EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52018AB0055

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 7ης Δεκεμβρίου 2018, αναφορικά με τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων (CON/2018/55)

OJ C 37, 30.1.2019, p. 1–4 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

30.1.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/1


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 7ης Δεκεμβρίου 2018

αναφορικά με τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων

(CON/2018/55)

(2019/C 37/01)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 11 Οκτωβρίου και στις 14 Νοεμβρίου 2018 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 345/2013 σχετικά με τις ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 346/2013 σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/760 σχετικά με τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοοικονομικά μέσα και χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (1) (εφεξής η «τροποποιημένη πρόταση»).

Στις 23 Νοεμβρίου 2017 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέβαλαν στην ΕΚΤ αίτημα διαβούλευσης αναφορικά με την αρχική πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων (2) και έλαβαν τη σχετική γνώμη που η ΕΚΤ εξέδωσε στις 11 Απριλίου 2018 (3). Η τροποποιημένη πρόταση περιέχει νεότερα στοιχεία επί των οποίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέβαλε νέο αίτημα διαβούλευσης στην ΕΚΤ.

Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της ΕΚΤ βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η τροποποιημένη πρόταση περιέχει διατάξεις που επηρεάζουν, αφενός, τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στην ομαλή άσκηση των πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης και, αφετέρου, τα ειδικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ όσον αφορά την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1.   Γενικές παρατηρήσεις

1.1.

Η τροποποιημένη πρόταση στοχεύει στην ενίσχυση της εντολής της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) όσον αφορά την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες («ξέπλυμα χρήματος») και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και, εντέλει, στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην Τραπεζική Ένωση και στην Ένωση Κεφαλαιαγορών. Η ΕΚΤ υποστηρίζει πλήρως τον στόχο αυτό. Η τροποποιημένη πρόταση θα συμβάλει στον αποτελεσματικότερο εντοπισμό των κινδύνων που απορρέουν από το «ξέπλυμα χρήματος» και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε επίπεδο Ένωσης, καθώς και στην ενίσχυση και εναρμόνιση των εποπτικών πρακτικών στην Ένωση.

1.2.

Η ΕΚΤ δεν έχει αναλάβει καθήκοντα εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς «ξεπλύματος χρήματος» ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (εποπτεία στους τομείς «ξεπλύματος χρήματος» και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας). Ωστόσο, η εξέταση των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης εποπτείας είναι σημαντική για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (4). Ειδικότερα, ο κίνδυνος από τη χρήση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς «ξεπλύματος χρήματος» ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο κατά την έκδοση των εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ αναφορικά με τις αποκτήσεις ειδικών συμμετοχών σε εποπτευόμενες οντότητες (και τη διαδικασία αδειοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων) και τις αξιολογήσεις της καταλληλότητας των εν ενεργεία ή μελλοντικών διευθυντικών στελεχών των εν λόγω οντοτήτων, αλλά και για σκοπούς καθημερινής άσκησης εποπτείας στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης. Σοβαρές παραβιάσεις των υποχρεώσεων καταπολέμησης του «ξεπλύματος χρήματος» και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη φήμη των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων, επισείοντας σημαντικές διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις για τα ίδια ή το προσωπικό τους και, κατ’ επέκταση, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους. Ενίοτε οι σοβαρές αυτές παραβιάσεις μπορούν να συνεπάγονται την άμεση ανάγκη ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος. Επομένως, αποτελεί ζήτημα υψίστης σημασίας για την ΕΚΤ και τις λοιπές αρχές προληπτικής εποπτείας να λαμβάνουν έγκαιρα από τις αρχές εποπτείας στους τομείς «ξεπλύματος χρήματος» και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αξιόπιστες πληροφορίες αναφορικά με τους σχετικούς κινδύνους και τις παραβιάσεις των σχετικών υποχρεώσεων από τις εποπτευόμενες οντότητες.

1.3.

Τα τελευταία έτη το νομικό πλαίσιο της Ένωσης για την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς «ξεπλύματος χρήματος» ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας τροποποιήθηκε με διάφορες νομοθετικές πράξεις (5) επί των οποίων έχει γνωμοδοτήσει η ΕΚΤ. Η τελευταία υποστηρίζει σθεναρά ένα ενωσιακό καθεστώς το οποίο θα διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη και τα ιδρύματα που εδρεύουν στην Ένωση θα διαθέτουν αποτελεσματικά εργαλεία αντιμετώπισης του «ξεπλύματος χρήματος» και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ιδίως της κατάχρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος από αυτουργούς και συνεργούς των εν λόγω αδικημάτων (6).

1.4.

Έχοντας ήδη γνωμοδοτήσει επί της αρχικής νομοθετικής πρότασης με την έκδοση της γνώμης CON/2018/19, η ΕΚΤ θα εστιάσει μόνο στα νέα στοιχεία της τροποποιημένης πρότασης.

2.   Ειδικές παρατηρήσεις

2.1.   Συλλογή πληροφοριών από την ΕΑΤ

2.1.1.

Η τροποποιημένη πρόταση αναθέτει στην ΕΑΤ το καθήκον της συλλογής από τις αρμόδιες αρχές πληροφοριών σχετικά με αδυναμίες που εντοπίζονται στις διεργασίες και τις διαδικασίες, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, τις αξιολογήσεις καταλληλότητας, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις δραστηριότητες φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα για την πρόληψη του «ξεπλύματος χρήματος» και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν οι εν λόγω αρχές (7). Εν προκειμένω δεν καθίσταται σαφές ποιες ακριβώς πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται στην ΕΑΤ. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι σαφής η έννοια της «αδυναμίας» ενός επιχειρηματικού μοντέλου για την πρόληψη πράξεων «ξεπλύματος χρήματος» και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επιπλέον, η τροποποιημένη πρόταση δεν περιγράφει τα χαρακτηριστικά των γνωστοποιητέων αδυναμιών, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να παρέχονται πληροφορίες ακόμη και για αδυναμίες ήσσονος σημασίας. Προτείνεται η αναδιατύπωση του κανονισμού κατά τρόπο ώστε: α) να διευκρινίζεται ότι η νέα υποχρέωση παροχής στοιχείων αφορά σημαντικές αδυναμίες που αυξάνουν τον κίνδυνο χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς «ξεπλύματος» χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας· και β) η ΕΑΤ να υποχρεούται να εκδίδει οδηγίες ως προς τι συνιστά σημαντική αδυναμία, προς διευκόλυνση των αρμόδιων αρχών. Επίσης, η τροποποιημένη πρόταση θα πρέπει να ορίσει ειδικότερα πρόσθετα αναγκαία στοιχεία ή διαδικασίες για την αποτελεσματική λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών. Εξάλλου, κίνδυνοι από το «ξέπλυμα χρήματος» και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που άπτονται των νέων καθηκόντων της ΕΑΤ είναι δυνατό να εκδηλώνονται και στο πλαίσιο εποπτικών διαδικασιών πέραν των ήδη αναφερομένων στην τροποποιημένη πρόταση, π.χ. στην περίπτωση χορήγησης άδειας λειτουργίας ή αξιολόγησης της απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα. Προτείνεται επομένως η διεύρυνση του πεδίου συλλογής πληροφοριών της ΕΑΤ ώστε να συμπεριληφθούν και τα συγκεκριμένα στοιχεία.

2.1.2.

Θα πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί στο κείμενο της τροποποιημένης πρότασης ότι η παροχή πληροφοριών στην ΕΑΤ και η συνακόλουθη διάχυσή τους από εκείνη δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών. Η ανάληψη από την ΕΑΤ διαμεσολαβητικού ρόλου στο πλαίσιο όλων των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών θα επιβαρύνει πολύ τους πόρους της, χωρίς να βελτιώνει απαραιτήτως και την αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής.

2.1.3.

Στις περιπτώσεις που περισσότερες αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες ή έγγραφα που αφορούν σημαντικές αδυναμίες θα πρέπει να αποφεύγεται η επικάλυψη κατά την παροχή των πληροφοριών. Η τροποποιημένη πρόταση θα πρέπει επομένως να ορίσει ότι μόνο η αρμόδια αρχή που συνέλλεξε αρχικά τις σχετικές πληροφορίες ή συνέταξε το σχετικό έγγραφο θα πρέπει να παρέχει στοιχεία στην ΕΑΤ.

2.1.4.

Προκειμένου να περιοριστεί η πρόσθετη επιβάρυνση των αρμόδιων αρχών από τη νέα υποχρέωση παροχής πληροφοριών στην ΕΑΤ, αυτές θα πρέπει να παρέχουν μόνο όσες πληροφορίες δεν έχουν ήδη διαβιβαστεί με άλλο τρόπο. Παραδείγματος χάριν, εφόσον η ΕΑΤ λαμβάνει πληροφορίες που αφορούν σημαντικές αδυναμίες στο πλαίσιο της συμμετοχής της σε σώματα εποπτών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση διαβίβασης των ίδιων πληροφοριών σε εκείνη. Η ΕΑΤ θα πρέπει επομένως να χρησιμοποιεί ήδη υφιστάμενους διαύλους πληροφόρησης στο μέτρο του δυνατού. Εν προκειμένω, η συμφωνία σχετικά με τους πρακτικούς όρους της ανταλλαγής πληροφοριών, στην οποία θα καταλήξουν έως τις 10 Ιανουαρίου 2019 η ΕΚΤ και οι αρχές εποπτείας όλων των κρατών μελών στους τομείς «ξεπλύματος χρήματος» και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, βάσει του άρθρου 57α παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), θα αποτελέσει σημαντικό δίαυλο ανταλλαγής πληροφοριών αναφορικά με περιπτώσεις παραβίασης των υποχρεώσεων στους ως άνω τομείς και των υποχρεώσεων που άπτονται της προληπτικής εποπτείας. Εν προκειμένω θα πρέπει να χορηγηθεί στην ΕΑΤ άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες που ανταλλάσσονται βάσει της συμφωνίας. Με την άμεση αυτή πρόσβαση θα διασφαλιστεί με αποτελεσματικό τρόπο η έγκαιρη παροχή των σχετικών πληροφοριών στην ίδια. Η ρύθμιση αυτή θα επιτρέπει στην ΕΑΤ να λαμβάνει πληροφορίες χωρίς άλλη καθυστέρηση, ενώ οι συμβαλλόμενες αρμόδιες αρχές θα απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής των ίδιων πληροφοριών.

2.1.5.

Για τις περιπτώσεις στις οποίες θα απαιτείται η υποβολή ειδικών εκθέσεων στην ΕΑΤ προτείνεται η κατάρτιση κατευθυντήριων οδηγιών και υποδειγμάτων από την τελευταία, προς διευκόλυνση της παροχής των σχετικών στοιχείων.

2.1.6.

Δεν είναι σαφές τι αφορά ο συντονισμός μεταξύ ΕΑΤ και μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ), σύμφωνα με την τελευταία πρόταση του νέου προτεινόμενου άρθρου 9α παράγραφος 1 στοιχείο α), σε σχέση με την παροχή πληροφοριών στην ΕΑΤ. Εξάλλου, η διατύπωση είναι ασαφής ως προς το αν ο συντονισμός αφορά τη συλλογή των πληροφοριών που αποτελούν αντικείμενο του συγκεκριμένου σχεδίου διάταξης, ενώ δεν διευκρινίζεται και ο τρόπος με τον οποίο ο συντονισμός συνδέεται με τη συλλογή πληροφοριών. Για τον λόγο αυτόν η τροποποιημένη πρόταση χρήζει περαιτέρω αποσαφήνισης. Εάν ο συντονισμός με τις ΜΧΠ αφορά τις πληροφορίες που συλλέγει η ΕΑΤ από τις αρχές προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, η τροποποιημένη πρόταση θα πρέπει να ορίσει ειδικότερα τους κανόνες πρόσβασης των ΜΧΠ στις εν λόγω πληροφορίες. Εάν ο συντονισμός με τις ΜΧΠ δεν αφορά τις πληροφορίες που συλλέγει η ΕΑΤ, η υποχρέωση συντονισμού μεταξύ ΕΑΤ και ΜΧΠ θα πρέπει να προβλεφθεί σε άλλη διάταξη.

2.1.7.

Με βάση την πρακτική εμπειρία από την εφαρμογή της ως άνω νεοπροτεινόμενης διαδικασίας συλλογής στοιχείων και διάχυσής τους, φαίνεται ενδεδειγμένη η επανεξέτασή της στο πλαίσιο της τακτικής έκθεσης που καταρτίζει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Έτσι θα ελέγχεται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας και θα αξιολογείται η ανάγκη τροποποίησής της.

2.2.   Προαγωγή της σύγκλισης των εποπτικών διαδικασιών και των αξιολογήσεων κινδύνου για τις αρμόδιες αρχές

2.2.1.

Η τροποποιημένη πρόταση αναθέτει στην ΕΑΤ να προάγει τη σύγκλιση των εποπτικών διαδικασιών που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, μεταξύ άλλων διεξάγοντας περιοδικά αξιολογήσεις (9). Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι εν λόγω διαδικασίες αφορούν μόνο τις αρχές εποπτείας στους τομείς «ξεπλύματος χρήματος» και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και όχι τις αρχές προληπτικής εποπτείας. Αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ρητά στην τροποποιημένη πρόταση.

2.2.2.

Η τροποποιημένη πρόταση αναθέτει στην ΕΑΤ τη διενέργεια αξιολογήσεων κινδύνου για τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες πρόκειται να εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στις αρχές εποπτείας στους τομείς «ξεπλύματος χρήματος» και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (10). Δεν διευκρινίζεται αν οι εν λόγω αξιολογήσεις διαφέρουν από τις προαναφερόμενες περιοδικές αξιολογήσεις. Τόσο οι περιοδικές αξιολογήσεις όσο και οι αξιολογήσεις κινδύνου φαίνεται να καλύπτουν τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση κινδύνων από το «ξέπλυμα χρήματος» και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, Ωστόσο, ενώ το σχέδιο διάταξης για τις περιοδικές αξιολογήσεις αναφέρεται σε όλους τους κινδύνους, εν γένει, από το «ξέπλυμα χρήματος» και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, το σχέδιο διάταξης για τις αξιολογήσεις κινδύνου αναφέρεται μόνο στους σημαντικότερους αναδυόμενους κινδύνους. Από αυτό συνάγεται ότι οι αξιολογήσεις κινδύνου εμπεριέχονται ήδη στις περιοδικές αξιολογήσεις. Η τροποποιημένη πρόταση θα πρέπει επομένως να επαναδιατυπωθεί, προκειμένου να καταστεί σαφέστερη η διάκριση μεταξύ αξιολογήσεων κινδύνου και περιοδικών αξιολογήσεων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω η έννοια των «σημαντικότερων αναδυόμενων κινδύνων».

2.3.   Διευκόλυνση της συνεργασίας με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών

Βάσει της τροποποιημένης πρότασης η ΕΑΤ θα διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών της Ένωσης και των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών σε σημαντικές υποθέσεις «ξεπλύματος χρήματος» ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες αποκτούν διασυνοριακή διάσταση λόγω της εμπλοκής τρίτων χωρών (11). Η ΕΚΤ χαιρετίζει οποιαδήποτε συνδρομή της ΕΑΤ προς τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης με σκοπό την αποτελεσματικότερη επικοινωνία τους με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. Η ΕΚΤ πιστεύει, ωστόσο, ότι ο συντονισμός που θα επιχειρεί η ΕΑΤ δεν θα πρέπει να αντικαθιστά την άμεση επαφή που μπορεί να χρειαστεί να έχουν οι αρμόδιες αρχές της Ένωσης με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών. Εφόσον μπορεί να λειτουργήσει ομαλά η συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών, η προσθήκη ενός επιπλέον επιπέδου συντονισμού μέσω της ΕΑΤ μοιάζει αλυσιτελής. Στην περίπτωση που υπάρχει άμεση συνεργασία μεταξύ αρμόδιας αρχής της Ένωσης και αντίστοιχης αρχής τρίτης χώρας βάσει μνημονίου κατανόησης στο οποίο δεν έχει συμβληθεί η ΕΑΤ, η ανάθεση στην τελευταία ρόλου πρόσθετης αρχής θα μπορούσε να καταστεί προβληματική από νομική άποψη. Η τροποποιημένη πρόταση θα πρέπει επομένως να χορηγήσει στην ΕΑΤ την εξουσία να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στη συνεργασία τους με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει περίπτωση. Ωστόσο, η τροποποιημένη πρόταση δεν πρέπει να απαιτεί από την ΕΑΤ να αναλαμβάνει αυτόματα ηγετικό ρόλο στη διευκόλυνση της εν λόγω συνεργασίας. Πέραν τούτου, θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω και η έννοια των «σημαντικών παραβιάσεων» προκειμένου να καθίσταται σαφές σε ποιες περιπτώσεις θα πρέπει να υφίσταται υποχρέωση της ΕΑΤ για παροχή συνδρομής. Κρίνεται αναγκαίο προς τούτο να οριστούν ειδικότερα τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούν η ΕΑΤ ή οι εθνικές αρμόδιες αρχές για τον εντοπισμό παρόμοιων περιπτώσεων. Θα πρέπει ακόμη να καθοριστούν οι διαδικασίες επικοινωνίας μεταξύ ΕΑΤ και εθνικών αρμόδιων αρχών όσον αφορά τον εντοπισμό, τη γνωστοποίηση και τη μεταχείριση αυτών των περιπτώσεων. Προτείνεται συνεπώς η έκδοση από την ΕΑΤ κατευθυντήριων οδηγιών που θα καθορίζουν όλα τα αναγκαία στοιχεία και τις διαδικασίες για την αποτελεσματική λειτουργία της εν λόγω διαδικασίας.

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε τεχνικό κείμενο εργασίας και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό κείμενο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 7 Δεκεμβρίου 2018.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2018) 646 τελικό.

(2)  COM(2017) 536 τελικό.

(3)  Γνώμη CON/2018/19 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 11ης Απριλίου 2018, αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων (ΕΕ C 255 της 20.7.2018, σ. 2). Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ δημοσιεύονται στον δικτυακό της τόπο (www.ecb.europa.eu).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(5)  Βλέπε οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43)· οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73)· κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).

(6)  Βλέπε γνώμη CON/2013/32 της ΕΚΤ.

(7)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 9α παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141, 5.6.2015, σ. 73).

(9)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 9α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(10)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 9α παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(11)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 9α παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.


Top