EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016AB0026

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Απριλίου 2016, σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 με σκοπό τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων (CON/2016/26)

OJ C 252, 12.7.2016, p. 1–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

12.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 252/1


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 20ής Απριλίου 2016

σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 με σκοπό τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων

(CON/2016/26)

(2016/C 252/01)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 20 Ιανουαρίου 2016 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 με σκοπό τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων (1) (εφεξής o «προτεινόμενος κανονισμός»). Την 1η Φεβρουαρίου 2016 η ΕΚΤ έλαβε αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προτεινόμενο κανονισμό.

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διατάξεις που επηρεάζουν τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 127 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, και τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 127 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1.   Γενικές παρατηρήσεις

1.1.

Μετά τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ) και τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (ΕΜΕ), το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων (ΕΣΑΚ) είναι ο τρίτος αναγκαίος πυλώνας για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Δεδομένης της ανάγκης ευθυγράμμισης της ευθύνης και του ελέγχου, η θέσπιση ενός κοινού δικτύου προστασίας των καταθετών σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνιστά το λογικό συμπλήρωμα της προσπάθειας αναγωγής της ευθύνης για την τραπεζική εποπτεία και την εξυγίανση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με τον ΕΕΜ και τον ΕΜΕ να βρίσκονται ήδη σε πλήρη λειτουργία, οι εθνικές αρχές έχουν απολέσει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο επί των βασικών στοιχείων που καθορίζουν κατά πόσο ορισμένο σύστημα εγγύησης καταθέσεων (ΣΕΚ) υποχρεούται να καταβάλλει αποζημιώσεις προς τους ασφαλισμένους καταθέτες ή να συνεισφέρει σε χρηματοδότηση για σκοπούς εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, η ευθύνη για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας επαρκών χρηματοδοτικών μέσων με σκοπό την ενίσχυση της εμπιστοσύνης όλων των καταθετών και, κατά συνέπεια, για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα πρέπει να ανάγεται στο ίδιο επίπεδο, και δη στο επίπεδο του ΕΣΑΚ. Ο προτεινόμενος κανονισμός απορρέει από τις συστάσεις που διατυπώνονται στην έκθεση των Πέντε Προέδρων (2), η οποία απευθύνει κάλεσμα για τη δρομολόγηση ενός ΕΣΑΚ. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, το τραπεζικό σύστημα μπορεί να είναι πραγματικά ομοιόμορφο μόνο αν ο βαθμός εμπιστοσύνης στην ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων είναι εξίσου υψηλός σε όλα τα κράτη μέλη. Εξάλλου, η θέσπιση ενός ΕΣΑΚ θα απέβαινε επωφελής λόγω της διαφοροποίησης του κινδύνου και είναι πιθανότερο ότι θα άντεχε σε κλυδωνισμούς λόγω της διάχυσης των κινδύνων μεταξύ ευρύτερου φάσματος χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα τη μείωση των πιθανοτήτων υπερβολικής επιβάρυνσης του συστήματος από μεμονωμένες περιπτώσεις καταβολής αποζημιώσεων.

1.2.

Η ΕΚΤ συμμερίζεται πλήρως την άποψη της Επιτροπής κατά την οποία το ΕΣΑΚ είναι ο τρίτος αναγκαίος πυλώνας για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και την περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας των καταθετών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, συμβάλλοντας στην εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) (3).

1.3.

Η ΕΚΤ επικροτεί ακόμη το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός εισάγει διαδικασία σταδιακής ενίσχυσης της ασφάλισης των συμμετεχόντων ΣΕΚ στη βάση της αμοιβαιότητας με απώτερο σκοπό την επίτευξη ενός ομοιόμορφου συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων το οποίο περιορίζει τον δεσμό μεταξύ τραπεζικού τομέα και κράτους.

1.4.

Γενικά η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός καθορίζει έναν σαφή οδικό χάρτη και ένα χρονοδιάγραμμα με συγκεκριμένα, ευκρινώς οριζόμενα μεταβατικά στάδια που οδηγούν στη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου ΕΣΑΚ. Τα στάδια της αντασφάλισης και συνασφάλισης θα πρέπει επομένως να θεωρηθούν ως στάδια μετάβασης προς την πλήρη ασφάλιση, η έναρξη της οποίας έχει προγραμματιστεί για το 2024. Η κλιμακωτή αυτή προσέγγιση λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος και σε άλλους τομείς της τραπεζικής ένωσης και της ΟΝΕ συνολικά. Επίσης σκοπό έχει να εξασφαλίσει επαρκή χρόνο προκειμένου να συγκεντρωθούν προκαταβολικά εισφορές σε επίπεδο τραπεζικής ένωσης, ήτοι πριν από την έναρξη του σταδίου πλήρους ασφάλισης. Τέλος, η ίση μεταχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδεδεμένα με τα συμμετέχοντα ΣΕΚ θα διασφαλιστεί αφού ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι που αφορούν το κάθε ίδρυμα σε σχέση με όλα τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα της τραπεζικής ένωσης κατά τον καθορισμό των αντίστοιχων εισφορών. Για να ενισχυθεί περαιτέρω η αξιοπιστία του ΕΣΑΚ και να διαρρηχθεί στην πράξη ο δεσμός μεταξύ τραπεζικού τομέα και κράτους σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να θεσπιστεί μία φορολογικά ουδέτερη κοινή δημόσια δικλίδα ασφαλείας για το ΕΣΑΚ το αργότερο κατά την έναρξη του σταδίου πλήρους ασφάλισης.

1.5.

Πάντως, η αποτελεσματική λειτουργία της τραπεζικής ένωσης προϋποθέτει περαιτέρω ενέργειες που δεν σταματούν στη δημιουργία του ΕΣΑΚ. Ενόψει τούτου η ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Προς την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης» (4) καθορίζει μια σειρά μέτρων για την περαιτέρω μείωση των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα και την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Εν προκειμένω η ΕΚΤ τονίζει τη σημασία της πλήρους και έγκαιρης εφαρμογής της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ως απαραίτητης προϋπόθεσης του ΕΣΑΚ και καλεί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με την υποχρέωση αυτή όσο το δυνατόν συντομότερα (6). Η ΕΚΤ επικροτεί και υποστηρίζει πλήρως όλα τα άλλα μέτρα μείωσης του κινδύνου τα οποία προβλέπει η ανακοίνωση της Επιτροπής και ως προς τα οποία πρέπει να σημειωθεί πρόοδος παράλληλα με τη δημιουργία του ΕΣΑΚ, με σκοπό όχι μόνο τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού αλλά και την προώθηση της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, μία λύση που εξαρτά τη μετάβαση από τη μία φάση του ΣΕΚ στην επόμενη από την πρόοδο που σημειώνεται όσον αφορά τη μείωση του κινδύνου θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστερήσεις. Όντως, εάν προκρινόταν μία υπό αίρεση σταδιακή θέσπιση του ΕΣΑΚ, τυχόν ενδιάμεσοι στόχοι συνδεόμενοι με τη μείωση του κινδύνου θα έπρεπε να είναι επακριβώς καθορισμένοι εκ των προτέρων, επαληθεύσιμοι βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, επιτεύξιμοι στην πράξη και νομικά συνδεόμενοι με τη διαδοχή των φάσεων σύμφωνα με την πρόταση ΕΣΑΚ. Για να διασφαλιστεί ότι το ΕΣΑΚ δεν αναβάλλεται επ’ αόριστον, ο κατάλογος των ενδιάμεσων στόχων θα πρέπει να περιλαμβάνει τα σημαντικότερα στοιχεία που απαιτεί η περαιτέρω ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης, θα πρέπει δε να περιορίζεται κυρίως σε θέματα συνδεόμενα με το ΕΣΑΚ με σαφή και ουσιαστικό τρόπο και να μην παραπέμπει σε υπό εξέλιξη συζητήσεις για τις οποίες το χρονοδιάγραμμα είναι ασαφές.

1.6.

Τέλος, η ΕΚΤ θεωρεί ότι ίσως ενδείκνυται εκτίμηση των επιπτώσεων ως προς τα σημαντικότερα στοιχεία της πρότασης ενόψει της έκδοσης του προτεινόμενου κανονισμού και της αλληλεπίδρασής του με την ενωσιακή νομοθεσία, ιδίως με τις οδηγίες 2014/49/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), και ως προς τον ρόλο του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (εφεξής το «Συμβούλιο Εξυγίανσης») σε σύγκριση με τον ρόλο των οργάνων λήψης αποφάσεων που είναι επί του παρόντος υπεύθυνα για τα εθνικά ΣΕΚ.

2.   Ειδικές παρατηρήσεις

2.1.   Σκοπός του προτεινόμενου κανονισμού

Η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι σκοπός του προτεινόμενου κανονισμού είναι να διασφαλίσει τη συνέπεια των ρυθμίσεών του με την οδηγία 2014/49/ΕΕ, συμπληρώνοντας τις αρχές και τους κανόνες της τελευταίας (8). Το βασικό καθήκον ενός ΣΕΚ σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ είναι η «προστασία των καταθετών από τις συνέπειες της αφερεγγυότητας ενός τραπεζικού ιδρύματος» (9). Ο προτεινόμενος κανονισμός διέπει τη σχέση μεταξύ του ΕΣΑΚ, του Ταμείου Ασφάλισης των Καταθέσεων (ΤΑΚ) και των ΣΕΚ, ενώ τα εθνικά συστήματα εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την αποζημίωση των καταθετών. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ θεωρεί αναγκαίο να διατυπωθεί ρητά στο κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού ότι το ΕΣΑΚ αποσκοπεί επίσης στη διασφάλιση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου προστασίας των καταθετών σε όλα τα κράτη μέλη της Τραπεζικής Ένωσης.

2.2.   Πεδίο εφαρμογής του ΕΣΑΚ

Η ΕΚΤ επικροτεί επίσης το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα ΣΕΚ που είναι επίσημα αναγνωρισμένα στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Τραπεζική Ένωση σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ (10), δηλαδή σε θεσμικά ΣΕΚ, συμβατικά ΣΕΚ, θεσμικούς μηχανισμούς προστασίας καθώς και σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με τους εν λόγω μηχανισμούς. Ωστόσο, όλα τα πιστωτικά ιδρύματα με πρόσβαση στους πόρους του ΕΣΑΚ πρέπει να ρυθμίζονται και να εποπτεύονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12). Αυτό συνάδει πλήρως με τη σύσταση που διατυπώνεται στην έκθεση των Πέντε Προέδρων, κατά την οποία το πεδίο εφαρμογής του ΕΣΑΚ θα πρέπει να συμπίπτει με εκείνο του ΕΕΜ, τα δε τέλη βάσει κινδύνου θα πρέπει να καταβάλλονται από όλες τις συμμετέχουσες τράπεζες στα κράτη μέλη. Στην πραγματικότητα μόνο ένα άρτιο και ομοιόμορφο καθεστώς προστασίας των καταθέσεων θα διασφαλίσει το ίδιο επίπεδο εμπιστοσύνης των καταθετών σε όλη την Τραπεζική Ένωση, αποτρέποντας τον κατακερματισμό της αγοράς και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

2.3.   Διακυβέρνηση του ΕΣΑΚ

Η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι το ΕΣΑΚ θα διοικείται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης. Είναι σημαντικό το ΕΣΑΚ να διοικείται από ανεξάρτητο όργανο της Ένωσης που θα προστατεύεται από πολιτικές επιρροές και θα διασφαλίζει την πρόσβαση όλων των ΣΕΚ στο ΤΑΚ επί ίσοις όροις. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης αναμένεται ότι θα επωφεληθεί από τα αποτελέσματα της συνεργασίας που θα προκύψουν από την ταυτόχρονη διοίκηση των ταμείων εξυγίανσης και ασφάλισης των καταθέσεων, και ιδίως από τη δυνατότητά του να αξιοποιήσει την τεχνογνωσία που το ίδιο έχει ήδη αποκτήσει στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων εξυγίανσης κατά τη διοίκηση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (ΕΤΕ). Το γεγονός ότι για τη διοίκηση και την επένδυση των δύο ταμείων απαιτείται παρόμοια τεχνογνωσία είναι δυνατό να αποβεί επωφελές και από άποψη αποτελεσματικής χρήσης των πόρων. Ωστόσο, η αποτελεσματική εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων ενδέχεται να απαιτήσει τη διάθεση πρόσθετων πόρων στο Συμβούλιο Εξυγίανσης (βλέπε παράγραφο 2.9). Οι πόροι που διατίθενται στο ΕΤΕ και το ΤΑΚ θα πρέπει να δεσμεύονται με συγκεκριμένο τρόπο για τους αντίστοιχους σκοπούς, αποφεύγοντας ειδικότερα τον κίνδυνο σύμμειξης των πόρων για την προστασία των καταθέσεων και «ανάλωσής» τους για σκοπούς εξυγίανσης.

Η ΕΚΤ επικροτεί τις προτεινόμενες ρυθμίσεις κατά τις οποίες η ΕΚΤ δικαιούται να ορίσει μόνιμο αντιπρόσωπο ο οποίος θα συμμετέχει στις συνεδριάσεις όλων των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της συνεδρίασης της ολομέλειας και της κοινής ολομέλειας του ΕΣΑΚ.

Τέλος, η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων του ΕΣΑΚ αποτελούν μόνο οι εθνικές αρχές εξυγίανσης ή εντεταλμένες αρχές. Κανένας ιδιωτικός φορέας που διαχειρίζεται ΣΕΚ δεν θα συμμετέχει άμεσα στην ολομέλεια ενός ΕΣΑΚ. Η ΕΚΤ επικροτεί αυτή την απαγόρευση και υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, μόνο (δημόσιες) εντεταλμένες αρχές επιτρέπεται να συμμετέχουν σε σώματα εξυγίανσης. Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι οι ιδιωτικοί φορείς που διαχειρίζονται ΣΕΚ σε ορισμένα κράτη μέλη ανήκουν σε ενώσεις τραπεζών, η παροχή σε αυτούς πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τις τράπεζες που είναι ανταγωνιστές τους μπορεί να εγείρει σοβαρά ζητήματα εμπορικού απορρήτου.

2.4.   Ελαχιστοποίηση του κόστους εκκαθάρισης και έλεγχος της χρήσης του ΕΣΑΚ

Εξετάζοντας τη διαδικασία εξυγίανσης, ως προς την οποία η οδηγία 2014/59/ΕΕ ρητά ορίζει ότι οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να προσπαθούν να ελαχιστοποιούν το κόστος της εξυγίανσης και να αποφεύγουν την καταστροφή αξίας, επισημαίνεται ότι και οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εκκαθάριση θα πρέπει να έχουν ως γενικό στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους της εκκαθάρισης, διασφαλίζοντας έτσι την ελαχιστοποίηση των απωλειών για τις καλυπτόμενες καταθέσεις και, κατά συνέπεια, για τα ΣΕΚ. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός θα πρέπει να επιτρέπεται στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εκκαθάριση να αποσπούν το καλυπτόμενο χαρτοφυλάκιο καταθέσεων και ορισμένα άλλα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντος πιστωτικού ιδρύματος και να τα μεταβιβάζουν σε αγοραστή του ιδιωτικού τομέα. Η εν λόγω συναλλαγή, που προσομοιάζει με αγορά και αναδοχή, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι λιγότερο δαπανηρή για ένα ΣΕΚ από ό,τι η απλή αποπληρωμή των εγγυημένων καταθέσεων κατά την εκκαθάριση. Ομοίως, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί στο κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού αν οι οικονομικοί πόροι του ΕΣΑΚ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή των εναλλακτικών μέτρων που σήμερα προβλέπονται από το άρθρο 11 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ. Δεδομένου ότι ο τρόπος διεξαγωγής της εκκαθάρισης θα είναι κρίσιμος για τη διασφάλιση των κεφαλαίων των ΣΕΚ και, επομένως, και των κεφαλαίων του ΕΣΑΚ, είναι σημαντικό το Συμβούλιο Εξυγίανσης να έχει τη δυνατότητα να ασκεί κάποιον έλεγχο στην εθνική διαδικασία εκκαθάρισης. Έτσι, κατά το πρότυπο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Συμβουλίου, ο οποίος προβλέπει ότι το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί να αναλάβει την εξυγίανση από τις εθνικές αρχές εξυγίανσης αν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν κεφάλαια του ΕΤΕ, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να έχει λόγο στη διαδικασία εκκαθάρισης αν είναι πιθανό να χρειαστούν πόροι του ΕΣΑΚ. Αυτό θα διασφάλιζε την άμεση ευθυγράμμιση του ελέγχου της διαδικασίας εκκαθάρισης με την ευθύνη που απορρέει από την προστασία των καταθέσεων.

2.5.   Εισφορές με βάση τον κίνδυνο

Η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός εισάγει μία μεθοδολογία σε ολόκληρη την Τραπεζική Ένωση για τον υπολογισμό των εισφορών με βάση τον κίνδυνο από το στάδιο της συνασφάλισης και ότι εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο Εξυγίανσης να καθορίζει το ύψος των εισφορών κάθε πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με όλα τα άλλα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό είναι καίριας σημασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εισφορές κατανέμονται δίκαια και ότι το ΕΣΑΚ χρηματοδοτείται σθεναρά. Ο βαθμός κινδύνου καθορίζεται σύμφωνα με μεθοδολογία που βασίζεται στα κριτήρια (13) του προτεινόμενου άρθρου 74γ και λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο για συγκεκριμένο ίδρυμα σε σχέση με όλα τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα της Τραπεζικής Ένωσης. Η σύγκριση των εν λόγω κινδύνων σε ολόκληρη την Τραπεζική Ένωση και η προσαρμογή των εισφορών σε αυτή τη βάση συμβάλλει στη δημιουργία των κατάλληλων κινήτρων για τις επιχειρηματικές αποφάσεις και περιορίζει τον κίνδυνο που συνδέεται με καιροσκοπικές συμπεριφορές και τον ηθικό κίνδυνο. Αυτό είναι σημαντικό για τη μείωση των ανησυχιών σχετικά με το ενδεχόμενο «επιδότησης» ορισμένων τραπεζικών τομέων από άλλους τραπεζικούς τομείς.

Ένα σημαντικό θέμα προς εξέταση είναι το αν και, σε καταφατική περίπτωση, σε ποιο βαθμό η προσέγγιση όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των εισφορών με βάση τον κίνδυνο θα πρέπει επίσης να αντανακλά την πιθανότητα ενεργοποίησης της ασφάλισης των καταθέσεων για ένα πιστωτικό ίδρυμα, και ειδικότερα την πιθανότητα αυτό να πρέπει να τεθεί σε εκκαθάριση, αντί εξυγίανσης.

Επιπλέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου ο προτεινόμενος κανονισμός πρέπει να ρυθμίζει τον τρόπο χρήσης των εισφορών, οι οποίες σε ορισμένα κράτη μέλη εισπράττονται πάνω από το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης του 0,8 % των καλυπτόμενων καταθέσεων.

2.6.   Ο ρόλος της ΕΚΤ στον καθορισμό του συνολικού ποσού των εκ των προτέρων καταβαλλόμενων εισφορών για κάθε συμμετέχον ΣΕΚ

Η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια της περιόδου αντασφάλισης και συνασφάλισης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα προβαίνει σε διαβουλεύσεις με την ΕΚΤ και την εθνική αρμόδια αρχή πριν από το καθορισμό του συνολικού ποσού των εκ των προτέρων καταβαλλόμενων εισφορών για κάθε ΣΕΚ, τις οποίες μπορεί να απαιτήσει από τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με το αντίστοιχο ΣΕΚ. Τέτοιες τακτικές διαβουλεύσεις αντανακλούν την τεχνογνωσία των εποπτικών αρχών σε σχέση με την αξιολόγηση της επικινδυνότητας των ιδρυμάτων και διευκολύνουν την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές να διασφαλίσουν ότι η διαδικασία υπολογισμού και είσπραξης των εισφορών δεν θα υπονομεύσει την ευρωστία των εισφερόντων πιστωτικών ιδρυμάτων.

2.7.   Χρήση των πόρων

Η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός απαιτεί τη χρήση πόρων όχι μόνο για αποζημιώσεις, αλλά και σε περίπτωση εξυγίανσης που λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε από τα τρία στάδια του ΕΣΑΚ. Η ρύθμιση αυτή είναι σημαντική για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης, η οποία για πολλές τράπεζες σε κατάσταση πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης μπορεί να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και, συνεπώς, να αποτελεί προτιμώμενη λύση έναντι της πτώχευσης. Επίσης, είναι σύμφωνη με την οδηγία 2014/49/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014, που απαιτούν να ευθύνονται τα ΣΕΚ μέχρι το επίπεδο των καλυπτόμενων καταθέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι καταθέτες συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους και ότι η συμμετοχή στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης δεν υπερβαίνει τις απώλειες που θα υφίσταντο τα ΣΕΚ σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

Ωστόσο, ο προτεινόμενος κανονισμός πρέπει να ορίσει ρητά κατά πόσο θα πρέπει να καλύπτονται από το ΕΣΑΚ καταθέσεις άνω των 100 000 ευρώ, οι οποίες προσωρινά προστατεύονται από 3 έως 12 μήνες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, όπως επιτρέπει το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

2.8.   Καθήκον του ΕΣΑΚ έναντι των ΣΕΚ στα στάδια μερικής και πλήρους ασφάλισης

Η ίδρυση του ΕΣΑΚ θα διευκολύνει την πρόσβαση των ΣΕΚ σε πρόσθετους οικονομικούς πόρους —αρχικά μέσω της αντασφάλισης και συνασφάλισης— οι οποίοι θα δημιουργηθούν σταδιακά στο ΤΑΚ για τον σκοπό αυτό. Το αργότερο έως το 2024 όλες οι εισφορές που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με ΣΕΚ θα πρέπει να διοχετεύονται άμεσα στο ΤΑΚ εντός του ΕΣΑΚ. Ωστόσο, σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ, τα εθνικά συστήματα, και όχι το ΕΣΑΚ ή το ΤΑΚ, διατηρούν την πλήρη ευθύνη για τις αξιώσεις αποζημίωσης των καταθετών. Ως εκ τούτου, στο στάδιο πλήρους ασφάλισης ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να ορίζει σαφώς τη νομική υποχρέωση του ΕΣΑΚ ή του ΤΑΚ για κάλυψη όλων των αναγκών σε πόρους οι οποίες σχετίζονται με αξιώσεις των καταθετών μετά από γεγονός που κοινοποιείται από τα εθνικά ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 41η παράγραφος 2. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι το άρθρο 41η παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι «τα συμμετέχοντα ΣΕΚ πρέπει να είναι πλήρως ασφαλισμένα από το ΕΣΑΚ», παραπέμπει στην υποχρέωση αυτή του ΕΣΑΚ. Ωστόσο, μία σαφής νομική υποχρέωση προϋποθέτει διευκρίνιση του άρθρου 41ιγ παράγραφος 2, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι σε περίπτωση εκδήλωσης πολλαπλών ταυτόχρονων αποζημιωτικών γεγονότων η αποζημίωση θα αφορά μόνο τη διανομή των άμεσα διαθέσιμων μέσων, δηλαδή το ΕΣΑΚ δεν θα απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να καλύψει πλήρως τις δαπάνες των ΣΕΚ μετά την είσπραξη εισφορών που καταβάλλονται εκ των υστέρων και/ή την προσφυγή σε εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης. Ακόμη σημαντικότερο είναι η ίδια νομική υποχρέωση, αν και περιορισμένη στο συγκεκριμένο συνασφαλισμένο μερίδιο, να εφαρμόζεται και στις υποχρεώσεις του ΕΣΑΚ απέναντι στα ΣΕΚ κατά τη διάρκεια το σταδίου συνασφάλισης. Αυτό επιβεβαιώνει επίσης την ανάγκη για μία φορολογικά ουδέτερη δημόσια δικλίδα ασφαλείας για το ΕΣΑΚ. Τέλος, το χρονικό διάστημα εντός του οποίου το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει αποφάσεις για τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 41ιγ παράγραφος 2 θα πρέπει να μειωθεί, δεδομένου ότι τα ΣΕΚ θα πρέπει να αποζημιώνουν τους καταθέτες εντός επτά εργάσιμων ημερών (14).

2.9.   Οριοθέτηση της κάλυψης που παρέχει το ΕΣΑΚ

Το άρθρο 41θ θεσπίζει διαδικασία για τη θέση των ΣΕΚ εκτός του πεδίου κάλυψης του ΕΣΑΚ. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας η Επιτροπή, ενεργώντας με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου Εξυγίανσης ή συμμετέχοντος κράτους μέλους, μπορεί να αποφασίσει ότι: α) ορισμένο ΣΕΚ δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του βάσει του προτεινόμενου κανονισμού ή των άρθρων 4, 6, 7 ή 10 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, ή β) ορισμένο ΣΕΚ, η οικεία διοικητική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, ενήργησε σε σχέση με συγκεκριμένο αίτημα για κάλυψη από το ΕΣΑΚ κατά τρόπο που προσκρούει στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

Η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει εχέγγυα που αποσκοπούν να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση όλων των ΣΕΚ με τις υποχρεώσεις τους από το νέο πλαίσιο, σύμφωνα με τις οικείες εθνικές διατάξεις που ενσωματώνουν την οδηγία 2014/49/ΕΕ. Αυτό είναι σημαντικό για την αποφυγή κινδύνων που συνδέονται με καιροσκοπικές συμπεριφορές και τον μετριασμό του ηθικού κινδύνου. Ωστόσο, λόγω της εμβέλειας αυτής της κύρωσης και των ενδεχόμενων συνεπειών της για τους καταθέτες, ο αποκλεισμός ενός εθνικού ΣΕΚ από την κάλυψη του ΕΣΑΚ θα πρέπει να εξετάζεται μόνο όταν είναι ανάλογος προς τη διαπραχθείσα παράβαση και να επιβάλλεται αφότου το οικείο ΣΕΚ έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με ενδιάμεσα μέτρα εκτέλεσης εντός προκαθορισμένων προθεσμιών σύμφωνα με τις διαδικασίες που θα θεσπιστούν βάσει του προτεινόμενου κανονισμού. Θα πρέπει να θεσπιστούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια οι παραβάσεις που ενεργοποιούν τον αποκλεισμό από την κάλυψη, ώστε να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου. Άλλες κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων, θα μπορούσαν να εξεταστούν για ελαφρύτερες παραβάσεις. Επιπλέον, στις περιπτώσεις που αποφασίζεται αποκλεισμός από την κάλυψη θα πρέπει να θεσπιστεί κατάλληλος μηχανισμός που θα εγγυάται ότι ο πρωταρχικός σκοπός της διασφάλισης επαρκούς προστασίας όλων των εγγυημένων καταθέσεων γίνεται πλήρως σεβαστός ανά πάσα στιγμή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό από το στάδιο της πλήρους ασφάλισης, κατά το οποίο όλες οι εισφορές που καταβάλλουν τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να μεταφέρονται άμεσα στο ΕΣΑΚ, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι καταθέτες δεν θα περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση, από άποψη προστασίας καταθέσεων, από εκείνη στην οποία θα βρίσκονται αν τα ΣΕΚ τους δεν συμμετείχαν στο ΕΣΑΚ και όλες οι εισφορές συσσωρεύονταν σε εθνικό επίπεδο.

Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να εξεταστούν αρκετές λύσεις. Για παράδειγμα, οι εισφορές των ΣΕΚ που βρίσκονται εκτός κάλυψης θα μπορούσαν να διατηρούνται στο ΤΑΚ και οι καταθέσεις που υφίστανται κατά την ημερομηνία που ορισμένο ΣΕΚ τίθεται εκτός κάλυψης θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να καλύπτονται από το ΕΣΑΚ, διασφαλίζοντας ότι οι καταθέτες έχουν ευθεία νομική αξίωση κατά του ΕΣΑΚ. Εναλλακτικά, ο προτεινόμενος κανονισμός θα μπορούσε να προβλέψει μεθοδολογία και διαδικασία κατά την οποία πόροι που προέρχονται από πιστωτικά ιδρύματα συνδεόμενα με ΣΕΚ που τίθεται εκτός κάλυψης θα επιστρέφονται στο εν λόγω ΣΕΚ με τη θέση του εκτός κάλυψης. Σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις τα ποσά που θα πρέπει να επιστραφούν ή να διατεθούν προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ευθείες απαιτήσεις θα πρέπει να οριοθετούνται, ώστε να συμβαδίζουν με τον στόχο της ρήτρας αποκλεισμού από την κάλυψη. Ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να παρέχει σαφείς οδηγίες σχετικά με τη διαδικασία επιστροφής των ποσών, συμπεριλαμβανομένου του χρονοδιαγράμματος και της μεθοδολογίας υπολογισμού τους. Η μεθοδολογία αυτή θα μπορούσε να βασιστεί, για παράδειγμα, στην εφαρμοζόμενη για τον επαναπατρισμό των εισφορών στα ΣΕΚ κατά τον προτεινόμενο κανονισμό σε περίπτωση τερματισμού των ρυθμίσεων στενής συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ στο πλαίσιο του ΕΕΜ (15). Με τη ίδια λογική η οικεία αρχή θα πρέπει –αν δεν έχει επιλεγεί η περίπτωση επιστροφής– να δικαιούται να διεκδικήσει πόρους από το ΤΑΚ, προκειμένου να συμβάλει σε ορισμένη δράση εξυγίανσης, σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ (16), όταν έχει ληφθεί απόφαση ότι ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

Στις αιτιολογικές σκέψεις (17) του προτεινόμενου κανονισμού υπονοείται ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, επεκτείνεται σε όλες τις συναφείς οντότητες, φορείς και αρχές που εμπλέκονται στην εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού. Ωστόσο, για λόγους ασφάλειας δικαίου μπορεί να αξίζει να αναφερθεί ρητά στο άρθρο 41θ ότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται επίσης στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο Εξυγίανσης. Επιπλέον, ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υποδεικνύει πότε θα θεωρείται ότι δεν έχουν τηρηθεί οι όροι υπό τους οποίους λειτουργεί η εν λόγω αρχή, προκειμένου να διασφαλιστούν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, η προβλεψιμότητα των συνεπειών και η αποφυγή άσκοπων κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Τέλος, το άρθρο 41θ θα μπορούσε επίσης να βελτιωθεί με την εισαγωγή της διαδικασίας και του χρονοδιαγράμματος που θα πρέπει να ακολουθούνται κατά τη λήψη αποφάσεων αποκλεισμού από την κάλυψη. Εν προκειμένω θα μπορούσε κανείς να εμπνευστεί από τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (18). Επιπλέον, ίσως είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ της διαδικασίας αποκλεισμού από την κάλυψη κατά το άρθρο 41θ και της διαδικασίας σε περίπτωση παράβασης των Συνθηκών κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω σημειώνεται ότι η θέση ενός ΣΕΚ εκτός κάλυψης χωρίς τον επαναπατρισμό των εισφορών που προέρχονται από τα ιδρύματα που είναι συνδεδεμένα με το εν λόγω ΣΕΚ θα ισοδυναμούσε με αυτόματη παραβίαση του άρθρου 10 παράγραφος 2 (19) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ από το εν λόγω ΣΕΚ. Αυτό συμβαίνει διότι σύμφωνα με το προτεινόμενο άρθρο 74γ παράγραφος 4, οι εισφορές που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι συνδεδεμένα με ορισμένο ΣΕΚ εντός του ΕΣΑΚ συνυπολογίζονται με το ελάχιστο επίπεδο-στόχο που πρέπει να επιτύχουν τα συμμετέχοντα ΣΕΚ σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ. Επιπλέον, δεν είναι τα ΣΕΚ που πρέπει να συμμορφώνονται με συγκεκριμένες απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 6, 7 και 10 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, αλλά τα κράτη μέλη ή άλλες οντότητες, όπως π.χ. τα συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα.

2.10.   Ανάκτηση των πόρων του ΤΑΚ

Οι διαδικασίες για την ανάκτηση των πόρων που το ΤΑΚ παρέχει σε ένα ΣΕΚ σε περίπτωση καταβολής αποζημίωσης συνδέονται κυρίως με την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών είσπραξης των σχετικών ποσών στο πλαίσιο των εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η διάρκεια των εθνικών αυτών διαδικασιών διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ κρατών μελών και ενίοτε μπορεί να είναι εξαιρετικά παρατεταμένη. Συνιστάται έτσι μία ακριβέστερη διατύπωση του άρθρου 41ιζ, προκειμένου το Συμβούλιο Εξυγίανσης να αποκτήσει τη δυνατότητα να ασκεί ορισμένα δικαιώματα σε σχέση με τις εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ρύθμιση η οποία θα διασφαλίσει την αναγνώριση της νομικής του υπόστασης από τα εθνικά δικαστήρια. Η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών ενδέχεται εξάλλου να απαιτήσει τη διάθεση σημαντικών πόρων στο Συμβούλιο Εξυγίανσης ενόψει της εκπλήρωσης του συγκεκριμένου καθήκοντος.

2.11.   Ρυθμίσεις που λειτουργούν ως δικλίδες ασφαλείας

Ο προτεινόμενος κανονισμός δεν προβλέπει τη δημιουργία μιας φορολογικά ουδέτερης δημόσιας ευρωπαϊκής δικλίδας ασφαλείας για το ΕΣΑΚ σε μία ή περισσότερες περιπτώσεις καταβολής αποζημιώσεων που υπερβαίνουν τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους του ΕΣΑΚ, καθώς και σε περιπτώσεις εκ των υστέρων εισφορών ή εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν αρκετά γρήγορα για την έγκαιρη εξασφάλιση της καταβολής αποζημίωσης σε καταθέτη ή της έγκαιρης συμμετοχής του ΕΣΑΚ σε συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε υποχρέωση πληρωμής προς καταθέτες η οποία υπερβαίνει τους πόρους που παρέχει το ΕΣΑΚ ανάγεται καταρχήν στο οικείο ΣΕΚ δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις εναλλακτικής χρηματοδότησης, ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι αυτών των ιδίων. Ως εκ τούτου, η αποτελεσματικότητα του όλου συστήματος εντέλει επαφίεται στην αξιοπιστία των εθνικών δικλίδων.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η εφαρμογή μιας φορολογικά ουδέτερης κοινής δημόσιας δικλίδας ασφαλείας για το ΕΣΑΚ το αργότερο από το στάδιο της πλήρους ασφάλισης κι εφεξής είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαίο υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στην προστασία των καταθέσεων υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις και να εξασθενήσει ουσιαστικά ο δεσμός μεταξύ τραπεζικού τομέα και κράτους σε εθνικό επίπεδο. Σε τελική ανάλυση, το να επαφίεται κανείς σε εθνικές δικλίδες ασφαλείας ματαιώνει τον σκοπό του προτεινόμενου κανονισμού για ενίσχυση της Τραπεζικής Ένωσης διά του περιορισμού των δεσμών μεταξύ τραπεζών και κράτους στα επιμέρους κράτη μέλη (20). Η δημιουργία του ΕΣΑΚ ενισχύει σημαντικά την Τραπεζική Ένωση, προσφέροντας σημαντικά υψηλότερο βαθμό προστασίας από μεγάλους κραδασμούς σε τοπικό επίπεδο λόγω της πρόσβασης των ΣΕΚ σε δεξαμενή πόρων του ΕΣΑΚ. Ωστόσο, ελλείψει κοινής δικλίδας ασφαλείας το ΕΣΑΚ δεν θα είναι σε θέση να εξουδετερώσει έναν παράγοντα που θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εμπιστοσύνη των καταθετών, λόγω των αμφιβολιών σχετικά με την αξιοπιστία των αμιγώς εθνικών δικλίδων ασφαλείας. Έτσι, μία φορολογικά ουδέτερη κοινή δημόσια δικλίδα ασφαλείας αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του ΕΣΑΚ και θα πρέπει να εισαχθεί σταδιακά σύμφωνα με την προοδευτική αμοιβαιοποίηση της προστασίας των καταθέσεων. Η πρόβλεψη μιας σταθερής κοινής δικλίδας όχι μόνο θα καθησύχαζε τους καταθέτες στα κράτη μέλη με λιγότερο ευνοϊκή φορολογική θέση, αλλά θα οδηγούσε σε ένα συνολικά ισχυρότερο ΕΣΑΚ. Κάθε τέτοια δικλίδα ασφαλείας για το ΤΑΚ πρέπει να σέβεται την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, διασφαλίζοντας ότι τυχόν δημόσια κονδύλια αντλούνται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα μέσω εκ των υστέρων εισφορών. Η χρήση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας φαίνεται να είναι μια πιθανή επιλογή για τη δημιουργία μιας τέτοιας φορολογικά ουδέτερης κοινής δημόσιας δικλίδας ασφαλείας.

2.12.   Αυτόματη πρόσβαση των κρατών μελών που προσχωρούν στον ΕΕΜ

Η αιτιολογική σκέψη 14 του προτεινόμενου κανονισμού φαίνεται να προβλέπει την αυτόματη πρόσβαση στο ΕΣΑΚ όλων των επίσημα αναγνωρισμένων ΣΕΚ των κρατών μελών που προσχωρούν στον ΕΕΜ. Αν και θα πρέπει οπωσδήποτε να προβλέπεται υποχρέωση ταυτόχρονης προσχώρησης σε όλους τους πυλώνες της Τραπεζικής Ένωσης, θα πρέπει να θεσπιστούν μεταβατικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλότητα της σταδιακής εισαγωγής κάθε ΣΕΚ που προσχωρεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Αυτό θα διασφαλίσει ότι μία τέτοια προσχώρηση δεν επιβαρύνει αδικαιολόγητα τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις του ΕΣΑΚ. Για παράδειγμα, εάν ένα κράτος μέλος προσχωρήσει κατά το όψιμο στάδιο της συνασφάλισης ή κατά το στάδιο της πλήρους ασφάλισης, ενδέχεται να καθίσταται ενδεδειγμένη η πρόβλεψη μεταφοράς κεφαλαίων (ή προκαθορισμένου τμήματος αυτών) που έχει συγκεντρώσει το ΣΕΚ από τη χρονική στιγμή της έναρξης ισχύος του προτεινόμενου κανονισμού, σύμφωνα με την πορεία της χρηματοδότησης του ΕΣΑΚ από το ΣΕΚ που προβλέπεται στο άρθρο 41θ.

2.13.   Ανταλλαγή πληροφοριών

Ο προτεινόμενος κανονισμός αναγνωρίζει τη σημασία της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ΕΣΑΚ, δηλαδή του Συμβουλίου Εξυγίανσης, των εντεταλμένων αρχών, των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, καθώς και των αρχών εξυγίανσης, προκρίνοντας, όπου κρίνεται αναγκαίο, τη συνομολόγηση μνημονίων συνεννόησης (21). Λόγω της σπουδαιότητας αυτής της πτυχής και προς αποφυγή τυχόν εμποδίων κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών, κρίνεται αναγκαίο να τροποποιηθεί το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, προκειμένου να συμπεριληφθούν ρητά τα ΣΕΚ και οι εντεταλμένες αρχές μεταξύ των φορέων και αρχών που νομιμοποιούνται σε ανταλλαγή πληροφοριών και συνομολόγηση μνημονίων συνεννόησης σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την προσθήκη νέας διάταξης στον προτεινόμενο κανονισμό.

2.14.   Τεχνικές παρατηρήσεις και προτάσεις διατύπωσης

Όπου η ΕΚΤ υποδεικνύει την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού, οι συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε ξεχωριστό τεχνικό έγγραφο εργασίας που συνοδεύεται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό έγγραφο εργασίας περιλαμβάνει επίσης την προτεινόμενη από την ΕΚΤ διατύπωση για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/49/ΕΕ. Είναι διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 20 Απριλίου 2016.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2015) 586 final.

(2)  Η έκθεση των Πέντε Προέδρων για την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης («Completing Europe’s Economic and Monetary Union»), της 22ας Ιουνίου 2015, είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής (www.ec.europa.eu).

(3)  Βλέπε έκθεση της ΕΚΤ για τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση στην Ευρώπη το 2016 («ECB Report Financial Integration in Europe 2016») και την προαναφερθείσα έκθεση των Πέντε Προέδρων Ευρώπης, καθώς επίσης και τη διάλεξη Marjolin του Mario Draghi, Προέδρου της ΕΚΤ, στο πλαίσιο της διάσκεψης του «European Money and Finance Forum» (SUERF) που διοργάνωσε η Deutsche Bundesbank στη Φρανκφούρτη στις 4 Φεβρουαρίου 2016, και την ομιλία του ιδίου στο φόρουμ της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία στη Φρανκφούρτη στις 4 Νοεμβρίου 2015, αμφότερες διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(4)  COM(2015) 587 τελικό.

(5)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(6)  Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ στα οποία η μετάβαση εξακολουθούσε να εκκρεμεί αναμενόταν να εκπληρώσουν το συγκεκριμένο καθήκον έως το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2016.

(7)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(8)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 15 του προτεινόμενου κανονισμού.

(9)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

(10)  Βλέπε άρθρο 1 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού, που τροποποιεί το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1), καθώς επίσης και άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) και άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(13)  Αυτά είναι: α) το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών του ιδρύματος∙ β) η ικανότητα του ιδρύματος για κάλυψη των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων υποχρεώσεών του∙ γ) η σταθερότητα και ποικιλία των πηγών χρηματοδότησης του ιδρύματος και των μη βεβαρημένων περιουσιακών του στοιχείων υψηλής ρευστότητας∙ δ) η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του ιδρύματος∙ ε) το επιχειρηματικό μοντέλο και η διαχείριση του ιδρύματος∙ στ) ο βαθμός στον οποίο επιβαρύνονται τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος.

(14)  Με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων, οι οποίες, ωστόσο, παύουν να ισχύουν από την έναρξη του σταδίου πλήρους ασφάλισης.

(15)  Βλέπε άρθρο 1 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού, που τροποποιεί, μεταξύ άλλων, το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

(16)  Άρθρο 109 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(17)  Βλέπε ιδίως αιτιολογική σκέψη 40 του προτεινόμενου κανονισμού.

(18)  Το άρθρο 258 της Συνθήκης θεσπίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί η Επιτροπή εάν κρίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ των Συνθηκών: πρέπει να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος, αφού προηγουμένως έχει παράσχει στο εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Αν το εν λόγω κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με τη γνώμη εντός της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(19)  Το άρθρο 10 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ ορίζει ότι τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ πρέπει να αντιστοιχούν τουλάχιστον στο επίπεδο-στόχο του 0,8 % επί του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών του έως τις 3 Ιουλίου 2024.

(20)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 17 του προτεινόμενου κανονισμού.

(21)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 39 του προτεινόμενου κανονισμού.


Top