EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32015O0011

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/855 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και την κατάργηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2015/11)

OJ L 135, 2.6.2015, p. 23–28 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/05/2023; καταργήθηκε από 32021O2253

ELI: http://data.europa.eu/eli/guideline/2015/855/oj

2.6.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/23


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ (ΕΕ) 2015/855 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 12ης Μαρτίου 2015

για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και την κατάργηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2015/11)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 127 και 128,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 12.1 και 14.3, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3.1, 5 και 16,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σε ό,τι αφορά την εταιρική διακυβέρνηση, το Ευρωσύστημα αποδίδει μέγιστη σημασία σε μια προσέγγιση που στο επίκεντρό του τοποθετεί τη λογοδοσία, τη διαφάνεια και τους αυστηρότερους δυνατούς κανόνες δεοντολογίας. Η τήρηση των εν λόγω αρχών αποτελεί βασικό στοιχείο της αξιοπιστίας του Ευρωσυστήματος και είναι ουσιώδης για τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων πολιτών.

(2)

Ενόψει τούτου, κρίνεται απαραίτητο να θεσπιστεί πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος, το οποίο να καθορίζει κανόνες δεοντολογίας διά της τήρησης των οποίων διαφυλάσσονται η αξιοπιστία και η φήμη του, καθώς και η εμπιστοσύνη του κοινού στην ακεραιότητα και την αμεροληψία των μελών των οργάνων και του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (εφεξής: «το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος»). Το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος ενδείκνυται να αποτελείται από την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή, με την οποία καθορίζονται οι αρχές που το διέπουν, από ένα σύνολο βέλτιστων πρακτικών για την υλοποίησή τους και από εσωτερικούς κανόνες και πρακτικές που υιοθετεί κάθε κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος.

(3)

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6 (1) θεσπίζει ελάχιστους κανόνες δεοντολογίας, τους οποίους εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος όταν διενεργούν πράξεις νομισματικής πολιτικής και πράξεις συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και όταν διαχειρίζονται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της τελευταίας. Το διοικητικό συμβούλιο κρίνει απαραίτητη την επέκταση των ελάχιστων αυτών κανόνων στην εκτέλεση όλων των καθηκόντων που ανατίθενται στο Ευρωσύστημα, προς διασφάλιση της εφαρμογής των ίδιων δεοντολογικών κανόνων στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού που συμμετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων του Ευρωσυστήματος και προς διαφύλαξη εν γένει της φήμης του Ευρωσυστήματος. Κατά συνέπεια, η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6 θα πρέπει να αντικατασταθεί από την παρούσα.

(4)

Εξάλλου, οι ισχύοντες ελάχιστοι κανόνες της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2002/6 σχετικά με την αποτροπή της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικότερη η αποτροπή της κατάχρησης τέτοιων πληροφοριών από μέλη των οργάνων ή του προσωπικού της ΕΚΤ ή των ΕθνΚΤ και να αποκλειστούν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων προερχόμενες από ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Ενόψει τούτου, το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια τις βασικές έννοιες που το διέπουν, καθώς επίσης και τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων οργάνων. Επίσης, πέραν της γενικής απαγόρευσης της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών, το ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να καθορίζει επιπλέον περιορισμούς όσον αφορά πρόσωπα με πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες. Ακόμη, θα πρέπει να θεσπίζει υποχρεώσεις σε θέματα παρακολούθησης της συμμόρφωσης και γνωστοποίησης περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

(5)

Το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει ελάχιστους κανόνες για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων και την αποδοχή δώρων και φιλοξενίας.

(6)

Το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να διέπει την εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου. Είναι ευκταίο οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος να εφαρμόζουν αντίστοιχους κανόνες για τα μέλη του προσωπικού ή τους εξωτερικούς συνεργάτες τους που συμμετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων τα οποία δεν αφορούν το Ευρωσύστημα.

(7)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη της εκάστοτε εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας. ΕθνΚΤ που αδυνατεί να εφαρμόσει διάταξη της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής λόγω της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ενημερώνει σχετικά την ΕΚΤ. Επίσης, εξετάζει το ενδεχόμενο λήψης κάθε εύλογου μέτρου ευρισκόμενου στη διάθεσή της, προκειμένου να άρει το εμπόδιο που θέτει το εθνικό δίκαιο.

(8)

Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη του κώδικα συμπεριφοράς των μελών του διοικητικού συμβουλίου (2).

(9)

Δεδομένου ότι το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος περιορίζεται στην εκτέλεση καθηκόντων του τελευταίου, το διοικητικό συμβούλιο υιοθέτησε αντίστοιχο πλαίσιο δεοντολογίας σε σχέση με την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων από την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος»: η ΕΚΤ και κάθε ΕθνΚΤ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ·

2)   «καθήκοντα του Ευρωσυστήματος»: τα καθήκοντα που ανατίθενται στο Ευρωσύστημα βάσει της Συνθήκης και του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας·

3)   «εμπιστευτική πληροφορία»: κάθε πληροφορία που μπορεί να επηρεάσει τις αγορές, άπτεται της εκτέλεσης καθηκόντων του Ευρωσυστήματος από τις κεντρικές του τράπεζες και δεν έχει δημοσιοποιηθεί ή δεν είναι προσβάσιμη από το κοινό·

4)   «πληροφορία που μπορεί να επηρεάσει τις αγορές»: ακριβής πληροφορία η δημοσιοποίηση της οποίας ενδέχεται να επιδρά σημαντικά στις τιμές περιουσιακών στοιχείων ή στις τιμές στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

5)   «κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών»: μέλος των οργάνων ή του προσωπικού που έχει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο·

6)   «μέλος του προσωπικού»: κάθε πρόσωπο που συνδέεται με σχέση απασχόλησης με κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος, εξαιρουμένων όσων είναι επιφορτισμένα αποκλειστικά με καθήκοντα που δεν άπτονται της εκτέλεσης καθηκόντων του Ευρωσυστήματος·

7)   «μέλος των οργάνων»: κάθε μέλος των αρμόδιων για τη λήψη αποφάσεων οργάνων ή άλλων εσωτερικών οργάνων των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος, εκτός των μελών του προσωπικού·

8)   «χρηματοοικονομικές εταιρείες»: οι χρηματοοικονομικές εταιρείες υπό την έννοια του σημείου 2.55 του κεφαλαίου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

9)   «σύγκρουση συμφερόντων»: κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας προσωπικά συμφέροντα μελών των οργάνων ή του προσωπικού μπορούν να επηρεάσουν ή φαίνεται ότι μπορούν να επηρεάσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους·

10)   «προσωπικό συμφέρον»: κάθε υφιστάμενο ή δυνητικό ωφέλημα, χρηματικής ή μη χρηματικής φύσης, για μέλη των οργάνων ή του προσωπικού ή των οικογενειών τους, για λοιπά συγγενικά τους πρόσωπα ή πρόσωπα του φιλικού τους περιβάλλοντος και του στενού κύκλου γνωριμιών τους·

11)   «όφελος»: κάθε δώρο, φιλοξενία ή άλλο ωφέλημα, χρηματικής ή μη χρηματικής φύσης, που βελτιώνει αντικειμενικά την οικονομική, νομική ή προσωπική κατάσταση του αποδέκτη του και το οποίο ο ίδιος κατά τα λοιπά δεν δικαιούται.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται στις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος κατά την εκτέλεση από αυτές των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος τα οποία υπέχουν. Εν προκειμένω, οι εσωτερικοί κανόνες τους οποίους οι ίδιες εκδίδουν συμμορφούμενες με τις διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής εφαρμόζονται στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

2.   Στο βαθμό που είναι νομικώς εφικτό, οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μεριμνούν για την επέκταση των υποχρεώσεων που ορίζονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής σε πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων του Ευρωσυστήματος και δεν είναι μέλη του προσωπικού τους.

3.   Οι διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής τελούν υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής από τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος αυστηρότερων κανόνων δεοντολογίας για τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

Άρθρο 3

Ρόλοι και αρμοδιότητες

1.   Με την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τις αρχές του πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος και θεσπίζει βέλτιστες πρακτικές για τον τρόπο εφαρμογής τους, ενόψει της αρμοδιότητάς του να καθορίζει τη νοοτροπία σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης και δεοντολογίας στο επίπεδο του Ευρωσυστήματος.

2.   Η επιτροπή επιθεώρησης, η επιτροπή εσωτερικών επιθεωρητών και η επιτροπή οργανωτικής ανάπτυξης συμμετέχουν στην εφαρμογή και παρακολούθηση του πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος εντός των ορίων των οικείων αρμοδιοτήτων τους.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος καθορίζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των οργάνων, μονάδων και μελών του προσωπικού τους που ασχολούνται σε τοπικό επίπεδο με την υλοποίηση, εφαρμογή και παρακολούθηση του πλαισίου δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση και ενημέρωση

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος συντάσσουν τους εσωτερικούς κανόνες τους για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής με σαφήνεια και διαφάνεια, τους κοινοποιούν στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους και διασφαλίζουν ευχερή πρόσβαση σε αυτούς.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ενημέρωση των μελών των οργάνων και του προσωπικού τους, έτσι ώστε αυτά να κατανοούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το πλαίσιο δεοντολογίας του Ευρωσυστήματος.

Άρθρο 5

Παρακολούθηση της συμμόρφωσης

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τους κανόνες εφαρμογής της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τη διενέργεια τακτικών ή/και ad hoc ελέγχων συμμόρφωσης. Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος εγκρίνουν τις ενδεδειγμένες διαδικασίες για την άμεση ανταπόκριση σε καταστάσεις μη συμμόρφωσης και την αντιμετώπισή τους.

2.   Η παρακολούθηση της συμμόρφωσης τελεί υπό την επιφύλαξη εσωτερικών κανόνων που επιτρέπουν εσωτερικές έρευνες όπου υπάρχουν υπόνοιες περί παράβασης κανόνων για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής από μέλος των οργάνων ή του προσωπικού.

Άρθρο 6

Γνωστοποίηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης και ενεργή παρακολούθηση της εξέλιξής τους

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικές διαδικασίες για τη γνωστοποίηση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την παροχή πληροφοριών εκ των ένδον («whistleblowing») σύμφωνα με τις εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος λαμβάνουν μέτρα προς διασφάλιση της ενδεδειγμένης προστασίας των προσώπων που γνωστοποιούν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν την ενεργή παρακολούθηση της εξέλιξης των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιβολής αναλογικών πειθαρχικών μέτρων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους πειθαρχικούς κανόνες και διαδικασίες.

4.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος γνωστοποιούν αμελλητί στο διοικητικό συμβούλιο, μέσω της επιτροπής οργανωτικής ανάπτυξης και σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εσωτερικές διαδικασίες, κάθε μείζον συμβάν που αφορά παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής. Σε επείγουσες περιπτώσεις μπορούν να γνωστοποιούν απευθείας στο διοικητικό συμβούλιο τέτοια μείζονα συμβάντα μη συμμόρφωσης. Σε κάθε περίπτωση οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος ενημερώνουν παράλληλα την επιτροπή επιθεώρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 7

Γενική απαγόρευση κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μεριμνούν για την απαγόρευση της κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών από τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους.

2.   Η απαγόρευση κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών καλύπτει κατ' ελάχιστον: α) τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών για σκοπούς ιδιωτικών συναλλαγών διενεργούμενων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων· β) τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε οποιονδήποτε τρίτο, εκτός αν αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εκτέλεσης επαγγελματικών καθηκόντων και ο τρίτος είναι απαραίτητο να γνωρίζει τις πληροφορίες· και γ) τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών προκειμένου οι κάτοχοί τους να συστήσουν σε τρίτους ή να τους παροτρύνουν να διενεργήσουν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

Άρθρο 8

Ειδικοί περιορισμοί όσον αφορά κατόχους εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες περιορίζεται στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους στα οποία οι εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι όλοι οι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών υπόκεινται σε ειδικούς περιορισμούς όσον αφορά κρίσιμες ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Μια ιδιωτική χρηματοοικονομική συναλλαγή θεωρείται κρίσιμη εφόσον συνδέεται ή μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με την εκτέλεση καθηκόντων του Ευρωσυστήματος. Στους εσωτερικούς τους κανόνες οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος παραθέτουν κατάλογο των κρίσιμων αυτών συναλλαγών, οι οποίες περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

συναλλαγές σε μετοχές και ομόλογα που εκδίδονται από χρηματοοικονομικές εταιρείες εγκατεστημένες στην Ένωση·

β)

συναλλαγές σε συνάλλαγμα, σε χρυσό, διαπραγμάτευση τίτλων που εκδίδονται από κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ·

γ)

βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, δηλαδή αγορά και εν συνεχεία πώληση ή πώληση και εν συνεχεία αγορά του ίδιου χρηματοδοτικού μέσου εντός συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς·

δ)

συναλλαγές σε παράγωγα μέσα που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά μέσα των ως άνω στοιχείων α) έως γ) και συμμετοχές σε σχήματα συλλογικών επενδύσεων κύριος σκοπός των οποίων είναι η επένδυση σε τέτοια χρηματοδοτικά μέσα.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που καθορίζουν τους ειδικούς περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται οι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, συνεκτιμώντας παράγοντες που αφορούν την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα και την αναλογικότητα. Οι εν λόγω ειδικοί περιορισμοί μπορούν να περιλαμβάνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα, μεμονωμένα ή συνδυαστικά:

α)

απαγόρευση συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

β)

θέσπιση υποχρέωσης προηγούμενης έγκρισης συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

γ)

θέσπιση υποχρέωσης εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων γνωστοποίησης συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών· ή/και

δ)

θέσπιση περιόδων απαγόρευσης (embargo) συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

4.   Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος η εφαρμογή των ειδικών αυτών περιορισμών και σε μέλη του προσωπικού εκτός των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών.

5.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι οι κατάλογοι των κρίσιμων ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών προσαρμόζονται άμεσα ώστε να αποτυπώνουν τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

6.   Στους εσωτερικούς τους κανόνες οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος καθορίζουν τους όρους και τα εχέγγυα για την απαλλαγή από τους ειδικούς περιορισμούς του παρόντος άρθρου των μελών των οργάνων και του προσωπικού που αναθέτουν τη διαχείριση των ιδιωτικών χρηματοοικονομικών συναλλαγών τους σε ανεξάρτητους τρίτους βάσει έγγραφης συμφωνίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Άρθρο 9

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό για την αποφυγή καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο υποψήφιων μελών του προσωπικού λόγω προηγούμενων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή προσωπικών σχέσεων.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που υποχρεώνουν τα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, να αποφεύγουν κάθε κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων και να γνωστοποιούν τέτοιες καταστάσεις. Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μεριμνούν ώστε, οσάκις γνωστοποιείται κάποια περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, να διαθέτουν πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή της, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής του υποκειμένου της από την αρμοδιότητα επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμό για την αξιολόγηση και την αποτροπή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης, από μέλη των οργάνων τους και υψηλόβαθμα μέλη του προσωπικού τους που αναφέρονται απευθείας στα εκτελεστικά όργανα, επαγγελματικών δραστηριοτήτων μετά τη λύση της εργασιακής τους σχέσης με εκείνες.

4.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος οφείλουν να διαθέτουν, εφόσον απαιτείται, μηχανισμό για την αξιολόγηση και την αποτροπή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων λόγω της ανάληψης από μέλη του προσωπικού τους επαγγελματικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια άδειας άνευ αποδοχών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ

Άρθρο 10

Απαγόρευση λήψης οφελών

1.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος θεσπίζουν εσωτερικούς κανόνες που απαγορεύουν στα μέλη των οργάνων και του προσωπικού τους να ζητούν, να λαμβάνουν ή να αποδέχονται υποσχέσεις με σκοπό τον προσπορισμό οφέλους συνδεόμενου με οποιονδήποτε τρόπο με την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων.

2.   Στους εσωτερικούς κανόνες τους οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος μπορούν να ορίζουν εξαιρέσεις από την απαγόρευση της παραγράφου 1 όσον αφορά οφέλη προσφερόμενα από κεντρικές τράπεζες, θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, διεθνείς οργανισμούς και κυβερνητικές υπηρεσίες, καθώς και οφέλη εθιμοτυπικής ή αμελητέας αξίας από τον ιδιωτικό τομέα, στην τελευταία αυτή περίπτωση υπό την προϋπόθεση ότι τα οφέλη δεν προσφέρονται συχνά και δεν προέρχονται από την ίδια πηγή. Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις δεν επηρεάζουν ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία και αμεροληψία των μελών των οργάνων και του προσωπικού τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Κατάργηση

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6 καταργείται.

Άρθρο 12

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων και εφαρμογή

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την ημέρα της κοινοποίησής της στις ΕθνΚΤ.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος λαμβάνουν τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και τη συμμόρφωση με αυτή, και τα εφαρμόζουν από τις 18 Μαρτίου 2016. Οι ΕθνΚΤ ενημερώνουν την ΕΚΤ για τυχόν εμπόδια στην εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και την ειδοποιούν για τα κείμενα και τα μέσα που σχετίζονται με τα εν λόγω μέτρα έως τις 18 Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 13

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Οι ΕθνΚΤ υποβάλλουν στην ΕΚΤ σε ετήσια βάση εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή τουλάχιστον ανά τριετία.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος.

Φρανκφούρτη, 12 Μαρτίου 2015.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2002/6, της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, για τους ελάχιστους κανόνες που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και πράξεων συναλλάγματος με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ και κατά τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ (ΕΕ L 270 της 8.10.2002, σ. 14).

(2)  Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Κώδικας Συμπεριφοράς των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ΕΕ C 123 της 24.5.2002, σ. 9).

(3)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/856 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Μαρτίου 2015, για τον καθορισμό των αρχών πλαισίου δεοντολογίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΚΤ/2015/12) (βλέπε σελίδα 29 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 174 της 26.6.2013, σ. 1).


Top