.

2.   Το Ευρωσύστημα μπορεί οποτεδήποτε να εφαρμόζει πρόσθετα μέτρα ελέγχου κινδύνων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 128 παράγραφος 2, εφόσον τούτο απαιτείται προς εξασφάλιση επαρκούς προστασίας του έναντι κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 18.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ. Είναι επίσης δυνατή η εφαρμογή συμπληρωματικών μέτρων ελέγχου κινδύνων σε επίπεδο επιμέρους αντισυμβαλλομένων, εφόσον τούτο απαιτείται προς εξασφάλιση της προστασίας αυτής.

3.   Όλα τα μέτρα ελέγχου κινδύνων του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν συνεπείς, διαφανείς και ισότιμους όρους μεταχείρισης των κάθε είδους αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

Άρθρο 128

Μέτρα ελέγχου κινδύνων

1.   Όσον αφορά τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία το Ευρωσύστημα εφαρμόζει τα ακόλουθα μέτρα ελέγχου κινδύνων:

α)

περικοπές αποτίμησης·

β)

περιθώρια διαφορών αποτίμησης (αποτίμηση σε τρέχουσες τιμές της αγοράς):

το Ευρωσύστημα απαιτεί να διατηρείται διαχρονικά η προσαρμοσμένη (μετά την περικοπή αποτίμησης) αγοραία αξία των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές του για την παροχή ρευστότητας. Εάν η αξία των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία αποτιμώνται σε καθημερινή βάση, μειωθεί κάτω από ορισμένο επίπεδο, η οικεία ΕθνΚΤ απαιτεί από τον αντισυμβαλλόμενο να προσκομίσει πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ή μετρητά μέσω ενεργοποίησης του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης. Αντίστοιχα, αν η αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων υπερβεί ορισμένο επίπεδο, κατόπιν νέας αποτίμησής τους, η ΕθνΚΤ μπορεί να επιστρέψει τα πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία ή μετρητά·

γ)

όρια που αφορούν τη χρήση μη εξασφαλισμένων χρεογράφων που εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα ή άλλη οντότητα με την οποία αυτό διατηρεί στενούς δεσμούς κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 138·

δ)

μείωση αποτίμησης (valuation markdown).

2.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να εφαρμόζει τα ακόλουθα πρόσθετα μέτρα ελέγχου κινδύνων:

α)

αρχικά περιθώρια, οπότε οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον ίσης προς την παρεχόμενη από το Ευρωσύστημα ρευστότητα, προσαυξημένης κατά την αξία του αρχικού περιθωρίου·

β)

όρια που αφορούν εκδότες, οφειλέτες ή εγγυητές:

το Ευρωσύστημα μπορεί να εφαρμόζει πρόσθετα όρια στα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι εκδοτών, οφειλετών ή εγγυητών, πέραν όσων ισχύουν για τη χρήση μη εξασφαλισμένων χρεογράφων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 στοιχείο γ)·

γ)

συμπληρωματικές περικοπές·

δ)

πρόσθετες εγγυήσεις από εγγυητές που πληρούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος, προκειμένου για την αποδοχή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων·

ε)

αποκλεισμό της χρήσης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ως ασφάλειας στις πιστοδοτικές του πράξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μέτρα ελέγχου κινδύνων για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Άρθρο 129

Καθορισμός μέτρων ελέγχου κινδύνων για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

1.   Για τον καθορισμό των εφαρμοστέων μέτρων ελέγχου κινδύνων τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία κατανέμονται σε μία από τις ακόλουθες πέντε κατηγορίες περικοπής αποτίμησης, ανάλογα με την κατηγορία του εκδότη και/ή το είδος του περιουσιακού στοιχείου, όπως αποτυπώνονται στον πίνακα 10:

α)

χρεόγραφα που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις, πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ και πιστοποιητικά χρέους που εκδίδονται από ΕθνΚΤ πριν από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ στο οικείο κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ υπάγονται στην κατηγορία περικοπής αποτίμησης Ι·

β)

χρεόγραφα που εκδίδονται από τοπική αυτοδιοίκηση και περιφερειακή κυβέρνηση, από οντότητες που το Ευρωσύστημα κατατάσσει στους ειδικούς φορείς-εκδότες χρεογράφων, από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης και διεθνείς οργανισμούς, καθώς και καλυμμένες ομολογίες τύπου «jumbo», υπάγονται στην κατηγορία περικοπής αποτίμησης ΙΙ·

γ)

παραδοσιακές καλυμμένες ομολογίες, λοιπές καλυμμένες ομολογίες και χρεόγραφα που εκδίδονται από μη χρηματοοικονομικές εταιρείες υπάγονται στην κατηγορία περικοπής αποτίμησης ΙΙΙ·

δ)

μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοοικονομικές εταιρείες πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων υπάγονται στην κατηγορία περικοπής αποτίμησης IV·

ε)

τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπάγονται στην κατηγορία περικοπής αποτίμησης V, ανεξάρτητα από την κατάταξη του εκδότη.

2.   Οι κατηγορίες περικοπής αποτίμησης των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων συνοψίζονται στον κατωτέρω πίνακα, λαμβανομένης υπόψη της ταξινόμησης του εκδότη.

Πίνακας 10

Κατηγορίες περικοπών αποτίμησης των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Κατηγορία I

Κατηγορία II

Κατηγορία III

Κατηγορία IV

Κατηγορία V

Χρεόγραφα που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις

Πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ

Πιστοποιητικά χρέους που εκδίδονται από ΕθνΚΤ πριν από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ στο οικείο κράτος μέλος

Χρεόγραφα που εκδίδονται από τοπική και περιφερειακή κυβέρνηση

Χρεόγραφα που εκδίδονται από οντότητες που κατατάσσονται στους ειδικούς φορείς-εκδότες χρεογράφων από το Ευρωσύστημα

Χρεόγραφα που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης και διεθνείς οργανισμούς

Καλυμμένες ομολογίες τύπου «jumbo»

Παραδοσιακές καλυμμένες ομολογίες και λοιπές καλυμμένες ομολογίες

Χρεόγραφα που εκδίδονται από μη χρηματοοικονομικές εταιρείες

Μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα που εκδίδονται πιστωτικά ιδρύματα

Μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα που εκδίδονται από χρηματοοικονομικές εταιρείες πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων

Τιτλοποιημένες απαιτήσεις

Άρθρο 130

Περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

1.   Τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται σε ειδικές περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται με αφαίρεση ορισμένου ποσοστού από την αγοραία αξία του περιουσιακού στοιχείου. Οι ειδικές περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα χρεόγραφα των κατηγοριών Ι έως IV κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα X ποικίλλουν ανάλογα με τα παρακάτω στοιχεία, λαμβανόμενα υπόψη μεμονωμένα ή σωρευτικά:

α)

την εναπομένουσα διάρκεια·

β)

τη δομή του τοκομεριδίου·

γ)

την πιστοληπτική βαθμίδα·

δ)

την κατηγορία περικοπής αποτίμησης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 129.

2.   Τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας V υπόκεινται σε περικοπή αποτίμησης 10 %, ανεξάρτητα από διάρκειά τους ή τη δομή του τοκομεριδίου.

3.   Τιτλοποιημένες απαιτήσεις, καλυμμένες ομολογίες και μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα και επί των οποίων εφαρμόζεται μείωση αποτίμησης σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 134, υπόκεινται σε πρόσθετη περικοπή αποτίμησης υπό τη μορφή μείωσης αποτίμησης (valuation markdown) ίσης προς 5 %.

4.   Οι καλυμμένες ομολογίες που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια από το ίδρυμα που τις εκδίδει υπόκεινται σε πρόσθετη περικοπή αποτίμησης, η οποία εφαρμόζεται απευθείας επί ολόκληρης της αξίας της συγκεκριμένης έκδοσης χρεογράφου υπό τη μορφή μείωσης αποτίμησης ως ποσοστό: α) 8 % για τις ως άνω καλυμμένες ομολογίες των πιστοληπτικών βαθμίδων 1 και 2, και β) 12 % για τις ως άνω καλυμμένες ομολογίες της πιστοληπτικής βαθμίδας 3. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως «καλυμμένες ομολογίες που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια από το ίδρυμα που τις εκδίδει» νοούνται οι καλυμμένες ομολογίες οι οποίες εκδίδονται από αντισυμβαλλόμενο ή οντότητες που συνδέονται μαζί του με στενούς δεσμούς και οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 75 % του ανεξόφλητου θεωρητικού υπολοίπου τους από τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο και/ή τις ως άνω οντότητες. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου η έννοια των στενών δεσμών ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 138. Η μείωση αποτίμησης (valuation markdown) ισχύει για όλους τους αντισυμβαλλομένους που παρέχουν την καλυμμένη ομολογία ως ασφάλεια.

5.   Η περικοπή αποτίμησης που εφαρμόζεται στα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία με τοκομερίδιο κυμαινόμενου επιτοκίου των κατηγοριών Ι έως IV είναι αυτή που εφαρμόζεται στην εναπομένουσα διάρκεια έως ενός έτους για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία με τοκομερίδιο σταθερού επιτοκίου της ίδιας κατηγορίας περικοπής αποτίμησης και πιστοληπτικής βαθμίδας. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πληρωμές τοκομεριδίων για τα οποία η περίοδος επανακαθορισμού είναι μεγαλύτερη του έτους θεωρούνται ως πληρωμές σταθερού επιτοκίου, η δε διάρκεια που λαμβάνεται υπόψη για την περικοπή αποτίμησης είναι η εναπομένουσα διάρκεια του εμπορεύσιμου περιουσιακού στοιχείου.

6.   Οι περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία των κατηγοριών Ι έως IV με περισσότερα από ένα είδη τοκομεριδίων εξαρτώνται μόνο από τις πληρωμές τοκομεριδίων που εμπίπτουν στην εναπομένουσα διάρκεια του τίτλου. Η περικοπή αποτίμησης που εφαρμόζεται σε αυτά τα μέσα ισούται με την υψηλότερη μεταξύ εκείνων που εφαρμόζονται στα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία με την ίδια εναπομένουσα διάρκεια και πιστοληπτική βαθμίδα, είναι δε δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη όλα τα είδη των τοκομεριδίων των οποίων η πληρωμή θα πραγματοποιηθεί κατά το εναπομένον διάστημα μέχρι τη λήξη του μέσου.

7.   Οι περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα χρεόγραφα σταθερού τοκομεριδίου ισχύουν και για τα χρεόγραφα των οποίων το τοκομερίδιο συνδέεται με τιμαριθμοποιημένα χρεόγραφα.

8.   Στις πράξεις απορρόφησης ρευστότητας δεν γίνονται περικοπές αποτίμησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Μέτρα ελέγχου κινδύνων για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Άρθρο 131

Μέτρα ελέγχου κινδύνων για τις δανειακές απαιτήσεις

1.   Οι δανειακές απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου και οι δανειακές απαιτήσεις τιμαριθμοποιημένου επιτοκίου υπόκεινται σε ειδικές περικοπές αποτίμησης που καθορίζονται με βάση την εναπομένουσα διάρκεια, την πιστοληπτική βαθμίδα και τη μεθοδολογία αποτίμησης που εφαρμόζει η ΕθνΚΤ, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα X.

2.   Οι δανειακές απαιτήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου υπόκεινται στην περικοπή αποτίμησης που εφαρμόζεται στο κλιμάκιο εναπομένουσας διάρκειας «0 — 1 έτος» για τις απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου της ίδιας πιστοληπτικής βαθμίδας και μεθοδολογίας αποτίμησης με αυτές που εφαρμόζει η ΕθνΚΤ. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου το επιτόκιο θεωρείται κυμαινόμενο αν συνδέεται με επιτόκιο αναφοράς και η περίοδος επανακαθορισμού του δεν είναι μεγαλύτερη του έτους. Όταν η περίοδος επανακαθορισμού είναι μεγαλύτερη του έτους, η δανειακή απαίτηση θεωρείται σταθερού επιτοκίου και, προκειμένου να εφαρμοστεί η περικοπή αποτίμησης, λαμβάνεται υπόψη η εναπομένουσα διάρκειά της.

3.   Η περικοπή αποτίμησης που εφαρμόζεται στις δανειακές απαιτήσεις με περισσότερα του ενός είδη επιτοκίων εξαρτάται μόνον από τα επιτόκια που εφαρμόζονται σε πληρωμές τόκων κατά την εναπομένουσα διάρκεια της δανειακής απαίτησης. Εφόσον αυτά υπάγονται σε περισσότερα του ενός είδη, αντιμετωπίζονται ως σταθερά και, προκειμένου να εφαρμοστεί η περικοπή αποτίμησης, λαμβάνεται υπόψη η εναπομένουσα διάρκεια της δανειακής απαίτησης.

Άρθρο 132

Μέτρα ελέγχου κινδύνων για τα RMBD

Τα μη εμπορεύσιμα RMBD υπόκεινται σε περικοπή αποτίμησης 39,5 %.

Άρθρο 133

Μέτρα ελέγχου κινδύνων για τις καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας

Οι καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας δεν υπόκεινται σε περικοπές αποτίμησης, σύμφωνα με τη μέθοδο που εφαρμόζεται στα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 130 για τις πράξεις απορρόφησης ρευστότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Κανόνες αποτίμησης εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων

Άρθρο 134

Κανόνες αποτίμησης για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Προκειμένου να προσδιορίσουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργούνται με αντιστρεπτέες συναλλαγές, οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν τους ακόλουθους κανόνες.

α)

Για κάθε αποδεκτό εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο το Ευρωσύστημα καθορίζει την πλέον αντιπροσωπευτική τιμή που θα χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας.

β)

Η αξία των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων υπολογίζεται με βάση την πλέον αντιπροσωπευτική τιμή της τελευταίας εργάσιμης ημέρας πριν από την ημερομηνία αποτίμησης. Εάν δεν υπάρχει αντιπροσωπευτική τιμή, το Ευρωσύστημα ορίζει θεωρητική τιμή.

γ)

Στην αγοραία ή θεωρητική τιμή του εμπορεύσιμου περιουσιακού στοιχείου συνυπολογίζονται οι δεδουλευμένοι τόκοι.

δ)

Ανάλογα με το νομικό σύστημα και τη συναλλακτική πρακτική κάθε χώρας, η μεταχείριση των εισοδηματικών ροών, π.χ. της πληρωμής των τόκων που αποφέρει συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο κατά τη διάρκεια ισχύος ορισμένης πιστοδοτικής πράξης του Ευρωσυστήματος, ενδέχεται να διαφέρει μεταξύ των ΕθνΚΤ. Εάν η εισοδηματική ροή μεταβιβάζεται στον αντισυμβαλλόμενο, η ΕθνΚΤ μεριμνά ώστε οι συναφείς πράξεις να καλύπτονται και πάλι πλήρως από επαρκή αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία, προτού πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση. Κάθε ΕθνΚΤ μεριμνά ώστε η μεταχείριση των εισοδηματικών ροών να έχει ισοδύναμο οικονομικό αποτέλεσμα με τη μεταβίβαση του εισοδήματος στον αντισυμβαλλόμενο κατά την ημερομηνία πληρωμής.

Άρθρο 135

Κανόνες αποτίμησης για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

Η αξία των μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων προσδιορίζεται κατά τρόπο ώστε να αντιστοιχεί είτε στη θεωρητική τιμή είτε στο ανεξόφλητο υπόλοιπό τους.

Άρθρο 136

Μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης

1.   Τα στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος υπόκεινται σε καθημερινή αποτίμηση από τις ΕθνΚΤ, σύμφωνα με τους κανόνες αποτίμησης των άρθρων 134 και 135. Εάν χρησιμοποιείται σύστημα παροχής υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών, η καθημερινή διαδικασία αποτίμησης ανατίθεται στον πάροχο των εν λόγω υπηρεσιών και βασίζεται στις πληροφορίες που διαβιβάζει η αρμόδια ΕθνΚΤ προς αυτόν.

2.   Εάν μετά την αποτίμηση και τις περικοπές η αξία των περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια από τον αντισυμβαλλόμενο υπολείπεται της απαιτούμενης βάσει του υπολογισμού της τη συγκεκριμένη ημέρα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης. Εάν η αξία των ως άνω περιουσιακών στοιχείων, κατόπιν νέας αποτίμησής τους, υπερβεί το ποσό που ο αντισυμβαλλόμενος οφείλει, συνυπολογιζομένου του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης, η ΕθνΚΤ μπορεί να επιστρέψει σε αυτόν τα πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία ή τυχόν μετρητά που κατέβαλε στο πλαίσιο του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης.

3.   Προκειμένου να μειωθεί η συχνότητα ενεργοποίησης του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης, η ΕθνΚΤ μπορεί να εφαρμόζει κατώτατο όριο 0,5 % στο ποσό της παρεχόμενης ρευστότητας. Ανάλογα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αν η αξία των περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια μειωθεί κάτω από το όριο αυτό, η ΕθνΚΤ μπορεί να απαιτήσει την ενεργοποίηση του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης από τον αντισυμβαλλόμενο διά της παροχής από εκείνον πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων ή της καταβολής μετρητών. Αντιστρόφως, αν η αξία των ως άνω περιουσιακών στοιχείων υπερβεί το ανώτατο όριο, η ΕθνΚΤ μπορεί να επιστρέψει σε αυτόν τα πλεονάζοντα περιουσιακά στοιχεία (ή τυχόν μετρητά που αυτός κατέβαλε στο πλαίσιο του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης).

4.   Το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων ισχύει και στην περίπτωση της καταβολής μετρητών στο πλαίσιο του μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΑΠΟΔΟΧΗ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΣΕ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΣΕ ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Άρθρο 137

Αποδοχή ασφαλειών σε νομίσματα εκτός του ευρώ σε έκτακτες περιπτώσεις

1.   Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί με απόφασή του να αποδέχεται ως ασφάλειες ορισμένα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που εκδίδουν κεντρικές κυβερνήσεις χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ της Ομάδας των Δέκα (G10) στο εθνικό τους νόμισμα. Στην περίπτωση αυτή οι αντισυμβαλλόμενοι ενημερώνονται σχετικά με τα εφαρμοστέα ακόλουθα στοιχεία:

α)

κριτήρια καταλληλότητας·

β)

διαδικασίες επιλογής και παροχής των ασφαλειών·

γ)

πηγές και αρχές αποτίμησης·

δ)

μέτρα ελέγχου κινδύνων·

ε)

διαδικασίες διακανονισμού.

2.   Εν προκειμένω έχουν εφαρμογή τα γενικά κριτήρια καταλληλότητας του τίτλου II του τέταρτου μέρους για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, με τη μόνη διαφορά ότι τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία:

α)

μπορούν να εκδίδονται, να τηρούνται και να διακανονίζονται εκτός του ΕΟΧ· και

β)

μπορούν να εκφράζονται σε νομίσματα εκτός του ευρώ.

3.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που αποτελούν υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν συσταθεί εκτός του ΕΟΧ ή της Ελβετίας δεν έχουν το δικαίωμα να παρέχουν ως ασφάλεια τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία του παρόντος άρθρου.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΚΑΝΟΝΕΣ ΧΡΗΣΗΣ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 138

Στενοί δεσμοί μεταξύ των αντισυμβαλλομένων και του εκδότη, οφειλέτη ή εγγυητή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων

1.   Ο αντισυμβαλλόμενος δεν επιτρέπεται να προσκομίζει ή να χρησιμοποιεί ως ασφάλεια περιουσιακό στοιχείο, ακόμη και αν αυτό είναι αποδεκτό, εάν εκδότης ή εγγυητής του είναι ο ίδιος ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα με την οποία αυτός διατηρεί στενούς δεσμούς.

2.   Ως «στενός δεσμός» νοείται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες σχέσεις μεταξύ του αντισυμβαλλόμενου και της άλλης οντότητας της παραγράφου 1:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μίας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων, τουλάχιστον το 20 % του κεφαλαίου της άλλης οντότητας·

β)

η άλλη οντότητα κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μίας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων, τουλάχιστον το 20 % του κεφαλαίου του αντισυμβαλλομένου·

γ)

τρίτο πρόσωπο κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων, τουλάχιστον το 20 % του κεφαλαίου του αντισυμβαλλομένου και τουλάχιστον το 20 % του κεφαλαίου της άλλης οντότητας.

Προκειμένου να αξιολογηθεί η ύπαρξη στενών δεσμών στην περίπτωση των multi-cédulas, το Ευρωσύστημα εξετάζει τους στενούς δεσμούς μεταξύ του εκδότη κάθε ενός από τα cédulas που έχει παρασχεθεί ως ασφάλεια και του αντισυμβαλλομένου (μέθοδος «look-through»).

3.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

στους στενούς δεσμούς μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και οντότητας του δημόσιου τομέα χώρας του ΕΟΧ η οποία έχει το δικαίωμα επιβολής φόρων ή σε περιπτώσεις που εγγυητής του χρεογράφου είναι μία ή περισσότερες οντότητες του δημόσιου τομέα χώρας του ΕΟΧ οι οποίες έχουν το δικαίωμα επιβολής φόρων και η εγγύηση πληροί τα χαρακτηριστικά του άρθρου 114·

β)

στις καλυμμένες ομολογίες που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 129 παράγραφοι 1 έως 3 και παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

σε χρεόγραφα που προστατεύονται από ειδικές νομικές διασφαλίσεις συγκρίσιμες με εκείνες που ισχύουν για τις καλυμμένες ομολογίες οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 129 παράγραφοι 1 έως 3 και παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι εν λόγω διασφαλίσεις θα πρέπει να απαιτούν το σαφή διαχωρισμό του χαρτοφυλακίου ασφαλειών που θα εξασφαλίζει την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ομολογιούχων σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη. Το Ευρωσύστημα αξιολογεί την ύπαρξη και συγκρισιμότητα των νομικών διασφαλίσεων με γνώμονα τις απαιτήσεις του ως άνω στοιχείου β) χωριστά για κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση δε αυτή απαιτεί εξωτερική νομική γνωμοδότηση.

Παραδείγματα χρεογράφων που προστατεύονται από ειδικές νομικές διασφαλίσεις συγκρίσιμες με εκείνες που ισχύουν για τις καλυμμένες ομολογίες του στοιχείου β) είναι:

i)

τα μη εμπορεύσιμα RMBD· και

ii)

τα multi-cédulas που έχουν εκδοθεί πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, στην περίπτωση που τα υποκείμενα cédulas που έχουν παρασχεθεί ως ασφάλεια πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 129 παράγραφοι 1 έως 3 και παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 139

Χρήση εγγυημένων μη εξασφαλισμένων χρεογράφων που εκδίδονται από αντισυμβαλλόμενο ή οντότητα με την οποία αυτός διατηρεί στενούς δεσμούς

1.   Μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα, τα οποία εκδίδονται από αντισυμβαλλόμενο ή άλλη οντότητα με την οποία αυτός διατηρεί στενούς δεσμούς κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 138 και είναι πλήρως εγγυημένα από μία ή περισσότερες οντότητες του δημόσιου τομέα που έχουν το δικαίωμα επιβολής φόρων δεν μπορούν να παρασχεθούν από τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο ως ασφάλεια στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος είτε:

α)

απευθείας· είτε

β)

έμμεσα, εφόσον περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο καλυμμένων ομολογιών.

2.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί με απόφασή του να χορηγεί προσωρινές παρεκκλίσεις από τον περιορισμό της παραγράφου 1 για μέγιστο χρονικό διάστημα τριών ετών. Με το αίτημα για χορήγηση παρέκκλισης ο αντισυμβαλλόμενος συνυποβάλλει σχέδιο χρηματοδότησης που περιγράφει με ποιο τρόπο θα αποσυρθούν σταδιακά, εντός τριετίας από τη χορήγηση της παρέκκλισης, τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν παρασχεθεί ως ασφάλεια. Η παρέκκλιση χορηγείται μόνον εφόσον η φύση της εγγύησης που παρέχεται από μία ή περισσότερες κεντρικές ή περιφερειακές κυβερνήσεις, τοπικές αρχές ή άλλες οντότητες του δημόσιου τομέα χώρας του ΕΟΧ που έχουν το δικαίωμα επιβολής φόρων πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 114.

Άρθρο 140

Στενοί δεσμοί όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις και την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου

Ο αντισυμβαλλόμενος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει τιτλοποιημένες απαιτήσεις ως ασφάλεια εάν ο ίδιος ή άλλη οντότητα με την οποία διατηρεί στενούς δεσμούς κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 138 παρέχει αντιστάθμιση κινδύνου συναλλαγματικής θέσης για τις εν λόγω απαιτήσεις, συνάπτοντας σχετική συναλλαγή αντιστάθμισης με τον εκδότη.

Άρθρο 141

Όρια σε σχέση με μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα και οντότητες με τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα διατηρούν στενούς δεσμούς

1.   Ο αντισυμβαλλόμενος δεν επιτρέπεται να καταθέτει ούτε να χρησιμοποιεί ως ασφάλεια μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα ή άλλη οντότητα με την οποία αυτό διατηρεί στενούς δεσμούς κατά ποσοστό άνω του 5 % της συνολικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια από τον αντισυμβαλλόμενο μετά από τη σχετική περικοπή αποτίμησης. Το όριο του 5 % δεν ισχύει εάν:

α)

η αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων δεν υπερβαίνει τα 50 εκατ. ευρώ μετά από τυχόν περικοπή αποτίμησης· ή

β)

εγγυητής των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων είναι οντότητα του δημόσιου τομέα η οποία έχει το δικαίωμα επιβολής φόρων και η εγγύηση πληροί τα χαρακτηριστικά του άρθρου 114.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 η δημιουργία στενού δεσμού μεταξύ δύο ή περισσότερων εκδοτών μη εξασφαλισμένων χρεογράφων λαμβάνεται υπόψη μόνο αφού παρέλθει ένα έτος από την ημερομηνία δημιουργίας του στενού δεσμού.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «στενός δεσμός» νοείται όπως στο άρθρο 138.

Άρθρο 142

Στήριξη ρευστότητας σε σχέση με τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

1.   Από την 1η Νοεμβρίου 2015 ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να παρέχει ως ασφάλεια τιτλοποιημένες απαιτήσεις εάν ο ίδιος ή άλλη οντότητα με την οποία διατηρεί στενούς δεσμούς παρέχει στήριξη ρευστότητας κατά τα οριζόμενα στη συνέχεια. Το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη δύο μορφές στήριξης ρευστότητας όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις, και συγκεκριμένα τα αποθέματα μετρητών ή ισοδύναμων μετρητών και τις γραμμές ρευστότητας.

2.   Όσον αφορά τη στήριξη ρευστότητας υπό τη μορφή αποθεμάτων μετρητών ή ισοδύναμων μετρητών ένας αντισυμβαλλόμενος δεν επιτρέπεται να παρέχει ως ασφάλεια τιτλοποιημένες απαιτήσεις εφόσον συντρέχουν ταυτόχρονα οι τρεις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί στενούς δεσμούς με την τράπεζα στην οποία τηρείται ο λογαριασμός του εκδότη των τιτλοποιημένων απαιτήσεων·

β)

το τρέχον υπόλοιπο των ταμειακών διαθεσίμων της συναλλαγής τιτλοποιημένων απαιτήσεων υπερβαίνει το 5 % του αρχικού ανεξόφλητου ποσού όλων των σειρών υψηλότερης και χαμηλότερης τάξης της εν λόγω συναλλαγής·

γ)

το τρέχον υπόλοιπο των ταμειακών διαθεσίμων της συναλλαγής τιτλοποιημένων απαιτήσεων υπερβαίνει το 25 % του τρέχοντος ανεξόφλητου υπολοίπου των σειρών χαμηλότερης τάξης της εν λόγω συναλλαγής.

3.   Όσον αφορά τη στήριξη ρευστότητας υπό τη μορφή γραμμής ρευστότητας, ο αντισυμβαλλόμενος δεν επιτρέπεται να παρέχει ως ασφάλεια τιτλοποιημένες απαιτήσεις εφόσον συντρέχουν ταυτόχρονα οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί στενούς δεσμούς με πάροχο γραμμής ρευστότητας· και

β)

το υπόλοιπο της γραμμής ρευστότητας της συναλλαγής τιτλοποιημένων απαιτήσεων υπερβαίνει το 20 % του αρχικού ανεξόφλητου ποσού όλων σειρών υψηλότερης και χαμηλότερης τάξης της εν λόγω συναλλαγής.

4.   Ο όρος «στενός δεσμός» του παρόντος άρθρου νοείται όπως στο άρθρο 138 παράγραφος 2.

Άρθρο 143

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τη στήριξη ρευστότητας όσον αφορά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις

1.   Μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 142 εφαρμόζονται οι μεταβατικές διατάξεις του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 191.

2.   Ένας αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να παρέχει ως ασφάλεια τιτλοποιημένες απαιτήσεις εάν ο ίδιος ή άλλη οντότητα με την οποία διατηρεί στενούς δεσμούς κατά την έννοια του άρθρου 138 παρέχει στήριξη ρευστότητας για τουλάχιστον το 20 % του ανεξόφλητου υπολοίπου της τιτλοποιημένης απαίτησης.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως «στήριξη ρευστότητας» νοείται κάθε διαρθρωτικό χαρακτηριστικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη τυχόν περιπτώσεων παροδικής υστέρησης των εισοδηματικών ροών που προκύπτουν κατά τη διάρκεια ζωής της συναλλαγής.

Άρθρο 144

Μη αποδοχή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων για λειτουργικούς λόγους

Για λειτουργικούς λόγους ορισμένη ΕθνΚΤ μπορεί να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο την απόσυρση περιουσιακού στοιχείου, ακόμη κι αν είναι αποδεκτό, πριν από τη δημιουργία εισοδηματικών ροών, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής κεφαλαίου ή τοκομεριδίων, κατά τα περαιτέρω οριζόμενα στην οικεία εθνική τεκμηρίωση.

Άρθρο 145

Κοινοποίηση, αποτίμηση και απόσυρση περιουσιακών στοιχείων που δεν είναι αποδεκτά ή αντιβαίνουν στους κανόνες χρήσης των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων

1.   Εάν ο αντισυμβαλλόμενος έχει καταθέσει ή χρησιμοποιήσει περιουσιακά στοιχεία των οποίων δεν επιτρέπεται ή παύει να επιτρέπεται η χρήση ως ασφάλειας, μεταξύ άλλων λόγω της ταυτότητας του εκδότη, οφειλέτη ή εγγυητή ή λόγω της ύπαρξης στενών δεσμών, πρέπει να ειδοποιήσει αμέσως την οικεία ΕθνΚΤ.

2.   Τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 αποτιμώνται με μηδενική αξία το αργότερο την επόμενη ημερομηνία αποτίμησης, ενδεχομένως δε ενεργοποιείται ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης.

3.   Αντισυμβαλλόμενος που έχει καταθέσει ή χρησιμοποιήσει περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 πρέπει να τα αποσύρει το συντομότερο δυνατόν.

4.   Ο αντισυμβαλλόμενος οφείλει να παρέχει στο Ευρωσύστημα ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες που επηρεάζουν την αξία της ασφάλειας.

Άρθρο 146

Κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους κανόνες χρήσης των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων

Η μη συμμόρφωση με τους κανόνες του παρόντος τίτλου επισύρει κυρώσεις, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 157. Οι κυρώσεις επιβάλλονται ανεξαρτήτως του αν ο αντισυμβαλλόμενος συμμετέχει ενεργά σε πράξεις νομισματικής πολιτικής.

Άρθρο 147

Ανταλλαγή πληροφοριών εντός του Ευρωσυστήματος

Για τους σκοπούς της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, ιδίως για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες χρήσης των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, εντός του Ευρωσυστήματος λαμβάνει χώρα ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα κεφαλαιακά διαθέσιμα, τις οποίες παρέχει προς τούτο η αρμόδια αρχή. Οι πληροφορίες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες απορρήτου με αυτούς τους οποίους εφαρμόζει η αρμόδια αρχή.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 148

Γενικές αρχές

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να χρησιμοποιούν αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία σε διασυνοριακή βάση σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ και σε σχέση με όλα τα είδη πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος.

2.   Οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να παρέχουν ως ασφάλεια για διασυνοριακή χρήση αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία, πλην των καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας, σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

Τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία παρέχονται ως ασφάλεια: i) μέσω αποδεκτών ζεύξεων (κατά το άρθρο 150) μεταξύ ΣΔΤ του ΕΟΧ που έχουν αξιολογηθεί θετικά σύμφωνα με το πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων· ii) βάσει των διαδικασιών που εφαρμόζονται στο ΣΑΚΤ· iii) μέσω αποδεκτών ζεύξεων σε συνδυασμό με το ΣΑΚΤ· και

β)

Οι δανειακές απαιτήσεις και τα RMBD παρέχονται ως ασφάλεια σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διαδικασίες του ΣΑΚΤ, καθώς δεν είναι δυνατή η μεταβίβασή τους μέσω ΣΔΤ.

3.   Είναι δυνατή η χρήση εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων μέσω λογαριασμού τηρούμενου από ΕθνΚΤ σε ΣΔΤ που εδρεύει σε χώρα άλλη από εκείνη της ΕθνΚΤ, εφόσον το Ευρωσύστημα έχει εγκρίνει τη χρήση του λογαριασμού.

4.   Η De Nederlandsche Bank μπορεί να χρησιμοποιεί τον λογαριασμό της στην Euroclear Bank για τον διακανονισμό συναλλαγών παροχής ασφάλειας ευρωομολόγων που εκδίδονται στο εν λόγω διεθνές κεντρικό αποθετήριο αξιών. Η Central Bank of Ireland μπορεί να ανοίγει παρόμοιο λογαριασμό στην Euroclear Bank. Ο εν λόγω λογαριασμός μπορεί να χρησιμοποιείται για όλα τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στην Euroclear Bank, δηλαδή και για αυτά που έχουν μεταφερθεί εκεί μέσω αποδεκτών ζεύξεων.

5.   Οι αντισυμβαλλόμενοι μεταφέρουν τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία μέσω των λογαριασμών διακανονισμού τίτλων τους σε ΣΔΤ που έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων.

6.   Οι αντισυμβαλλόμενοι που δεν διαθέτουν λογαριασμό θεματοφυλακής σε ΕθνΚΤ ή λογαριασμό διακανονισμού τίτλων σε ΣΔΤ που έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων μπορούν να διακανονίζουν τις συναλλαγές τους μέσω του λογαριασμού διακανονισμού τίτλων ή του λογαριασμού θεματοφυλακής πιστωτικού ιδρύματος-ανταποκριτή.

Άρθρο 149

ΣΑΚΤ

1.   Η διασυνοριακή σχέση στο πλαίσιο του ΣΑΚΤ είναι μεταξύ των ΕθνΚΤ. Οι ΕθνΚΤ ενεργούν ως θεματοφύλακες (εφεξής «ανταποκρίτριες») η μία για λογαριασμό της άλλης και για την ΕΚΤ σε σχέση με εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά στο αποθετήριο, στον πάροχο υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών ή στο σύστημα διακανονισμού της αντίστοιχης χώρας. Στο πλαίσιο του ΣΑΚΤ εφαρμόζονται ειδικές διαδικασίες για τις δανειακές απαιτήσεις και τα RMBD. Λεπτομέρειες σχετικά με το ΣΑΚΤ και τις εφαρμοζόμενες διαδικασίες περιέχονται στο παράρτημα VI και στο ενημερωτικό έντυπο σχετικά με τις διαδικασίες του ΣΑΚΤ για τους αντισυμβαλλομένους του Ευρωσυστήματος [«Correspondent central banking model (CCBM) procedure for Eurosystem counterparties»] το οποίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

2.   Τα περιουσιακά στοιχεία που κατατίθενται σε ανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια αποκλειστικά και μόνο για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 150

Αποδεκτές ζεύξεις μεταξύ ΣΔΤ

1.   Για τη διασυνοριακή μεταβίβαση εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να χρησιμοποιούν, πέραν του ΣΑΚΤ, και ζεύξεις που έχουν αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων (εφεξής «αποδεκτές ζεύξεις»).

2.   Η δημιουργία αποδεκτών ζεύξεων είναι δυνατή μόνον μεταξύ ΣΔΤ που έχουν αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων, συνίστανται δε σε μία δέσμη διαδικασιών και ρυθμίσεων με σκοπό τη μεταβίβαση τίτλων μέσω λογιστικών εγγραφών.

3.   Υφίστανται δύο είδη αποδεκτών ζεύξεων, οι οποίες δημιουργούνται βάσει συμβατικών και τεχνικών ρυθμίσεων μεταξύ των συνδεόμενων ΣΔΤ:

α)

άμεσες ζεύξεις μεταξύ δύο ΣΔΤ χωρίς την παρεμβολή ενδιάμεσου φορέα· και

β)

έμμεσες ζεύξεις που επιτρέπουν σε δύο ΣΔΤ που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους να πραγματοποιούν συναλλαγές ή μεταβίβαση τίτλων μέσω τρίτου ΣΔΤ που ενεργεί ως ενδιάμεσος φορέας.

4.   Αποδεκτές θεωρούνται μόνον οι ζεύξεις που έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί από το Ευρωσύστημα βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων. Η ΕΚΤ δημοσιεύει ενημερωμένο κατάλογο των αποδεκτών ζεύξεων στον δικτυακό τόπο της.

5.   Τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται μέσω αποδεκτής ζεύξης μπορούν να χρησιμοποιούνται για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος και για οποιονδήποτε άλλο σκοπό επιλέγει ο αντισυμβαλλόμενος.

6.   Στο παράρτημα VI παρατίθεται λεπτομερής πίνακας που απεικονίζει τη χρήση των αποδεκτών ζεύξεων μεταξύ ΣΔΤ.

Άρθρο 151

ΣΑΚΤ σε συνδυασμό με αποδεκτές ζεύξεις

1.   Για την παροχή αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων ως ασφαλειών σε διασυνοριακή βάση οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να χρησιμοποιούν τις άμεσες και έμμεσες ζεύξεις του άρθρου 150 σε συνδυασμό με το ΣΑΚΤ.

2.   Κατά τη χρήση αποδεκτών ζεύξεων μεταξύ ΣΔΤ σε συνδυασμό με το ΣΑΚΤ οι αντισυμβαλλόμενοι τηρούν τα περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται στο ΣΔΤ του εκδότη σε λογαριασμό στο ΣΔΤ του επενδυτή, είτε απευθείας είτε μέσω θεματοφύλακα. Στην περίπτωση αποδεκτών έμμεσων ζεύξεων μπορεί να ενεργεί ως ενδιάμεσος φορέας τρίτο ΣΔΤ.

3.   Τα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια κατά την παράγραφο 2 μπορούν να εκδίδονται και σε ΣΔΤ χώρας του ΕΟΧ εκτός της ζώνης του ευρώ, το οποίο έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ΣΔΤ και ζεύξεων, υπό την προϋπόθεση ότι η σχέση μεταξύ του ΣΔΤ του εκδότη και του ΣΔΤ του επενδυτή έχει αξιολογηθεί θετικά βάσει του ως άνω πλαισίου.

4.   Στο παράρτημα VI παρατίθεται λεπτομερής πίνακας που απεικονίζει τη χρήση του ΣΑΚΤ σε συνδυασμό με αποδεκτές ζεύξεις.

Άρθρο 152

ΣΑΚΤ και υπηρεσίες τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών

1.   Οι διασυνοριακές υπηρεσίες τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών επιτρέπουν στον αντισυμβαλλόμενο να αυξομειώνει το ποσό των ασφαλειών που παρέχει στην οικεία ΕθνΚΤ, προσφεύγοντας σε ασφάλειες που τηρούνται σε πάροχο υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών.

2.   Το ΣΑΚΤ (αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με αποδεκτές ζεύξεις) μπορεί να χρησιμοποιείται ως βάση για τη διασυνοριακή χρήση υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών. Σε περίπτωση που παρέχονται τέτοιες υπηρεσίες για διασυνοριακή χρήση εντός του Ευρωσυστήματος, η διασυνοριακή τους χρήση συνεπάγεται ότι ορισμένη ΕθνΚΤ ενεργεί ως ανταποκρίτρια για λογαριασμό των ΕθνΚΤ οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων έχουν ζητήσει να χρησιμοποιούν τις εν λόγω υπηρεσίες σε διασυνοριακή βάση για τους σκοπούς των πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος. Προς διευκόλυνση της διασυνοριακής χρήσης υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών κατά την παρούσα παράγραφο ο πάροχός τους θα πρέπει να έχει αξιολογηθεί θετικά από το Ευρωσύστημα.

3.   Στο παράρτημα VI παρατίθεται λεπτομερής πίνακας που απεικονίζει τη χρήση του ΣΑΚΤ με υπηρεσίες τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

Άρθρο 153

Κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών

1.   Η ΕΚΤ επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9) σε ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών τις οποίες υπέχουν βάσει των σχετικών κανονισμών και αποφάσεων της ΕΚΤ. Οι κυρώσεις και η διαδικασία επιβολής τους καθορίζονται στους ως άνω κανονισμούς.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, σε περίπτωση σοβαρής παράβασης των υποχρεώσεων τήρησης ελάχιστων αποθεματικών εκ μέρους κάποιου αντισυμβαλλομένου το Ευρωσύστημα μπορεί να αναστέλλει τη συμμετοχή του σε πράξεις ανοικτής αγοράς.

Άρθρο 154

Κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με ορισμένους λειτουργικούς κανόνες

1.   Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των συμβατικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων που εφαρμόζει, η ΕθνΚΤ επιβάλλει μία ή περισσότερες κυρώσεις σε αντισυμβαλλόμενο που δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υποχρεώσεις του:

α)

προκειμένου για τις αντιστρεπτέες συναλλαγές και τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής, με την υποχρέωση να παρέχει επαρκή ασφάλεια και να διακανονίζει το κατανεμηθέν σε αυτόν ποσό καθ' όλη τη διάρκεια ορισμένης πράξης ή του ανεξόφλητου ποσού ορισμένης πράξης κατά την εναπομένουσα διάρκειά της σε περίπτωση πρόωρης λήξης της από την ΕθνΚΤ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 15·

β)

προκειμένου για την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας, τις οριστικές συναλλαγές και την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, με την υποχρέωση διακανονισμού της συναλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 16·

γ)

προκειμένου για τη χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, με την υποχρέωση παροχής ή χρήσης ως ασφαλειών μόνον αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων και με την υποχρέωση συμμόρφωσης με τους κανόνες χρήσης αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων του τίτλου VIII του τέταρτου μέρους·

δ)

προκειμένου για τις διαδικασίες τέλους ημέρας και τις προϋποθέσεις πρόσβασης στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης, με την υποχρέωση εκ των προτέρων προσκόμισης επαρκών αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ως ασφάλειας στις περιπτώσεις εμφάνισης αρνητικού υπολοίπου στον λογαριασμό διακανονισμού του αντισυμβαλλομένου στο TARGET2 μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών ελέγχου τέλους ημέρας, το οποίο θεωρείται αυτομάτως αίτημα προσφυγής στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 6.

2.   Η κύρωση που επιβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου συνίσταται σε:

α)

χρηματική ποινή μόνο· ή

β)

χρηματική ποινή και μη χρηματική ποινή.

Άρθρο 155

Χρηματικές ποινές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με ορισμένους λειτουργικούς κανόνες

Εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του άρθρου 154 παράγραφος 1, το Ευρωσύστημα επιβάλλει χρηματική ποινή για κάθε επιμέρους περίπτωση μη συμμόρφωσης. Η χρηματική ποινή υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα VII.

Άρθρο 156

Μη χρηματικές ποινές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με ορισμένους λειτουργικούς κανόνες

1.   Εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) περισσότερες από δύο φορές εντός του ίδιου δωδεκαμήνου και εφόσον για κάθε επιμέρους περίπτωση μη συμμόρφωσης:

α)

έπρεπε να επιβληθεί χρηματική ποινή·

β)

κάθε επιμέρους απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής κοινοποιήθηκε στον αντισυμβαλλόμενο·

γ)

επρόκειτο για το ίδιο είδος μη συμμόρφωσης,

το Ευρωσύστημα αναστέλλει τη συμμετοχή του αντισυμβαλλομένου την τρίτη φορά μη συμμόρφωσής του, καθώς και κάθε επόμενη φορά που αυτός δεν συμμορφώνεται με ισοδύναμη υποχρέωση κατά το κρίσιμο δωδεκάμηνο, το οποίο υπολογίζεται από την ημερομηνία της πρώτης μη συμμόρφωσης με το άρθρο 154 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), κατά περίπτωση.

2.   Η αναστολή συμμετοχής την οποία επιβάλλει το Ευρωσύστημα κατά την παράγραφο 1 ισχύει για κάθε επόμενη πράξη ανοικτής αγοράς ομοειδή εκείνης που επέσυρε την επιβολή κύρωσης βάσει της ίδιας παραγράφου.

3.   Η διάρκεια της αναστολής της παραγράφου 1 καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII.

4.   Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης αντισυμβαλλομένου με οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχείο γ) περισσότερες από δύο φορές σε χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών και εφόσον για κάθε επιμέρους περίπτωση μη συμμόρφωσης:

α)

ήταν εφαρμοστέα χρηματική ποινή·

β)

επρόκειτο για το ίδιο είδος μη συμμόρφωσης·

γ)

κάθε επιμέρους απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής κοινοποιήθηκε στον αντισυμβαλλόμενο,

το Ευρωσύστημα αναστέλλει τη συμμετοχή του αντισυμβαλλομένου στην επόμενη πράξη ανοικτής αγοράς την τρίτη φορά μη συμμόρφωσής του, καθώς και κάθε επόμενη φορά που αυτός δεν συμμορφώνεται με ισοδύναμη υποχρέωση κατά το κρίσιμο δωδεκάμηνο, το οποίο υπολογίζεται από την ημερομηνία της πρώτης μη συμμόρφωσης με το άρθρο 154 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

5.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Ευρωσύστημα μπορεί να αναστέλλει τη συμμετοχή αντισυμβαλλομένου σε όλες τις μελλοντικές πράξεις νομισματικής πολιτικής του για περίοδο τριών μηνών και για κάθε μη συμμόρφωσή του με οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του άρθρου 154 παράγραφος 1. Στην περίπτωση αυτή το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα της περίπτωσης και, ιδίως, τα ποσά που αυτή αφορά, τη συχνότητα και τη διάρκειά της.

6.   Η αναστολή την οποία επιβάλλει το Ευρωσύστημα κατά το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επιπλέον της χρηματικής ποινής που επιβάλλεται κατά το άρθρο 155.

Άρθρο 157

Επιβολή μη χρηματικών ποινών σε υποκαταστήματα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με ορισμένους λειτουργικούς κανόνες

Η αναστολή συμμετοχής που επιβάλλει το Ευρωσύστημα σε αντισυμβαλλόμενο κατά το άρθρο 156 παράγραφος 5 μπορεί να εφαρμόζεται και σε υποκαταστήματά του εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ

ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ

Άρθρο 158

Μέτρα διακριτικής ευχέρειας λαμβανόμενα για προληπτικούς λόγους ή κατόπιν επέλευσης γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης

1.   Για προληπτικούς λόγους το Ευρωσύστημα μπορεί να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να αναστέλλει, να περιορίζει ή να αποκλείει την πρόσβαση αντισυμβαλλομένου σε πράξεις ανοικτής αγοράς ή πάγιες διευκολύνσεις του σύμφωνα με τις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει η οικεία ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ·

β)

να απαλλάσσει αντισυμβαλλόμενο από τις υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών σύμφωνα με τις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει η οικεία ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ·

γ)

να απορρίπτει συμπληρωματικές περικοπές, να περιορίζει τη χρήση τους ή να εφαρμόζει τέτοιες περικοπές σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ένας αντισυμβαλλόμενος παρέχει ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές του πράξεις, βάσει πληροφοριών που το ίδιο το Ευρωσύστημα θεωρεί σημαντικές, ιδίως σε περιπτώσεις που η πιστοληπτική διαβάθμιση του αντισυμβαλλομένου φαίνεται να εμφανίζει υψηλό βαθμό συσχέτισης με την πιστοληπτική διαβάθμιση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων.

2.   Σε περίπτωση που προληπτικό μέτρο της παραγράφου 1 βασίζεται σε πληροφορίες εποπτικής φύσης το Ευρωσύστημα χρησιμοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες, τις οποίες διαβιβάζουν οι αντισυμβαλλόμενοι ή οι εποπτικές αρχές, κατά τρόπο ώστε να τηρείται πλήρως η αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας του μέτρου ενόψει της εκτέλεσης των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος όσον αφορά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.

3.   Σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης στο πρόσωπο αντισυμβαλλομένου το Ευρωσύστημα μπορεί να αναστέλλει, να περιορίζει ή να αποκλείει την πρόσβασή του σε πράξεις ανοικτής αγοράς ή πάγιες διευκολύνσεις του σύμφωνα με τις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει το Ευρωσύστημα.

4.   Όλα τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται στη βάση της αναλογικότητας και ισότιμης μεταχείρισης και αιτιολογούνται δεόντως από το Ευρωσύστημα.

Άρθρο 159

Μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αφορούν την πιστοληπτική αξιολόγηση από το Ευρωσύστημα

1.   Το Ευρωσύστημα αποφαίνεται αν ορισμένη έκδοση, ορισμένος εκδότης, οφειλέτης ή εγγυητής πληροί τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισής του με βάση οποιαδήποτε σημαντική κατά την κρίση του πληροφορία.

2.   Το Ευρωσύστημα μπορεί με απόφασή του να απορρίπτει ή να περιορίζει την παροχή ή τη χρήση περιουσιακών στοιχείων ως ασφάλειας ή να εφαρμόζει συμπληρωματικές περικοπές αποτίμησης για τους λόγους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον η σχετική απόφαση είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία του Ευρωσυστήματος έναντι κινδύνων.

3.   Σε περίπτωση που τυχόν απόρριψη κατά την παράγραφο 2 βασίζεται σε πληροφορίες εποπτικής φύσης το Ευρωσύστημα χρησιμοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες, τις οποίες διαβιβάζουν οι αντισυμβαλλόμενοι ή οι εποπτικές αρχές, κατά τρόπο ώστε να τηρείται πλήρως η αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας του μέτρου ενόψει της εκτέλεσης των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος όσον αφορά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.

4.   Το Ευρωσύστημα μπορεί να διαγράφει τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία από τον κατάλογο των αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων:

α)

περιουσιακά στοιχεία των οποίων εκδότης ή εγγυητής είναι οντότητα που υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων και/ή άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης κεφαλαίων, τα οποία επιβάλλει η Ένωση κατά το άρθρο 75 της Συνθήκης ή κράτος μέλος· και/ή

β)

περιουσιακά στοιχεία των οποίων εκδότης ή εγγυητής είναι οντότητα η πρόσβαση της οποίας στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ.

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ

ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 160

Έννομη σχέση μεταξύ κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και αντισυμβαλλομένων

Το Ευρωσύστημα διασφαλίζει ότι οι συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις του σχετικά με τους αντισυμβαλλομένους του κατά το άρθρο 1 παράγραφος 3 συνάδουν με τις διατάξεις του έβδομου μέρους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν όλες τις ρυθμίσεις για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Άρθρο 161

Τροποποιήσεις σε σχέση με την εφαρμογή του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

1.   Οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη δυνατότητά τους να θέτουν σε εφαρμογή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε τροποποίηση του πλαισίου της νομισματικής πολιτικής.

2.   Στις συμβατικές ή κανονιστικές της ρυθμίσεις κάθε ΕθνΚΤ πρέπει να περιλαμβάνει διάταξη που να προβλέπει ότι οι τροποποιήσεις κατά την παράγραφο 1 πρέπει να κοινοποιούνται στους αντισυμβαλλομένους της. Κάθε ΕθνΚΤ μεριμνά ώστε η ως άνω κοινοποίηση να παρέχει ασφάλεια δικαίου ως προς το χρόνο κατά τον οποίο οι τροποποιήσεις αρχίζουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα.

Άρθρο 162

Νόμισμα στο οποίο εκφράζονται οι πληρωμές

Κάθε ΕθνΚΤ οφείλει να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι πρέπει να γίνονται σε ευρώ όλες οι πληρωμές που αφορούν πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, πλην των πληρωμών σε ξένο νόμισμα που διενεργούνται στο πλαίσιο των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής.

Άρθρο 163

Τύπος των συμβατικών ρυθμίσεων

Εφόσον κρίνεται απαραίτητη η κατάρτιση όλων των επιμέρους συναλλαγών μιας σύμβασης ως ενιαίας συμβατικής ρύθμισης και/ή η κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης ως σύμβασης-πλαίσιο ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική καταγγελία, λύση και εκκαθάριση (συμπεριλαμβανομένου του εκκαθαριστικού συμψηφισμού) όλων των εκκρεμών συναλλαγών σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης, οι συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζουν οι ΕθνΚΤ περιλαμβάνουν σχετική πρόβλεψη.

Άρθρο 164

Έγγραφος τύπος, μέσα μεταφοράς δεδομένων και μέσα επικοινωνίας

Κάθε ΕθνΚΤ οφείλει να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι, στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ της ΕθνΚΤ και των αντισυμβαλλομένων, προβλέπονται κατάλληλοι και σαφείς κανόνες αναφορικά με τη χρήση των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένης της επιβεβαίωσης των όρων των συναλλαγών, τα μέσα μεταφοράς δεδομένων, καθώς και τα μέσα και τους ειδικότερους όρους της μεταξύ τους επικοινωνίας.

Άρθρο 165

Γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης

1.   Κάθε ΕθνΚΤ οφείλει να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που, κατ' ελάχιστο, προβλέπουν γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης που δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τα ακόλουθα:

α)

απόφαση αρμόδιας δικαστικής ή άλλης αρχής για την υπαγωγή του αντισυμβαλλομένου σε διαδικασία εκκαθάρισης ή για τον διορισμό εκκαθαριστή ή προσώπου με ανάλογη ιδιότητα ή για την υπαγωγή του αντισυμβαλλομένου σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία·

β)

απόφαση αρμόδιας δικαστικής ή άλλης αρχής για την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης ή ανάλογης διαδικασίας επί του αντισυμβαλλομένου, με σκοπό να διαφυλαχθεί ή να επανορθωθεί η οικονομική του κατάσταση και να αποφευχθεί η λήψη απόφασης του είδους που περιγράφεται στο στοιχείο α)·

γ)

έγγραφη δήλωση του αντισυμβαλλομένου περί της αδυναμίας του να εξοφλήσει εν όλω ή εν μέρει τις οφειλές του ή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από πράξεις νομισματικής πολιτικής ή επίτευξη εξώδικου διακανονισμού με τους δανειστές ή συνδρομή περίπτωσης κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος είναι ή θεωρείται αφερέγγυος ή θεωρείται ότι αδυνατεί να εξοφλήσει τις οφειλές του·

δ)

διαδικαστικά στάδια που προηγούνται της λήψης απόφασης υπό τα στοιχεία α) ή β)·

ε)

τυχόν δήλωση δεσμευτικού χαρακτήρα ή άλλη προσυμβατική δήλωση στην οποία προέβη ή τεκμαίρεται ότι προέβη ο αντισυμβαλλόμενος δυνάμει κείμενων νομικών διατάξεων και η οποία είναι ανακριβής ή αναληθής·

στ)

αναστολή ή ανάκληση της άδειας του αντισυμβαλλομένου να ασκεί δραστηριότητες δυνάμει α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· ή β) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19), όπως ενσωματώνονται στο δίκαιο του οικείου κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ·

ζ)

αναστολή ή αποκλεισμό της συμμετοχής του αντισυμβαλλομένου σε οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμό πληρωμών μέσω του οποίου διενεργούνται πληρωμές στο πλαίσιο των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (με εξαίρεση τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων) ή αναστολή ή αποκλεισμό της συμμετοχής του σε ΣΔΤ που χρησιμοποιείται για τον διακανονισμό πράξεων νομισματικής πολιτικής·

η)

λήψη κατά του αντισυμβαλλομένου μέτρων όπως εκείνα του άρθρου 41 παράγραφος 1, του άρθρου 43 παράγραφος 1 και του άρθρου 44 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

θ)

προκειμένου για αντιστρεπτέες συναλλαγές, μη συμμόρφωση του αντισυμβαλλομένου με τις διατάξεις που αφορούν μέτρα ελέγχου κινδύνων·

ι)

προκειμένου για πράξεις επαναγοράς, μη καταβολή από τον αντισυμβαλλόμενο του τιμήματος αγοράς ή επαναγοράς ή μη παράδοση περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο αγοράς ή επαναγοράς ή, προκειμένου για δάνεια που καλύπτονται από ασφάλεια, μη παράδοση από εκείνον των περιουσιακών στοιχείων ή μη επιστροφή της πίστωσης κατά τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες παράδοσης ή καταβολής·

ια)

προκειμένου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής και για καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας, μη καταβολή από τον αντισυμβαλλόμενο του ποσού σε ευρώ ή, προκειμένου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής, του ποσού σε ξένο νόμισμα κατά τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες καταβολής·

ιβ)

συνδρομή στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης όχι ουσιωδώς διαφορετικού από τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο στο πλαίσιο σύμβασης για τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων ή των ιδίων κεφαλαίων της ΕΚΤ ή οποιασδήποτε ΕθνΚΤ·

ιγ)

μη παροχή από τον αντισυμβαλλόμενο σημαντικών πληροφοριών, με αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών συνεπειών στην οικεία ΕθνΚΤ·

ιδ)

μη συμμόρφωση του αντισυμβαλλομένου με οποιαδήποτε άλλη υποχρέωσή του στο πλαίσιο συμφωνιών που αφορούν αντιστρεπτέες συναλλαγές και πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων και παράλειψή του, εφόσον δύναται, να επανορθώσει την κατάσταση εντός 30 το πολύ ημερών από τη σχετική πρόσκληση της ΕθνΚΤ προς αυτόν στην περίπτωση συναλλαγών καλυπτόμενων από ασφάλεια και 10 το πολύ ημερών στην περίπτωση πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων·

ιε)

συνδρομή στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης στο πλαίσιο σύμβασης με άλλο μέλος του Ευρωσυστήματος για τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, συνεπεία του οποίου το εν λόγω μέλος άσκησε δικαίωμα καταγγελίας κάθε συναλλαγής στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης·

ιστ)

υπαγωγή του αντισυμβαλλομένου σε δέσμευση κεφαλαίων και/ή σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων του, τα οποία επιβάλλει η ΕΕ κατά το άρθρο 75 της Συνθήκης·

ιζ)

υπαγωγή του αντισυμβαλλομένου σε δέσμευση κεφαλαίων και/ή σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων του, τα οποία επιβάλλει η Ένωση κατά το άρθρο 75 της Συνθήκης·

ιη)

υπαγωγή του συνόλου ή σημαντικού μέρους των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου σε εντολή δέσμευσης, σε κατάσχεση ή σε άλλη διαδικασία που αποσκοπεί στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος ή των δικαιωμάτων των δανειστών του·

ιθ)

εκχώρηση του συνόλου ή σημαντικού μέρους των περιουσιακών στοιχείων του αντισυμβαλλομένου σε άλλη οντότητα·

κ)

κάθε άλλο επικείμενο ή υπαρκτό γεγονός η επέλευση του οποίου μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει συμφωνίας που έχει συνάψει για σκοπούς άσκησης πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος ή βάσει άλλων κανόνων που διέπουν τις σχέσεις του με οποιαδήποτε ΕθνΚΤ.

2.   Τα γεγονότα υπό τα στοιχεία α) και ιστ) της παραγράφου 1 επέρχονται αυτοδικαίως· τα γεγονότα υπό τα στοιχεία β), γ) και ιζ) μπορεί να επέρχονται αυτοδικαίως, τα γεγονότα υπό τα στοιχεία δ) έως ιε) και ιη) έως κ) δεν επέρχονται αυτοδικαίως αλλά κατόπιν ενέργειας κατά διακριτική ευχέρεια, δηλαδή μόνον κατόπιν οχλήσεως. Η όχληση μπορεί να προβλέπει «περίοδο χάριτος» έως τριών εργάσιμων ημερών για επανόρθωση. Όσον αφορά γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης που επέρχονται κατόπιν ενέργειας κατά διακριτική ευχέρεια, οι ΕθνΚΤ διασφαλίζουν ότι οι διατάξεις περί άσκησης της διακριτικής ευχέρειας προσδιορίζουν σαφώς τα αποτελέσματα της άσκησής της.

Άρθρο 166

Μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων ή για προληπτικούς λόγους

1.   Κάθε ΕθνΚΤ οφείλει να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι αυτή νομιμοποιείται να ασκεί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα δικαιώματα σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης ή για προληπτικούς λόγους:

α)

να αναστέλλει, να περιορίζει ή να αποκλείει την πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου σε πράξεις ανοικτής αγοράς·

β)

να αναστέλλει, να περιορίζει ή να αποκλείει την πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου σε πάγιες διευκολύνσεις·

γ)

να λύει διά καταγγελίας όλες τις εκκρεμείς συμφωνίες και συναλλαγές·

δ)

να αξιώνει επίσπευση της ικανοποίησης των απαιτήσεων που δεν έχουν ακόμη καταστεί ληξιπρόθεσμες ή τελούν υπό όρο ή αίρεση·

ε)

να χρησιμοποιεί τις καταθέσεις που τηρεί στην ίδια ορισμένος αντισυμβαλλόμενος για τον συμψηφισμό απαιτήσεών της έναντι αυτού·

στ)

να αρνηθεί την εκπλήρωση υποχρεώσεών της έναντι του αντισυμβαλλομένου έως ότου ικανοποιηθεί η απαίτησή της εναντίον του.

2.   Κάθε ΕθνΚΤ μπορεί να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που τη νομιμοποιούν να ασκεί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα δικαιώματα, πέραν εκείνων της παραγράφου 1, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης:

α)

να απαιτεί τόκους υπερημερίας· και

β)

να απαιτεί αποζημίωση για τυχόν ζημίες που υφίσταται συνεπεία της αθέτησης.

3.   Κάθε ΕθνΚΤ μπορεί να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που τη νομιμοποιούν, για προληπτικούς λόγους, να απορρίπτει ή να περιορίζει τη χρήση περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια από τους αντισυμβαλλομένους για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος ή να εφαρμόζει συμπληρωματικές περικοπές αποτίμησης επί περιουσιακών στοιχείων.

4.   Κάθε ΕθνΚΤ οφείλει να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι αυτή νομιμοποιείται να ρευστοποιεί ανά πάσα στιγμή και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όλα τα περιουσιακά στοιχεία που παρασχέθηκαν ως ασφάλεια, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιείται μέχρι το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος δεν προβαίνει σε άμεσο διακανονισμό του αρνητικού υπολοίπου του.

5.   Προς διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής των επιβαλλόμενων μέτρων το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζει σχετικά με τα μέτρα αποκατάστασης, περιλαμβανομένης της αναστολής, του περιορισμού ή του αποκλεισμού της πρόσβασης σε πράξεις ανοικτής αγοράς ή πάγιες διευκολύνσεις.

Άρθρο 167

Παροχή πληροφοριών από τους αντισυμβαλλομένους

Κάθε ΕθνΚΤ οφείλει να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη δυνατότητά της να λαμβάνει από τους αντισυμβαλλομένους κάθε σημαντική πληροφορία σχετική με τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 168

Κοινοποιήσεις και λοιπές ανακοινώσεις

1.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι όλες οι κοινοποιήσεις και λοιπές ανακοινώσεις γίνονται εγγράφως και/ή σε ηλεκτρονική μορφή.

2.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που παρέχουν ασφάλεια δικαίου αναφορικά με τους όρους επίδοσης των κοινοποιήσεων και λοιπών ανακοινώσεων και τον χρόνο κατά τον οποίο αυτές αρχίζουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα. Το όποιο χρονικό διάστημα μεσολαβεί έως ότου αυτές αρχίσουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλο ώστε να αλλοιώνει το οικονομικό αποτέλεσμα των ρυθμίσεων ως συνόλου. Ειδικότερα, όπου προβλέπεται επιβεβαίωση, αυτή θα πρέπει να παρέχεται και να ελέγχεται αμέσως.

Άρθρο 169

Δικαιώματα τρίτων

1.   Κάθε ΕθνΚΤ οφείλει να εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του αντισυμβαλλομένου δεν επιδέχονται εκχώρηση, σύσταση βαρών, ανανέωση ή διάθεση με άλλον τρόπο από τον ίδιο χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συγκατάθεση της οικείας ΕθνΚΤ.

2.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι μόνο η συμβαλλόμενη ή η οικεία ΕθνΚΤ και ο εκάστοτε κατονομαζόμενος αντισυμβαλλόμενος αντλούν δικαιώματα και υπέχουν υποχρεώσεις από τη συναλλαγή. Πάντως, οι εν λόγω συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχέσεις μεταξύ ΕθνΚΤ και/ή ΕΚΤ:

α)

που προκύπτουν από τη διασυνοριακή χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων· και

β)

που είναι αναγκαίες για τη διενέργεια πράξεων με αντισυμβαλλομένους που ενεργούν μέσω ιδρύματος διαμεσολάβησης.

Άρθρο 170

Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμοδιότητα δικαστηρίων

1.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι το δίκαιο το οποίο διέπει τις εφαρμοζόμενες από αυτήν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις και όλες τις συναλλαγές βάσει αυτών των ρυθμίσεων είναι το δίκαιο του κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ στο οποίο εδρεύει η ΕθνΚΤ, εκτός εάν απαιτείται άλλως στο πλαίσιο της διασυνοριακής χρήσης αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.

2.   Κατά τόπο αρμόδια για την επίλυση των διαφορών είναι τα τακτικά δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 171

Ημέρες διακανονισμού των καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει ρυθμίσεις περί καταθέσεων οι οποίες προβλέπουν ότι ο διακανονισμός όσον αφορά την αποδοχή και επιστροφή των καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας λαμβάνει χώρα κατά τις ημέρες που καθορίζονται στην αναγγελία της πράξης κατάθεσης από την ΕΚΤ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Προσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν τις συμφωνίες επαναγοράς και τις δανειακές συμβάσεις που καλύπτονται από ασφάλεια

Άρθρο 172

Ημερομηνία αναστροφής της συναλλαγής

Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι η ημερομηνία αναστροφής της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας αποπληρωμής του δανείου που καλύπτεται από ασφάλεια, κατά περίπτωση, ορίζονται κατά τον χρόνο συνομολόγησης κάθε συναλλαγής.

Άρθρο 173

Εργάσιμες ημέρες

Οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που ορίζουν την «εργάσιμη ημέρα» κατά το άρθρο 2.

Άρθρο 174

Επιτόκια

1.   Στις συμφωνίες επαναγοράς η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής επαναγοράς αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή συμφωνημένου επιτοκίου επί της τιμής αγοράς κατά το διάστημα από την προγραμματισμένη ημερομηνία αγοράς έως την ημερομηνία επαναγοράς.

2.   Για τον υπολογισμό των τόκων όσον αφορά τα δάνεια που καλύπτονται από ασφάλεια εφαρμόζεται το καθορισμένο επιτόκιο επί του ποσού της πίστωσης για το διάστημα μέχρι τη λήξη της συναλλαγής.

3.   Το επιτόκιο που εφαρμόζεται στις αντιστρεπτέες συναλλαγές είναι ένα απλό επιτόκιο με βάση τον πραγματικό αριθμό ημερών επί έτους 360 ημερών.

Άρθρο 175

Μηχανισμοί μετατροπής σε ευρώ ποσών εκφρασμένων σε άλλο νόμισμα

Οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι οι μηχανισμοί μετατροπής σε ευρώ ποσών εκφρασμένων σε άλλο νόμισμα καθορίζουν ως εφαρμοστέα ισοτιμία μετατροπής την ημερήσια συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς της ΕΚΤ για το ευρώ ή, ελλείψει τέτοιας, την άμεση (spot) συναλλαγματική ισοτιμία που υποδεικνύει η ΕΚΤ κατά την προηγούμενη της μετατροπής εργάσιμη ημέρα για την πώληση ευρώ από την ΕΚΤ έναντι αγοράς του άλλου νομίσματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Προσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά τις συμφωνίες επαναγοράς

Άρθρο 176

Αντικείμενο των συμφωνιών επαναγοράς

1.   Κατά τη σύναψη συμφωνιών επαναγοράς οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν την πώληση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων έναντι καταβολής μετρητών σε ευρώ, με ταυτόχρονη συμφωνία για επαναπώληση ισοδύναμων περιουσιακών στοιχείων έναντι καταβολής μετρητών σε ευρώ, σε καθορισμένη ημερομηνία.

2.   Κάθε ΕθνΚΤ ορίζει ως «ισοδύναμα» τα περιουσιακά στοιχεία του ίδιου εκδότη, τα οποία αποτελούν μέρος της ίδιας έκδοσης, ανεξάρτητα από την ημερομηνία έκδοσής τους, και είναι ίδια με εκείνα προς τα οποία γίνεται η σύγκριση ως προς τον τύπο, την ονομαστική αξία, το ποσό και την περιγραφή.

3.   Εάν τα περιουσιακά στοιχεία προς τα οποία γίνεται η κατά την παράγραφο 2 σύγκριση μετατραπούν σε περιουσιακά στοιχεία διαφορετικής κατηγορίας ή επανεκφραστούν σε άλλο νόμισμα ή ασκηθεί δικαίωμα αγοράς επ' αυτών, ο ορισμός των ισοδύναμων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να προσαρμόζεται αναλόγως, ώστε να περιλαμβάνει:

α)

σε περίπτωση μετατροπής, τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία μετατρέπονται·

β)

σε περίπτωση άσκησης δικαιώματος αγοράς επί περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ισοδύναμα προς τα αποπληρωμένα περιουσιακά στοιχεία, εφόσον ο πωλητής έχει καταβάλει στον αγοραστή ποσό ίσο με την αξία του ασκηθέντος δικαιώματος αγοράς·

γ)

σε περίπτωση περιουσιακών στοιχείων τα οποία επανεκφράζονται σε άλλο νόμισμα, περιουσιακά στοιχεία ισοδύναμα εκείνων που προκύπτουν από την επανέκφραση, συν το αναγκαίο χρηματικό ποσό για την κάλυψη τυχόν διαφοράς μεταξύ της αξίας των περιουσιακών στοιχείων πριν και μετά την επανέκφρασή τους.

Άρθρο 177

Ρυθμίσεις εκκαθαριστικού συμψηφισμού όσον αφορά τις συμφωνίες επαναγοράς

1.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι με την επέλευση γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης αυτή νομιμοποιείται να καταγγέλλει και να εκκαθαρίζει όλες τις εκκρεμείς συναλλαγές επαναγοράς.

2.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που περιέχουν διατάξεις περί εκκαθαριστικού συμψηφισμού με σκοπό την επίτευξη οικονομικών αποτελεσμάτων ισοδύναμων με τα αναφερόμενα κατωτέρω.

α)

Με την επέλευση γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης θεωρείται ότι επέρχεται αμέσως η ημερομηνία επαναγοράς για κάθε συναλλαγή και υπό τους εξής όρους:

i)

όλα τα ισοδύναμα περιουσιακά στοιχεία που έχουν κατατεθεί ως περιθώριο καθίστανται αμέσως παραδοτέα, κατά τρόπο ώστε η εκπλήρωση των αντίστοιχων υποχρεώσεων των συμβαλλομένων για παράδοση των περιουσιακών στοιχείων και καταβολή του τιμήματος επαναγοράς για κάθε επαναγοραζόμενο περιουσιακό στοιχείο να πραγματοποιείται μόνο σύμφωνα με το στοιχεία β) έως δ)· ή

ii)

λύεται η συμφωνία επαναγοράς.

β)

Σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης οι αγοραίες αξίες των επαναγορασθέντων περιουσιακών στοιχείων και όλων των ισοδύναμων περιουσιακών στοιχείων που έχουν κατατεθεί ως περιθώριο και πρόκειται να μεταβιβαστούν, καθώς και το καταβλητέο από κάθε συμβαλλόμενο τίμημα επαναγοράς, καθορίζονται από την ΕθνΚΤ για όλες τις συναλλαγές την ημερομηνία επαναγοράς με βάση εύλογα εμπορικά κριτήρια.

γ)

Βάσει του στοιχείου β) η ΕθνΚΤ υπολογίζει τα κατά την ημερομηνία επαναγοράς εκατέρωθεν οφειλόμενα ποσά. Τα εν λόγω ποσά πρέπει να συμψηφίζονται, μόνο δε το καθαρό υπόλοιπο που προκύπτει καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό από τον δικαιούχο της χαμηλότερης απαίτησης.

δ)

Το καθαρό υπόλοιπο καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό την επόμενη ημέρα κατά την οποία το TARGET2 βρίσκεται σε λειτουργία για την εκτέλεση πληρωμών. Για τους σκοπούς του υπολογισμού όσα ποσά δεν είναι εκφρασμένα σε ευρώ πρέπει να μετατρέπονται σε ευρώ κατά τη σχετική ημερομηνία με βάση την υπολογιζόμενη κατά το άρθρο 175 ισοτιμία.

3.   Κάθε ΕθνΚΤ ορίζει την «αγοραία αξία σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης» κατά τους ορισμούς του άρθρου 2.

Άρθρο 178

Συμμόρφωση με τα μέτρα ελέγχου κινδύνων

Συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζουν οι ΕθνΚΤ και που προβλέπουν αντικατάσταση της ασφάλειας διασφαλίζουν ότι εξακολουθούν να τηρούνται τα απαιτούμενα μέτρα ελέγχου κινδύνων.

Άρθρο 179

Περιθώρια σε μετρητά

Εάν οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν διάταξη περί καταβολής ή επιστροφής περιθωρίων σε μετρητά, η διάταξη αυτή πρέπει να προβλέπει επίσης ότι κάθε περαιτέρω υποχρέωση καταβολής ή επιστροφής περιθωρίων θα πρέπει καταρχάς να εκπληρώνεται με ισόποση καταβολή μετρητών μέχρι του ίδιου ποσού, πλέον τυχόν τόκων.

Άρθρο 180

Περαιτέρω διατάξεις σχετικά με τις συμφωνίες επαναγοράς

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής κάθε ΕθνΚΤ μπορεί στις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις της να καθορίζει περαιτέρω διατάξεις σχετικά με τις συμφωνίες επαναγοράς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά τις δανειακές συμβάσεις που καλύπτονται από ασφάλεια

Άρθρο 181

Παροχή και ρευστοποίηση ασφαλειών

1.   Στις συμβατικές ή κανονιστικές της ρυθμίσεις για την παροχή ρευστότητας υπό τη μορφή δανείων που καλύπτονται από ασφάλεια κάθε ΕθνΚΤ λαμβάνει υπόψη τις διάφορες διαδικασίες και διατυπώσεις που ισχύουν στην οικεία χώρα και απαιτούνται για τη σύσταση και εν συνεχεία ρευστοποίηση της σχετικής ασφάλειας, π.χ. ενεχύρου, εκχώρησης ή άλλου βάρους.

2.   Προκειμένου για δάνεια που καλύπτονται από ασφάλεια, κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι νομιμοποιείται να ρευστοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια χωρίς την ύπαρξη προνομιακών απαιτήσεων επ' αυτών. Θα πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα τρίτων, συμπεριλαμβανομένου του φορέα ρευστοποίησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας, να παρέμβουν και να διεκδικήσουν επιτυχώς τα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια, εφόσον δεν συντρέχει απάτη, ή οποιοδήποτε δικαίωμα σχετίζεται με αυτά.

3.   Προκειμένου για δάνεια που καλύπτονται από ασφάλεια κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 165 η ίδια νομιμοποιείται να εισπράττει την οικονομική αξία των περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια. Η ως άνω περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης θα πρέπει να αντανακλά επίσης τις περιστάσεις υπό τις οποίες η ΕθνΚΤ μπορεί να θεωρήσει ότι συντρέχει αθέτηση υποχρέωσης στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου στο πλαίσιο συμφωνιών επαναγοράς.

Άρθρο 182

Παράταση της διάρκειας των ενδοημερήσιων πράξεων μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα

Οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που προβλέπουν τη δυνατότητα παράτασης της διάρκειας των ενδοημερήσιων πράξεων μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Πρόσθετα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν αποκλειστικά τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής

Άρθρο 183

Συμφωνία άμεσης και ταυτόχρονα προθεσμιακής πώλησης και αγοράς

Οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι κάθε πράξη ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής αποτελείται από δύο ταυτόχρονες συναλλαγές, μία άμεση και μία προθεσμιακή (spot-and-forward) αγοραπωλησία ευρώ έναντι ξένου νομίσματος.

Άρθρο 184

Χρόνος και μηχανισμοί μεταφοράς πληρωμών

Οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν διάταξη σχετικά με το χρόνο και τους μηχανισμούς μεταφοράς πληρωμών. Η ημερομηνία της προθεσμιακής αγοραπωλησίας καθορίζεται κατά το χρόνο συνομολόγησης κάθε συναλλαγής.

Άρθρο 185

Ορισμός ειδικών όρων

Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που ορίζουν το ξένο νόμισμα, την άμεση ισοτιμία, την προθεσμιακή ισοτιμία, την ημερομηνία μεταβίβασης και αναμεταβίβασης ως ακολούθως:

α)

ως «ξένο νόμισμα» νοείται κάθε νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα πλην του ευρώ·

β)

ως «τρέχουσα ισοτιμία» ορισμένης συναλλαγής νοείται η ισοτιμία που υπολογίζεται κατά το άρθρο 175 και εφαρμόζεται για τη μετατροπή του εκφρασμένου σε ευρώ ποσού στο ποσό του ξένου νομίσματος της συναλλαγής, στο πλαίσιο της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος υποχρεούται να μεταβιβάσει στον άλλον κατά την ημερομηνία μεταβίβασης το εν λόγω ποσό ξένου νομίσματος έναντι καταβολής του ισόποσου σε ευρώ από τον τελευταίο· η εν λόγω ισοτιμία καθορίζεται στην επιβεβαίωση της συναλλαγής·

γ)

ως «προθεσμιακή ισοτιμία» νοείται η ισοτιμία που υπολογίζεται κατά το άρθρο 175 και εφαρμόζεται για τη μετατροπή του εκφρασμένου σε ευρώ ποσού στο ποσό του ξένου νομίσματος που ο ένας συμβαλλόμενος υποχρεούται να μεταβιβάσει στον άλλο κατά την ημερομηνία αναμεταβίβασης, εισπράττοντας σε αντάλλαγμα το ποσό σε ευρώ· η εν λόγω ισοτιμία καθορίζεται στην επιβεβαίωση και προσδιορίζεται στις σχετικές συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει η εκάστοτε ΕθνΚΤ·

δ)

ως «ποσό αναμεταβίβασης σε ξένο νόμισμα» νοείται το ποσό ξένου νομίσματος που απαιτείται για την αγορά του ποσού σε ευρώ κατά την ημερομηνία αναμεταβίβασης·

ε)

ως «ημερομηνία μεταβίβασης» στο πλαίσιο ορισμένης συναλλαγής νοείται η ημερομηνία και, κατά περίπτωση, η συγκεκριμένη ώρα της ημέρας κατά την οποία πρόκειται να εκτελεστεί η μεταβίβαση του ποσού σε ευρώ από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλον, δηλαδή η ημερομηνία και, κατά περίπτωση, η ώρα κατά την οποία οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει ότι θα λάβει χώρα ο διακανονισμός της μεταβίβασης του ποσού σε ευρώ·

στ)

ως «ημερομηνία αναμεταβίβασης» στο πλαίσιο ορισμένης συναλλαγής νοείται η ημερομηνία και, κατά περίπτωση, η συγκεκριμένη ώρα της ημέρας κατά την οποία ο ένας συμβαλλόμενος υποχρεούται να αναμεταβιβάσει στον άλλον το ποσό σε ευρώ.

Άρθρο 186

Ρυθμίσεις εκκαθαριστικού συμψηφισμού όσον αφορά τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

1.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι με την επέλευση γεγονότος αθέτησης αυτή νομιμοποιείται να καταγγέλλει και να εκκαθαρίζει όλες τις εκκρεμείς συναλλαγές.

2.   Κάθε ΕθνΚΤ εφαρμόζει συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που περιέχουν διατάξεις περί εκκαθαριστικού συμψηφισμού με σκοπό την επίτευξη οικονομικών αποτελεσμάτων ισοδύναμων με τα αναφερόμενα παρακάτω.

α)

Με την επέλευση του γεγονότος που συνιστά αθέτηση υποχρέωσης θεωρείται ότι επέρχεται λύση κάθε συναλλαγής, οι δε αξίες αντικατάστασης των ποσών σε ευρώ και των αναμεταβιβαζόμενων ποσών σε ξένο νόμισμα καθορίζονται από την ΕθνΚΤ με βάση την παραδοχή ότι οι εν λόγω αξίες αντικατάστασης αντιπροσωπεύουν τα ποσά που θα απαιτούνταν προκειμένου να διασφαλιστεί για εκείνη το οικονομικά ισοδύναμο οποιωνδήποτε πληρωμών θα είχαν απαιτηθεί σε αντίθετη περίπτωση.

β)

Βάσει των ως άνω καθοριζόμενων ποσών η ΕθνΚΤ υπολογίζει τα κατά την ημερομηνία αναμεταβίβασης εκατέρωθεν οφειλόμενα ποσά. Τα εν λόγω ποσά πρέπει να μετατρέπονται σε ευρώ, εφόσον χρειάζεται, κατά το άρθρο 175 και να συμψηφίζονται, μόνο δε το καθαρό υπόλοιπο που προκύπτει είναι πληρωτέο από τον δικαιούχο της χαμηλότερης απαίτησης και καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό την επόμενη ημέρα κατά την οποία το TARGET2 βρίσκεται σε λειτουργία για την εκτέλεση πληρωμών.

Άρθρο 187

Περαιτέρω διατάξεις σχετικά με τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής κάθε ΕθνΚΤ μπορεί να καθορίζει περαιτέρω διατάξεις σχετικά με τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων στις συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις της.

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 188

Ανταλλαγή πληροφοριών

Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, οι ΕθνΚΤ μπορούν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους συγκεκριμένες πληροφορίες, π.χ. λειτουργικά δεδομένα, για αντισυμβαλλομένους που συμμετέχουν σε πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου του άρθρου 37 του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

Άρθρο 189

Νομοθεσία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

Οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να γνωρίζουν και συμμορφώνονται με όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 190

Κατάργηση

1.   Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2011/14 καταργείται από την 1η Μαΐου 2015.

2.   Κάθε αναφορά στην καταργούμενη κατευθυντήρια γραμμή νοείται ως αναφορά στην παρούσα κατευθυντήρια γραμμή και στις διατάξεις αυτής σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθενται στο παράρτημα XIII.

Άρθρο 191

Έναρξη παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, εφαρμογή και ενσωμάτωση

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα από την ημέρα κοινοποίησής της στις ΕθνΚΤ.

2.   Όλες οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2015, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 142, οι οποίες εφαρμόζονται από την 1η Νοεμβρίου 2015.

3.   Οι ΕθνΚΤ διαβιβάζουν στην ΕΚΤ το αργότερο στις 16 Φεβρουαρίου 2015 τα κείμενα και μέσα διά των οποίων προτίθενται να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής που επιφέρουν ουσιαστικές τροποποιήσεις στην κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2011/14.

Άρθρο 192

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος.

Φρανκφούρτη, 19 Δεκεμβρίου 2014.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2011/14, της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΕ L 331 της 14.12.2011, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (ECB/2003/9) (ΕΕ L 250 της 2.10.2003, σ. 10).

(4)  Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΕ L 30 της 30.1.2013, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4) (ΕΕ L 264 της 12.10.1999, σ. 21).

(7)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΛ 2010) (ΕΕ L 174 της 26.6.2013, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(12)  Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 4.

(13)  Η αναφορά στην ώρα Κεντρικής Ευρώπης λαμβάνει υπόψη και την αλλαγή στη θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης.

(14)  Σε περίπτωση αργίας μπορεί να οριστεί άλλη ημερομηνία.

(15)  Λόγω των εορτών, η πράξη του Δεκεμβρίου συνήθως διενεργείται μία εβδομάδα νωρίτερα, δηλαδή την προτελευταία Τετάρτη του μήνα.

(16)  Οι ημερομηνίες διακανονισμού αντιστοιχούν σε εργάσιμες ημέρες του Ευρωσυστήματος. Η ένδειξη «Τ» συμβολίζει την ημερομηνία συναλλαγής.

(17)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(18)  Πληροφορίες για τις πιστοληπτικές βαθμίδες δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

(19)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ

Το παρόν παράρτημα εξυπηρετεί αποκλειστικά ενημερωτικούς σκοπούς. Σε περίπτωση διαφορών μεταξύ των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος κ. ι εκείνων του νομικού πλαισίου που διέπει το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, κατισχύει το δεύτερο.

1.

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό του ΕΣΚΤ»), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) απαιτεί από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά σε λογαριασμούς στις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος. Το νομικό πλαίσιο που διέπει το ως άνω σύστημα προβλέπεται στο άρθρο 19 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, καθώς και στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2531/98 και (ΕΕ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9). Η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9) διασφαλίζει την ομοιομορφία των όρων του συστήματος υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος σε όλα τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.

2.

Το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος αποσκοπεί κυρίως στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος και στη δημιουργία (ή διεύρυνση) διαρθρωτικού ελλείμματος ρευστότητας.

3.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος ισχύει για τα πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ. Στο ίδιο σύστημα υπόκεινται και τα εγκατεστημένα στη ζώνη του ευρώ υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν έχουν συσταθεί στη ζώνη του ευρώ, όχι όμως και τα εγκατεστημένα εκτός της ζώνης του ευρώ υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί στη ζώνη του ευρώ.

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), τα ιδρύματα απαλλάσσονται αυτοδικαίως από την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών από την έναρξη της περιόδου τήρησης εντός της οποίας ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους, τα ίδια παραιτούνται από αυτή ή κινούνται διαδικασίες εκκαθάρισής τους βάσει απόφασης δικαστικής ή άλλης αρμόδιας αρχής κράτους μέλους.

5.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), η ΕΚΤ μπορεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων να απαλλάσσει τα ιδρύματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) αυτού από την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Στα εν λόγω ιδρύματα ανήκουν, μεταξύ άλλων, εκείνα που υπόκεινται σε μέτρα εξυγίανσης και εκείνα που υπόκεινται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων τους που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει του άρθρου 75 της Συνθήκης ή από κράτος μέλος ή σε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που αναστέλλει ή αποκλείει την πρόσβασή τους στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος.

6.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), η ΕΚΤ καταρτίζει και τηρεί κατάλογο των ιδρυμάτων που υπόκεινται στο σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος.

7.

Η ΕΚΤ δημοσιεύει επίσης κατάλογο των ιδρυμάτων που απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος για λόγους διαφορετικούς από την εφαρμογή επ' αυτών μέτρων εξυγίανσης και ή δέσμευσης κεφαλαίων ή/και άλλων μέτρων περιοριστικών της χρήσης των κεφαλαίων τους που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει του άρθρου 75 της Συνθήκης ή από κράτος μέλος ή απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που αναστέλλει ή αποκλείει την πρόσβασή τους στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος.

8.

Η βάση των αποθεματικών κάθε ιδρύματος καθορίζεται σε σχέση με συγκεκριμένα στοιχεία του ισολογισμού του. Τα στοιχεία του ισολογισμού γνωστοποιούνται στις ΕθνΚΤ σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο της νομισματικής και χρηματοπιστωτικής στατιστικής της ΕΚΤ. Κατά κανόνα, τα ιδρύματα υπολογίζουν τη βάση των αποθεματικών τους για συγκεκριμένη περίοδο τήρησης σε σχέση με τα στοιχεία που αφορούν το μήνα ο οποίος προηγείται κατά δύο μήνες του μήνα εντός του οποίου αρχίζει η περίοδος τήρησης κατά το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), με εξαίρεση τα μικρά ιδρύματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του ίδιου κανονισμού.

9.

Οι συντελεστές υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών καθορίζονται από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του ανώτατου ορίου που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98.

10.

Το ύψος των ελάχιστων αποθεματικών που υποχρεούται να τηρεί κάθε ίδρυμα στη διάρκεια ορισμένης περιόδου τήρησης υπολογίζεται με εφαρμογή του συντελεστή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών στο αντίστοιχο στοιχείο της βάσης των αποθεματικών για τη συγκεκριμένη περίοδο. Τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά που προσδιορίζονται από την οικεία συμμετέχουσα ΕθνΚΤ και το ίδρυμα σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9) αποτελούν τη βάση: α) υπολογισμού των τόκων επί των τηρούμενων υποχρεωτικών αποθεματικών· και β) αξιολόγησης της συμμόρφωσης του ιδρύματος με την υποχρέωση τήρησης του απαιτούμενου ύψους ελάχιστων αποθεματικών.

11.

Για τους σκοπούς της σταθεροποίησης των επιτοκίων, το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των διατάξεων του μέσου όρου, πράγμα που σημαίνει ότι η συμμόρφωση με την υποχρέωση τήρησης αποθεματικών καθορίζεται με βάση το μέσο όρο των υπολοίπων των λογαριασμών αποθεματικών των αντισυμβαλλομένων στο τέλος κάθε ημερολογιακής ημέρας στη διάρκεια της περιόδου τήρησης. Η συμμόρφωση με την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών διαπιστώνεται με βάση τα μέσα ημερήσια υπόλοιπα των τηρούμενων από το ίδρυμα αποθεματικών στη διάρκεια της περιόδου τήρησης. Η περίοδος τήρησης ορίζεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9).

12.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 (ΕΚΤ/2003/9), τα τηρούμενα από τα ιδρύματα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά τοκίζονται με το μέσο όρο του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της περιόδου τήρησης (σταθμισμένο ανάλογα με τον αριθμό των ημερολογιακών ημερών), σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο (το αποτέλεσμα που προκύπτει στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο λεπτό του ευρώ):

Formula Formula

Όπου:

Rt

=

οι τόκοι που καταβάλλονται επί των τηρούμενων υποχρεωτικών αποθεματικών για την περίοδο τήρησης t·

Ht

=

το μέσο ημερήσιο ύψος των τηρούμενων υποχρεωτικών αποθεματικών για την περίοδο τήρησης t·

nt

=

ο αριθμός ημερολογιακών ημερών της περιόδου τήρησης t·

rt

=

το επιτόκιο επί των τηρούμενων υποχρεωτικών αποθεματικών για την περίοδο τήρησης t. Εφαρμόζονται οι συνήθεις κανόνες στρογγυλοποίησης του επιτοκίου στα δύο δεκαδικά ψηφία·

i

=

η ημερολογιακή ημέρα i της περιόδου τήρησης t·

MRi

=

το οριακό επιτόκιο της τελευταίας πράξης κύριας αναχρηματοδότησης που διακανονίζεται κατά την ημερολογιακή ημέρα i ή πριν από την ημέρα αυτή.

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ιδρύματος με άλλες υποχρεώσεις του από κανονισμούς και αποφάσεις της ΕΚΤ που αφορούν το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος (π.χ. σε περίπτωση μη έγκαιρης διαβίβασης στοιχείων ή διαβίβασης ανακριβών στοιχείων), η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις βάσει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2532/98 και (EΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4). Η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ μπορεί να ορίζει και να δημοσιεύει τα κριτήρια επιβολής των κυρώσεων του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2531/98.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ

Η ανακοίνωση της δημοπρασίας περιέχει, ενδεικτικά, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κωδικό αριθμό της δημοπρασίας·

β)

την ημερομηνία της δημοπρασίας·

γ)

το είδος της πράξης (παροχή ή απορρόφηση ρευστότητας) και το είδος του μέσου νομισματικής πολιτικής που θα χρησιμοποιηθεί·

δ)

τη λήξη της πράξης·

ε)

τη διάρκεια της πράξης (συνήθως αριθμό ημερών)·

στ)

το είδος της δημοπρασίας, δηλαδή σταθερού ή ανταγωνιστικού επιτοκίου·

ζ)

στην περίπτωση των δημοπρασιών ανταγωνιστικού επιτοκίου, τη μέθοδο κατανομής, δηλαδή τη φύση της δημοπρασίας ως δημοπρασίας ενιαίου επιτοκίου («ολλανδικού τύπου») ή πολλαπλού επιτοκίου («αμερικανικού τύπου»)·

η)

το ποσό προς κατανομή, συνήθως μόνο στην περίπτωση των πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης·

θ)

στην περίπτωση των δημοπρασιών σταθερού επιτοκίου, το σταθερό επιτόκιο, τιμή, διαφορική μονάδα ανταλλαγής ή περιθώριο (spread) (το δείκτη αναφοράς στην περίπτωση δημοπρασιών με δείκτη αναφοράς και το είδος της τιμής στην περίπτωση επιτοκίου ή περιθωρίου)·

ι)

το ελάχιστο ή το μέγιστο αποδεκτό ύψος επιτοκίου, τιμής ή διαφορικής μονάδας ανταλλαγής, κατά περίπτωση·

ια)

την ημερομηνία έναρξης και λήξης της πράξης, κατά περίπτωση, ή την ημερομηνία αξίας (valeur) και την ημερομηνία λήξης του τίτλου, στην περίπτωση έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)·

ιβ)

τα νομίσματα που αφορά η συναλλαγή και, στην περίπτωση των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, το νόμισμα του οποίου η ποσότητα παραμένει σταθερή·

ιγ)

στην περίπτωση των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, την τρέχουσα (spot) συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που θα χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των προσφορών·

ιδ)

το ανώτατο όριο προσφοράς, εάν υπάρχει·

ιε)

το ελάχιστο ποσό κατανομής, εάν υπάρχει, ανά αντισυμβαλλόμενο·

ιστ)

εάν υπάρχει, το ελάχιστο ποσοστό κατανομής, δηλαδή το κατώτατο όριο του ποσοστού των προσφορών στο οριακό επιτόκιο που θα γίνουν αποδεκτές σε μια δημοπρασία·

ιζ)

την προθεσμία υποβολής προσφορών·

ιη)

στην περίπτωση έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, την ονομαστική αξία των πιστοποιητικών και τον κωδικό ISIN της έκδοσης·

ιθ)

τον ανώτατο αριθμό προσφορών ανά αντισυμβαλλόμενο (για τις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου, στην περίπτωση που η ΕΚΤ προτίθεται να περιορίσει τον αριθμό των προσφορών, πρόκειται συνήθως για δέκα προσφορές ανά αντισυμβαλλόμενο)·

κ)

το είδος της τιμής (επιτόκιο ή περιθώριο)·

κα)

τον δείκτη αναφοράς στην περίπτωση δημοπρασιών με δείκτη.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΟΣΟ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΕΣ

Πίνακας 1

Ποσό κατανομής στις δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου

Το ποσοστό κατανομής είναι:

Formula

Το ποσό που κατανέμεται στον i αντισυμβαλλόμενο είναι:

alli = all % × (ai )

όπου:

A

=

συνολικά κατανεμόμενο ποσό

n

=

συνολικός αριθμός αντισυμβαλλομένων

ai

=

ποσό προσφοράς του i αντισυμβαλλομένου

all %

=

ποσοστό κατανομής

alli

=

συνολικό ποσό που κατανέμεται στον i αντισυμβαλλόμενο

Πίνακας 2

Κατανομή ποσού στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου σε ευρώ

(το παράδειγμα αναφέρεται σε προσφορές που διατυπώνονται ως επιτόκια)

Το ποσοστό κατανομής στο οριακό επιτόκιο είναι:

Formula

Το ποσό κατανομής στον i αντισυμβαλλόμενο στο οριακό επιτόκιο είναι:

all (rm ) i = all % (rm ) × a(rm)i

Το συνολικό ποσό που κατανέμεται στον i αντισυμβαλλόμενο είναι:

Formula

όπου:

A

=

συνολικά κατανεμόμενο ποσό

r s

=

s προσφερόμενο επιτόκιο από τους αντισυμβαλλομένους

N

=

συνολικός αριθμός αντισυμβαλλομένων

a(r s ) i

=

προσφερόμενο ποσό στο s επιτόκιο (r s ) από τον i αντισυμβαλλόμενο

a(r s )

=

συνολικό προσφερόμενο ποσό στο s επιτόκιο (rs)

Formula

r m

=

οριακό επιτόκιο:

 

r 1rs rm για δημοπρασία παροχής ρευστότητας

 

rm rs ≥ r1 για δημοπρασία απορρόφησης ρευστότητας

r m – 1

=

επιτόκιο πριν από το οριακό επιτόκιο (τελευταίο επιτόκιο στο οποίο οι προσφορές ικανοποιούνται πλήρως):

 

rm – 1 > rm για δημοπρασία παροχής ρευστότητας

 

rm > rm – 1 για δημοπρασία απορρόφησης ρευστότητας

all %(r m )

=

ποσοστό κατανομής στο οριακό επιτόκιο

all(r s ) i

=

ποσό κατανομής στον i αντισυμβαλλόμενο στο επιτόκιο s

all i

=

συνολικό ποσό που κατανέμεται στον i αντισυμβαλλόμενο

Πίνακας 3

Κατανομή ποσού στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

Το ποσοστό κατανομής στην οριακή διαφορική μονάδα ανταλλαγής είναι:

Formula

Το ποσό κατανομής στον i αντισυμβαλλόμενο στην οριακή διαφορική μονάδα ανταλλαγής είναι:

all m ) i = all % m ) × a(Δm)i

Το συνολικό ποσό που κατανέμεται στον i αντισυμβαλλόμενο είναι:

Formula

όπου:

A =

συνολικά κατανεμόμενο ποσό

Δ s =

s προσφερόμενη διαφορική μονάδα ανταλλαγής από τους αντισυμβαλλόμενους

N =

συνολικός αριθμός αντισυμβαλλομένων

a(Δs) i =

προσφερόμενο ποσό στην s διαφορική μονάδα ανταλλαγής (Δs) από τον i αντισυμβαλλόμενο

a(Δs) =

συνολικό προσφερόμενο ποσό στην s διαφορική μονάδα ανταλλαγής (Δs)

Formula

Δ m =

οριακή διαφορική μονάδα ανταλλαγής:

 

Δ m ≥ Δ s ≥ Δ1 για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων παροχής ρευστότητας

 

Δ1 ≥ Δ s ≥ Δ m για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων απορρόφησης ρευστότητας

Δ m – 1

διαφορική μονάδα ανταλλαγής πριν από την οριακή διαφορική μονάδα ανταλλαγής (τελευταία διαφορική μονάδα ανταλλαγής στην οποία οι προσφορές ικανοποιούνται πλήρως):

 

Δ m > Δ m – 1 για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων παροχής ρευστότητας

 

Δ m – 1 > Δ m για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων απορρόφησης ρευστότητας

all %(Δ m )

ποσοστό κατανομής στην οριακή διαφορική μονάδα ανταλλαγής

all(Δ s ) i

κατανομή ποσού στον i αντισυμβαλλόμενο στη διαφορική μονάδα ανταλλαγής s

all i

συνολικό ποσό που κατανέμεται στον i αντισυμβαλλόμενο


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ

Το κείμενο της ανακοίνωσης περιέχει, ενδεικτικά, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κωδικό αριθμό της δημοπρασίας·

β)

την ημερομηνία της δημοπρασίας·

γ)

το είδος της πράξης·

δ)

τη λήξη της πράξης·

ε)

τη διάρκεια της πράξης (συνήθως αριθμό ημερών)·

στ)

το συνολικά προσφερόμενο ποσό από τους αντισυμβαλλομένους του Ευρωσυστήματος·

ζ)

τον αριθμό των αντισυμβαλλομένων που υπέβαλαν προσφορές·

η)

στην περίπτωση των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, τα νομίσματα που αφορούν οι πράξεις·

θ)

το συνολικά κατανεμηθέν ποσό·

ι)

για τις δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου, το ποσοστό κατανομής·

ια)

στην περίπτωση των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, την τρέχουσα (spot) συναλλαγματική ισοτιμία·

ιβ)

στην περίπτωση των δημοπρασιών ανταγωνιστικού επιτοκίου, το αποδεκτό οριακό επιτόκιο, τιμή, διαφορική μονάδα ανταλλαγής ή περιθώριο (spread), καθώς και το ποσοστό κατανομής στο οριακό επιτόκιο, τιμή ή διαφορική μονάδα ανταλλαγής·

ιγ)

στην περίπτωση των δημοπρασιών πολλαπλού επιτοκίου, το ελάχιστο και το μέγιστο επιτόκιο προσφοράς, δηλαδή το κατώτατο και το ανώτατο όριο επιτοκίου με το οποίο οι αντισυμβαλλόμενοι υπέβαλαν τις προσφορές τους στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου, καθώς και το μέσο σταθμικό επιτόκιο κατανομής·

ιδ)

στην περίπτωση έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), την ημερομηνία έναρξης και λήξης της πράξης, κατά περίπτωση, ή την ημερομηνία αξίας (valeur) και την ημερομηνία λήξης του μέσου·

ιε)

το ελάχιστο ποσό κατανομής, εάν υπάρχει, ανά αντισυμβαλλόμενο·

ιστ)

το ελάχιστο ποσοστό κατανομής, εάν υπάρχει·

ιζ)

στην περίπτωση έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, την ονομαστική αξία των πιστοποιητικών και τον κωδικό ISIN της έκδοσης·

ιη)

τον ανώτατο αριθμό προσφορών ανά αντισυμβαλλόμενο (στην περίπτωση των δημοπρασιών ανταγωνιστικού επιτοκίου, εφόσον η ΕΚΤ προτίθεται να περιορίσει τον αριθμό των προσφορών, πρόκειται συνήθως για δέκα προσφορές ανά αντισυμβαλλόμενο).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ

1.

Η επιλογή αντισυμβαλλομένων για τις παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος στην αγορά συναλλάγματος στηρίζεται σε δύο δέσμες κριτηρίων που αφορούν τις αρχές της σύνεσης και της αποτελεσματικότητας.

2.

Τα κριτήρια που αφορούν την αποτελεσματικότητα εφαρμόζονται μόνον εφόσον πληρούνται τα κριτήρια που αφορούν τη σύνεση.

3.

Τα κριτήρια που αφορούν την αρχή της σύνεσης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

το αξιόχρεο του αντισυμβαλλομένου, το οποίο αξιολογείται βάσει συνδυασμού μεθόδων, π.χ. βάσει των εκάστοτε διαθέσιμων πιστοληπτικών αξιολογήσεων που προέρχονται από αποδεκτούς οίκους αξιολόγησης και των αναλύσεων του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας και άλλων δεικτών που αφορούν την επιχείρηση οι οποίες διενεργούνται από την ίδια την επιχείρηση·

β)

εποπτεία του αντισυμβαλλομένου από αναγνωρισμένη εποπτική αρχή·

γ)

καλή φήμη του αντισυμβαλλομένου και τήρηση αυστηρών δεοντολογικών κανόνων από αυτόν.

4.

Τα κριτήρια που αφορούν την αρχή της αποτελεσματικότητας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

α)

την ανταγωνιστική πολιτική τιμολόγησης και την ικανότητα του αντισυμβαλλομένου να διενεργεί αποτελεσματικά πράξεις συναλλάγματος μεγάλου όγκου υπό οποιεσδήποτε συνθήκες της αγοράς· και

β)

την ποιότητα και την κάλυψη των παρεχόμενων από τον αντισυμβαλλόμενο πληροφοριών.

5.

Προκειμένου να είναι σε θέση να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να επιλέγουν αντισυμβαλλομένους για τις παρεμβάσεις τους στην αγορά συναλλάγματος σε οποιοδήποτε διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

I.   ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΡΙΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ (ΣΑΚΤ)

Πίνακας 1

Το σύστημα ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΣΑΚΤ)

Χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που κατατέθηκαν στη χώρα B από αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στη χώρα A με σκοπό τη χρηματοδότησή του από την εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) της χώρας A.

Image

1.

Όλες οι ΕθνΚΤ τηρούν μεταξύ τους λογαριασμούς τίτλων για τη διασυνοριακή χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων. Η ακριβής διαδικασία του ΣΑΚΤ εξαρτάται από το εάν τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία εξειδικεύονται για κάθε συναλλαγή ή εάν τηρούνται σε χαρτοφυλάκιο υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων.

2.

Στο σύστημα εξειδίκευσης ασφαλειών ο αντισυμβαλλόμενος, μόλις η προσφορά του σε δημοπρασία παροχής ρευστότητας γίνει δεκτή από την οικεία ΕθνΚΤ, δίνει εντολή, εφόσον απαιτείται μέσω του θεματοφύλακά του, στο σύστημα διακανονισμού τίτλων (ΣΔΤ) της χώρας όπου τηρούνται τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, για μεταβίβαση αυτών στην κεντρική τράπεζα της ίδιας χώρας (εφεξής η «ανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα») για λογαριασμό της οικείας ΕθνΚΤ. Μόλις η τελευταία ενημερωθεί από την ανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα για τη λήψη της ασφάλειας, παρέχει τη χρηματοδότηση στον αντισυμβαλλόμενο. Οι ΕθνΚΤ δεν παρέχουν χρηματοδότηση προτού βεβαιωθούν ότι η ανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα έχει λάβει τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία του αντισυμβαλλομένου. Όταν απαιτείται προκειμένου να τηρηθούν οι προθεσμίες διακανονισμού, οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα να προκαταθέτουν περιουσιακά στοιχεία στην ανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα για λογαριασμό της οικείας ΕθνΚΤ, χρησιμοποιώντας τις διαδικασίες του ΣΑΚΤ.

3.

Στο σύστημα συγκέντρωσης ασφαλειών ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί οποτεδήποτε να παρέχει εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία στην ανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα για λογαριασμό της οικείας ΕθνΚΤ. Μόλις η τελευταία ενημερωθεί από την ανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα για τη λήψη των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, προσθέτει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία στο λογαριασμό χαρτοφυλακίου του αντισυμβαλλομένου.

4.

Ειδικές διαδικασίες διασυνοριακής χρήσης έχουν προβλεφθεί για ορισμένα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, και συγκεκριμένα για τις δανειακές απαιτήσεις και τα μη εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εξασφαλίζονται με υποθήκη (retail mortgage-backed debt instruments — RMBD). Όταν οι δανειακές απαιτήσεις χρησιμοποιούνται διασυνοριακά ως ασφάλεια, εφαρμόζεται μια παραλλαγή του ΣΑΚΤ η οποία συνίσταται σε μεταβίβαση της κυριότητας, εκχώρηση στην οικεία ΕθνΚΤ ή σύσταση ενεχύρου υπέρ αυτής ή σύσταση βάρους υπέρ της ανταποκρίτριας κεντρικής τράπεζας, η οποία ενεργεί ως αντιπρόσωπος της οικείας ΕθνΚΤ. Για τη διασυνοριακή χρήση των RMBD εφαρμόζεται ειδική παραλλαγή βασιζόμενη στη σύσταση βάρους υπέρ της ανταποκρίτριας κεντρικής τράπεζας, η οποία ενεργεί ως αντιπρόσωπος της οικείας ΕθνΚΤ.

5.

Το ΣΑΚΤ είναι διαθέσιμο στους αντισυμβαλλομένους τόσο για τα εμπορεύσιμα όσο και για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, τουλάχιστον από τις 9 π.μ. έως τις 4 μ.μ. ώρα Κεντρικής Ευρώπης κάθε εργάσιμη ημέρα του TARGET2. Ο αντισυμβαλλόμενος που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το ΣΑΚΤ οφείλει να ενημερώνει την ΕθνΚΤ από την οποία επιθυμεί να χρηματοδοτηθεί, δηλαδή την οικεία ΕθνΚΤ, πριν από τις 4 μ.μ. ώρα Κεντρικής Ευρώπης. Ο αντισυμβαλλόμενος οφείλει να μεριμνά ώστε τα περιουσιακά στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν για την εξασφάλιση της πιστοδοτικής πράξης να έχουν μεταφερθεί στο λογαριασμό της ανταποκρίτριας κεντρικής τράπεζας το αργότερο έως τις 4.45 μ.μ. ώρα Κεντρικής Ευρώπης. Τυχόν εντολή ή μεταφορά μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο μέτρο του δυνατού και μόνο για την παροχή ρευστότητας κατά την επόμενη εργάσιμη ημέρα του TARGET2. Όταν οι αντισυμβαλλόμενοι προβλέπουν ότι θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν το ΣΑΚΤ προς το τέλος της ημέρας, ενδείκνυται να προκαταθέτουν τα περιουσιακά στοιχεία, εφόσον αυτό είναι δυνατό. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή όταν το επιβάλλουν λόγοι νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει την παράταση του ωραρίου λειτουργίας του ΣΑΚΤ έως το πέρας της λειτουργίας του TARGET2, σε συνεργασία με τα κεντρικά αποθετήρια αξιών όσον αφορά τη δυνατότητά τους να παρατείνουν την καταληκτική ώρα λειτουργίας τους για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία.

II.   ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΖΕΥΞΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΙΤΛΩΝ (ΣΔΤ)

Πίνακας 2

Ζεύξεις μεταξύ ΣΔΤ

Χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που εκδόθηκαν στο ΣΔΤ της χώρας Β και τηρούνται από αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στη χώρα Α μέσω ζεύξης μεταξύ των ΣΔΤ των χωρών Α και Β με σκοπό τη χρηματοδότησή του από την ΕθνΚΤ της χώρας Α.

Image

1.

Οι αποδεκτές ζεύξεις μεταξύ δύο ΣΔΤ στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) συνίστανται σε ένα σύνολο διαδικασιών και ρυθμίσεων για τη διασυνοριακή μεταβίβαση τίτλων μέσω λογιστικών εγγραφών. Λαμβάνουν τη μορφή συγκεντρωτικού (omnibus) λογαριασμού, τον οποίο ένα ΣΔΤ (εφεξής το «ΣΔΤ του επενδυτή») ανοίγει σε άλλο ΣΔΤ (εφεξής το «ΣΔΤ του εκδότη»).

2.

Οι αποδεκτές ζεύξεις επιτρέπουν στον συμμετέχοντα ενός ΣΔΤ στον ΕΟΧ να τηρεί τίτλους που έχουν εκδοθεί σε άλλο ΣΔΤ στον ΕΟΧ χωρίς να είναι συμμετέχων του εν λόγω ΣΔΤ. Οι αντισυμβαλλόμενοι, όταν χρησιμοποιούν ζεύξεις μεταξύ ΣΔΤ, τηρούν τα περιουσιακά στοιχεία σε λογαριασμό τους στο ΣΔΤ της χώρας τους και δεν χρειάζονται θεματοφύλακα.

III.   ΣΑΚΤ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΖΕΥΞΕΙΣ

Πίνακας 3

ΣΑΚΤ σε συνδυασμό με αποδεκτές ζεύξεις

Χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που εκδόθηκαν στο ΣΔΤ της χώρας Γ και τηρούνται στο ΣΔΤ της χώρας Β μέσω άμεσης ζεύξης μεταξύ των ΣΔΤ των χωρών Β και Γ από αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στη χώρα Α, με σκοπό τη χρηματοδότηση του τελευταίου από την ΕθνΚΤ της χώρας Α.

Image

Σε περίπτωση μεταβίβασης αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων υπό τη μορφή τίτλων μέσω του ΣΑΚΤ με ζεύξεις, οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι τίτλοι μεταφέρονται την ημερομηνία διακανονισμού σε λογαριασμό στο ΣΔΤ του οικείου επενδυτή έως τις 4 μ.μ. ώρα Κεντρικής Ευρώπης προκειμένου να εξασφαλίζεται ο διακανονισμός των πράξεων με αξία της ίδιας ημέρας. Τυχόν αίτημα αντισυμβαλλομένου για παροχή ασφάλειας που περιέρχεται στην οικεία ΕθνΚΤ μετά τις 4 μ.μ. ώρα Κεντρικής Ευρώπης ή αίτηση για μεταφορά αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων σε λογαριασμό στο ΣΔΤ του οικείου επενδυτή μετά τις 4 μ.μ. ώρα Κεντρικής Ευρώπης, λαμβάνεται υπόψη μόνο στο μέτρο του δυνατού, ανάλογα με την καταληκτική ώρα λειτουργίας των εμπλεκομένων ΣΔΤ.

IV.   ΣΑΚΤ ΜΕ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΡΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ

Πίνακας 4

Διασυνοριακές υπηρεσίες τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών

Χρήση αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που τηρούνται στον πάροχο υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών (ΠΥΤΔΑ) της χώρας Β από αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στη χώρα Α με σκοπό τη χρηματοδότηση του τελευταίου από την ΕθνΚΤ της χώρας Α.

Image

Το βέλος «Πληροφορίες για την ασφάλεια» (Information on collateral) μεταξύ του αντισυμβαλλομένου A και της ΕθνΚΤ A μπορεί να μην αφορά την περίπτωση ορισμένων παρόχων υπηρεσιών τριμερούς διαχείρισης ασφαλειών, ανάλογα με το συμβατικό μοντέλο που επιλέγεται. Στις περιπτώσεις αυτές ο αντισυμβαλλόμενος δεν αποστέλλει εντολή στην ΕθνΚΤ A ούτε λαμβάνει επιβεβαίωση από αυτή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

I.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ

1.

Εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) η οποία πρόκειται να επιβάλει χρηματική ποινή σε αντισυμβαλλόμενό της, σύμφωνα με το πέμπτο μέρος, υπολογίζει το σχετικό ποσό με βάση προκαθορισμένο επιτόκιο ποινής, ως ακολούθως.

α)

Για τη μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) ή γ) η χρηματική ποινή υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης που ίσχυε την ημέρα που άρχισε η μη συμμόρφωση, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες.

β)

Για τη μη συμμόρφωση με την υποχρέωση του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχείο δ), η χρηματική ποινή υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης που ίσχυε την ημέρα που άρχισε η μη συμμόρφωση, προσαυξημένο κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες. Σε περίπτωση επανειλημμένων παραβάσεων της υποχρέωσης του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχείο δ) εντός του ίδιου δωδεκαμήνου, υπολογιζόμενου από την πρώτη παράβαση, το επιτόκιο ποινής προσαυξάνεται επιπλέον κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες για κάθε νέα παράβαση.

2.

Για τη μη συμμόρφωση με την υποχρέωση του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), η χρηματική ποινή υπολογίζεται με εφαρμογή του επιτοκίου ποινής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), επί του ποσού των ασφαλειών ή μετρητών που ο αντισυμβαλλόμενος δεν ήταν σε θέση να παραδώσει ή να διακανονίσει, πολλαπλασιαζόμενου με τον συντελεστή X/360, όπου X είναι ο αριθμός των ημερολογιακών ημερών, επτά κατ' ανώτατο όριο, κατά τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος δεν ήταν σε θέση να διακανονίσει ή να παράσχει ασφάλεια για: α) το ποσό που του κατανεμήθηκε κατά τα οριζόμενα στην πιστοποίηση των επιμέρους αποτελεσμάτων της κατανομής μέχρι τη λήξη της πράξης· ή β) το εναπομένον ποσό σε περίπτωση πρόωρης διακοπής συγκεκριμένης πράξης από την ΕθνΚΤ για το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της πράξης.

3.

Για τη μη συμμόρφωση με την υποχρέωση του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η χρηματική ποινή υπολογίζεται με εφαρμογή του επιτοκίου ποινής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), επί των μη αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ή των περιουσιακών στοιχείων που δεν μπορούν να παρασχεθούν ως ασφάλεια ή να χρησιμοποιηθούν από τον αντισυμβαλλόμενο, μετά τις περικοπές αποτίμησης, ως εξής:

α)

στην περίπτωση μη αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων τα οποία παρέχει ο αντισυμβαλλόμενος στην ΕθνΚΤ, λαμβάνεται υπόψη η αξία των παρεχόμενων μη αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων μετά τις περικοπές αποτίμησης· ή

β)

στην περίπτωση περιουσιακών στοιχείων που αρχικά ήταν αποδεκτά αλλά καθίστανται μη αποδεκτά ή παύουν να μπορούν να παρασχεθούν ως ασφάλεια ή να χρησιμοποιηθούν από τον αντισυμβαλλόμενο, λαμβάνεται υπόψη η μετά τις περικοπές αποτίμησης αξία των περιουσιακών στοιχείων που δεν αποσύρθηκαν έως και την έναρξη της όγδοης ημέρας μετά το γεγονός εξαιτίας του οποίου τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία κατέστησαν μη αποδεκτά ή δεν μπορούν πλέον να παρασχεθούν ως ασφάλεια ή να χρησιμοποιηθούν από τον αντισυμβαλλόμενο.

4.

Τα ποσά της παραγράφου 3 στοιχεία α) και β) πολλαπλασιάζονται με τον συντελεστή X/360, όπου X είναι ο αριθμός των ημερολογιακών ημερών, επτά κατ' ανώτατο όριο, κατά τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τη χρήση των περιουσιακών στοιχείων που κατατέθηκαν ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος. Στην περίπτωση της παραγράφου 3 στοιχείο β) ο υπολογισμός της μεταβλητής X αρχίζει μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος των επτά ημερολογιακών ημερών.

[EUR [αξία των μη αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, μετά τις περικοπές αποτίμησης, την πρώτη ημέρα της παράβασης] * (επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης που ισχύει την ημερομηνία έναρξης της παράβασης + 2,5 %) *[X]/360 = EUR […]]

5.

Η περίοδος χάριτος σε περίπτωση παραβίασης του ορίου που αφορά μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα τα οποία εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα ή οντότητες με τις οποίες αυτό διατηρεί στενούς δεσμούς κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 καθορίζεται ως εξής:

α)

Παρέχεται περίοδος χάριτος επτά ημερολογιακών ημερών εάν η παραβίαση οφείλεται σε μεταβολή στην αποτίμηση, χωρίς την κατάθεση πρόσθετων μη εξασφαλισμένων χρεογράφων, λόγω:

i)

αύξησης της αξίας των ήδη κατατεθειμένων μη εξασφαλισμένων χρεογράφων· ή

ii)

μείωσης του συνολικού χαρτοφυλακίου ασφαλειών.

Στις περιπτώσεις αυτές ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να προσαρμόσει την αξία του συνολικού χαρτοφυλακίου ασφαλειών του ή την αξία των μη εξασφαλισμένων χρεογράφων εντός της περιόδου χάριτος προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με το ισχύον όριο.

β)

Όταν η κατάθεση πρόσθετων μη εξασφαλισμένων χρεογράφων που έχει εκδώσει το πιστωτικό ίδρυμα ή οντότητες με τις οποίες αυτό διατηρεί στενούς δεσμούς συνεπάγεται την παραβίαση του ισχύοντος ορίου, ο αντισυμβαλλόμενος δεν δικαιούται περίοδο χάριτος.

6.

Εάν ο αντισυμβαλλόμενος παρείχε πληροφορίες που κατά το Ευρωσύστημα επηρεάζουν αρνητικά την αξία των ασφαλειών του σε σχέση με το άρθρο 145 παράγραφος 4, π.χ. ανακριβείς πληροφορίες όσον αφορά το ανεξόφλητο ποσό χρησιμοποιηθείσας δανειακής απαίτησης, οι οποίες είναι ή ήταν αναληθείς ή παρωχημένες, το ποσό (η αξία) των ασφαλειών που έχει επηρεαστεί αρνητικά λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής σύμφωνα με την παράγραφο 3. Σε περίπτωση διόρθωσης των ανακριβών πληροφοριών εντός της περιόδου χάριτος δεν επιβάλλεται ποινή.

7.

Όσον αφορά τη μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχείο δ), η χρηματική ποινή υπολογίζεται με εφαρμογή του επιτοκίου ποινής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), επί του ποσού που ο αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποίησε χωρίς να του επιτρέπεται στο πλαίσιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης.

8.

Η ΕθνΚΤ επιβάλλει ελάχιστη χρηματική ποινή 500 ευρώ στην περίπτωση που βάσει των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος υπολογίζεται ποσό μικρότερο των 500 ευρώ. Δεν επιβάλλεται χρηματική ποινή σε περίπτωση επανόρθωσης εντός της περιόδου χάριτος.

II.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ

Αναστολή συμμετοχής σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις του άρθρου 154 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή β)

9.

Στην περίπτωση αναστολής της συμμετοχής κατά το άρθρο 156 παράγραφος 1, η ΕθνΚΤ επιβάλλει την αναστολή σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

εάν το ύψος του ποσού των ασφαλειών ή μετρητών που δεν παραδόθηκαν ανέρχεται σε ποσοστό έως και 40 % του συνολικού ύψους των ασφαλειών ή μετρητών που έπρεπε να παραδοθούν, επιβάλλεται αναστολή διάρκειας ενός μηνός·

β)

εάν το ύψος των ασφαλειών ή μετρητών που δεν παραδόθηκαν ανέρχεται σε ποσοστό μεταξύ 40 % και 80 % του συνολικού ύψους ασφαλειών ή μετρητών που έπρεπε να παραδοθούν, επιβάλλεται αναστολή διάρκειας δύο μηνών·

γ)

εάν το ύψος των ασφαλειών ή μετρητών που δεν παραδόθηκαν ανέρχεται σε ποσοστό μεταξύ 80 % και 100 % του συνολικού ύψους ασφαλειών ή μετρητών που έπρεπε να παραδοθούν, επιβάλλεται αναστολή διάρκειας τριών μηνών.

10.

Εάν η κύρωση αφορά συναλλαγή μεταξύ αντισυμβαλλομένου και της ΕΚΤ στο πλαίσιο διμερούς διαδικασίας, οι προαναφερόμενες διατάξεις των σημείων I και II ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνεται και η επιβολή κυρώσεων από την ΕΚΤ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑ ΔΑΝΕΙΟ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Το παρόν παράρτημα έχει εφαρμογή όσον αφορά την πλήρη και τυποποιημένη παροχή αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο του χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τιτλοποιημένες απαιτήσεις και παράγουν ταμειακή ροή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 78.

I.   ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑ ΔΑΝΕΙΟ

1.

Τα αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο πρέπει να υποβάλλονται από τα οικεία μέρη στο οριζόμενο από το Ευρωσύστημα αρχείο αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο. Το αρχείο αυτό δημοσιεύει τα στοιχεία ηλεκτρονικά. Η λειτουργία του αρχείου αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο προϋποθέτει ότι αυτό πληροί τις σχετικές απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος, συμπεριλαμβανομένης της ανοικτής πρόσβασης, της κάλυψης, της αμεροληψίας, της κατάλληλης δομής διακυβέρνησης και της διαφάνειας.

2.

Τα αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο πρέπει να υποβάλλονται για κάθε επιμέρους συναλλαγή, συνοδευόμενα από το επικαιροποιημένο υπόδειγμα παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του Ευρωσυστήματος, με βάση την κατηγορία του περιουσιακού στοιχείου που εξασφαλίζει την τιτλοποιημένη απαίτηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 73 παράγραφος 1.

3.

Τα αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση, όχι όμως πέραν του ενός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία καθίστανται απαιτητοί οι τόκοι των οικείων τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Όσον αφορά τα υποβαλλόμενα στοιχεία, η τελευταία απεικόνιση του χαρτοφυλακίου δεν μπορεί να είναι παλαιότερη των δύο μηνών, δηλαδή το χρονικό διάστημα μεταξύ της «ημερομηνίας υποβολής της αναφοράς» και της «ημερομηνίας της τελευταίας απεικόνισης του χαρτοφυλακίου» πρέπει να είναι μικρότερο των δύο μηνών. Ως «ημερομηνία της τελευταίας απεικόνισης του χαρτοφυλακίου» νοείται η ημερομηνία της στιγμιαίας απεικόνισης της απόδοσης των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων για τους σκοπούς της συγκεκριμένης αναφοράς.

4.

Προς διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 3, το αρχείο αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο διενεργεί αυτομάτως για κάθε συναλλαγή ελέγχους συνέπειας και ακρίβειας στις αναφορές νέων και επικαιροποιημένων αναλυτικών στοιχείων.

II.   ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

1.

Μετά την ημερομηνία εφαρμογής των απαιτήσεων παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο στη συγκεκριμένη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις και παράγουν ταμειακή ροή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον δικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προκειμένου οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις να γίνουν ή να παραμείνουν αποδεκτές πρέπει να παρέχονται λεπτομερείς πληροφορίες ανά δάνειο.

2.

Εντός χρονικού διαστήματος τριών μηνών οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις πρέπει να επιτύχουν ένα υποχρεωτικό ελάχιστο επίπεδο συμμόρφωσης, το οποίο αξιολογείται με βάση τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών, και ιδίως των στοιχείων που αφορούν τα πεδία του υποδείγματος παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο.

3.

Για την καταγραφή των μη διαθέσιμων πεδίων το υπόδειγμα παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο περιλαμβάνει έξι επιλογές για την περίπτωση έλλειψης στοιχείων («no data» — ND), οι οποίες πρέπει να χρησιμοποιούνται στην περίπτωση που συγκεκριμένα στοιχεία δεν μπορούν να υποβληθούν σύμφωνα με το σχετικό υπόδειγμα παροχής στοιχείων. Υπάρχει και μία έβδομη επιλογή ND, η οποία παρέχεται μόνο για το υπόδειγμα παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο που εξασφαλίζεται με υποθήκη επί επαγγελματικών ακινήτων (commercial mortgage-backed securities — CMBS).

Πίνακας 1

Επεξήγηση των επιλογών «ND»

Επιλογές σε περίπτωση έλλειψης στοιχείων («no data»)

Επεξήγηση

ND1

Στοιχεία που δεν συλλέχθηκαν διότι δεν απαιτούνται βάσει των κριτηρίων για την παροχή ασφάλειας

ND2

Στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την αίτηση, αλλά δεν φορτώθηκαν στο σύστημα παροχής στοιχείων κατά την ολοκλήρωση

ND3

Στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την αίτηση, αλλά φορτώθηκαν σε σύστημα άλλο από αυτό της παροχής στοιχείων

ND4

Στοιχεία που συλλέχθηκαν, αλλά θα είναι διαθέσιμα από ΕΕΕΕ-MM

ND5

Άνευ αντικειμένου

ND6

Δεν ισχύει στη συγκεκριμένη επικράτεια

ND7

Μόνο δάνεια CMBS με αξία μικρότερη των 500 000 ευρώ, δηλαδή η αρχική αξία του υπολοίπου ολόκληρου του εμπορικού δανείου

III.   ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

1.

Για όλες τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις ισχύει η ακόλουθη εννεάμηνη μεταβατική περίοδος, ανάλογα με την ημερομηνία κατά την οποία οι υποχρεώσεις παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο εφαρμόζονται στην αντίστοιχη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις:

α)

κατά τους τρεις πρώτους μήνες (πρώτο τρίμηνο) μετά την ημερομηνία αίτησης πρέπει να παρέχονται αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο, δεν υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι περιορισμοί όσον αφορά τον αριθμό των υποχρεωτικών πεδίων που περιέχουν τις τιμές ND1 έως ND7·

β)

από την έναρξη του τέταρτου μήνα έως το τέλος του έκτου μήνα (δεύτερο τρίμηνο) ο αριθμός των υποχρεωτικών πεδίων που περιέχουν την τιμή ND1 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 30 % του συνολικού αριθμού των υποχρεωτικών πεδίων, ο δε αριθμός των υποχρεωτικών πεδίων που περιέχουν τις τιμές ND2, ND3 ή ND4 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 40 % του συνολικού αριθμού των υποχρεωτικών πεδίων·

γ)

από την έναρξη του έβδομου μήνα έως το τέλος του ένατου μήνα (τρίτο τρίμηνο) ο αριθμός των υποχρεωτικών πεδίων που περιέχουν την τιμή ND1 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 10 % του συνολικού αριθμού των υποχρεωτικών πεδίων, ο δε αριθμός των υποχρεωτικών πεδίων που περιέχουν τις τιμές ND2, ND3 ή ND4 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των υποχρεωτικών πεδίων·

δ)

στο τέλος της εννεάμηνης μεταβατικής περιόδου δεν πρέπει να υπάρχουν στα αναλυτικά στοιχεία ανά δάνειο υποχρεωτικά πεδία που να περιέχουν τις τιμές ND1, ND2, ND3 ή ND4 για συγκεκριμένη συναλλαγή.

2.

Εφαρμόζοντας τα ως άνω όρια, μετά την υποβολή και επεξεργασία των σχετικών στοιχείων το αρχείο αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο δημιουργεί και αποδίδει μια βαθμολογία σε κάθε συναλλαγή τιτλοποιημένης απαίτησης.

3.

Η βαθμολογία αντικατοπτρίζει τον αριθμό των υποχρεωτικών πεδίων που περιέχουν την τιμή ND1 και τον αριθμό των υποχρεωτικών πεδίων που περιέχουν τις τιμές ND2, ND3 ή ND4, συγκρινόμενο σε κάθε περίπτωση με τον συνολικό αριθμό των υποχρεωτικών πεδίων. Εν προκειμένω, οι επιλογές ND5, ND6 και ND7 μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον εφόσον το επιτρέπουν τα αντίστοιχα πεδία στο οικείο υπόδειγμα παροχής αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο. Ο συνδυασμός των δύο ορίων αναφοράς παράγει το ακόλουθο φάσμα βαθμολόγησης των αναλυτικών στοιχείων ανά δάνειο.

Πίνακας 2

Βαθμολογία των στοιχείων για το ύψος των δανείων

Πίνακας βαθμολογίας

Πεδία ND1

0

≤ 10 %

≤ 30 %

> 30 %

ND2

ή

ND3

ή

ND4

0

A1

B1

C1

D1

≤ 20 %

A2

B2

C2

D2

≤ 40 %

A3

B3

C3

D3

> 40 %

A4

B4

C4

D4

4.

Σύμφωνα με την ως άνω μεταβατική περίοδο, η βαθμολογία πρέπει να βελτιώνεται σταδιακά για κάθε τρίμηνο σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 3

Βαθμολογία

Χρονικό διάστημα

Βαθμολογία (καταλληλότητα)

πρώτο τρίμηνο

(δεν επιβάλλεται κατώτατη βαθμολογία)

δεύτερο τρίμηνο

C3 (κατ' ελάχιστο)

τρίτο τρίμηνο

B2 (κατ' ελάχιστο)

από το τέταρτο τρίμηνο και στο εξής

A1


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

1.

Για κάθε σύστημα πιστοληπτικής αξιολόγησης η διαδικασία παρακολούθησης των επιδόσεων βάσει του πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας (Eurosystem credit assessment framework — ECAF) περιλαμβάνει μία ετήσια, εκ των υστέρων, σύγκριση:

α)

των παρατηρηθέντων ποσοστών αθέτησης υποχρέωσης για όλες τις αποδεκτές οντότητες και τα αποδεκτά χρεόγραφα που αξιολογήθηκαν από το εν λόγω σύστημα, όπου οι εν λόγω οντότητες και τα χρεόγραφα ομαδοποιούνται σε στατικά δείγματα που βασίζονται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, π.χ. πιστοληπτική διαβάθμιση, κατηγορία περιουσιακού στοιχείου, οικονομικός τομέας, μοντέλο πιστοληπτικής αξιολόγησης· και

β)

της μέγιστης πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης που συνδέεται με την αντίστοιχη βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος.

2.

Ως πρώτο στοιχείο της διαδικασίας, ο φορέας παροχής του συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης καταρτίζει μία φορά τον χρόνο κατάλογο με τις οντότητες και τα χρεόγραφα που διαθέτουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και πιστωτικής ποιότητας, αντίστοιχα, που ικανοποιούν τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος κατά την έναρξη της περιόδου παρακολούθησης. Κατόπιν αυτού, υποβάλλει τον κατάλογο στο Ευρωσύστημα, βάσει του υποδείγματος που αυτό παρέχει και που περιλαμβάνει πεδία που αφορούν την ταυτοποίηση, την κατάταξη και την πιστοληπτική αξιολόγηση.

3.

Το δεύτερο στοιχείο της διαδικασίας λαμβάνει χώρα στο τέλος της δωδεκάμηνης περιόδου παρακολούθησης. Ο φορέας παροχής του συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης επικαιροποιεί τα στοιχεία επιδόσεων για τις οντότητες και τα χρεόγραφα του καταλόγου. Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να ζητά τυχόν πρόσθετες πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια της παρακολούθησης των επιδόσεων.

4.

Το ετήσιο ποσοστό αθέτησης υποχρέωσης που παρατηρείται επί των στατικών δειγμάτων ενός συγκεκριμένου συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία παρακολούθησης των επιδόσεων βάσει του ECAF, η οποία περιλαμβάνει έναν ετήσιο κανόνα και μια πολυετή αξιολόγηση.

5.

Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης μεταξύ του παρατηρούμενου ποσοστού αθέτησης υποχρέωσης των στατικών δειγμάτων και της μέγιστης πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης της αντίστοιχης πιστοληπτικής βαθμίδας εντός περιόδου ενός έτους ή/και περισσότερων ετών, το Ευρωσύστημα θα ζητά από τον φορέα παροχής του συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης ανάλυση των αιτίων της απόκλισης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΕΠΙΠΕΔΑ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ

Πίνακας 1

Περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα αποδεκτά εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

 

Κατηγορίες περικοπών αποτίμησης

Πιστοληπτική διαβάθμιση

Εναπομένουσα διάρκεια (έτη) (2)

Κατηγορία I (1)

Κατηγορία II (1)

Κατηγορία III (1)

Κατηγορία IV (1)

Κατηγορία V (1)

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

 

Βαθμίδες 1 και 2

[0, 1)

0,5

0,5

1,0

1,0

1,0

1,0

6,5

6,5

10,0

[1, 3)

1,0

2,0

1,5

2,5

2,0

3,0

8,5

9,0

[3, 5)

1,5

2,5

2,5

3,5

3,0

4,5

11,0

11,5

[5, 7)

2,0

3,0

3,5

4,5

4,5

6,0

12,5

13,5

[7, 10)

3,0

4,0

4,5

6,5

6,0

8,0

14,0

15,5

[10, ∞)

5,0

7,0

8,0

10,5

9,0

13,0

17,0

22,5

 

Κατηγορίες περικοπών αποτίμησης

Πιστοληπτική διαβάθμιση

Εναπομένουσα διάρκεια (έτη) (2)

Κατηγορία I (1)

Κατηγορία II (1)

Κατηγορία III (1)

Κατηγορία IV (1)

Κατηγορία V (1)

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

 

Βαθμίδα3

[0, 1)

6,0

6,0

7,0

7,0

8,0

8,0

13,0

13,0

Μη αποδεκτά

[1, 3)

7,0

8,0

10,0

14,5

15,0

16,5

24,5

26,5

[3, 5)

9,0

10,0

15,5

20,5

22,5

25,0

32,5

36,5

[5, 7)

10,0

11,5

16,0

22,0

26,0

30,0

36,0

40,0

[7, 10)

11,5

13,0

18,5

27,5

27,0

32,5

37,0

42,5

[10, ∞)

13,0

16,0

22,5

33,0

27,5

35,0

37,5

44,0


Πίνακας 2

Περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται σε δανειακές απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου

 

Μεθοδολογία αποτίμησης

Πιστοληπτική διαβάθμιση

Εναπομένουσα διάρκεια (έτη) (3)

Σταθερό επιτόκιο και αποτίμηση με βάση θεωρητική τιμή που καθορίζεται από την εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ)

Σταθερό επιτόκιο και αποτίμηση ανάλογα με το ανεξόφλητο υπόλοιπο που καθορίζεται από την ΕθνΚΤ

Βαθμίδες 1 και 2

[0, 1)

10,0

12,0

[1, 3)

12,0

16,0

[3, 5)

14,0

21,0

[5, 7)

17,0

27,0

[7, 10)

22,0

35,0

[10, ∞)

30,0

45,0

 

Μεθοδολογία αποτίμησης

Πιστοληπτική διαβάθμιση

Εναπομένουσα διάρκεια (έτη) (3)

Σταθερό επιτόκιο και αποτίμηση με βάση θεωρητική τιμή που καθορίζεται από την ΕθνΚΤ

Σταθερό επιτόκιο και αποτίμηση ανάλογα με το ανεξόφλητο υπόλοιπο που καθορίζεται από την ΕθνΚΤ

Βαθμίδα 3

[0, 1)

17,0

19,0

[1, 3)

29,0

34,0

[3, 5)

37,0

46,0

[5, 7)

39,0

52,0

[7, 10)

40,0

58,0

[10, ∞)

42,0

65,0


(1)  

Σημείωση: οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις, οι καλυμμένες ομολογίες και τα μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα είναι δυνατό να υπόκεινται σε πρόσθετες περικοπές αποτίμησης σύμφωνα με τις διατάξεις του τέταρτου μέρους.

(2)  η ένδειξη «[0, 1)» σημαίνει εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του έτους· η ένδειξη «[1, 3)» εναπομένουσα διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους και μικρότερη των τριών ετών· η ένδειξη «[3, 5)» εναπομένουσα διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών και μικρότερη των πέντε ετών κ.λπ.

(3)  η ένδειξη «[0, 1)» σημαίνει εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους· η ένδειξη «[1, 3)» εναπομένουσα διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους και μικρότερη των τριών ετών· η ένδειξη «[3, 5)» εναπομένουσα διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών και μικρότερη των πέντε ετών κ.λπ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΜΟΡΦΕΣ ΤΙΤΛΩΝ

Στις 13 Ιουνίου 2006 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε τα κριτήρια για τους νέους ενιαίους τίτλους (new global notes — NGN) όσον αφορά τα διεθνή χρεόγραφα υπό τη μορφή ενιαίων τίτλων στον κομιστή τα οποία θα επρόκειτο να είναι αποδεκτά ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος από την 1η Ιανουαρίου 2007. Στις 22 Οκτωβρίου 2008 η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι τα διεθνή χρεόγραφα υπό τη μορφή ενιαίων ονομαστικών τίτλων που έχουν εκδοθεί μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 θα γίνονται αποδεκτά ως ασφάλεια για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος μόνον εφόσον χρησιμοποιείται η νέα δομή θεματοφυλακής διεθνών χρεογράφων (new safekeeping structure — NSS).

Ο ακόλουθος πίνακας συνοψίζει τους κανόνες καταλληλότητας που ισχύουν για τις διάφορες μορφές τίτλων μετά τη θέσπιση των κριτηρίων για τους νέους ενιαίους τίτλους.

Πίνακας 1

Κανόνες καταλληλότητας που ισχύουν για τις διάφορες μορφές τίτλων

Ενιαίοι/εξατομικευμένοι

Στον κομιστή/ονομαστικοί

Νέοι ενιαίοι τίτλοι (NGN)/κλασικοί ενιαίοι τίτλοι (classic global notes — CGN)

Στην περίπτωση NGN/NSS, ο κοινός θεματοφύλακας (common safekeeper –CSK) είναι ΔΚΑΑ (1);

Αποδεκτοί;

Ενιαίοι

Στον κομιστή

NGN

Ναι

Ναι

Όχι

Όχι

Ενιαίοι

Στον κομιστή

CGN

Δεν έχει εφαρμογή

Όχι, αλλά οι τίτλοι που έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007 θα είναι αποδεκτοί έως τη λήξη τους, καθώς και τυχόν συνεχείς εκδόσεις από την 1η Ιανουαρίου 2007 σε περίπτωση που οι κωδικοί ISIN είναι ανταλλάξιμοι.

Ενιαίοι

Ονομαστικοί

CGN

Δεν έχει εφαρμογή

Ομολογίες που εκδίδονται υπό αυτή τη δομή μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 δεν είναι πλέον αποδεκτές.

Ενιαίοι

Ονομαστικοί

NSS

Ναι

Ναι

Όχι

Όχι

Εξατομικευμένοι

Στον κομιστή

Δεν έχει εφαρμογή

Δεν έχει εφαρμογή

Ομολογίες που εκδίδονται υπό αυτή τη δομή μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 δεν είναι πλέον αποδεκτές. Εξατομικευμένοι τίτλοι στον κομιστή που εκδόθηκαν έως και την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 προστατεύονται έως τη λήξη τους


(1)  Ή, κατά περίπτωση, σε κεντρικό αποθετήριο αξιών που έχει αξιολογηθεί θετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κατάλογος παραδειγμάτων

Παράδειγμα 1

Αντιστρεπτέα συναλλαγή για παροχή ρευστότητας μέσω δημοπρασίας σταθερού επιτοκίου

Παράδειγμα 2

Αντιστρεπτέα συναλλαγή για παροχή ρευστότητας μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου

Παράδειγμα 3

Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου

Παράδειγμα 4

Πράξη ανταλλαγής νομισμάτων για απορρόφηση ρευστότητας μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου

Παράδειγμα 5

Πράξη ανταλλαγής νομισμάτων για παροχή ρευστότητας μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου

Παράδειγμα 6

Μέτρα ελέγχου κινδύνων

I.   ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1: ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΕΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

1.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να προσφέρει ρευστότητα στην αγορά μέσω αντιστρεπτέας συναλλαγής που διενεργείται με δημοπρασία σταθερού επιτοκίου.

2.

Τρεις αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν τις εξής προσφορές:

Αντισυμβαλλόμενος

Προσφορά (σε εκατ. ευρώ)

Τράπεζα 1

30

Τράπεζα 2

40

Τράπεζα 3

70

Σύνολο

140

3.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να κατανείμει συνολικά 105 εκατ. ευρώ.

4.

Το ποσοστό κατανομής είναι:

Formula

5.

Η κατανομή προς τους αντισυμβαλλομένους έχει ως εξής:

Αντισυμβαλλόμενος

Προσφορά (σε εκατ. ευρώ)

Ποσό κατανομής (σε εκατ. ευρώ)

Τράπεζα 1

30

22,5

Τράπεζα 2

40

30,0

Τράπεζα 3

70

52,5

Σύνολο

140

105,0

II.   ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2: ΑΝΤΙΣΤΡΕΠΤΕΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

1.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να προσφέρει ρευστότητα στην αγορά μέσω αντιστρεπτέας συναλλαγής που διενεργείται με δημοπρασία ανταγωνιστικού επιτοκίου.

2.

Τρεις αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν τις εξής προσφορές:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Επιτόκιο (%)

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο προσφορών

Σωρευτικό ύψος προσφορών

3,15

 

 

 

0

0

3,10

 

5

5

10

10

3,09

 

5

5

10

20

3,08

 

5

5

10

30

3,07

5

5

10

20

50

3,06

5

0

15

30

80

3,05

10

10

15

35

115

3,04

5

5

5

15

130

3,03

5

 

10

15

145

Σύνολο

30

45

70

145

 

3.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να κατανείμει 94 εκατ. ευρώ, οπότε προκύπτει οριακό επιτόκιο 3,05 %.

4.

Όλες οι προσφορές άνω του 3,05 % (συνολικού ύψους 80 εκατ. ευρώ) ικανοποιούνται πλήρως. Στο επιτόκιο 3,05 % το ποσοστό κατανομής έχει ως εξής:

Formula

5.

Η κατανομή στην Τράπεζα 1 βάσει του οριακού επιτοκίου είναι π.χ.:

0,4 × 10 = 4

6.

Το συνολικό ποσό που κατανέμεται στην Τράπεζα 1 είναι:

5 + 5 + 4 = 14

7.

Τα αποτελέσματα της κατανομής συνοψίζονται ως εξής:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Αντισυμβαλλόμενοι

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο

Συνολικός αριθμός προσφορών

30,0

45,0

70,0

145

Συνολικό ποσό κατανομής

14,0

34,0

46,0

94

8.

Εάν ακολουθείται μέθοδος κατανομής με ενιαίο επιτόκιο (δημοπρασία «ολλανδικού τύπου»), το επιτόκιο το οποίο εφαρμόζεται στα ποσά που κατανέμονται στους αντισυμβαλλομένους είναι 3,05 %.

9.

Εάν ακολουθείται μέθοδος κατανομής με πολλαπλό επιτόκιο (δημοπρασία «αμερικανικού τύπου»), στα ποσά που κατανέμονται στους αντισυμβαλλομένους δεν εφαρμόζεται το ίδιο επιτόκιο. Παραδείγματος χάριν, η Τράπεζα 1 λαμβάνει 5 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,07 %, 5 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,06 % και 4 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,05 %.

ΙΙΙ.   ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 3: ΕΚΔΟΣΗ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΧΡΕΟΥΣ ΤΗΣ ΕΚΤ ΜΕΣΩ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

1.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να απορροφήσει ρευστότητα από την αγορά εκδίδοντας πιστοποιητικά χρέους μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου.

2.

Τρεις αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν τις εξής προσφορές:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Επιτόκιο (%)

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο

Συνολικό ύψος προσφορών

3,00

 

 

 

0

0

3,01

5

 

5

10

10

3,02

5

5

5

15

25

3,03

5

5

5

15

40

3,04

10

5

10

25

65

3,05

20

40

10

70

135

3,06

5

10

10

25

160

3,08

5

 

10

15

175

3,10

 

5

 

5

180

Σύνολο

55

70

55

180

 

3.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να διαθέσει τίτλους ονομαστικής αξίας 124,5 εκατ. ευρώ, οπότε προκύπτει οριακό επιτόκιο 3,05 %.

4.

Όλες οι προσφορές κάτω του 3,05 % (συνολικού ύψους είναι 65 εκατ. ευρώ) ικανοποιούνται πλήρως. Στο επιτόκιο 3,05 % το ποσοστό κατανομής είναι:

Formula

5.

Η κατανομή στην Τράπεζα 1 βάσει του οριακού επιτοκίου είναι π.χ.:

0,85 × 20 = 17

6.

Το συνολικό ποσό που κατανέμεται στην Τράπεζα 1 είναι:

5 + 5 + 5 + 10 + 17 = 42

7.

Τα αποτελέσματα της κατανομής συνοψίζονται ως εξής:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Αντισυμβαλλόμενοι

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο

Συνολικός αριθμός προσφορών

55,0

70,0

55,0

180,0

Συνολικό ποσό κατανομής

42,0

49,0

33,5

124,5

IV.   ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 4: ΠΡΑΞΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

1.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να απορροφήσει ρευστότητα από την αγορά διενεργώντας πράξη ανταλλαγής νομισμάτων βάσει της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου. (Σημείωση: Στο παράδειγμα αυτό οι διαφορικές μονάδες ανταλλαγής του ευρώ είναι θετικές.)

2.

Τρεις αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν τις εξής προσφορές:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Διαφορικές μονάδες ανταλλαγής (× 10 000)

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο

Συνολικό ύψος προσφορών

6,84

 

 

 

0

0

6,80

5

 

5

10

10

6,76

5

5

5

15

25

6,71

5

5

5

15

40

6,67

10

10

5

25

65

6,63

25

35

40

100

165

6,58

10

20

10

40

205

6,54

5

10

10

25

230

6,49

 

5

 

5

235

Σύνολο

65

90

80

235

 

3.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να κατανείμει 158 εκατ. ευρώ, οπότε προκύπτουν οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής 6,63. Όλες οι προσφορές άνω του 6,63 (των οποίων το συνολικό ύψος είναι 65 εκατ. ευρώ) ικανοποιούνται πλήρως. Στις διαφορικές μονάδες ανταλλαγής 6,63 το ποσοστό κατανομής είναι:

Formula

4.

Η κατανομή στην Τράπεζα 1 στις οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής είναι π.χ.:

0,93 × 25 = 23,25

5.

Το συνολικό ποσό που κατανέμεται στην Τράπεζα 1 είναι:

5 + 5 + 5 + 10 + 23,25 = 48,25

6.

Τα αποτελέσματα της κατανομής συνοψίζονται ως εξής:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Αντισυμβαλλόμενοι

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο

Συνολικός αριθμός προσφορών

65,0

90,0

80,0

235,0

Συνολικό ποσό κατανομής

48,25

52,55

57,20

158,0

7.

Η ΕΚΤ καθορίζει την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου για την πράξη ανταλλαγής σε 1,1300.

8.

Εάν ακολουθείται μέθοδος κατανομής με ενιαίο επιτόκιο (δημοπρασία «ολλανδικού τύπου»), κατά την ημερομηνία έναρξης της πράξης ανταλλαγής το Ευρωσύστημα αγοράζει 158 000 000 ευρώ και πωλεί 178 540 000 δολάρια ΗΠΑ. Κατά την ημερομηνία λήξης της πράξης, το Ευρωσύστημα πωλεί 158 000 000 ευρώ και αγοράζει 178 644 754 δολάρια ΗΠΑ (η προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία είναι 1,130663 = 1,1300 + 0,000663).

9.

Εάν ακολουθείται μέθοδος κατανομής με πολλαπλό επιτόκιο (δημοπρασία «αμερικανικού τύπου»), το Ευρωσύστημα ανταλλάσσει τα ποσά ευρώ και δολαρίων ΗΠΑ όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

Άμεση συναλλαγή

Προθεσμιακή συναλλαγή

Συναλλαγματική ισοτιμία

Αγορά ευρώ

Πώληση δολαρίων ΗΠΑ

Συναλλαγματική ισοτιμία

Πώληση ευρώ

Αγορά δολαρίων ΗΠΑ

1,1300

 

 

1,130684

 

 

1,1300

10 000 000

11 300 000

1,130680

10 000 000

11 306 800

1,1300

15 000 000

16 950 000

1,130676

15 000 000

16 960 140

1,1300

15 000 000

16 950 000

1,130671

15 000 000

16 960 065

1,1300

25 000 000

28 250 000

1,130667

25 000 000

28 266 675

1,1300

93 000 000

105 090 000

1,130663

93 000 000

105 151 659

1,1300

 

 

1,130658

 

 

1,1300

 

 

1,130654

 

 

1,1300

 

 

1,130649

 

 

Σύνολο

158 000 000

178 540 000

 

158 000 000

178 645 339

V.   ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 5: ΠΡΑΞΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΩ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

1.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να προσφέρει ρευστότητα στην αγορά διενεργώντας πράξη ανταλλαγής νομισμάτων βάσει της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου. (Σημείωση: Στο παράδειγμα οι διαφορικές μονάδες ανταλλαγής του ευρώ είναι θετικές).

2.

Τρεις αντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν τις εξής προσφορές:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Διαφορικές μονάδες ανταλλαγής (× 10 000)

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο

Συνολικό ύψος προσφορών

6,23

 

 

 

 

 

6,27

5

 

5

10

10

6,32

5

 

5

10

20

6,36

10

5

5

20

40

6,41

10

10

20

40

80

6,45

20

40

20

80

160

6,49

5

20

10

35

195

6,54

5

5

10

20

215

6,58

 

5

 

5

220

Σύνολο

60

85

75

220

 

3.

Η ΕΚΤ αποφασίζει να κατανείμει 197 εκατ. ευρώ, οπότε προκύπτουν οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής 6,54. Όλες οι προσφορές κάτω του 6,54 (των οποίων το συνολικό ύψος είναι 195 εκατ. ευρώ) ικανοποιούνται πλήρως. Στις διαφορικές μονάδες ανταλλαγής 6,54 το ποσοστό κατανομής είναι:

Formula

4.

Η κατανομή στην Τράπεζα 1 στις οριακές διαφορικές μονάδες ανταλλαγής είναι π.χ.:

0,10 × 5 = 0,5

5.

Το συνολικό ποσό που κατανέμεται στην Τράπεζα 1 είναι:

5 + 5 + 10 + 10 + 20 + 5 + 0,5 = 55,5

6.

Τα αποτελέσματα της κατανομής συνοψίζονται ως εξής:

 

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Αντισυμβαλλόμενοι

Τράπεζα 1

Τράπεζα 2

Τράπεζα 3

Σύνολο

Συνολικός αριθμός προσφορών

60,0

85,0

75,0

220

Συνολικό ποσό κατανομής

55,5

75,5

66,0

197

7.

Η ΕΚΤ καθορίζει την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ για την πράξη ανταλλαγής σε 1,1300.

8.

Εάν ακολουθείται μέθοδος κατανομής με ενιαίο επιτόκιο (δημοπρασία «ολλανδικού τύπου»), κατά την ημερομηνία έναρξης της πράξης ανταλλαγής το Ευρωσύστημα πωλεί 197 000 000 ευρώ και αγοράζει 222 610 000 δολάρια ΗΠΑ. Κατά την ημερομηνία λήξης της πράξης, το Ευρωσύστημα αγοράζει 197 000 000 ευρώ και πωλεί 222 738 838 δολάρια ΗΠΑ (η προθεσμιακή συναλλαγματική ισοτιμία είναι 1,130654 = 1,1300 + 0,000654).

9.

Εάν ακολουθείται μέθοδος κατανομής με πολλαπλό επιτόκιο (δημοπρασία «αμερικανικού τύπου»), το Ευρωσύστημα ανταλλάσσει τα ποσά ευρώ και δολαρίων ΗΠΑ που φαίνονται στον παρακάτω πίνακα:

Άμεση συναλλαγή

Προθεσμιακή συναλλαγή

Συναλλαγματική ισοτιμία

Πώληση ευρώ

Αγορά δολαρίων ΗΠΑ

Συναλλαγματική ισοτιμία

Αγορά ευρώ

Πώληση δολαρίων ΗΠΑ

1,1300

 

 

1,130623

 

 

1,1300

10 000 000

11 300 000

1,130627

10 000 000

11 306 270

1,1300

10 000 000

11 300 000

1,130632

10 000 000

11 306 320

1,1300

20 000 000

22 600 000

1,130636

20 000 000

22 612 720

1,1300

40 000 000

45 200 000

1,130641

40 000 000

45 225 640

1,1300

80 000 000

90 400 000

1,130645

80 000 000

90 451 600

1,1300

35 000 000

39 550 000

1,130649

35 000 000

39 572 715

1,1300

2 000 000

2 260 000

1,130654

2 000 000

2 261 308

1,1300

 

 

1,130658

 

 

Σύνολο

197 000 000

222 610 000

 

197 000 000

222 736 573

VI.   ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 6: ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

1.

Στο παράδειγμα αυτό παρουσιάζεται το πλαίσιο ελέγχου κινδύνων που εφαρμόζεται για τα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος. Το παράδειγμα βασίζεται στην παραδοχή ότι, κατά τον υπολογισμό της ανάγκης για κάλυψη διαφορών αποτίμησης, λαμβάνονται υπόψη οι δεδουλευμένοι τόκοι επί της παρεχόμενης ρευστότητας και εφαρμόζεται σημείο ενεργοποίησης 0,5 % της παρεχόμενης ρευστότητας. Υποθέτουμε ότι ο αντισυμβαλλόμενος συμμετέχει στις ακόλουθες πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος:

α)

πράξη κύριας αναχρηματοδότησης με έναρξη στις 30 Ιουλίου 2014 και λήξη στις 6 Αυγούστου 2014, μέσω της οποίας κατανέμεται στον αντισυμβαλλόμενο ποσό 50 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 0,15 %·

β)

πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης με έναρξη στις 31 Ιουλίου 2014 και λήξη στις 23 Οκτωβρίου 2014, μέσω της οποίας κατανέμεται στον αντισυμβαλλόμενο ποσό 45 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 0,15 %·

γ)

πράξη κύριας αναχρηματοδότησης με έναρξη στις 6 Αυγούστου 2014 και λήξη στις 13 Αυγούστου 2014, μέσω της οποίας κατανέμεται στον αντισυμβαλλόμενο ποσό 35 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 0,15 %.

2.

Τα χαρακτηριστικά των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων που ο αντισυμβαλλόμενος παρέχει ως ασφάλεια για τις εν λόγω πράξεις περιγράφονται στον πίνακα 1.

Πίνακας 1

Εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια στις συναλλαγές

Χαρακτηριστικά

Ονομασία

Είδος

Ημερομηνία λήξης

Είδος τοκομεριδίου

Συχνότητα τοκομεριδίου

Εναπομένουσα διάρκεια

Περικοπή αποτίμησης

Τίτλος A

Καλυμμένη ομολογία τύπου «jumbo»

30.8.2018

Σταθερό

6 μήνες

4 έτη

2,50 %

Τίτλος B

Ομόλογο κεντρικής κυβέρνησης

19.11.2018

Κυμαινόμενο

12 μήνες

4 έτη

0,50 %

Τίτλος Γ

Εταιρικό ομόλογο

12.5.2025

Μηδενικό

 

> 10 έτη

13,00 %

Τιμές σε ποσοστά (συμπεριλαμβάνονται οι δεδουλευμένοι τόκοι) (1)

30.7.2014

31.7. 2014

1.8.2014

4.8. 2014

5.8. 2014

6.8. 2014

7.8. 2014

101,61

101,21

99,50

99,97

99,73

100,01

100,12

 

98,12

97,95

98,15

98,56

98,59

98,57

 

 

 

 

 

53,71

53,62

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ

Κατά πρώτον, ας υποτεθεί ότι η εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) εφαρμόζει σύστημα εξειδίκευσης των περιουσιακών στοιχείων για κάθε συναλλαγή. Η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως ασφάλεια πραγματοποιείται σε καθημερινή βάση. Το πλαίσιο ελέγχου κινδύνων μπορεί να περιγραφεί ως εξής (βλέπε και πίνακα 2):

1.

Στις 30 Ιουλίου 2014 ο αντισυμβαλλόμενος συνάπτει αντιστρεπτέα συναλλαγή με την ΕθνΚΤ, η οποία αγοράζει τίτλους Α αξίας 50,6 εκατ. ευρώ. Ο τίτλος A είναι καλυμμένη ομολογία τύπου «jumbo» σταθερού επιτοκίου, λήγει στις 30 Αυγούστου 2018 και κατατάσσεται στην πιστοληπτική βαθμίδα 1 έως 2. Έχει δηλαδή εναπομένουσα διάρκεια τεσσάρων ετών, οπότε απαιτείται περικοπή αποτίμησης 2,5 %. Η τρέχουσα τιμή του τίτλου A στην αντίστοιχη αγορά αναφοράς τη συγκεκριμένη ημέρα είναι 101,61 % και περιλαμβάνει τους δεδουλευμένους τόκους του τοκομεριδίου. Ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να παραδώσει τίτλους A τόσης αξίας ώστε, μετά την αφαίρεση του 2,5 % λόγω της περικοπής αποτίμησης, να υπερκαλύπτει το ποσό των 50 εκατ. ευρώ που του έχει κατανεμηθεί. Έτσι ο αντισυμβαλλόμενος παραδίδει τίτλους A ονομαστικής αξίας 50,6 εκατ. ευρώ, των οποίων η προσαρμοσμένη αγοραία αξία εκείνη την ημέρα είναι 50 129 294 ευρώ.

2.

Στις 31 Ιουλίου 2014 ο αντισυμβαλλόμενος συνάπτει συμφωνία επαναγοράς με την ΕθνΚΤ, η οποία αγοράζει τίτλους Α αξίας 21 εκατ. ευρώ (αγοραία τιμή 101,21 %, περικοπή αποτίμησης 2,5 %) και τίτλους Β αξίας 25 εκατ. ευρώ (αγοραία τιμή 98,02 %). Ο τίτλος Β είναι ομόλογο κεντρικής κυβέρνησης με κυμαινόμενο επιτόκιο και κατατάσσεται στην πιστοληπτική βαθμίδα 1 έως 2, εφαρμόζεται δε επ' αυτού περικοπή αποτίμησης 0,5 %. Η προσαρμοσμένη αγοραία αξία των τίτλων A και B την ημέρα αυτή είναι 45 130 098 ευρώ, συνεπώς υπερβαίνει το απαιτούμενο ποσό των 45 000 000 ευρώ.

3.

Στις 31 Ιουλίου 2014 γίνεται νέα αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν την πράξη κύριας αναχρηματοδότησης που διενεργήθηκε στις 30 Ιουλίου 2014. Η αγοραία τιμή του τίτλου Α είναι 101,21 %, οπότε η προσαρμοσμένη αγοραία τιμή του μετά την εφαρμογή της περικοπής αποτίμησης βρίσκεται μεταξύ του κατώτερου και του ανώτερου σημείου ενεργοποίησης. Η αρχικά συσταθείσα ασφάλεια θεωρείται συνεπώς ότι καλύπτει το αρχικό ποσό της χορηγηθείσας ρευστότητας συν τους δεδουλευμένους τόκους οι οποίοι ανέρχονται σε 208 ευρώ.

4.

Την 1η Αυγούστου 2014 τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία αποτιμώνται εκ νέου: η αγοραία τιμή του τίτλου Α είναι 99,50 % και η αγοραία τιμή του τίτλου Β είναι 97,95 %. Οι δεδουλευμένοι τόκοι ανέρχονται σε 417 ευρώ για την πράξη κύριας αναχρηματοδότησης που διενεργήθηκε στις 30 Ιουλίου 2014 και 188 ευρώ για την πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης που διενεργήθηκε στις 31 Ιουλίου 2014. Κατά συνέπεια, η προσαρμοσμένη αγοραία αξία των τίτλων A στην πρώτη συναλλαγή υπολείπεται του ποσού της συναλλαγής που πρέπει να καλυφθεί, δηλαδή του ύψους της παρασχεθείσας ρευστότητας συν τους δεδουλευμένους τόκους, κατά 912 092 ευρώ, και είναι επίσης χαμηλότερη από το κατώτερο σημείο ενεργοποίησης, δηλαδή τα 49 750 415 ευρώ. Ο αντισυμβαλλόμενος παραδίδει τίτλους Α ονομαστικής αξίας 950 000 ώστε, μετά την αφαίρεση περικοπής αποτίμησης 2,5 % από την αγοραία αξία που υπολογίζεται βάσει της τιμής 99,50 %, να αποκαθίσταται το απαιτούμενο ύψος ασφάλειας. Οι ΕθνΚΤ μπορούν να ενεργοποιούν τον μηχανισμό κάλυψης διαφορών αποτίμησης σε μετρητά και όχι σε τίτλους.

Ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης ενεργοποιείται και για τη δεύτερη συναλλαγή εφόσον η προσαρμοσμένη αγοραία αξία των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τη συναλλαγή (44 737 688 ευρώ) υπολείπεται του κατώτερου σημείου ενεργοποίησης (44 775 187 ευρώ). Έτσι ο αντισυμβαλλόμενος παραδίδει τίτλους Β αξίας 270 000 ευρώ, με προσαρμοσμένη αγοραία αξία 263 143 ευρώ.

5.

Στις 4 και στις 5 Αυγούστου 2014 γίνεται νέα αποτίμηση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να ενεργοποιείται ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης για τις συναλλαγές οι οποίες διενεργήθηκαν στις 30 και στις 31 Ιουλίου 2014.

6.

Στις 6 Αυγούστου 2014 ο αντισυμβαλλόμενος αποπληρώνει τη ρευστότητα που του χορηγήθηκε μέσω της πράξης κύριας αναχρηματοδότησης της 30ής Ιουλίου 2014, μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους που ανέρχονται σε 1 458 ευρώ. Η ΕθνΚΤ επιστρέφει τίτλους Α ονομαστικής αξίας 51 550 000 ευρώ.

Την ίδια ημέρα ο αντισυμβαλλόμενος συνάπτει νέα συμφωνία επαναγοράς με την ΕθνΚΤ, η οποία αγοράζει τίτλους Γ ονομαστικής αξίας 75 εκατ. ευρώ. Εφόσον ο τίτλος Γ είναι εταιρικό ομόλογο μηδενικού τοκομεριδίου με εναπομένουσα διάρκεια άνω των δέκα ετών και κατατάσσεται στην πιστοληπτική βαθμίδα 1 έως 2, εφαρμόζεται περικοπή αποτίμησης 13 %, οπότε η αντίστοιχη προσαρμοσμένη αγοραία αξία την ημέρα αυτή είναι 35 045 775 ευρώ. Από την εκ νέου αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που παραδόθηκαν ως ασφάλεια για την πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της 31ης Ιουλίου 2014 προκύπτει ότι η προσαρμοσμένη αγοραία αξία των παραδοθέντων περιουσιακών στοιχείων υπερβαίνει το ανώτερο σημείο ενεργοποίησης, οπότε η ΕθνΚΤ επιστρέφει στον αντισυμβαλλόμενο τίτλους Β ονομαστικής αξίας 262 000 ευρώ. Εάν έπρεπε να καταβληθεί περιθώριο από την ΕθνΚΤ στον αντισυμβαλλόμενο σε σχέση με τη δεύτερη συναλλαγή, το εν λόγω περιθώριο θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συμψηφιστεί με το περιθώριο που καταβάλλει στην ΕθνΚΤ ο αντισυμβαλλόμενος σε σχέση με την πρώτη συναλλαγή. Κατά συνέπεια, θα γινόταν μόνον ένας διακανονισμός περιθωρίου.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ

Κατά δεύτερον, ας υποτεθεί ότι η ΕθνΚΤ εφαρμόζει σύστημα συγκέντρωσης των ασφαλειών, κατά το οποίο τα περιουσιακά στοιχεία του χαρτοφυλακίου ασφαλειών του αντισυμβαλλομένου δεν εξειδικεύονται για συγκεκριμένες συναλλαγές.

1.

Εν προκειμένω ακολουθείται η ίδια σειρά ενεργειών, όπως και στο σύστημα εξειδίκευσης των ασφαλειών. Η βασική διαφορά είναι ότι κατά τις ημερομηνίες ανατίμησης η προσαρμοσμένη αγοραία αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων του χαρτοφυλακίου ασφαλειών πρέπει να καλύπτει το συνολικό ποσό όλων των εκκρεμών συναλλαγών του αντισυμβαλλομένου με την ΕθνΚΤ. Το συμπληρωματικό περιθώριο που λόγω διαφοράς αποτίμησης πρέπει να καλυφθεί την 1η Αυγούστου 2014 είναι και πάλι 1 174 592 ευρώ, δηλαδή ακριβώς το ίδιο όπως και με το σύστημα εξειδίκευσης των ασφαλειών. Ο αντισυμβαλλόμενος παραδίδει τίτλους Α ονομαστικής αξίας 1 300 000 ευρώ ούτως ώστε, μετά την αφαίρεση της περικοπής 2,5 % από την αγοραία αξία που υπολογίζεται βάσει της τιμής 99,50 %, να αποκαθίσταται το απαιτούμενο ύψος της ασφάλειας.

2.

Επιπλέον, στις 6 Αυγούστου 2014, οπότε λήγει η πράξη κύριας αναχρηματοδότησης της 30ής Ιουλίου 2014, ο αντισυμβαλλόμενος είναι δυνατόν να διατηρήσει τους τίτλους στο λογαριασμό ενεχύρου του ή να αντικαταστήσει ένα περιουσιακό στοιχείο με άλλο όπως φαίνεται στο παράδειγμα, όπου τίτλοι Α ονομαστικής αξίας 51,9 εκατ. ευρώ αντικαθίστανται με τίτλους Γ ονομαστικής αξίας 75,5 εκατ. ευρώ, για να καλυφθεί η χορηγηθείσα ρευστότητα συν τους δεδουλευμένους τόκους για όλες τις πράξεις αναχρηματοδότησης.

3.

Το πλαίσιο ελέγχου κινδύνων στο σύστημα συγκέντρωσης περιγράφεται στον πίνακα 3.

Πίνακας 2

Σύστηνα εξειδίκευσης ασφαλειών

Ημερομηνία

Εκκρεμείς συναλλαγές

Έναρξη

Λήξη

Επιτόκιο

Χορηγηθείσα ρευστότητα

Δεδουλευμένοι τόκοι

Συνολικό ποσό που πρέπει να καλυφθεί

Κατώτερο σημείο ενεργοποίησης

Ανώτερο σημείο ενεργοποίησης

Προσαρμοσμένη αγοραία αξία

Μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης

30.7.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

50 000 000

49 750 000

50 250 000

50 129 294

31.7.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

208

50 000 208

49 750 207

50 250 209

49 931 954

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000

45 000

44 775 000

45 225 000

45 130 098

1.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

417

50 000 417

49 750 415

50 250 419

49 088 325

– 912 092

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

188

45 000 188

44 775 187

45 225 188

44 737 688

– 262 500

4.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

1 042

50 001 042

49 751 036

50 251 047

50 246 172

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

750

45 000 750

44 775 746

45 225 754

45 147 350

5.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

1 250

50 001 250

49 751 244

50 251 256

50 125 545

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

938

45 000 938

44 775 933

45 225 942

45 201 299

6.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

6.8.2014

13.8.2014

0,15

35 000 000

35 000 000

34 825 000

35 175 000

35 045 775

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

1 125

45 001 125

44 776 119

45 226 131

45 266 172

265 047

7.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

6.8.2014

13.8.2014

0,15

35 000 000

146

35 000 146

34 825 145

35 175 147

34 987 050

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

1 313

45 001 313

44 776 306

45 226 319

45 026 704


Πίνακας 3

Σύστημα συγκέντρωσης ασφαλειών

Ημερομηνία

Εκκρεμείς συναλλαγές

Έναρξη

Λήξη

Επιτόκιο

Χορηγηθείσα ρευστότητα

Δεδουλευμένοι τόκοι

Συνολικό ποσό που πρέπει να καλυφθεί

Κατώτερο σημείο ενεργοποίησης (2)

Ανώτερο σημείο ενεργοποίησης (3)

Προσαρμοσμένη αγοραία αξία

Μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης

30.7.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

50 000 000

49 750 000

Δεν έχει εφαρμογή

50 129 294

31.7.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

208

95 000 208

94 525 207

Δεν έχει εφαρμογή

95 062 051

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

 

 

 

 

 

1.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

417

95 000 604

94 525 601

Δεν έχει εφαρμογή

93 826 013

– 1 174 592

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

188

 

 

 

 

 

4.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

1 042

95 001 792

94 526 783

Δεν έχει εφαρμογή

95 470 989

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

750

 

 

 

 

 

5.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

30.7.2014

6.8.2014

0,15

50 000 000

1 250

95 002 188

94 527 177

Δεν έχει εφαρμογή

95 402 391

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

938

 

 

 

 

 

6.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

6.8.2014

13.8.2014

0,15

35 000 000

80 001 125

79 601 119

Δεν έχει εφαρμογή

80 280 724

 

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

1 125

 

 

 

 

 

7.8.2014

Κύρια αναχρηματοδότηση

6.8.2014

13.8.2014

0,15

35 000 000

146

80 001 458

79 601 451

Δεν έχει εφαρμογή

80 239 155

30.7.2014

Πιο μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση

31.7.2014

29.10.2014

0,15

45 000 000

1 313

 

 

 

 

 


(1)  Οι τιμές που αναγράφονται για μια συγκεκριμένη ημέρα αποτίμησης αντιστοιχούν στην πιο αντιπροσωπευτική τιμή κατά την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα.

(2)  Στο σύστημα συγκέντρωσης, το κατώτερο σημείο ενεργοποίησης είναι το όριο κάτω από το οποίο ενεργοποιείται ο μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης. Στην πράξη, οι περισσότερες ΕθνΚΤ απαιτούν την παροχή πρόσθετης ασφάλειας οσάκις η προσαρμοσμένη (μετά την εφαρμογή της περικοπής αποτίμησης) αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου ασφαλειών μειώνεται κάτω από το συνολικό ποσό που πρέπει να καλυφθεί.

(3)  Στο σύστημα συγκέντρωσης, το ανώτερο σημείο ενεργοποίησης στερείται νοήματος, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος επιδιώκει να διατηρεί σταθερά ένα πλεονάζον ποσό ασφαλειών ώστε να ελαχιστοποιεί τις σχετικές δοσοληψίες.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα κατευθυντήρια γραμμή

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2011/14

Απόφαση ΕΚΤ/2013/6

Απόφαση ΕΚΤ/2013/35

Απόφαση ΕΚΤ/2014/23

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1

 

 

 

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Εισαγωγή

 

 

 

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Ενότητα 1.6

 

 

 

Άρθρο 1 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Ενότητα 5.2.1, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 6

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 7

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 8

Ενότητα 3.1.1.2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 9

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 10

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 11

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 12

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 13

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 14

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 15

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 16

Ενότητα 6.6

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 17

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 18

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 19

Παράρτημα II, σημείο 20

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 20

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 21

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 22

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 23

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 24

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 25

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 26

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 27

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο ii) περίπτωση δ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 28

 

 

Άρθρο 10

 

Άρθρο 2 παράγραφος 29

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 30

Ενότητα 4.1.3, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 31

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 32

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 33

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 34

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 35

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 36

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 37

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 38

Ενότητα 5.1.1.3, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 39

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 40

Ενότητα 3.4.1 και 3.4.2, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 41

Ενότητα 6.6.1

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 42

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 43

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 44

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 45

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 46

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 47

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 48

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 49

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 50

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 51

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 52

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 53

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 54

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 55

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 56

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 57

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 58

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 59

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 60

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 61

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 62

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 63

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 64

Ενότητα 5.1.5.4, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 65

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 66

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 67

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 68

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 69

Ενότητα 6.2.1.3

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 70

Ενότητα 6.2.2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 71

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 72

Ενότητες 3.2.1 και 3.2.2, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 73

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 74

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 75

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 76

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 77

Ενότητα 3.1.1.2, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 78

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 79

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 80

Ενότητα 3.1.1.1

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 81

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 82

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 83

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 84

Ενότητα 5.1.5.4, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 85

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 86

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 87

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 88

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 89

Ενότητα 3.4.3

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 90

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 91

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 92

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 93

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 94

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 95

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 96

 

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 97

Πλαίσιο 7, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 98

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 99

Ενότητα 5.1.1.3, προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 100

 

 

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Ενότητα 1.3

 

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 4

 

 

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Προοίμιο κεφαλαίου 3

 

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Προοίμιο κεφαλαίου 3

 

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Προοίμιο κεφαλαίου 3, ενότητα 1.3.3

 

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Προοίμιο κεφαλαίου 3, ενότητα 1.3.3, ενότητα 3.1.5

 

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 5

Ενότητα 1.3.1

 

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Ενότητα 3.1.1.1

 

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Ενότητα 3.1.2

 

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 6

 

 

 

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Ενότητα 3.1.1.1

 

 

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Ενότητα 3.1.3

 

 

 

Άρθρο 7 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 7 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 7 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Ενότητα 3.1.3

 

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Ενότητα 3.1.4

 

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Ενότητα 3.1.4

 

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Ενότητες 5.1.2.3 και 5.2.5

 

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Ενότητα 3.1.4

 

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Ενότητα 3.1.5

 

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Ενότητα 3.1.5

 

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Ενότητα 3.1.4

 

 

 

Άρθρο 10 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Παράρτημα II

 

 

 

Άρθρο 10 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 10 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Ενότητα 6.1

 

 

 

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Ενότητα 3.4.1

 

 

 

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Παράρτημα II

 

 

 

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Ενότητα 3.4.3

 

 

 

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Ενότητα 3.4.3

 

 

 

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Ενότητα 3.4.4

 

 

 

Άρθρο 11 παράγραφος 6

 

 

 

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Ενότητα 3.5.1

 

 

 

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Ενότητα 3.5.2

 

 

 

Άρθρο 12 παράγραφος 3

 

 

 

Άρθρο 1

Άρθρο 12 παράγραφος 4

Ενότητα 3.5.3

 

 

 

Άρθρο 12 παράγραφος 5

Ενότητα 3.1.3

 

 

 

Άρθρο 12 παράγραφος 6

Ενότητα 3.5

 

 

 

Άρθρο 12 παράγραφος 7

 

 

 

 

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Ενότητα 3.3.2

 

 

 

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Ενότητα 3.3.2

 

 

 

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Ενότητα 3.3.2

 

 

 

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Ενότητα 3.3.3

 

 

 

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Ενότητα 3.3.4

 

 

 

Άρθρο 13 παράγραφος 6

 

 

 

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Ενότητα 3.2.2

 

 

 

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Ενότητα 3.2.3

 

 

 

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Ενότητα 3.2.4

 

 

 

Άρθρο 14 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Ενότητες 3.2 και 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 15 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 15 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Ενότητα 2.3

 

 

 

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Ενότητα 2.3

 

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Ενότητες 4.1.1 και 4.2.1

 

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Ενότητες 4.1.5 και 4.2.5

 

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Ενότητα 4.1.5

 

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 6

Ενότητα 4.1.4

 

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 7

 

 

 

 

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Ενότητες 4.1.1 και 4.1.2

 

 

 

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Ενότητα 4.1.2

 

 

 

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Ενότητα 4.1.3

 

 

 

Άρθρο 18 παράγραφος 4

Ενότητα 4.1.3

 

 

 

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Ενότητα 4.1.3

 

 

 

Άρθρο 19 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 19 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 19 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 19 παράγραφος 5

Ενότητα 4.1.3

 

 

 

Άρθρο 19 παράγραφος 6

Ενότητα 4.1.3

 

 

 

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Ενότητα 4.1.4

 

 

 

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Ενότητα 4.1.4

 

 

 

Άρθρο 20 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Ενότητα 4.2.1

 

 

 

Άρθρο 21 παράγραφος 2

 

 

 

Άρθρο 1

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Ενότητα 4.2.2

 

 

 

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Ενότητα 4.2.3

 

 

 

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Ενότητα 4.2.3

 

 

 

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Ενότητα 4.2.3

 

 

 

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Ενότητα 4.2.3

 

 

 

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Ενότητα 4.2.4

 

 

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Ενότητα 4.2.4

 

 

 

Άρθρο 23 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 24

 

 

 

 

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Ενότητες 5.1.1 και 5.1.1.3

 

 

 

Άρθρο 25 παράγραφος 2

Ενότητες 5.1.1 και 5.1.2.3

 

 

 

Άρθρο 25 παράγραφος 3

Ενότητα 5.1.1.3

 

 

 

Άρθρο 26 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.1.1

 

 

 

Άρθρο 26 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.1.1

 

 

 

Άρθρο 26 παράγραφος 3

Ενότητα 5.1.1.1

 

 

 

Άρθρο 26 παράγραφος 4

Ενότητα 5.1.1.1

 

 

 

Άρθρο 27 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.1.2

 

 

 

Άρθρο 27 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.1.2

 

 

 

Άρθρο 27 παράγραφος 3

Ενότητα 5.1.1.2

 

 

 

Άρθρο 27 παράγραφος 4

Ενότητα 5.1.1.2

 

 

 

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.2

 

 

 

Άρθρο 28 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.2

 

 

 

Άρθρο 28 παράγραφος 3

Ενότητες 5.1.2 και 5.1.2.3

 

 

 

Άρθρο 29 παράγραφος 1

Ενότητες 5.1.2.2 έως 5.1.2.3

 

 

 

Άρθρο 29 παράγραφος 2

Ενότητες 5.1.2.2 έως 5.1.2.3

 

 

 

Άρθρο 30 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.3.

 

 

 

Άρθρο 30 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.3.

 

 

 

Άρθρο 30 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 30 παράγραφος 4

Ενότητα 5.1.3.

 

 

 

Άρθρο 30 παράγραφος 5

Ενότητα 5.1.3.

 

 

 

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 32 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.1.3

 

 

 

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 32 παράγραφος 4

Ενότητα 5.1.1.3

 

 

 

Άρθρο 32 παράγραφος 5

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 32 παράγραφος 6

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 33 παράγραφος 3

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 33 παράγραφος 4

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Προσάρτημα 2

 

 

 

Άρθρο 35 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 35 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 35 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.4

 

 

 

Άρθρο 36 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 36 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.5.1

 

 

 

Άρθρο 37 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 38 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.5.2

 

 

 

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.5.2

 

 

 

Άρθρο 39 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.5.2

 

 

 

Άρθρο 39 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.5.2

 

 

 

Άρθρο 40 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.5.3

 

 

 

Άρθρο 40 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 41 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.5.3

 

 

 

Άρθρο 41 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 42

Ενότητα 5.1.5.4

 

 

 

Άρθρο 43 παράγραφος 1

Ενότητα 5.1.6

 

 

 

Άρθρο 43 παράγραφος 2

Ενότητα 5.1.6

 

 

 

Άρθρο 43 παράγραφος 3

Ενότητα 5.1.6

 

 

 

Άρθρο 43 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 44 παράγραφος 1

Ενότητα 5.2.1

 

 

 

Άρθρο 44 παράγραφος 2

Ενότητα 5.2.1

 

 

 

Άρθρο 45 παράγραφος 1

Ενότητα 5.2.2

 

 

 

Άρθρο 45 παράγραφος 2

Ενότητα 5.2.2

 

 

 

Άρθρο 45 παράγραφος 3

Ενότητα 5.2.2

 

 

 

Άρθρο 46 παράγραφος 1

Ενότητα 5.2.3

 

 

 

Άρθρο 46 παράγραφος 2

Ενότητα 5.2.3

 

 

 

Άρθρο 46 παράγραφος 3

Ενότητα 5.2.3

 

 

 

Άρθρο 47 παράγραφος 1

Ενότητα 5.2.4

 

 

 

Άρθρο 47 παράγραφος 2

Ενότητα 5.2.4

 

 

 

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Ενότητα 5.2.5

 

 

 

Άρθρο 48 παράγραφος 2

Ενότητα 5.2.5

 

 

 

Άρθρο 49 παράγραφος 1

Ενότητα 5.3.1

 

 

 

Άρθρο 49 παράγραφος 2

Ενότητα 5.3.1

 

 

 

Άρθρο 50 παράγραφος 1

Ενότητα 5.3.2

 

 

 

Άρθρο 50 παράγραφος 2

Ενότητα 5.3.1

 

 

 

Άρθρο 51 παράγραφος 1

Ενότητα 5.3.2

 

 

 

Άρθρο 51 παράγραφος 2

Ενότητα 5.3.1

 

 

 

Άρθρο 51 παράγραφος 3

Ενότητα 5.3.2

 

 

 

Άρθρο 52 παράγραφος 1

Ενότητα 5.3.2

 

 

 

Άρθρο 52 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 53 παράγραφος 1

Ενότητα 5.3.1

 

 

 

Άρθρο 53 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 54 παράγραφος 1

Ενότητα 7.4.2

 

 

 

Άρθρο 54 παράγραφος 2

 

 

 

Άρθρο 2

Άρθρο 55

Ενότητα 2.1

 

 

 

Άρθρο 56 παράγραφος 1

Ενότητα 2.1

 

 

 

Άρθρο 56 παράγραφος 2

Ενότητα 2.1

 

 

 

Άρθρο 56 παράγραφος 3

Ενότητα 2.1

 

 

 

Άρθρο 56 παράγραφος 4

Ενότητα 2.1

 

 

 

Άρθρο 57 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 57 παράγραφος 2

Ενότητα 2.2

 

 

 

Άρθρο 57 παράγραφος 3

Ενότητα 2.2, προσάρτημα 3

 

 

 

Άρθρο 57 παράγραφος 4

Ενότητες 2.2 και 5.2.2

 

 

 

Άρθρο 57 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 58 παράγραφος 1

Ενότητα 1.5

 

 

 

Άρθρο 58 παράγραφος 2

Ενότητες 1.5 και 6.1

 

 

 

Άρθρο 58 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 58 παράγραφος 4

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 58 παράγραφος 5

Ενότητα 6.1

 

 

 

Άρθρο 58 παράγραφος 6

Ενότητα 6.2

 

 

 

Άρθρο 59 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.2

 

 

 

Άρθρο 59 παράγραφος 2

Ενότητες 6.1 και 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 59 παράγραφος 3

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 59 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 59 παράγραφος 5

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 59 παράγραφος 6

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 59 παράγραφος 7

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 60

 

 

 

 

Άρθρο 61 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2

 

 

 

Άρθρο 61 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.2, παράρτημα της ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

 

Άρθρο 62 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

 

Άρθρο 62 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

 

Άρθρο 63 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

 

Άρθρο 63 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 63 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.1.1

 

Άρθρο 3 παράγραφος 3

 

Άρθρο 63 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 4

 

Άρθρο 63 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 3 παράγραφος 5

 

Άρθρο 64

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 65

Ενότητα 6.2.1.8

 

 

 

Άρθρο 66 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.3, ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 66 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.1.3

 

 

 

Άρθρο 66 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.1.3

 

 

 

Άρθρο 67 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.4, ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 67 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 68 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.5, παράρτημα της ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 68 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.1.5

 

 

 

Άρθρο 68 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.1.5, παράρτημα της ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 69 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.6

 

 

 

Άρθρο 69 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 70 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.7

 

 

 

Άρθρο 70 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 70 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 70 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 70 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 70 παράγραφος 6

 

 

 

 

Άρθρο 71

 

 

 

 

Άρθρο 72

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 73 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1, ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 73 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 73 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 73 παράγραφος 4

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 73 παράγραφος 5

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 73 παράγραφος 6

 

 

Άρθρο 4

 

Άρθρο 73 παράγραφος 7

 

 

 

 

Άρθρο 74 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 74 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 74 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 74 παράγραφος 4

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 75 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 75 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 76 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 76 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 77 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 77 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 78 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 78 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 11

 

Άρθρο 79

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 80 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1.1

 

 

 

Άρθρο 80 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 80 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 80 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 80 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 2

 

Άρθρο 81 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.1

 

 

 

Άρθρο 81 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 82 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.1

 

Άρθρο 6 παράγραφος 2

 

Άρθρο 82 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 83

 

 

Άρθρο 1

 

Άρθρο 84

 

 

Άρθρο 1

 

Άρθρο 85

 

 

 

 

Άρθρο 86

 

 

 

 

Άρθρο 87 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.2

 

 

 

Άρθρο 87 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 87 παράγραφος 3

Ενότητα 6.3.2

 

 

 

Άρθρο 88 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 88 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 89 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 89 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 89 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 89 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 89 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 90

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 91

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 92

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 93

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 94

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 95 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 95 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 96 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 96 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 96 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 97

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 98

Ενότητα 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 99 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.3.1

 

 

 

Άρθρο 99 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 100

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 101 παράγραφος 1

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 101 παράγραφος 2

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 102

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 103 παράγραφος 1

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 103 παράγραφος 2

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 103 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 104 παράγραφος 1

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 104 παράγραφος 2

Προσάρτημα 7

 

 

 

Άρθρο 104 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 104 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 105

 

 

 

 

Άρθρο 106

Ενότητα 6.2.2

 

 

 

Άρθρο 107 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.2.2

 

 

 

Άρθρο 107 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.2.2

 

 

 

Άρθρο 107 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.2.2

 

 

 

Άρθρο 107 παράγραφος 4

Ενότητα 6.2.2.2

 

 

 

Άρθρο 107 παράγραφος 5

Ενότητα 6.2.2.2

 

 

 

Άρθρο 107 παράγραφος 6

Ενότητα 6.2.2.2

 

 

 

Άρθρο 107 παράγραφος 7

Ενότητα 6.2.2.2

 

 

 

Άρθρο 108

Ενότητες 6.3.1, 6.2.2.1 και 6.3.3.2

 

 

 

Άρθρο 109 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 109 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 109 παράγραφος 3

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 3

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 4

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 6

 

 

 

 

Άρθρο 110 παράγραφος 7

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 111 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 111 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 112

Ενότητα 6.3.3.2

 

 

 

Άρθρο 113 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.2

 

 

 

Άρθρο 113 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 113 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 114 παράγραφος 1

Ενότητες 6.3.2 και 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 114 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 114 παράγραφος 3

Ενότητες 6.3.2 και 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 114 παράγραφος 4

Ενότητες 6.3.2 και 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 114 παράγραφος 5

Ενότητες 6.3.2 και 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 115

Ενότητες 6.3.2 και 6.3.3.1

 

 

 

Άρθρο 116

Ενότητες 6.2.1.2 και 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 117

Ενότητες 6.2.1.6 και 6.2.2.1

 

 

 

Άρθρο 118 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 119 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 119 παράγραφος 2

Ενότητες 6.3.4.1 και 6.3.4

 

 

 

Άρθρο 119 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 119 παράγραφος 4

Ενότητα 6.3.4

 

 

 

Άρθρο 119 παράγραφος 5

Ενότητα 6.3.5

 

 

 

Άρθρο 120 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 120 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 120 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 121 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.4.2

 

 

 

Άρθρο 121 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 121 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 121 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 122 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.4.3

 

 

 

Άρθρο 122 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 122 παράγραφος 3

Ενότητα 6.3.4.3

 

 

 

Άρθρο 122 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 122 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 123 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 123 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 123 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 123 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 124 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.4.4

 

 

 

Άρθρο 124 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 124 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 124 παράγραφος 4

Ενότητα 6.3.4.4

 

 

 

Άρθρο 124 παράγραφος 5

Ενότητα 6.3.4.4

 

 

 

Άρθρο 125

 

 

 

 

Άρθρο 126 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.5

 

 

 

Άρθρο 126 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.5

 

 

 

Άρθρο 126 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 126 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 126 παράγραφος 5

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άρθρο 127 παράγραφος 1

Ενότητα 6.4.1

 

 

 

Άρθρο 127 παράγραφος 2

Ενότητα 6.4.1

 

 

 

Άρθρο 127 παράγραφος 3

Ενότητα 6.4.1

 

 

 

Άρθρο 128 παράγραφος 1

Ενότητα 6.4.1

 

 

 

Άρθρο 128 παράγραφος 2

Ενότητα 6.4.1

 

 

 

Άρθρο 129 παράγραφος 1

Ενότητα 6.4.2

 

Άρθρο 8 παράγραφος 1

 

Άρθρο 129 παράγραφος 2

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 130 παράγραφος 1

Ενότητα 6.4.2

 

Άρθρο 8 παράγραφος 2

 

Άρθρο 130 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 3

 

Άρθρο 130 παράγραφος 3

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 130 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 4

 

Άρθρο 130 παράγραφος 5

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 130 παράγραφος 6

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 130 παράγραφος 7

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 130 παράγραφος 8

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 131 παράγραφος 1

Ενότητα 6.4.3.1

 

Άρθρο 8 παράγραφος 5

 

Άρθρο 131 παράγραφος 2

Ενότητα 6.4.3.1

 

 

 

Άρθρο 131 παράγραφος 3

Ενότητα 6.4.3.1

 

 

 

Άρθρο 132

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 6

 

Άρθρο 133

Ενότητα 6.4.3.3

 

 

 

Άρθρο 134

Ενότητες 6.5 και 6.5.1

 

 

 

Άρθρο 135

Ενότητα 6.5.2

 

 

 

Άρθρο 136 παράγραφος 1

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 136 παράγραφος 2

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 136 παράγραφος 3

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 136 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 137 παράγραφος 1

Ενότητα 6.7

 

 

 

Άρθρο 137 παράγραφος 2

Ενότητα 6.7

 

 

 

Άρθρο 137 παράγραφος 3

Ενότητα 6.7

 

 

 

Άρθρο 138 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 138 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 138 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 139 παράγραφος 1

 

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 139 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 140

Ενότητα 6.3.2.3

 

 

 

Άρθρο 141 παράγραφος 1

Ενότητα 6.4.2

 

 

 

Άρθρο 141 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 141 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 142 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 142 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 142 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 142 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 143 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 143 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 143 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 144

Ενότητα 6.2.3

 

 

 

Άρθρο 145 παράγραφος 1

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 145 παράγραφος 2

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 145 παράγραφος 3

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 145 παράγραφος 4

Προσάρτημα 6

 

 

 

Άρθρο 146

 

 

 

 

Άρθρο 147

Ενότητα 6.2.3.2

 

 

 

Άρθρο 148 παράγραφος 1

Ενότητα 6.6

 

 

 

Άρθρο 148 παράγραφος 2

Ενότητα 6.6

 

 

 

Άρθρο 148 παράγραφος 3

Ενότητα 6.6.1

 

 

 

Άρθρο 148 παράγραφος 4

 

 

 

 

Άρθρο 148 παράγραφος 5

 

 

 

 

Άρθρο 148 παράγραφος 6

 

 

 

 

Άρθρο 149 παράγραφος 1

Ενότητα 6.6

 

 

 

Άρθρο 149 παράγραφος 2

Ενότητες 6.6 και 6.6.2

 

 

 

Άρθρο 150 παράγραφος 1

Ενότητα 6.6.2

 

 

 

Άρθρο 150 παράγραφος 2

Ενότητες 6.2.1.4 και 6.6.2, ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 150 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 150 παράγραφος 4

Ενότητα 6.6.2

 

 

 

Άρθρο 150 παράγραφος 5

Ενότητα 6.6.2

 

 

 

Άρθρο 150 παράγραφος 6

 

 

 

 

Άρθρο 151 παράγραφος 1

ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 151 παράγραφος 2

ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 151 παράγραφος 3

ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 151 παράγραφος 4

ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 152 παράγραφος 1

Παράρτημα της ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Άρθρο 152 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 152 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 153 παράγραφος 1

Ενότητα 2.3

 

 

 

Άρθρο 153 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 154 παράγραφος 1

Ενότητα 2.3

 

 

 

Άρθρο 154 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 155

Προσάρτημα 6

 

 

 

Άρθρο 156 παράγραφος 1

Προσάρτημα 6

 

 

 

Άρθρο 156 παράγραφος 2

Προσάρτημα 6

 

 

 

Άρθρο 156 παράγραφος 3

Προσάρτημα 6

 

 

 

Άρθρο 156 παράγραφος 4

Προσάρτημα 6

 

 

 

Άρθρο 156 παράγραφος 5

Προσάρτημα 6, ενότητα 2.3

 

 

 

Άρθρο 156 παράγραφος 6

Προσάρτημα 6

 

 

 

Άρθρο 157

Ενότητα 2.3

 

 

 

Άρθρο 158 παράγραφος 1

Ενότητες 2.4.1 και 6.3.1

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

Άρθρο 158 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 158 παράγραφος 3

Ενότητα 2.4.2

 

 

 

Άρθρο 158 παράγραφος 4

Ενότητα 2.4.3

 

 

 

Άρθρο 159 παράγραφος 1

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 159 παράγραφος 2

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 159 παράγραφος 3

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 159 παράγραφος 4

Ενότητα 6.3.1

 

 

 

Άρθρο 160

 

 

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 1

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 161 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 162

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 163

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 164

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 165 παράγραφος 1

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 165 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 166 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

Άρθρο 166 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3

 

Άρθρο 166 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 4

 

Άρθρο 166 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 5

 

Άρθρο 166 παράγραφος 5

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 6

 

Άρθρο 167

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 168 παράγραφος 1

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 168 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 169 παράγραφος 1

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 169 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 170

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 171

Παράρτημα II, ενότητα I

 

 

 

Άρθρο 172

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 173

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 174 παράγραφος 1

Ενότητα 3.1.1.3

 

 

 

Άρθρο 174 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 174 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 175

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 176 παράγραφος 1

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 176 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 176 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 177 παράγραφος 1

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 177 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 177 παράγραφος 3

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 178

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 179

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 180

Ενότητα 3.1.1.2

 

 

 

Άρθρο 181 παράγραφος 1

Ενότητα 4.1.2

 

 

 

Άρθρο 181 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 181 παράγραφος 3

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 182

Παράρτημα II, ενότητα II

 

 

 

Άρθρο 183

Παράρτημα II, ενότητα III

 

 

 

Άρθρο 184

Παράρτημα II, ενότητα III

 

 

 

Άρθρο 185

Παράρτημα II, ενότητα III

 

 

 

Άρθρο 186 παράγραφος 1

Παράρτημα II, ενότητα III

 

 

 

Άρθρο 186 παράγραφος 2

Παράρτημα II, ενότητα III

 

 

 

Άρθρο 187

Ενότητα 3.4.2

 

 

 

Άρθρο 188

 

 

 

 

Άρθρο 189

Ενότητα 1.4

 

 

 

Άρθρο 190 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 190 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 191 παράγραφος 1

 

 

 

 

Άρθρο 191 παράγραφος 2

 

 

 

 

Άρθρο 191 παράγραφος 3

 

 

 

 

Άρθρο 192

 

 

 

 

Παράρτημα I

Εισαγωγή

Ενότητα 7.1

 

 

 

Παράρτημα I 1

Ενότητα 7.1

 

 

 

Παράρτημα I 2

Ενότητα 7.1

 

 

 

Παράρτημα I 3

Ενότητες 1.3.3 και 7.2

 

 

 

Παράρτημα I 4

 

 

 

 

Παράρτημα I 5

 

 

 

 

Παράρτημα I 6

Ενότητα 7.2

 

 

 

Παράρτημα I 7

 

 

 

 

Παράρτημα I 8

Ενότητες 1.3.3 και 7.3.1

 

 

 

Παράρτημα I 9

Ενότητα 7.3.1

 

 

 

Παράρτημα I 10

 

 

 

 

Παράρτημα I 11

 

 

 

 

Παράρτημα I 12

Ενότητες 1.3.3 και 7.4.3

 

 

 

Παράρτημα I 13

Ενότητα 7.6

 

 

 

Παράρτημα II

Ενότητα 5.1.3

 

 

 

Παράρτημα III

Ενότητα 5.1.5.1

 

 

 

Παράρτημα IV

Ενότητα 5.1.6

 

 

 

Παράρτημα V

Παράρτημα I, προσάρτημα 3

 

 

 

Παράρτημα VI I.1

Ενότητα 6.6.1

 

 

 

Παράρτημα VI I.2

 

 

 

 

Παράρτημα VI I.(3)

 

 

 

 

Παράρτημα VI I.4

Ενότητα 6.6.1

 

 

 

Παράρτημα VI I.5

Ενότητα 6.6.1

 

 

 

Παράρτημα VI II.1

Ενότητα 6.6.2

 

 

 

Παράρτημα VI II.2

Ενότητα 6.6.2

 

 

 

Παράρτημα VI III

ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Παράρτημα VI IV

ΕΚΤ/2014/10

 

 

 

Παράρτημα VII I.1

Ενότητα 2.3, προσάρτημα 6, ενότητα 1

 

 

 

Παράρτημα VII I.2

Προσάρτημα 6, ενότητα 1

 

 

 

Παράρτημα VII I.3

Προσάρτημα 6, ενότητα 1

 

 

 

Παράρτημα VII I.4

 

 

 

 

Παράρτημα VII I.5

 

 

 

 

Παράρτημα VII I.6

 

 

 

 

Παράρτημα VII I.7

Προσάρτημα 6, ενότητα 1

 

 

 

Παράρτημα VII I.8

Προσάρτημα 6, ενότητα 1

 

 

 

Παράρτημα VII II

Προσάρτημα 6, ενότητα 2.1

 

 

 

Παράρτημα VIII I.1

Παράρτημα I, προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII I.2

Παράρτημα I, προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII I.3

Παράρτημα I, προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII I.4

 

 

 

 

Παράρτημα VIII II.1

Προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII II.2

 

 

 

 

Παράρτημα VIII II.3

Προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII II.4

Προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII III.1

Προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII III.2

Προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII III.3

Προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα VIII III.4

Προσάρτημα 8

 

 

 

Παράρτημα IX

Ενότητα 6.3.5

 

 

 

Παράρτημα X

 

 

Παραρτήματα I και II

 

Παράρτημα XI

 

 

 

 

Παράρτημα XII

 

 

 

 

Παράρτημα XIII

 

 

 

 

Παράρτημα XIV

 

 

 

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΗΣ

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2011/14 (ΕΕ L 331 της 14.12.2011, σ. 1).

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/25 (ΕΕ L 359 της 29.12.2012, σ. 74).

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2014/10 (ΕΕ L 166 της 5.6.2014, σ. 33).

Απόφαση ΕΚΤ/2013/6 (ΕΕ L 95 της 5.4.2013, σ. 22).

Απόφαση ΕΚΤ/2013/35 (ΕΕ L 301 της 12.11.2013, σ. 6).

Απόφαση ΕΚΤ/2014/23 (ΕΕ L 168 της 7.6.2014, σ. 115).


Top