EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52017AB0046

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τροποποιήσεις του πλαισίου της Ένωσης για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (CON/2017/46)

OJ C 34, 31.1.2018, p. 5–16 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/5


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 8ης Νοεμβρίου 2017

σχετικά με τροποποιήσεις του πλαισίου της Ένωσης για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων

(CON/2017/46)

(2018/C 34/05)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 2 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις του KKA»).

Στις 17 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (2) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις της OKA»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι ως άνω προτεινόμενες τροποποιήσεις του KKA και της ΟΚΑ περιέχουν διατάξεις που επηρεάζουν τόσο τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης, όσο και τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

Η ΕΚΤ υποστηρίζει τη δέσμη μεταρρυθμίσεων την οποία προωθεί η Επιτροπή στον τραπεζικό τομέα και με την οποία θα ενσωματωθούν στη νομοθεσία της Ένωσης σημαντικά στοιχεία του προγράμματος για την παγκόσμια κανονιστική μεταρρύθμιση. Η πρόταση της Επιτροπής αναμένεται να ενισχύσει ουσιωδώς την αρχιτεκτονική του κανονιστικού πλαισίου, συμβάλλοντας στη μείωση των κινδύνων που απειλούν τον τραπεζικό τομέα. Η πρόοδος αυτή στη μείωση των κινδύνων θα προετοιμάσει το έδαφος για την παράλληλη και ανάλογη εξέλιξη στον επιμερισμό των κινδύνων.

Η παρούσα γνώμη εξετάζει ζητήματα ιδιαίτερης σημασίας για την ΕΚΤ, τα οποία αναλύονται σε δύο χωριστές ενότητες: 1) μεταβολές στο υφιστάμενο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο της Ένωσης· και 2) εφαρμογή των διεθνώς συμφωνημένων εποπτικών προτύπων.

1.   Μεταβολές στο υφιστάμενο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο της Ένωσης

1.1.   Βελτιώσεις στον πυλώνα 2

1.1.1.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των όρων ενσωμάτωσης των απαιτήσεων του πυλώνα 2 του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ (3) στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (4) (ΟΚΑ) αποσκοπούν στην επίτευξη μεγαλύτερης σύγκλισης στον τομέα της εποπτείας στην Ένωση αποσαφηνίζοντας τα στοιχεία της διάρθρωσης του κεφαλαίου, εισάγοντας τις κατευθύνσεις του πυλώνα 2 σχετικά με τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια και αυστηροποιώντας σημαντικά τους όρους βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εποπτικές τους εξουσίες στο πλαίσιο αυτό.

1.1.2.

Παρόλο που η ΕΚΤ υποστηρίζει εν γένει τη σύγκλιση στον τομέα της εποπτείας, η πρόταση κατάρτισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων δεν αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο επίτευξης του σκοπού αυτού.

Κατά πρώτον, οι απαιτήσεις του πυλώνα 2 εφαρμόζονται κατά περίπτωση σε μεμονωμένα ιδρύματα, πράγμα που απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές τη χρήση της εποπτικής τους κρίσης. Η αποκλειστική εξάρτηση από τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) ή η χρήση τους για τμήματα των στοιχείων κινδύνου όχι μόνο δεν θα οδηγούσε σε μια προσέγγιση εφαρμοζόμενη κατά περίπτωση σε μεμονωμένα ιδρύματα και βασιζόμενη στους κινδύνους, λαμβάνοντας υπόψη την ετερογένεια των προφίλ κινδύνου των εν λόγω ιδρυμάτων, αλλά θα εμπόδιζε ουσιαστικά και τις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν τους κινδύνους και τις εξελίξεις στον κλάδο.

Κατά δεύτερον, οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με τις κοινές διαδικασίες και μεθόδους όσον αφορά τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) (5) παρέχουν ήδη μια κοινή βάση για τη συνεπή εφαρμογή της ΔΕΕΑ στην Ένωση, η οποία εξασφαλίζει επαρκή βαθμό εποπτικής κρίσης και μπορεί να συμπληρώνεται με τη χρήση αξιολογήσεων της ΕΑΤ από ομοτίμους. Τα τελευταία χρόνια η σύγκλιση βελτιώθηκε σημαντικά με την εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών (6), καθώς και με τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου ΔΕΕΑ της ΕΚΤ σε επίπεδο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) (7).

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω θετικές εξελίξεις, η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι το υφιστάμενο πλαίσιο είναι επαρκές και ότι η ενιαία αγορά θα συνεχίσει να επωφελείται όσον αφορά τη σύγκλιση από τα υφιστάμενα εργαλεία, τα οποία μπορούν να συμπληρώνονται με τη χρήση αξιολογήσεων της ΕΑΤ από ομοτίμους.

1.1.3.

Ακόμη, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ χορηγούν στα πιστωτικά ιδρύματα, και όχι στις εποπτικές αρχές, την εξουσία να αποφασίζουν εντός συγκεκριμένων ορίων σχετικά με τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων που κατέχουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του πυλώνα 2 και αποκλείουν τη δυνατότητα καθορισμού των απαιτήσεων του πυλώνα 2 κατά τρόπο που να ικανοποιούνται πλήρως με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διατηρούν την εξουσία να καθορίζουν απαίτηση σχετικά με τη σύνθεση των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων και να απαιτούν την ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων αποκλειστικά με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Από άποψη προληπτικής εποπτείας η τραπεζική κρίση και τα πλέον πρόσφατα γεγονότα της αγοράς κατέδειξαν ότι ενδέχεται να προκύψουν σημαντικές προκλήσεις στην αντιμετώπιση, π.χ., πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, τα οποία δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικά με το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 από άποψη ικανοτήτων απορρόφησης ζημιών και των οποίων το κόστος θα μπορούσε να θέσει σε περαιτέρω κίνδυνο την κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επίσης, η πρακτική που ακολουθεί η ΕΚΤ από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα προληπτικής εποπτείας είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων του πυλώνα 2 με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Απαιτώντας την πλήρωση των αποθεμάτων ασφαλείας μόνο με τη χρήση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα νομοθετικά όργανα της Ένωσης εκδήλωσαν την προτίμησή τους προς το κεφάλαιο της υψηλότερης ποιότητας. Η αλλαγή της πρακτικής αυτής θα οδηγούσε σε μείωση της προβλεψιμότητας όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα και σε άνισους όρους ανταγωνισμού.

1.1.4.

Παρόλο που η θέσπιση κοινής βάσης για την επιβολή κεφαλαιακής καθοδήγησης θα συνδράμει στη συνεπή εφαρμογή της εν λόγω καθοδήγησης σε επίπεδο Ένωσης, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να αποτυπώνουν με μεγαλύτερη σαφήνεια την ανάγκη ευελιξίας κατά τον καθορισμό καθοδήγησης του πυλώνα 2. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σχέση ανάμεσα στο κατώτατο όριο που ισχύει στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και στον καθορισμό της καθοδήγησης του πυλώνα 2. Επειδή οι εν λόγω ασκήσεις προσομοίωσης που πραγματοποιούνται για εποπτικούς σκοπούς χρησιμεύουν ως σημείο εκκίνησης για τον καθορισμό της καθοδήγησης του πυλώνα 2, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει, σύμφωνα και με την τρέχουσα διεθνή βέλτιστη πρακτική, να επιτρέπουν επίσης στις αρμόδιες αρχές την εφαρμογή σταθερού κατώτατου ορίου στις αντίστοιχες ασκήσεις προσομοίωσης για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο μπορεί να είναι χαμηλότερο από τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις ΔΕΕΑ (total SREP capital requirements, εφεξής «TSCR»). Η επιλογή της ευελιξίας ως προς τη χρήση σταθερού κατώτατου ορίου θα πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμη. Εξάλλου, η χρήση των TSCR θα πρέπει να προσαρμόζεται στη μέθοδο που χρησιμοποιείται στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Για παράδειγμα, η χρήση του κατώτατου ορίου TSCR στην περίπτωση δυσμενούς σεναρίου απαιτεί την εφαρμογή μιας δυναμικής μεθόδου λογιστικής κατάστασης. Στις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει ακόμη να περιληφθεί διάταξη για επανεξέταση ανά τριετία.

1.1.5.

Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ο τρόπος αλληλεπίδραση της καθοδήγησης του πυλώνα 2 με τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθεμάτων ασφαλείας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις με τον στόχο πολιτικής του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας. Τούτο περιλαμβάνει την απάλειψη της αναφοράς στην αντιμετώπιση «κυκλικών οικονομικών διακυμάνσεων» ως στόχου πολιτικής της καθοδήγησης του πυλώνα 2. Επίσης, παρόλο που θα πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε αλληλεπικάλυψη μεταξύ της καθοδήγησης του πυλώνα 2 και των απαιτήσεων του πυλώνα 2, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να διευκρινίζουν ότι σε περίπτωση που στο πλαίσιο άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων εντοπίζονται πρόσθετα είδη πιστωτικού κινδύνου σε μια υποθετική κατάσταση, τα οποία αποτελούν μέρος των απαιτήσεων του πυλώνα 2, οι αρμόδιες αρχές θα διατηρούν την ικανότητα εφαρμογής μέτρων αντιμετώπισης των εν λόγω κινδύνων στο πλαίσιο της καθοδήγησης του πυλώνα 2.

1.1.6.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ περιορίζουν την εξουσία των αρμόδιων αρχών να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα συμπληρωματική ή πιο συχνή πληροφόρηση. Παρόλο που η ΕΚΤ υποστηρίζει πλήρως τον υποκείμενο στόχο της αποφυγής αλληλεπικάλυψης της δραστηριότητας υποβολής εκθέσεων και της μείωσης του σχετικού κόστους, η δυνατότητα θέσπισης απαίτησης για έκτακτη παροχή αναλυτικών στοιχείων είναι απαραίτητη ενόψει της ορθής αξιολόγησης των προφίλ κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και για σκοπούς ΔΕΕΑ. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι δύσκολο να γίνουν πλήρως αντιληπτοί εκ των προτέρων με την εναρμονισμένη υποβολή εκθέσεων, ιδίως λόγω του τρόπου με τον οποίο εξελίσσονται οι δραστηριότητες και οι κίνδυνοι των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επίσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει πάντοτε να συλλέγουν πρόσθετες αναλυτικές πληροφορίες προκειμένου να αξιολογούν επαρκώς τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά συγκεκριμένους κινδύνους ή κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, π.χ. τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Για τους λόγους αυτούς η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι οι ως άνω περιορισμοί θα πρέπει να απαλειφθούν από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ.

1.1.7.

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων όχι μόνον όταν οι κίνδυνοι υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο αλλά κάθε φορά που ο κίνδυνος επιτοκίου αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας. Επιπλέον, η προτεινόμενη ανάθεση στην ΕΑΤ εντολής για τη διευκρίνιση ορισμένων εννοιών για σκοπούς εξέτασης της έκθεσης των πιστωτικών ιδρυμάτων στον κίνδυνο επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου μεταφράζεται σε έναν εξαντλητικό κατάλογο περιστάσεων που απαιτούν τη λήψη εποπτικών μέτρων λόγω πιθανών μεταβολών των επιτοκίων (8). Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την επιβολή μέτρων εποπτείας.

1.1.8.

Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές να διαβουλεύονται με τις αρχές εξυγίανσης πριν από την υιοθέτηση οποιασδήποτε πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης (9). Ενώ η ΕΚΤ υποστηρίζει τον στόχο της επίτευξης αποτελεσματικού συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης, η πρόταση περί διεξαγωγής τυπικής διαβούλευσης με τις αρχές εξυγίανσης πριν από τον καθορισμό πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων ή την παροχή καθοδήγησης κατά τα οριζόμενα στην ΟΚΑ θα απέβαινε στην πράξη άσκοπα επαχθής και αδικαιολόγητα τυποκρατική, χωρίς να βελτιώνει την ουσία των ισχυουσών ρυθμίσεων. Επιπλέον, το υφιστάμενο μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ της ΕΚΤ και του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (10), το οποίο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της κατάρτισης των αποφάσεων ΔΕΕΑ του 2016, εξασφαλίζει ήδη αποτελεσματική συνεργασία. Λαμβανομένου υπόψη του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της καθοδήγησης κεφαλαίου, η απόφαση επιβολής της εν λόγω καθοδήγησης θα πρέπει να παραμείνει εκτός του πλαισίου των κοινών αποφάσεων, περιοριζόμενη μόνο στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του σώματος.

1.2.   Αλληλεπίδραση μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών εξουσιών

Η ΕΚΤ υποστηρίζει εν γένει την απάλειψη των απαιτήσεων του πυλώνα 2 από τα μέσα μακροπροληπτικής εποπτείας, επαναλαμβάνει όμως την άποψή της ότι η κατάργηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν θα πρέπει να οδηγήσει τις αρχές σε ανεπάρκεια εργαλείων για την εκτέλεση της εντολής τους και την επίτευξη των στόχων πολιτικής τους (11). Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της ΕΚΤ υποστήριξη της προτεινόμενης εξάλειψης των απαιτήσεων του πυλώνα 2 από τα μέσα μακροπροληπτικής εποπτείας τελεί υπό την επιφύλαξη ότι τα εν λόγω μέσα θα διευρυνθούν και θα καταστούν λειτουργικά. Ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό πλαίσιο μακροπροληπτικής εποπτείας είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια νομισματική ένωση η οποία έχει ανάγκη από πολιτικές μακροπροληπτικής εποπτείας για την αντιμετώπιση ανισορροπιών που αφορούν συγκεκριμένες χώρες ή τομείς, και συνεπώς διαδραματίζει σημαντικό συμπληρωματικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ετερογένειας των οικονομικών και επιχειρηματικών κύκλων στα διάφορα κράτη μέλη, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς και στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ταυτόχρονα, το αναθεωρημένο πλαίσιο θα πρέπει να αποτρέπει τη διευκόλυνση της λήψης αποφάσεων οριοθέτησης (ring-fencing) που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο κατακερματισμού της αγοράς και να δημιουργήσουν προσκόμματα στην ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

Γενικότερα, η ΕΚΤ επαναλαμβάνει τη σημασία της διεξοδικής αναθεώρησης του πλαισίου πολιτικής μακροπροληπτικής εποπτείας, όπως τονίζεται στη συμβολή της ΕΚΤ στη σχετική διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εν τω μεταξύ, η βελτίωση της αποδοτικότητας στη λειτουργία του ισχύοντος πλαισίου μακροπροληπτικής εποπτείας απαιτεί να δοθεί προτεραιότητα στις ακόλουθες κατ’ ελάχιστον προσαρμογές του. Πρώτον, θα πρέπει να αρθεί η ισχύουσα σήμερα ιεραρχία στην ακολουθία του μηχανισμού ενεργοποίησης (γνωστή ως «pecking order»). Η εν λόγω ιεραρχία παρέχει αντικίνητρα όσον αφορά την επιλογή των μέσων και ευνοεί την αδράνεια. Δεύτερον, η μεγάλη γκάμα διαδικασιών κοινοποίησης και ενεργοποίησης μέτρων μακροπροληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να απλοποιηθεί και να εναρμονιστεί. Τούτο θα συνεπαγόταν, μεταξύ άλλων, την καθιέρωση ενιαίας και απλουστευμένης διαδικασίας ενεργοποίησης για τη χρήση των μακροπροληπτικών εργαλείων του άρθρου 458 του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (12) (KKA) και την εναρμόνιση των διαδικασιών ενεργοποίησης διαφόρων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας κατά τρόπο που να επιτρέπει στις αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας να δρουν αποδοτικά, αποτελεσματικά και έγκαιρα. Εν προκειμένω θα πρέπει επίσης να εξεταστεί η δυνατότητα τροποποίησης των κανόνων που αφορούν το απόθεμα ασφαλείας άλλων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο δικαιοπολιτικός σκοπός αυτών των αποθεμάτων και, με αυτόν τον τρόπο, να εκλείψουν τυχόν αλληλοεπικαλύψεις και να ενισχυθεί η αποτελεσματική χρήση τους από τις αρχές. Τρίτον, η διαδικασία του άρθρου 136 παράγραφος 3 της ΟΚΑ θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί κατά τρόπο ώστε κάθε εντεταλμένη αρχή να αξιολογεί σε τριμηνιαία βάση το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, αλλά να το καθορίζει ή να το επανακαθορίζει μόνον εφόσον παρατηρείται μεταβολή στην ένταση των κυκλικών συστημικών κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να τροποποιηθούν οι διαδικασίες κοινοποίησης του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, ώστε οι εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ να υποχρεούνται να κοινοποιούν στην ΕΚΤ και τις πληροφορίες των στοιχείων α) έως ζ) του άρθρου 136 παράγραφος 7 της ΟΚΑ. Τέλος, η ΕΚΤ θεωρεί ύψιστης σημασίας την αναθεώρηση του πλαισίου πολιτικής μακροπροληπτικής εποπτείας σε τακτά χρονικά διαστήματα με βάση τις εξελίξεις στο πλαίσιο ανάλυσης, καθώς και την πρακτική εμπειρία από την εφαρμογή της πολιτικής. Εν προκειμένω θα πρέπει επίσης να εισαχθεί διάταξη για τη συνολική επανεξέταση του εν λόγω πλαισίου εντός της επόμενης τριετίας, συμπεριλαμβανομένων του πεδίου εφαρμογής και της καταλληλότητας των σχετικών μέσων.

1.3.   Διασυνοριακή απαλλαγή από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

1.3.1.

Η ΕΚΤ γενικά υποστηρίζει τη θέσπιση της δυνατότητας των αρμόδιων αρχών να εξαιρούν από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση θυγατρική επιχείρηση της οποίας το κεντρικό κατάστημα βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της μητρικής της, πράγμα που συνάδει με την ίδρυση του ΕΕΜ και την τραπεζική ένωση.

1.3.2.

Επιπλέον διασφαλίσεις προληπτικής εποπτείας και τροποποιήσεις τεχνικής φύσης θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιθανές ανησυχίες που σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και προκύπτουν από την εφαρμογή αυτού του μηχανισμού απαλλαγών στην τραπεζική ένωση, η οποία ακόμη οδεύει προς την ολοκλήρωσή της. Ειδικότερα, θα μπορούσαν να εισαχθούν οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση απαλλαγής σε θυγατρικές: α) οι ίδιες οι επιλέξιμες για την απαλλαγή θυγατρικές να μην υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, π.χ. τα κατώτατα όρια σημασίας που προβλέπονται στον ΚΕΕΜ· και β) η απαλλαγή να υπόκειται σε κατώφλι 75 %, π.χ. η απαίτηση ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων να μπορεί να μειώνεται το πολύ από 8 % σε 6 % του συνολικού ύψους του ανοίγματος σε κίνδυνο. Εν προκειμένω η εγγύηση θα χρειαζόταν μόνο σε σχέση με το ύψος των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που πράγματι τυγχάνουν απαλλαγής. Επιπλέον, η ΕΚΤ προτείνει επανεξέταση των προϋποθέσεων αυτών τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος τους και εξέταση ιδίως της δυνατότητας περαιτέρω μείωσης του κατωφλίου υπό το φως της εξέλιξης της τραπεζικής ένωσης.

1.3.3.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ θα πρέπει ακόμη να διευκρινίζουν ότι η εγγύηση μητρικής επιχείρησης υπέρ μιας θυγατρικής της πρέπει να αποτυπώνεται δεόντως στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τον πιστωτικό κίνδυνο της μητρικής. Συγκεκριμένα, η μητρική επιχείρηση θα πρέπει να κατέχει το 100 % των δικαιωμάτων ψήφου της θυγατρικής.

1.3.4.

Τέλος, θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες μεταβατικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της διασυνοριακής κεφαλαιακής απαλλαγής, λαμβανομένης υπόψη της σχεδιαζόμενης περαιτέρω προόδου στον τομέα της τραπεζικής ένωσης, όπως αυτή παρατίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης (13) (εφεξής η «ανακοίνωση για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης»).

1.4.   Εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9)

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ προβλέπουν τη σταδιακή θέσπιση προβλέψεων για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες κατά το ΔΠΧΑ 9 (14), προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις του εν λόγω προτύπου στο εποπτικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των πιστωτικών ιδρυμάτων (15). Η ΕΚΤ συνιστά η περίοδος μεταβατικών μέτρων για το ΔΠΧΑ 9 να αρχίσει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2018 με γραμμική σταδιακή εφαρμογή (16). Στο πλαίσιο αυτό η προεδρία του Συμβουλίου ενθαρρύνεται να επισπεύσει την εισαγωγή της νομοθεσίας που θέτει σε εφαρμογή τη μεταβατική ρύθμιση για το ΔΠΧΑ 9.

Επιπλέον, η σταδιακή εφαρμογή ενδείκνυται να ισχύει μόνον ως προς την αρχική μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 την 1η Ιανουαρίου 2018 (στατική μέθοδος) και όχι για τα ποσά αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζονται βάσει του ΔΠΧΑ 9 τη σχετική ημερομηνία παροχής στοιχείων κατά τη μεταβατική περίοδο (δυναμική μέθοδος), καθώς η τελευταία αυτή μέθοδος πρόκειται να καθυστερήσει στην πράξη την πλήρη εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 (17).

Προς αποφυγή του διπλού υπολογισμού των ποσών που προστίθενται στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 η ΕΚΤ συνιστά τη διόρθωση, στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, όλων των τμημάτων του ΚΚΑ που προβλέπουν ότι το εν λόγω κεφάλαιο μειώνεται, δηλαδή για την προσθήκη στο κεφάλαιο κατηγορίας 2, για ποσά αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που δεν εκπίπτουν, καθώς και για μειώσεις των τιμών ανοιγμάτων για την τυποποιημένη προσέγγιση του πιστωτικού κινδύνου, για τον δείκτη μόχλευσης και το πλαίσιο μεγάλων ανοιγμάτων.

Τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά για όλα τα ιδρύματα. Διαφορετικά, ιδρύματα που επιλέγουν τη μη εφαρμογή τους θα μπορούσαν να αναγκάσουν και άλλα ιδρύματα σε εκ των προτέρων συμμόρφωση, πράγμα που θα ερχόταν σε αντίθεση με τον ίδιο τον σκοπό της παροχής περισσότερου χρόνου για προσαρμογή στην αρχική μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη μετάβαση στο ΔΠΧΑ 9.

1.5.   Πρόσθετες εκπτώσεις και προσαρμογές στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

Η ΕΚΤ επικροτεί τη διευκρίνιση της Επιτροπής σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της ΟΚΑ και του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του ΚΕΕΜ, όπως ορίζονται στην έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό που θεσπίστηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 (εφεξής «έκθεση σχετικά με τον ΕΕΜ») (18) και, ειδικότερα, την επιβεβαίωση ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπεται να ζητούν από πιστωτικά ιδρύματα την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών (αφαιρέσεις, φίλτρα ή παρόμοια μέτρα) σε υπολογισμούς ιδίων κεφαλαίων όπου η λογιστική αντιμετώπιση που εφαρμόζουν δεν θεωρείται συνετή από την άποψη της εποπτείας. Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι η εν λόγω διευκρίνιση θα πρέπει να συμπεριληφθεί άμεσα στο κείμενο της ΟΚΑ χάριν της ασφάλειας δικαίου.

1.6.   Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ

Η ΕΚΤ επικροτεί την απαίτηση δημιουργίας ενδιάμεσων μητρικών επιχειρήσεων της ΕΕ για τραπεζικούς ομίλους τρίτων χωρών με δύο ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση, εφόσον πληρούνται ορισμένα κριτήρια ή συντρέχει υπέρβαση κατώτατων ορίων (19), καθώς αυτό θα επιτρέψει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας να αξιολογεί τους κινδύνους και την οικονομική ευρωστία ολόκληρου του τραπεζικού ομίλου στην Ένωση και να εφαρμόζει απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

Ωστόσο, ορισμένες πτυχές των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ απαιτούν περαιτέρω διευκρινίσεις, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού πλαισίου. Πρώτον, η απαίτηση πρέπει να ισχύει τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών (δηλαδή και στις περιπτώσεις εν μέρει ή αποκλειστικής άσκησης των δραστηριοτήτων του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση μέσω υποκαταστημάτων). Δεύτερον, αφ’ ης στιγμής ιδρύεται μια ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ, θα πρέπει να απαιτείται η ανασύσταση των υφιστάμενων υποκαταστημάτων του ίδιου τραπεζικού ομίλου τρίτης χώρας ως υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, εφόσον υπερβαίνουν ορισμένο κατώτατο όριο, προκειμένου να αποφεύγονται ευκαιρίες καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού πλαισίου, καθώς η εποπτεία υποκαταστημάτων τρίτων χωρών δεν είναι εναρμονισμένη. Είναι ακόμη σημαντικό, μακροπρόθεσμα, να εναρμονιστεί το κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών στην Ένωση. Τρίτον, είτε η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, είτε ως μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είτε ως πιστωτικό ίδρυμα, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι το πλαίσιο καθορισμού της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δεν οδηγεί σε απρόσφορο αποτέλεσμα ικανό να θέσει σε κίνδυνο την άσκηση αποδοτικής και αποτελεσματικής εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τις οντότητες που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας σε ατομική βάση. Κατά συνέπεια, όταν η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη ως πιστωτικό ίδρυμα, και προκειμένου να διασφαλίζεται ισοτιμία όρων ανταγωνισμού, θα πρέπει να εξεταστεί η εισαγωγή κριτηρίου παρόμοιου με εκείνο του άρθρου 111 παράγραφος 5 της ΟΚΑ, το οποίο επί του παρόντος εφαρμόζεται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής και η διαδικασία που συνδέεται με την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 5 της ΟΚΑ. Τέταρτον, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ της νομοθεσίας τρίτης χώρας και της απαίτησης σύστασης μίας και μόνο ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, η οποία θα μπορούσε να παρεμποδίσει ή να περιπλέξει υπερβολικά τη συμμόρφωση με την εν λόγω απαίτηση, θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα παρέκκλισης, ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέπουν τη δημιουργία δύο διακριτών ενδιάμεσων μητρικών επιχειρήσεων της ΕΕ (ή να επιτρέπουν την απόσπαση συγκεκριμένων οντοτήτων από τη μία και μοναδική ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ). Στην περίπτωση αυτή το όριο για την απαίτηση σύστασης ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ θα πρέπει να ισχύει σε επίπεδο ολόκληρου του ομίλου της τρίτης χώρας, πριν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, έτσι ώστε η άσκηση αυτής να μην οδηγεί σε καταστρατήγηση των εφαρμοστέων κατώτατων ορίων για τη σύσταση ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, κατά τα προβλεπόμενα στις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ.

1.7.   Αναλογικότητα στην υποβολή αναφορών

Η ΕΚΤ υποστηρίζει γενικά μια αναλογική προσέγγιση των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών των μικρότερων ιδρυμάτων. Ενίοτε αυτά θα πρέπει να υπόκεινται σε απλουστευμένες απαιτήσεις υποβολής αναφορών ανάλογα με το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και το προφίλ κινδύνου τους.

Η προτεινόμενη ελάττωση της συχνότητας υποβολής εποπτικών αναφορών (20) από τα μικρά πιστωτικά ιδρύματα παρακωλύει την επαρκή εποπτεία τους από τις αρμόδιες αρχές (21). Οι εποπτικές αναφορές είναι εξαιρετικά σημαντικές, καθώς συγκαταλέγονται στις σημαντικότερες πηγές πληροφόρησης για τη συνεχή εποπτεία των μικρότερων ιδρυμάτων. Η διαθεσιμότητα επαρκούς πληροφόρησης επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να προσαρμόζουν την ένταση των εποπτικών τους ενεργειών σε σχέση με τα εν λόγω ιδρύματα. Επιπλέον, αν και η ελάττωση της συχνότητας υποβολής αναφορών για τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα θα μείωνε το κόστος συμμόρφωσής τους από την άποψη των ανθρώπινων πόρων, πιθανόν να μην απέβαινε λιγότερο επαχθής από την άποψη της τεχνολογίας πληροφορικής, αφού τα μικρότερα αυτά ιδρύματα θα πρέπει ούτως ή άλλως να διαθέτουν τα κατάλληλα συστήματα πληροφορικής, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αυτών θα έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

Αντί της ελάττωσης της συχνότητας των εποπτικών αναφορών η ΕΚΤ προτείνει τροποποίηση του εύρους υποβολής αναφορών για τα μικρότερα ιδρύματα, μόλις η ΕΑΤ αξιολογήσει τον οικονομικό αντίκτυπο που θα έχει ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (22) στα πιστωτικά ιδρύματα σε ό,τι αφορά το κόστος συμμόρφωσης και τα εποπτικά οφέλη (23).

Η συνεπής εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θα πρέπει να αναγνωρίζεται συστηματικότερα σε ολόκληρο τον ΚΚΑ. Ενδείκνυται ο εντοπισμός ειδικών περιπτώσεων στις οποίες μια πιο αναλογική μεταχείριση θα μπορούσε να μειώσει το κόστος συμμόρφωσης χωρίς να διακυβεύεται το καθεστώς προληπτικής εποπτείας. Θα μπορούσε επίσης να προβλεφθεί μια πιο αναλογική προσέγγιση, ιδίως στους τομείς της εσωτερικής διακυβέρνησης και του καθεστώτος καταλληλότητας, των αμοιβών και των γνωστοποιήσεων.

1.8.   Αυτόματοι περιορισμοί στις διανομές

Όσον αφορά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ σχετικά με το μέγιστο διανεμητέο ποσό (ΜΔΠ) η ΕΚΤ επικροτεί τη διευκρίνιση ως προς τη διάρθρωση του κεφαλαίου. Επιπλέον, η ίδια προτείνει να συμπεριλαμβάνονται στο ΜΔΠ όλα τα προσωρινά κέρδη/κέρδη του τέλους της χρήσης που δεν περιλαμβάνονται ήδη στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (μετά από τις ήδη καταβληθείσες διανομές) και όχι μόνο τα κέρδη που παράγονται μετά την τελευταία διανομή. Η προσήλωση στην πιο πρόσφατη διανομή ή πληρωμή περιορίζει τα κέρδη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του ΜΔΠ. Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν συχνά πολλαπλές ημερομηνίες λήψης αποφάσεων για την πληρωμή τοκομεριδίων, μερισμάτων και πριμ. Όσο συχνότερα ένα πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει αποφάσεις για διανομή κερδών ή πραγματοποιεί διανομή κερδών, τόσο μικρότερη είναι η περίοδος δημιουργίας κερδών και επομένως και το ποσό των κερδών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του ΜΔΠ. Αυτός ο περιορισμός δεν δικαιολογείται εάν τα προσωρινά κέρδη/κέρδη του τέλους της χρήσης που δημιουργούνται, αλλά δεν έχουν ακόμη συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, είναι υψηλότερα από τις πραγματοποιηθείσες διανομές.

1.9.   Πιστωτικός κίνδυνος και πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου

1.9.1.

Ενώ η νομοθεσία του επιπέδου 2 έχει διευκρινίσει πλήρως τη μοντελοποίηση όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, οι ειδικότερες αυτές προβλέψεις εξακολουθούν να απουσιάζουν όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του ΚΚΑ προκειμένου να ζητηθεί από την ΕΑΤ η ανάπτυξη ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης για τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων (ΜΕΥ) και για τη μέθοδο προηγμένης προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης (advanced credit valuation adjustment, εφεξής «A-CVA»). Αυτά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να καθορίζουν λεπτομερέστερα την αξιολόγηση της σημασίας των μεταβολών και επεκτάσεων μοντέλου τόσο για την ΜΕΥ όσο και για τη μέθοδο A-CVA. Τέλος, θα πρέπει να προστεθεί διάταξη η οποία να υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν έγκριση από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να εφαρμόζουν τη μέθοδο Α-CVA.

1.9.2.

Όσα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν ήδη την ΜΕΥ δεν χρησιμοποιούν μόνο αυτή για τον υπολογισμό ορισμένων από τα ανοίγματά τους αλλά και άλλες (μη εσωτερικές) μεθόδους. Αυτό εγείρει ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο αδυναμίας συμμόρφωσης μεγάλου αριθμού πιστωτικών ιδρυμάτων με την απαίτηση που απαγορεύει τη συνδυασμένη χρήση της ΜΕΥ και άλλων μεθόδων. Θα πρέπει για τον σκοπό αυτόν να τροποποιηθεί ο ΚΚΑ, ώστε να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν άδεια για τη χρήση της ΜΕΥ όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σε μόνιμη και μερική βάση, όπως συμβαίνει για άλλα είδη κινδύνου.

1.9.3.

Επιπλέον, οι ισχύοντες κανόνες του ΚΚΑ για τον προσδιορισμό της παραμέτρου λήξης θα πρέπει να διευρυνθούν ώστε να καλύπτουν ανοίγματα συναλλαγών παραγώγων και χρηματοδότησης τίτλων, καθώς και ανοικτές συναλλαγές.

1.9.4.

Ο ορισμός του εποπτικού συντελεστή δέλτα που προτείνει η Επιτροπή για τη νέα τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό των ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τα μαθηματικά ορθά πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (εφεξής «Επιτροπή της Βασιλείας»).

1.10.   Αντιμετώπιση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

1.10.1.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την εναρμόνιση και την ενίσχυση της εποπτείας των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Είναι σημαντικό οι δράσεις ενοποιημένης εποπτείας να μπορούν να απευθύνονται άμεσα στη μητρική επιχείρηση ενός τραπεζικού ομίλου, είτε πρόκειται για ίδρυμα είτε για εταιρεία συμμετοχών. Εν προκειμένω ο θεμελιώδης εποπτικός στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι η μητρική επιχείρηση αναλαμβάνει την καθοδήγηση και τον συντονισμό των θυγατρικών της κατά τρόπο που να προωθεί αποτελεσματικά την ενοποιημένη εποπτεία. Σε γενικές γραμμές, το νέο καθεστώς θα πρέπει να επιτρέπει να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών και ο ρόλος τους σε έναν όμιλο, προκειμένου να αποτρέπονται τα υπερβολικά κωλύματα στη λειτουργία του ομίλου.

1.10.2.

Ορισμένες πτυχές των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ και του ΚΚΑ επιδέχονται βελτιώσεων ή διευκρινίσεων. Για παράδειγμα χρήζει διευκρίνισης ο τρόπο συσχετισμού των προτεινόμενων τροποποιήσεων που αφορούν την αδειοδότηση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών με τους ισχύοντες κανόνες εποπτείας των ειδικών συμμετοχών. Επίσης, οι προτεινόμενες ως άνω τροποποιήσεις δεν διευκρινίζουν επαρκώς ποιες από τις ισχύουσες διατάξεις που αναφέρονται σε «πιστωτικό ίδρυμα» θα πρέπει να νοείται ότι περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών για τους σκοπούς της ενοποιημένης εποπτείας. Περαιτέρω διευκρινίσεις απαιτούνται επίσης και σε σχέση με τα συνεχή μέτρα εποπτείας που μπορεί να εφαρμόζει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και μια μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

1.10.3.

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα των προτεινόμενων τροποποιήσεων του άρθρου 111 της ΟΚΑ. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενδέχεται να βρίσκεται σε διαφορετική χώρα από αυτήν στην οποία βρίσκεται η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη σε διαφορετικό κράτος μέλος με τις ενοποιημένες απαιτήσεις. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις που να καθορίζουν λεπτομερέστερα τους όρους μιας αποτελεσματικής διασυνοριακής συνεργασίας σε αντίστοιχη περίπτωση.

1.10.4.

Τέλος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις που να αποσαφηνίσουν τη μεταχείριση των υφιστάμενων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών υπαγόμενων στις εν λόγω διατάξεις.

1.11.   Εποπτεία μεγάλων διασυνοριακών επιχειρήσεων επενδύσεων

Οι μεγάλες και πολύπλοκες επιχειρήσεις επενδύσεων τραπεζικού τύπου που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες έχουν αντίκτυπο στον ισολογισμό τους, ιδίως εκείνες που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες, μπορούν να εγείρουν αυξημένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και αυξημένο κίνδυνο δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλες τράπεζες. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι χρήζει περαιτέρω εξέτασης η ενοποιημένη εποπτεία και η εποπτεία σε ατομική βάση των μεγάλων διασυνοριακών επιχειρήσεων επενδύσεων τραπεζικού τύπου στην Ένωση, προκειμένου να διασφαλίζονται συνετά και συνεπή εποπτικά πρότυπα ανάλογα των κινδύνων που ενδέχεται να εγείρουν αυτές οι επιχειρήσεις. Μία από τις πιθανές επιλογές θα ήταν η τροποποίηση της ΟΚΑ/του ΚΚΑ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μεγάλες διασυνοριακές επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα (24). Αυτό θα ήταν σημαντικό για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που συχνά ασκούν δραστηριότητες τραπεζικού τύπου, δηλαδή δραστηριότητες που ασκούνται και από τράπεζες. Για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία θα πρέπει να διατηρηθεί η ισχύουσα διαφοροποίηση στη μεταχείριση που αποτυπώνεται στα εθνικά ρυθμιστικά πλαίσια.

1.12.   Εθνικές εξουσίες

1.12.1.

Ο ΚΕΕΜ αναθέτει στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό να συμβάλει στην ασφάλεια και ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων και στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα καθήκοντα αυτά εκτελούνται λαμβανομένων πλήρως υπόψη της ενότητας και ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, και με σκοπό την αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας (25). Για τον σκοπό αυτό η ΕΚΤ υποχρεούται να εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία της Ένωσης και, εφόσον αυτή αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη (26), ιδίως την ΟΚΑ και την οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών (ΟΑΕΤ) (27). Ωστόσο, ορισμένες εξουσίες εποπτείας δεν αναφέρονται ρητά στο δίκαιο της Ένωσης, ενώ διαφορές στην εθνική νομοθεσία οδηγούν σε ασυμμετρίες στις εποπτικές εξουσίες της ΕΚΤ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

1.12.2.

Εν προκειμένω η ΕΚΤ έχει ήδη εξετάσει το αντικείμενο και την έκταση των υφιστάμενων εποπτικών εξουσιών και έχει αναπτύξει μια προσέγγιση για τη διασφάλιση συνεπούς ερμηνείας των εξουσιών της. Παρά την αποσαφήνιση αυτών των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, η παροχή μιας κοινής νομικής βάσης στο δίκαιο της Ένωσης για τις υφιστάμενες εποπτικές εξουσίες θα ενεργοποιούσε την υποχρέωση μεταφοράς τους και θα διευκόλυνε την ερμηνεία του κατά πόσον ορισμένη εξουσία ειδικά χορηγούμενη βάσει της εθνικής νομοθεσίας εμπίπτει στα ειδικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ. Επιπλέον, θα προωθούσε ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην τραπεζική εποπτεία της Ένωσης μέσω της εναρμόνισης των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών. Για να επιτευχθεί αυτό το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφή αναφορά σε πρόσθετες εξουσίες εποπτείας σε ορισμένους τομείς, προκειμένου να αποφεύγεται η ανασφάλεια δικαίου όσον αφορά τις άμεσες εξουσίες εποπτείας της ΕΚΤ και να εξασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού όσον αφορά τις εξουσίες εποπτείας σε ολόκληρη την τραπεζική ένωση. Οι τομείς αυτοί αφορούν κυρίως τις εξαγορές σε τρίτες χώρες, τις συγχωνεύσεις, τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και άλλες στρατηγικές αποφάσεις, την τροποποίηση των καταστατικών των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις συμφωνίες των μετόχων τους για την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, την παροχή πίστωσης σε συνδεδεμένα μέρη, την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εξουσίες εποπτείας που αφορούν τους εξωτερικούς ελεγκτές και τις πρόσθετες εξουσίες που σχετίζονται με την αδειοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

1.13.   Αξιολόγηση καταλληλότητας και πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις

1.13.1.

Επί του παρόντος η ΟΚΑ δεν θεσπίζει απαιτήσεις για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των μελών των διοικητικών οργάνων. Κατά συνέπεια, οι εθνικές πρακτικές διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησης, τις προθεσμίες και το εάν η αξιολόγηση πραγματοποιείται πριν ή αμέσως μετά τον διορισμό. Η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης για την περαιτέρω εναρμόνιση των διαδικασιών αξιολόγησης της καταλληλότητας.

1.13.2.

Οι κάτοχοι καίριων θέσεων ασκούν σημαντική επίδραση στην καθημερινή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και στη γενική δομή της διακυβέρνησής τους. Η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να περιληφθεί ορισμός των κατόχων καίριων θέσεων και να διευκρινιστεί ο ορισμός της ανώτερης διοίκησης. Επιπλέον, προς εναρμόνιση των εθνικών προσεγγίσεων θα πρέπει να προβλεφθεί διάταξη σχετικά με τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών κατά την αξιολόγηση των κατόχων καίριων θέσεων σε σημαντικά ιδρύματα.

1.14.   Ανταλλαγή πληροφοριών

Το ισχύον πλαίσιο της Ένωσης κάνει λίγες συγκεκριμένες αναφορές στην ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την προληπτική εποπτεία και των αρχών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (28). Επίσης, δεν υπάρχουν ρητές διατάξεις που να διέπουν τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την προληπτική εποπτεία και των αρχών που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των κανόνων διαρθρωτικού διαχωρισμού. Η ΕΚΤ προτείνει την τροποποίηση των διατάξεων της ΟΚΑ σχετικά με την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών ώστε να προβλέπεται ρητά η συνεργασία με τις άλλες αυτές αρχές.

1.15.   Σύστημα εκτέλεσης και κυρώσεων

Ο κατάλογος των παραβάσεων που υπόκεινται σε κυρώσεις δυνάμει της ΟΚΑ δεν περιλαμβάνει ορισμένες σημαντικές παραβάσεις, π.χ., σε σχέση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του πυλώνα 1, τους κανονισμούς και αποφάσεις εποπτείας που εκδίδονται από αρμόδιες αρχές, την απαίτηση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση άδειας και τις υποχρεώσεις κοινοποίησης στην αρμόδια αρχή. Επομένως, τα κράτη μέλη διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε ασυνέπειες μεταξύ των κρατών μελών και να υπονομεύσει την αποτελεσματική εκτέλεση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας. Για να αντιμετωπιστεί αυτό η ΕΚΤ προτείνει τη διεύρυνση του καταλόγου παραβάσεων που υπόκεινται σε κυρώσεις.

1.16.   Δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες

1.16.1.

Η ύπαρξη εθνικών δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών στο κανονιστικό πλαίσιο προληπτικής εποπτείας εμποδίζει την εφαρμογή ενιαίων κανόνων σε επίπεδο Ένωσης και προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας και κόστους, παρέχοντας παράλληλα κίνητρα για καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου εποπτικού πλαισίου. Ειδικότερα, τα δικαιώματα των κρατών μελών δημιουργούν εμπόδια στην αποτελεσματική λειτουργία του ΕΕΜ, ο οποίος πρέπει να λαμβάνει υπόψη διαφορετικούς κανονισμούς και πρακτικές που εφαρμόζονται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η ταυτόχρονη και αποκλίνουσα άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων έχει ως αποτέλεσμα ένα κανονιστικό συνονθύλευμα που μπορεί να παρεμποδίσει την ομαλή λειτουργία της εποπτείας της ΕΚΤ εντός των συμμετεχόντων κρατών μελών, καθώς και όσον αφορά τα ανοίγματα που σχετίζονται με τρίτες χώρες.

1.16.2.

Ενίοτε οι αποκλίσεις αυτές επηρεάζουν και τις εξουσίες εποπτείας. Έτσι, τα συγκεκριμένα ανωφελή δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που δεν δικαιολογούνται από άποψη προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εναρμονιστούν απευθείας στη νομοθεσία επιπέδου 1. Ομοίως, θα πρέπει να αποθαρρυνθεί η εισαγωγή νέων τέτοιων δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών, πράγμα το οποίο συμβαίνει π.χ. στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ στον τομέα των επενδύσεων μετοχικού κεφαλαίου σε κεφάλαια.

1.17.   Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την εισαγωγή μιας προκαθορισμένης περιόδου απαλλαγής στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Αυτή η προκαθορισμένη περίοδος απαλλαγής θα επιτρέψει στα ιδρύματα να θεωρούν ως αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29). Η εν λόγω περίοδος απαλλαγής είναι σημαντική προκειμένου να παρέχεται στα ιδρύματα ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων τους σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Εντούτοις, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η θέσπιση μέγιστης περιόδου απαλλαγής πέντε ετών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης αναγνώρισης (χωρίς η Επιτροπή να έχει ακόμη εκδώσει εκτελεστική πράξη) θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική ενόψει των πιθανών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέουν από ανοίγματα έναντι μη αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει τη θέσπιση συντομότερης μέγιστης περιόδου απαλλαγής για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Εφαρμογή διεθνώς συμφωνημένων προτύπων εποπτείας

Η ΕΚΤ επικροτεί την εφαρμογή διεθνώς συμφωνημένων προτύπων εποπτείας στο δίκαιο της Ένωσης. Λόγω της διασυνδεσιμότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή παγκόσμιων προτύπων για τη διασφάλιση της συγκρισιμότητας και της ισοτιμίας των όρων ανταγωνισμού.

2.1.   Δείκτης μόχλευσης

2.1.1.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει τη θέσπιση απαίτησης δείκτη μόχλευσης στο δίκαιο της Ένωσης και τη βαθμονόμησή της στο 3 %, γεγονός που συνάδει με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας και τις συστάσεις της ΕΑΤ (30). Η ΕΚΤ προτείνει η λεπτομερής εφαρμογή των προτύπων των δεικτών μόχλευσης στην Ένωση να λαμβάνει δεόντως υπόψη την έκβαση των εν εξελίξει διεθνών συζητήσεων, κυρίως στους κόλπους της Επιτροπής της Βασιλείας, καθώς και λοιπές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο.

2.1.2.

Η προτεινόμενη τροποποίηση του ΚΚΑ αίρει την υφιστάμενη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών να εξαιρούν από το μέτρο του ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης ενδοομιλικά ανοίγματα ήδη εξαιρούμενα από τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και ανοίγματα από την επανεκχώρηση ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων (31) και, αντ’ αυτού, εισάγει αυτόματες εξαιρέσεις για τα εν λόγω ανοίγματα (32). Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι θα πρέπει να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να εξαιρούν αυτά τα ανοίγματα από τον δείκτη μόχλευσης μόνο με την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής, κατόπιν αξιολόγησης των υποκείμενων, συναφών με τη μόχλευση κινδύνων, όπως συμβαίνει στο ισχύον σήμερα ενωσιακό δίκαιο. Όσον αφορά τα σημαντικά ιδρύματα στον ΕΕΜ η αξιολόγηση αυτή βασίζεται στον Οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο (33).

2.1.3.

Εάν επρόκειτο να διατηρηθεί η εξαίρεση των ανοιγμάτων από εξαγωγικές πιστώσεις που λαμβάνουν δημόσια στήριξη (34), αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στον βαθμό που είναι απαραίτητη και δικαιολογείται βάσει της αναγκαιότητάς της σε επίπεδο Ένωσης και όχι βάσει εθνικών προτιμήσεων, καθώς συνιστά απόκλιση από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας. Και η αυτοδίκαιη εξαίρεση από το μέτρο του ανοίγματος των ανοιγμάτων από προνομιακά δάνεια (35) αποκλίνει από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας και δεν συνάδει με τη δικαιολογητική βάση του δείκτη μόχλευσης ως μέτρου που δεν βασίζεται σε κινδύνους. Επιπλέον, η ως άνω αυτόματη εξαίρεση δεν είναι σύμφωνη με τις συστάσεις της ΕΑΤ και εμποδίζει την αποτελεσματική σύγκριση των δεικτών μόχλευσης στην αγορά. Τέλος, η διατύπωση ορισμένων συχνά ασαφών εξαιρέσεων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται μπορεί να οδηγεί τα ιδρύματα σε διαφορετική ερμηνεία τους, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να έχουν ευρύτερη εφαρμογή και να μην στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις.

2.1.4.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την εισαγωγή πρόσθετης επιβάρυνσης για το δείκτη μόχλευσης ειδικά για τα παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα (global systemically institutions, εφεξής «G-SIIs»), η οποία θα πρέπει να βασίζεται στα διεθνή πρότυπα σχετικά με τον σχεδιασμό και τη βαθμονόμηση τέτοιων απαιτήσεων μετά την οριστικοποίησή τους. Οι πρόσθετες απαιτήσεις για τα G-SII θα πρέπει να αποτυπώνουν τη συστημική σημασία τους και να προβλέπουν την πρόσθετη ικανότητα απορρόφησης ζημιών που είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί συμπληρωματική προστασία έναντι ενδεχόμενης πτώχευσής τους.

2.1.5.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ προβλέπουν επίσης την αντιστάθμιση του αρχικού περιθωρίου σε περίπτωση ανοιγμάτων παραγώγων που σχετίζονται με την εκκαθάριση συναλλαγών πελατών, η οποία είναι ένα άλλο στοιχείο που αποκλίνει από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας. Η αντιμετώπιση του αρχικού περιθωρίου για τις συγκεκριμένες συναλλαγές είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα που τελεί υπό εξέταση σε διεθνές επίπεδο, η δε εφαρμογή του σε επίπεδο Ένωσης θα πρέπει να αποτυπώνει τα συμπεράσματα της εξέτασης μόλις αυτή ολοκληρωθεί (36).

2.1.6.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ διατηρούν την υφιστάμενη προσέγγιση όσον αφορά τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης με βάση τον ισολογισμό στο τέλος του τριμήνου (37). Η ΕΚΤ συνιστά την επανεξέταση της διάταξης αυτής, λαμβάνοντας υπόψη τις εν εξελίξει διεθνείς συζητήσεις σχετικά με την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης.

2.1.7.

Ο τρόπος μεταχείρισης των αποθεματικών κεντρικής τράπεζας για τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης αποτελεί άλλο ένα ευαίσθητο ζήτημα που επί του παρόντος τελεί υπό αναθεώρηση σε διεθνές επίπεδο. Η εφαρμογή του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να λάβει υπόψη τα συμπεράσματα της εν λόγω αναθεώρησης, αφού οριστικοποιηθεί.

2.1.8.

Η ΕΚΤ συμφωνεί με τις συστάσεις της ΕΑΤ, κατά τις οποίες οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε απαίτηση δείκτη μόχλευσης ακόμη και αν έχουν άδεια τραπεζικής λειτουργίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Η εξαίρεσή τους από τη συγκεκριμένη απαίτηση του δείκτη μόχλευσης δικαιολογείται με βάση τις ειδικές διασφαλίσεις που τους επέβαλε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και με βάση το ότι οι υποχρεώσεις τους, όπως τα περιθώρια που τηρούνται με τη μορφή καταθέσεων, συσσωρεύονται κυρίως για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου σκοπούς και όχι χρηματοδότησης επενδυτικών δραστηριοτήτων.

2.2.   Ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (net stable funding ratio – NSFR)

2.2.1.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ αποκλίνουν από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας όσον αφορά τη μεταχείριση των ρευστών στοιχείων ενεργητικού υψηλής ποιότητας επιπέδου 1, με την εφαρμογή συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης (required stable funding, εφεξής «RSF») 0 % αντί 5 % (38). Η ΕΚΤ προτείνει να διατηρηθεί μια σταθερή απαίτηση χρηματοδότησης για τα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού (εξαιρουμένων των ταμειακών διαθεσίμων και των αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών, τα οποία θα πρέπει να υπόκεινται σε συντελεστή RSF 0 %), δεδομένου ότι αυτά υπόκεινται σε κάποιο κίνδυνο τιμής σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους, ακόμη και αν δεν συντρέχει σενάριο ακραίων καταστάσεων. Η εισαγωγή της ίδιας μεταχείρισης με τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας δεν ενδείκνυται, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών χρονικών πλαισίων των δύο προτύπων.

2.2.2.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ αποκλίνουν από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας και όσον αφορά την αντιμετώπιση του μελλοντικού κινδύνου χρηματοδότησης σε συμβάσεις παραγώγων (39). Η ΕΚΤ εκφράζει την ικανοποίησή της για την εντολή που δόθηκε στην ΕΑΤ να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την ευκαιρία υιοθέτησης μέτρου πιο ευαίσθητου σε κινδύνους (40), δεδομένου ότι τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας δεν είναι αρκετά ευαίσθητα σε κινδύνους (41). Ωστόσο, οι προτεινόμενες μεταβατικές ρυθμίσεις περιέχουν ορισμένες εννοιολογικές ανεπάρκειες που παρέχουν ευκαιρίες καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού πλαισίου, ο δε αντίκτυπός τους στα πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί. Ως εκ τούτου και έως ότου προσδιοριστεί καταλληλότερη μεθοδολογία, η ΕΚΤ προτείνει ευθυγράμμιση του μεταβατικού καθεστώτος με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας.

2.2.3.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση συναλλαγών εξασφαλισμένων πιστοδοτήσεων οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ εφαρμόζουν χαμηλότερο συντελεστή RSF από τον προβλεπόμενο στα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας σε ό,τι αφορά τις εξασφαλισμένες και μη εξασφαλισμένες συναλλαγές με χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους εναπομένουσας διάρκειας μικρότερη των έξι μηνών (42). Θα πρέπει να διενεργηθεί μια ολιστική επανεξέταση των συντελεστών που εφαρμόζονται σε όλες τις εξασφαλισμένες συναλλαγές που περιλαμβάνονται στον NSFR, βάσει εμπεριστατωμένης ανάλυσης, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον οι συντελεστές για συγκεκριμένες εξασφαλίσεις και διάρκειες έχουν βαθμονομηθεί σωστά. Μέχρις ότου πραγματοποιηθεί μια τέτοια επανεξέταση η ΕΚΤ προτείνει την εφαρμογή των συντελεστών RSF που προβλέπονται στα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας.

2.2.4.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ περιλαμβάνουν εξαίρεση από την απαίτηση NSFR για στοιχεία του ενεργητικού και υποχρεώσεις που συνδέονται άμεσα με γενικά καλυμμένα ομόλογα τα οποία συνάδουν με την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43) και για ομόλογα τύπου «soft bullet» και υπό αίρεση «pass-through» τα οποία πληρούν ορισμένα κριτήρια όσον αφορά τη λήξη τους (44). Η ΕΚΤ υποστηρίζει τη σύσταση της ΕΑΤ ότι θα πρέπει να απαλλάσσονται μόνον οι πλήρως συνδυασμένες δομές χρηματοδότησης καλυμμένων ομολόγων τύπου «pass-through», δεδομένου ότι δεν δημιουργούν κίνδυνο χρηματοδότησης για την τράπεζα έκδοσης (45). Αντίθετα, η ΕΚΤ προτείνει να μην εξαιρούνται από τον NSFR άλλα καλυμμένα ομόλογα, καθώς αυτά, όπως και άλλες μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, ενέχουν σημαντικούς χρηματοδοτικούς κινδύνους οι οποίοι δεν μετριάζονται από τα διαρθρωτικά τους χαρακτηριστικά. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των καλυμμένων ομολόγων για τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις, μία de facto απαλλαγή των περισσότερων ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων οδηγεί σε σημαντική απίσχναση των προτύπων προληπτικής εποπτείας.

2.3.   Ριζική αναθεώρηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

2.3.1.

Η ΕΚΤ επικροτεί την πρόταση για την εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης του νέου προτύπου της Επιτροπής της Βασιλείας όσον αφορά τον κίνδυνο αγοράς που προκύπτει από τη ριζική αναθεώρηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (fundamental review of the trading book, εφεξής «FRTB») (46). Η ΕΚΤ συνιστά η λεπτομερή εφαρμογή του προτύπου FRTB στην Ένωση, ιδίως των κατάλληλων μεταβατικών ρυθμίσεων, να λαμβάνει δεόντως υπόψη την έκβαση των εν εξελίξει διεθνών συζητήσεων, ιδίως στην Επιτροπή της Βασιλείας, καθώς και κάθε άλλης εξέλιξης σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η τρέχουσα προβλεπόμενη διετής περίοδος εφαρμογής μπορεί να μην είναι επαρκής για τα ιδρύματα προκειμένου να αποδείξουν τη συμμόρφωσή τους με τις υποδειγματικές απαιτήσεις και για τις αρχές εποπτείας προκειμένου να αξιολογήσουν και να εγκρίνουν σωστά τα υποδείγματα κινδύνου αγοράς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τεχνική προδιαγραφή ορισμένων σημαντικών πτυχών της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων θα προβλεφθεί σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θα είναι διαθέσιμα αρκετό χρόνο μετά την έναρξη ισχύος των προτεινόμενων τροποποιήσεων του ΚΚΑ. Για τον λόγο αυτό θα ήταν σκόπιμο να παραταθεί η φάση εφαρμογής.

2.3.2.

Το προτεινόμενο μεταβατικό καθεστώς, το οποίο εισάγει μια σημαντική εκ νέου βαθμονόμηση προς τα κάτω (κατά 35 %) των κεφαλαιακών απαιτήσεων της FRTB για περίοδο τριών ετών, προκαλεί ανησυχίες, διότι ενδέχεται να οδηγήσει σε κεφαλαιακές απαιτήσεις κινδύνου αγοράς σημαντικά χαμηλότερες από τα τρέχοντα επίπεδα για συγκεκριμένα ιδρύματα. Ενώ η μεταβατική περίοδος μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση του αντικτύπου των κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ προτείνει τη σταδιακή κατάργηση της μεταβατικής βαθμονόμησης, σύμφωνα με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα, καθώς και τον συνδυασμό της με ένα κατώτατο όριο προκειμένου να αποτρέπεται η μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων κινδύνου αγοράς κάτω από τα τρέχοντα επίπεδα.

Όσον αφορά τις πρόσθετες αλλαγές στο πλαίσιο του πλαισίου κινδύνου αγοράς με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης αναλογικότητας, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ που επιτρέπουν στα ιδρύματα με μικρό χαρτοφυλάκιο συναλλαγών να χρησιμοποιούν απλουστευμένες προσεγγίσεις αποτελούν επαρκή προσθήκη, εφόσον τα κατώτατα όρια εφαρμογής τους διατηρούνται στα επίπεδα που καθορίζονται στην πρόταση. Ωστόσο, η προτεινόμενη απλοποιημένη τυποποιημένη προσέγγιση θα πρέπει να είναι αρκετά ευαίσθητη σε κινδύνους και να οδηγεί σε επαρκείς κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σύγκριση με τις νέες προσεγγίσεις που ισχύουν για τα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα. Για τον σκοπό αυτό οι μελλοντικές αναθεωρήσεις του ΚΚΑ θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές εξελίξεις στο επίπεδο της Επιτροπής της Βασιλείας.

2.3.3.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ δεν ενσωματώνουν ορισμένα βασικά στοιχεία των προτύπων της Επιτροπής της Βασιλείας απευθείας στη νομοθεσία επιπέδου 1, όπως είναι η προδιαγραφή της άσκησης καταλογισμού κερδών και ζημιών, αφήνοντας τη ρύθμισή τους σε μεταγενέστερη κατ’ εξουσιοδότηση νομοθεσία. Η ΕΚΤ προτείνει την απευθείας ενσωμάτωση των εν λόγω στοιχείων στον ΚΚΑ, με την εφαρμογή μόνο τεχνικών προδιαγραφών σε τεχνικά πρότυπα.

2.3.4.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ παρέχουν σημαντική ελευθερία μοντελοποίησης στα πιστωτικά ιδρύματα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές αποκλίσεις στις εποπτικές πρακτικές και στη μοντελοποίηση των κινδύνων. Για να αντιμετωπιστεί αυτό η ΕΚΤ προτείνει να ενσωματωθούν στον ΚΚΑ περιορισμοί στη μοντελοποίηση, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της FRTB βάσει συγκριτικών μελετών.

2.3.5.

Σε αντίθεση με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να επιλέγουν χωρίς περιορισμούς τις μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες υποβάλλουν αίτηση για έγκριση εσωτερικού μοντέλου και εκείνες για τις οποίες θα διατηρούν την τυποποιημένη προσέγγιση. Προκειμένου να αποφευχθεί η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου εποπτικού πλαισίου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν, με βάση την προσέγγιση που επέλεξαν τα πιστωτικά ιδρύματα για συγκρίσιμες μονάδες διαπραγμάτευσης, τη συμπερίληψη μονάδων διαπραγμάτευσης που θεωρούν ότι θα πρέπει να εμπίπτουν στο αντικείμενο της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων.

Σε ξεχωριστό τεχνικό έγγραφο εργασίας παρατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις αναδιατύπωσης των προτεινόμενων τροποποιήσεων του ΚΚΑ και της ΟΚΑ, οι οποίες εκπονήθηκαν από το προσωπικό της ΕΚΤ και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό έγγραφο εργασίας δεν έχει εκδοθεί από το διοικητικό συμβούλιο και διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 8 Νοεμβρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2016) 850 final.

(2)  COM(2016) 854 final.

(3)  Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (www.bis.org).

(4)  Οδηγία 2013/36/Ε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές EBA/GL/2014/13 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες και μεθόδους για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ).

(6)  Βλέπε έκθεση της ΕΑΤ με τίτλο «EBA Report on the convergence of supervisory practices» (EBA-Op-2016-11), 14 Ιουλίου 2016, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ (www.eba.europa.eu).

(7)  Με βάση το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63) (εφεξής ο «ΚΕΕΜ»), η ΕΚΤ διενεργεί εποπτικούς ελέγχους και για τον σκοπό αυτόν έχει ορίσει κοινή μέθοδο ΔΕΕΑ, βλέπε ιδίως τον Οδηγό τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ του Νοεμβρίου 2014, ο οποίος είναι διαθέσιμος στον δικτυακό της τόπο (www.ecb.europa.eu). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη αύξηση της συνοχής στις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σε σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα εντός του ΕΕΜ, η συσχέτιση μεταξύ των συνολικών βαθμολογιών της ΔΕΕΑ και των κεφαλαιακών απαιτήσεων αυξήθηκε από 26 % πριν από το 2014 σε 76 % το 2016 [βλέπε σελίδα 44 του εγχειριδίου μεθοδολογίας της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP) του ΕΕΜ, έκδοση 2016, το οποίο είναι διαθέσιμο υπό την ενότητα της Τραπεζικής Εποπτείας στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ www.bankingsupervision.europa.eu].

(8)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 98 παράγραφος 5α της ΟΚΑ.

(9)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 104γ της ΟΚΑ.

(10)  «Memorandum of Understanding between the Single Resolution Board and the European Central Bank in respect of cooperation and information exchange», της 22ας Δεκεμβρίου 2015, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(11)  Βλέπε έγγραφο με τίτλο «ECB contribution to the European Commission’s consultation on the review of the EU macroprudential policy framework» (12 Δεκεμβρίου 2016), διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(13)  COM(2017) 592 final.

(14)  Βλέπε Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά Μέσα (2014), διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο www.ifrs.org

(15)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 473α του ΚΚΑ.

(16)  Σύμφωνα με την προτεινόμενη νέα παράγραφο 96Α του σχετικού εγγράφου της Βασιλείας ΙΙΙ, βλέπε τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) στο έγγραφο με τίτλο «Regulatory Treatment of accounting provisions – interim approach and transitional arrangements», Μάρτιος 2017. Βάσει της συγκεκριμένης παραγράφου, τα ποσοστά κάθε έτους καθορίζονται γραμμικά.

(17)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 473α του ΚΚΑ.

(18)  COM(2017) 591 final.

(19)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 21β της ΟΚΑ.

(20)  Βλέπε τα εξής προτεινόμενα νέα άρθρα: άρθρο 99 παράγραφος 4, άρθρο 101 παράγραφος 5, άρθρο 394 παράγραφος 3 και άρθρο 430 παράγραφος 1 του ΚΚΑ.

(21)  Η πρόταση αυτή πρόκειται να επηρεάσει περίπου το 80 % του συνόλου των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων.

(22)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).

(23)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 99 παράγραφος 7 του ΚΚΑ.

(24)  Βλέπε την ανακοίνωση για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, σ. 19, και την έκθεση σχετικά με τον ΕΕΜ, σ. 8.

(25)  Βλέπε άρθρο 1 πρώτη παράγραφος του ΚΕΕΜ.

(26)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 3 του ΚΕΕΜ.

(27)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(28)  Ούτε η ΟΚΑ ούτε η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73) προβλέπουν ειδικά για τη συνεργασία αυτού του είδους.

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(30)  Έκθεση της ΕΑΤ με τίτλο «EBA Report on the leverage ratio requirements under Article 511 of the CRR» (No. EBA-Op-2016-13), 3 Αυγούστου 2016, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ (www.eba.europa.eu).

(31)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 429α παράγραφος 1 στοιχείο ι) του ΚΚΑ.

(32)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 429α του ΚΚΑ.

(33)  Βλέπε τον Οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο (ενοποιημένη έκδοση), Νοέμβριος 2016, διαθέσιμος στον διαδικτυακό τόπο της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ (www.bankingsupervision.europa.eu).

(34)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 429α παράγραφος 1 στοιχείο στ) του ΚΚΑ.

(35)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 429α παράγραφος 1 στοιχείο ε) του ΚΚΑ

(36)  Βλέπε συμβουλευτικό έγγραφο της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με τίτλο «Revisions to the Basel ΙΙΙ leverage ratio framework», 25 Απριλίου 2016, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org).

(37)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 429 παράγραφος 2 του ΚΚΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014.

(38)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428ιη παράγραφος 1 στοιχείο α) του ΚΚΑ και το σημείο 37 του εγγράφου της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με τίτλο «Basel III: the net stable funding ratio» (εφεξής το «πλαίσιο NSFR της Επιτροπής της Βασιλείας»), Οκτώβριος 2014, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org).

(39)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428κα παράγραφος 2 και το άρθρο 428κδ παράγραφοι 2, 3 και 4 του ΚΚΑ.

(40)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 510 παράγραφοι 4 και 5 του ΚΚΑ.

(41)  Βλέπε συμβολή του Ευρωσυστήματος στο έγγραφο διαβούλευσης της ΓΔ FISMA της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με περαιτέρω σκέψεις για την εφαρμογή του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 14 Σεπτεμβρίου 2016.

(42)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428ιθ στοιχείο β) και το άρθρο 428κα παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του ΚΚΑ, καθώς και τις παραγράφους 38 και 39 στοιχείο β) του πλαισίου NSFR της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία.

(43)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(44)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428στ παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ) του ΚΚΑ.

(45)  Βλέπε σύσταση 6 της έκθεσης της ΕΑΤ με τίτλο «EBA Report on Net Stable Funding Requirements under Article 510 of the CRR» (EBA Op/2015/22), της 15ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ (www.eba.europa.eu).

(46)  Κείμενο με τίτλο «BCBS Standards: Minimum capital requirements for market risk», Ιανουάριος 2016, διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org).


Top