EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52018AB0019

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 11ης Απριλίου 2018, αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων (CON/2018/19)

OJ C 255, 20.7.2018, p. 2–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

20.7.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 255/2


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 11ης Απριλίου 2018

αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και συναφών νομικών πράξεων

(CON/2018/19)

(2018/C 255/02)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 23 Νοεμβρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών)· του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων)· του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)· του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 345/2013 σχετικά με τις ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου· του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 346/2013 σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας· του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων· του κανονισμού (ΕΕ) 2015/760 σχετικά με τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια· του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοοικονομικά μέσα και χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων· και του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (1) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διατάξεις που επηρεάζουν, αφενός, τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στην ομαλή άσκηση των πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά τις αναφορές του άρθρου 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης και, αφετέρου, τα ειδικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ο προτεινόμενος κανονισμός αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης δέσμης προτάσεων για τη μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ) που εισήχθη τον Σεπτέμβριο του 2017 και περιλαμβάνει τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (2). Δεδομένου ότι η δέσμη προτάσεων αφορά διαφορετικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, η ΕΚΤ πρόκειται να εκδώσει τρεις ξεχωριστές γνώμες. Επομένως, η παρούσα γνώμη πρέπει να διαβάζεται σε συνδυασμό με τη γνώμη CON/2018/12, της 2ας Μαρτίου 2018, αναφορικά με πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (3).

1.   Γενικές παρατηρήσεις

1.1.

Η ΕΚΤ επιδοκιμάζει τον σκοπό του προτεινόμενου κανονισμού να ενισχύσει την αποτελεσματική και συνεπή προληπτική εποπτεία και ρύθμιση στην ΕΕ. Η ίδια υποστηρίζει την περαιτέρω ενοποίηση του εποπτικού πλαισίου του τραπεζικού τομέα σε επίπεδο Ένωσης και την ενίσχυση της ενωσιακής διάστασης της εποπτείας με την επανεξέταση της υφιστάμενης οργάνωσης των ΕΕΑ (4). Εξάλλου, παρότι το 2013 τροποποιήθηκαν συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (5), δεν έλαβε χώρα επανεξέταση των ΕΕΑ από την ίδρυσή τους το έτος 2010.

1.2.

Όσον αφορά την ευθυγράμμιση του πλαισίου διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) με τους καθορισμένους στόχους και τις εξελίξεις η ΕΚΤ επιθυμεί να επισημάνει ότι οι εργασίες που αφορούν την Τραπεζική Ένωση και την Ένωση Κεφαλαιαγορών βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια προόδου. Επομένως, η επανεξέταση των ΕΕΑ δεν θα πρέπει οπωσδήποτε να αναπαραγάγει πανομοιότυπα συμπεράσματα για τους τρεις οργανισμούς, αλλά να έχει ως αντικείμενο την εντολή και τα καθήκοντα καθενός από αυτούς.

1.3.

Ειδικά όσον αφορά τα νέα εποπτικά καθήκοντα που προβλέπονται στον προτεινόμενο κανονισμό η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι ορισμένες προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 δεν εξασφαλίζουν επαρκή διαχωρισμό μεταξύ των καθηκόντων μικροπροληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ και της αρμοδιότητας της ΕΑΤ να καθορίζει ρυθμιστικά πρότυπα για την ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης. Η ΕΚΤ θεωρεί ζωτικής σημασίας τη μεγιστοποίηση των συνεργειών που προκύπτουν από την εντολή της ίδιας και την εντολή της ΕΑΤ. Ενόψει τούτου θα πρέπει να αποφευχθεί η επικάλυψη ή απρόσφορη ανάθεση καθηκόντων που θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση ως προς τις αρμοδιότητες της κάθε αρχής, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το σύστημα λιγότερο αποτελεσματικό στο σύνολό του.

2.   Ειδικές παρατηρήσεις

2.1.   Το αναθεωρημένο πλαίσιο διακυβέρνησης της ΕΑΤ

2.1.1.

Ο προτεινόμενος κανονισμός επιδιώκει τη σύσταση εκτελεστικού συμβουλίου ως νέου οργάνου στη δομή διακυβέρνησης της ΕΑΤ (6). Τα μέλη του θα διορίζονται κατόπιν ανοικτής διαδικασίας επιλογής, στην οποία θα συμμετέχουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με κριτήριο τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις τους σε θέματα εκκαθάρισης, μετασυναλλακτικών και οικονομικών θεμάτων και την πείρα τους στην εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα (7). Μολονότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει ως βασικό καθήκον του εκτελεστικού συμβουλίου τη διατύπωση προτάσεων για οποιοδήποτε θέμα αποτελεί αντικείμενο λήψης αποφάσεων από το συμβούλιο εποπτών, προτείνει επίσης την ανάθεση σε εκείνο αποκλειστικών εξουσιών λήψης αποφάσεων σε συγκεκριμένους τομείς με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και αμεροληψίας της λήψης αποφάσεων με ενωσιακό προσανατολισμό. Παραδείγματος χάριν, το εκτελεστικό συμβούλιο θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για την επίλυση διαφορών μεταξύ αρμόδιων αρχών και για τον καθορισμό στρατηγικών εποπτικών στόχων για λογαριασμό τους. Προτείνεται επίσης η ανάθεση σε εκείνο της λήψης αποφάσεων σχετικά με τη δρομολόγηση, τον συντονισμό και την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης.

2.1.2.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την επανεξέταση της δομής διακυβέρνησης των ΕΕΑ, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου και της σύνθεσης των μελών των συμβουλίων τους. Πάντως, θα πρέπει το συμβούλιο εποπτών να παραμείνει το όργανο λήψης αποφάσεων σε σχέση με όσα καθήκοντα αποβλέπουν στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης στην Ένωση και να μην ανατεθούν σε νεοσυσταθέν όργανο ευρείες εξουσίες εποπτείας (8). Παράλληλα, προς ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων του συμβουλίου εποπτών η ΕΚΤ υποστηρίζει τη σύσταση εκτελεστικού συμβουλίου το οποίο θα επικεντρώνεται σε διοικητικά καθήκοντα και, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισχυρότερη ενωσιακή διάστασή του, θα αποτελείται από μόνιμα μέλη μη προερχόμενα από αρμόδιες αρχές. Επομένως, παρότι η ΕΚΤ επιδοκιμάζει την πρόταση για ανάθεση της εκπόνησης του ετήσιου προγράμματος της ΕΑΤ στο εκτελεστικό συμβούλιο, δεν υποστηρίζει τη χορήγηση σε αυτό γενικού δικαιώματος πρωτοβουλίας για την έκδοση κανονιστικών πράξεων (9). Το εν λόγω δικαίωμα πρωτοβουλίας δεν θα πρέπει να εκτείνεται στις κανονιστικές αρμοδιότητες του συμβουλίου εποπτών για έκδοση γνωμών, συστάσεων και αποφάσεων.

2.1.3.

Επιπλέον, η ΕΚΤ στηρίζει την πρόταση για ενίσχυση της εκ του νόμου ανεξαρτησίας του εκτελεστικού συμβουλίου και της διαφάνειας της διαδικασίας διορισμού των μελών του σε σχέση με την τρέχουσα διαδικασία διορισμού του υφιστάμενου διοικητικού συμβουλίου.

2.1.4.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει τον σκοπό του προτεινόμενου κανονισμού να αναγνωριστεί και να αποτυπωθεί στο ΕΣΧΕ η σύσταση του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ). Ωστόσο, ο προτεινόμενος κανονισμός δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη την υφιστάμενη ενωσιακή διάσταση της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, δεν προβλέπεται η ΕΚΤ θα αποτελεί μέλος του προτεινόμενου εκτελεστικού συμβουλίου, παρά τα καθήκοντά της που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ. Συνεπώς, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο χορήγησης στην ΕΚΤ καθεστώτος παρατηρητή στο προτεινόμενο εκτελεστικό συμβούλιο. Δεδομένης της στενής συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΤ και της ΕΚΤ όσον αφορά το αντικείμενο των κοινών τους εργασιών, θα ήταν χρήσιμη η παρουσία της ΕΚΤ ως παρατηρητή στο προτεινόμενο εκτελεστικό συμβούλιο (10).

2.2.   Στρατηγικά σχέδια εποπτείας

2.2.1.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει εν γένει τον σκοπό του προτεινόμενου κανονισμού, δηλαδή την εμβάθυνση της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης και την ενίσχυση της σταθερότητας της εσωτερικής αγοράς μέσω της ενίσχυσης της εποπτικής σύγκλισης σε επίπεδο Ένωσης (11). Ωστόσο, η χορήγηση εξουσιών στρατηγικού σχεδιασμού στην ΕΑΤ δεν κρίνεται κατάλληλη στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Ο εντοπισμός μικροπροληπτικών τάσεων, πιθανών κινδύνων και τρωτών σημείων όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και ο καθορισμός ανάλογων στρατηγικών εποπτικών προτεραιοτήτων αποτελούν βασικά εποπτικά καθήκοντα τα οποία θα πρέπει να ασκεί η αρμόδια αρχή μικροπροληπτικής εποπτείας και όχι η ΕΑΤ ως ρυθμιστής ο οποίος καθορίζει πρότυπα (12).

2.2.2.

Ειδικότερα, ο διαχωρισμός σχεδιασμού και εφαρμογής κατά τον καθορισμό εποπτικών προτεραιοτήτων πρόκειται να οδηγήσει σε αναποτελεσματικότητα η οποία θα περιπλέξει υπερβολικά τη διαδικασία εποπτικού σχεδιασμού καθώς και θα πλήξει εν γένει την εποπτεία. Η διασφάλιση υγιών, αποτελεσματικών και αξιόπιστων εποπτικών διαδικασιών και ευελιξίας κατά την αντιμετώπιση δυσμενών εξελίξεων σε μικροπροληπτικό και μακροπροληπτικό επίπεδο είναι ουσιώδεις για την αρμόδια εποπτική αρχή. Ως εκ τούτου, θα πρέπει η ίδια αρχή να είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εποπτείας προκειμένου να διασφαλίζονται ταχείες εποπτικές αντιδράσεις στους κινδύνους και να κατανέμονται αποτελεσματικά οι πόροι.

2.2.3.

Η ανάγκη να διασφαλιστεί η ευθυγράμμιση του σχεδιασμού και της εκτέλεσης των εποπτικών στρατηγικών και καθηκόντων αποτυπώνεται και στο παράγωγο δίκαιο. Σύμφωνα ιδίως με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου (13), τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ ως αρμόδια αρχή για την προληπτική εποπτεία στη ζώνη του ευρώ αναλαμβάνει πλήρως το εποπτικό συμβούλιό της. Συνεπώς, με βάση τον προτεινόμενο κανονισμό ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτέλεσης από την ΕΑΤ καθηκόντων τα οποία έχουν ήδη εκτελεστεί από την ΕΚΤ, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε αλυσιτελείς και εκ του περισσού εργασίες και σε μειωμένη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα στη συνολική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επιτευχθεί πλήρης ευθυγράμμιση μεταξύ των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ και της ΕΑΤ και των καθεστώτων λογοδοσίας που τις διέπουν. Η ΕΑΤ δεν πρέπει να αποφασίζει για κανένα στρατηγικό εποπτικό σχεδιασμό για τον οποίο μπορεί τελικά η ΕΚΤ να καταστεί υπόλογη.

2.2.4.

Από πρακτικής άποψης ο προτεινόμενος κανονισμός ενέχει τον κίνδυνο σημαντικής παρακώλυσης των διαδικασιών στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού του ΕΕΜ, καθώς και της διαδικασίας εντοπισμού κινδύνων την οποία απαιτεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ο ΕΕΜ θα απαιτείται να υποβάλλει στην ΕΑΤ σχέδια εποπτικών προγραμμάτων εργασίας για ορισμένο έτος αρκετούς μήνες πριν την έναρξη του έτους. Η αναγγελία στην ΕΑΤ εποπτικού προγράμματος εργασίας για ορισμένο έτος σε τόσο πρώιμο στάδιο θα κλονίσει τις διαδικασίες στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού του ΕΕΜ και τη διαδικασία εντοπισμού κινδύνων που προηγείται – όλες τις διαδικασίες που διενεργούνται σε στενή συνεργασία με τις 19 αρμόδιες αρχές – και, κατά συνέπεια, θα υπονομεύσει τον στόχο της διασφάλισης αποτελεσματικών και αποδοτικών εποπτικών διαδικασιών. Επιπροσθέτως, βάσει του προτεινόμενου κανονισμού πρόκειται να χορηγηθεί στην ΕΑΤ το δικαίωμα έκδοσης σύστασης με την οποία θα απαιτείται προσαρμογή του προγράμματος εργασίας των αρμόδιων αρχών (14).

2.2.5.

Η ανωτέρω πρακτική θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε αναγκαστική προσαρμογή των εποπτικών προτεραιοτήτων σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας εποπτικού σχεδιασμού του ΕΕΜ, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία του σχεδιασμού για τις μεικτές εποπτικές ομάδες, τις αρμόδιες αρχές και τις οριζόντιες υπηρεσίες, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της προληπτικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ. Δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία εποπτικού σχεδιασμού του ΕΕΜ, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις πρόκειται να επηρεάσουν σοβαρά τις υφιστάμενες ρυθμίσεις μεταξύ εκείνων και της ΕΚΤ όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή εποπτικών στόχων. Υπό το πρίσμα των ως άνω πιθανώς δυσμενών επιδράσεων στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της προληπτικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ, η ΕΚΤ συνιστά μετ’ επιτάσεως την απάλειψη της διάταξης περί εξουσιών στρατηγικού εποπτικού μηχανισμού από τον προτεινόμενο κανονισμό.

2.3.   Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων

2.3.1.

Ο προτεινόμενος κανονισμός μεταβιβάζει στο εκτελεστικό συμβούλιο τις εξουσίες λήψης αποφάσεων του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τη δρομολόγηση και τον συντονισμό προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης (15). Καθώς το συμβούλιο εποπτών δεν θα συμμετέχει πλέον σε βασικές πτυχές που αφορούν τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, όπως η δημιουργία μεθοδολογιών, η δειγματοληψία ή η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων τους, οι τρέχουσες διαδικασίες διενέργειας των εν λόγω προσομοιώσεων θα υποστούν σημαντικές αλλαγές. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προσομοιώσεις αυτές αποτελούν βασικό εποπτικό εργαλείο το οποίο θα πρέπει να χρησιμοποιούν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές προκειμένου να διασφαλίζεται ότι εκπληρώνεται ο σκοπός τους, δηλαδή η υποστήριξη μεμονωμένων αξιολογήσεων κινδύνου των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων. Ενόψει των παραπάνω η ΕΚΤ θα σχολιάσει ειδικά τον λόγο για τον οποίο οι προβλεπόμενες αλλαγές θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της εποπτείας, προσκρούοντας στην ενίσχυση της σταθερότητας της εσωτερικής αγοράς που επιδιώκει η Επιτροπή.

2.3.2.

Πρώτον, παρατηρείται ότι η προτεινόμενη νέα διαδικασία περιπλέκει υπερβολικά τη διαδικασία προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, καθώς η αρχή προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια συμμόρφωσής της με τις αποφάσεις του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΑΤ σχετικά με διάφορες πτυχές των προσομοιώσεων, κυρίως όσον αφορά το αντικείμενο και το επίπεδο λεπτομέρειας των πληροφοριών προς δημοσίευση. Δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές φέρουν εις πέρας σημαντικά τμήματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, όπως τη διασφάλιση της ποιότητας των υποβαλλόμενων δεδομένων των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι σημαντικό να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων βάσει της αποκλειστικής τους αρμοδιότητας σε σχέση με τα στοιχεία του πλαισίου που καθορίζουν εντέλει το πρόγραμμα εργασίας και τις ανάγκες τους σε πόρους.

2.3.3.

Δεύτερον, εάν το εκτελεστικό συμβούλιο είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων σχετικά με διάφορες πτυχές των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης, περιλαμβανομένης της γνωστοποίησης, θα μπορούσε, πιθανώς ακόμη κι αν δεν είχε τέτοια πρόθεση, να αποφάσιζε υπέρ της γνωστοποίησης πληροφοριών για τις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα προτιμούσαν να παραμείνουν εμπιστευτικές. Συνεπώς το συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να διατηρήσει την αποφασιστική αρμοδιότητά του σχετικά με τη γνωστοποίηση πληροφοριών για τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων σε επίπεδο Ένωσης. Προς αποτροπή αποκλίσεων μεταξύ εννόμων τάξεων και συγκράτηση πιθανών αρνητικών επιδράσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθίσταται αναγκαία η λήψη αποφάσεων για τον επιτρεπόμενο βαθμό γνωστοποίησης πληροφοριών από κοινού με τις αρμόδιες αρχές, κατά την οποία θα λαμβάνεται υπόψη ο διαρκής σκοπός της επίτευξης του υψηλότερου δυνατού επιπέδου εναρμόνισης στο σύνολο των αρμόδιων αρχών.

2.3.4.

Τέλος, η ΕΚΤ εκφράζει τον προβληματισμό της ότι ο προτεινόμενος κανονισμός, υπό την τρέχουσα διατύπωσή του, δεν διασφαλίζει επαρκώς την ποιότητα και πληρότητα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων για εποπτικούς σκοπούς, π.χ. σε ό,τι αφορά την κάλυψη τραπεζικών δραστηριοτήτων, τους σχετικούς κινδύνους και την καταλληλότητα των μεθοδολογιών. Σε περίπτωση ανάθεσης των αρμοδιοτήτων διενέργειας των προσομοιώσεων στο εκτελεστικό συμβούλιο είναι πιθανό οι εν λόγω προσομοιώσεις να μην είναι επαρκώς προσαρμοσμένες στους εποπτικούς σκοπούς και να μην λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τους κινδύνους του τραπεζικού τομέα ο οποίος εποπτεύεται από την ΕΚΤ και τις οικείες αρμόδιες αρχές. Εν προκειμένω η ΕΚΤ συνιστά την απάλειψη των διατάξεων του προτεινόμενου κανονισμού που αφορούν τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων και τη διατήρηση των υφιστάμενων ρυθμίσεων, οι οποίες έχουν επιτελέσει επιτυχώς τον σκοπό τους.

2.4.   Ανεξάρτητες αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών

2.4.1.

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι η ΕΑΤ αξιολογεί τις δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Για τον σκοπό αυτόν η ΕΑΤ αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών και συντάσσει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης (16).

2.4.2.

Παρότι η ΕΚΤ υποστηρίζει τον ως άνω στόχο της διασφάλισης αποτελεσματικών και αμερόληπτων αποφάσεων με ενωσιακό προσανατολισμό, θεωρεί ότι η υφιστάμενη διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους αποτελεί έναν ωφέλιμο και επιτυχή μηχανισμό προαγωγής της εποπτικής σύγκλισης στην Ένωση και ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Κατά συνέπεια, η ίδια δεν βλέπει τον λόγο κατάργησης του ως άνω μηχανισμού. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ υποστηρίζει ορισμένα στοιχεία της πρότασης για μετατροπή των αξιολογήσεων από ομοτίμους σε ανεξάρτητες αξιολογήσεις, όπως παρατίθεται στο τεχνικό κείμενο εργασίας που ακολουθεί.

2.5.   Συντονισμός σε περιπτώσεις κατ’ εξουσιοδότηση άσκησης και εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων και σε περιπτώσεις μεταφοράς κινδύνων σε τρίτες χώρες

2.5.1.

Ο προτεινόμενος κανονισμός αναθέτει στο εκτελεστικό συμβούλιο τον έλεγχο της κατ’ εξουσιοδότηση άσκησης και εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων, καθώς και των ρυθμίσεων μεταφοράς κινδύνων σε τρίτες χώρες. Βάσει του προτεινόμενου κανονισμού οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να γνωστοποιούν στην ΕΑΤ κάθε αδειοδότηση ή καταχώριση σε περίπτωση που το επιχειρηματικό σχέδιο χρηματοοικονομικού ιδρύματος συνεπάγεται κατ’ εξουσιοδότηση άσκηση ή εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων ή μεταφορά κινδύνων (17). Από εποπτικής άποψης η υποχρέωση γνωστοποίησης στην ΕΑΤ τέτοιου είδους ρυθμίσεων μπορεί να μην ικανοποιεί επαρκώς τον σκοπό του προτεινόμενου κανονισμού όσον αφορά την αποτροπή του ρυθμιστικού αρμπιτράζ μεταξύ των κρατών μελών (18).

2.5.2.

Μπορεί αντίθετα να συνεπάγεται επικάλυψη των καθηκόντων μικροπροληπτικής εποπτείας που ασκεί η ΕΚΤ στο πλαίσιο του ΕΕΜ και θα μπορούσε να επιβαρύνει επιπλέον και αδικαιολόγητα τις διοικητικές εργασίες στην εποπτική διαδικασία. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η διαδικασία αδειοδότησης αποτελεί ήδη διαδικασία που απαιτεί διπλή αξιολόγηση των αιτήσεων αδειοδότησης από τις αρμόδιες αρχές και από την ΕΚΤ. Ο συντονισμός της αξιολόγησης με την ΕΑΤ πρόκειται να προσθέσει και μία τρίτη διάσταση, αυξάνοντας περαιτέρω την πολυπλοκότητα και τη διάρκεια των διαδικασιών αδειοδότησης. Για τους λόγους αυτούς η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι τα προτεινόμενα καθήκοντα δεν θα πρέπει να ανατεθούν ούτε σε διοικητικό όργανο της ΕΑΤ ούτε στο συμβούλιο εποπτών.

2.6.   Διεθνής συνεργασία

2.6.1.

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει έναν βασικό ρόλο για την ΕΑΤ κατά την αξιολόγηση της ρυθμιστικής και εποπτικής ισοδυναμίας των νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών, η οποία κατά τα λοιπά αποτελεί καθήκον της Επιτροπής (19). Ειδικότερα, η ΕΑΤ επιφορτίζεται με το καθήκον παρακολούθησης των ρυθμιστικών και εποπτικών εξελίξεων, των πρακτικών επιβολής, καθώς και των σχετικών εξελίξεων της αγοράς σε τρίτες χώρες, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας. Πέραν τούτου, η ΕΑΤ θα συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές ισοδύναμων έννομων τάξεων συνάπτοντας διμερείς διοικητικές συμφωνίες.

2.6.2.

Η ΕΚΤ επιδοκιμάζει τον ρόλο της ΕΑΤ να επικουρεί την Επιτροπή στην προετοιμασία (20) και την παρακολούθηση αποφάσεων ισοδυναμίας (21). Ωστόσο, η ΕΚΤ επιθυμεί να διατυπώσει ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την προβλεπόμενη διαδικασία όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διοικητικών συμφωνιών μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών και της οικείας εποπτικής αρχής της τρίτης χώρας (22).

2.6.3.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι απαιτείται διευκρίνιση του στοιχείου β) του άρθρου 33 παράγραφος 2α. Όπως η ίδια αντιλαμβάνεται, οι εξουσίες της ΕΑΤ όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και την ενσωμάτωση διατάξεων σε ρυθμίσεις συνεργασίας σύμφωνα με την ως άνω διάταξη στόχο έχουν να επιτρέπουν να δίνεται συνέχεια σε αποφάσεις ισοδυναμίας. Θα μπορούσε να διευκρινιστεί ότι η αρμόδια αρχή παραμένει υπεύθυνη για τον συντονισμό εποπτικών δραστηριοτήτων και επιτόπιων επιθεωρήσεων.

2.6.4.

Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ επικροτεί το προτεινόμενο άρθρο 33 παράγραφος 2γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, το οποίο επιφορτίζει την ΕΑΤ με την κατάρτιση υποδειγμάτων διοικητικών ρυθμίσεων. Τα εν λόγω υποδείγματα θα πρέπει να καταρτίζονται από κοινού με τις αρμόδιες αρχές. Εντούτοις, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ανάληψη από την ΕΑΤ ενεργού ρόλου στη διαδικασία διαπραγμάτευσης θα περιέπλεκε αδικαιολόγητα την εν λόγω διαδικασία και θα μπορούσε να καθυστερήσει τη σύναψη μνημονίων συνεννόησης που αφορούν την εποπτική συνεργασία. Επιπλέον, επειδή κάθε τρίτη χώρα λειτουργεί βάσει του δικού της νομικού πλαισίου και οι εποπτικές αρχές χρειάζονται έναν μέγιστο βαθμό ευελιξίας κατά την προσαρμογή των μνημονίων συνεννόησης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, θα μπορούσαν να προκύψουν σημαντικές πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά την υποχρέωση χρήσης τυποποιημένων υποδειγμάτων μνημονίων συνεννόησης καταρτισμένων από την ΕΑΤ. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να χρησιμοποιούνται στο μέτρο του δυνατού τέτοια υποδείγματα διοικητικών ρυθμίσεων.

2.7.   Μεταβολές στις εξουσίες επιβολής προστίμων και στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών

2.7.1.

Ο προτεινόμενος κανονισμός θεσπίζει μηχανισμό ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας κατά την επιβολή του δικαιώματος της ΕΑΤ να συλλέγει πληροφορίες, με σκοπό να διασφαλιστεί περαιτέρω η αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων της ΕΑΤ (23). Για τον σκοπό αυτόν ο προτεινόμενος κανονισμός χορηγεί στην ΕΑΤ την εξουσία επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών όταν χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εταιρείες συμμετοχών ή υποκαταστήματα οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και μη ρυθμιζόμενοι επιχειρησιακοί φορείς εντός χρηματοοικονομικού ομίλου ή ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που είναι σημαντικοί για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων δεν συμμορφώνονται επακριβώς, πλήρως ή εγκαίρως με αίτημα ή απόφασή της (24). Πριν από την επιβολή οποιουδήποτε προστίμου ή χρηματικής ποινής η ΕΑΤ πρέπει να παρέχει στο συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό ίδρυμα το δικαίωμα ακρόασης (25), ενώ κάθε απόφαση περί επιβολής προστίμου και χρηματικής ποινής υπόκειται σε έλεγχο από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (26).

2.7.2.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει εν γένει τον προαναφερόμενο σκοπό, ήτοι τη διασφάλιση του δικαιώματος της ΕΑΤ να συλλέγει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές της. Ωστόσο, θεωρεί ότι η προτεινόμενη ενίσχυση του δικαιώματος της ΕΑΤ να συλλέγει πληροφορίες μέσω της χορήγησης στην ίδια της εξουσίας επιβολής προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να ασκούν οι ίδιες τις εξουσίες που διαθέτουν σε περίπτωση μη επακριβούς, πλήρους και έγκαιρης συμμόρφωσης των οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με αιτήματά τους για παροχή πληροφοριών.

2.8.   Υποβολή εποπτικών αναφορών και απαιτήσεις γνωστοποίησης στοιχείων του πυλώνα 3

2.8.1.

Μελλοντικά οι συναρμόδιοι νομοθέτες μπορούν να εξετάσουν τη θεσμοθέτηση και επέκταση του ρόλου της ΕΑΤ όσον αφορά τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, χωρίς να προκαλείται επικάλυψη των υποχρεώσεων παροχής στοιχείων των τελευταίων. Συγκεκριμένα, η ΕΑΤ θα μπορούσε να αναλάβει το καθήκον της υπαγωγής των απαιτήσεων εποπτικών αναφορών και των απαιτήσεων γνωστοποίησης ποσοτικών στοιχείων του πυλώνα 3 όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ενωσιακό δίκαιο, σε ενιαίο πλαίσιο παροχής στοιχείων βάσει του οποίου τα γνωστοποιούμενα στοιχεία του πυλώνα 3 θα αποτελούν υποσύνολο των στοιχείων των εποπτικών αναφορών. Η ενοποίηση των δύο ροών στοιχείων θα επιτρέψει στην ΕΑΤ να αναπτύξει και να διατηρεί έναν κόμβο δεδομένων που θα περιλαμβάνει πληροφορίες που θα υποβάλλονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις γνωστοποίησης ποσοτικών στοιχείων του πυλώνα 3 και θα εξάγονται από εποπτικά στοιχεία. Τα πιστωτικά ιδρύματα πρόκειται να επωφεληθούν από ένα τέτοιο πλαίσιο, καθώς θα παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες μόνο μία φορά, οι δε αρχές προληπτικής εποπτείας και άλλοι χρήστες των στοιχείων θα αποκτήσουν όφελος από την ευκολότερη πρόσβαση στα κατάλληλα στοιχεία.

2.8.2.

Επιπλέον, η θέσπιση πλαισίου λειτουργίας κεντρικού αρχείου δεδομένων στην ΕΑΤ θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα των εποπτικών στοιχείων, όπως διαπιστώθηκε κατά την άσκηση διαφάνειας της ΕΑΤ. Θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει εν γένει την ενοποίηση του τραπεζικού τομέα της Ένωσης διευκολύνοντας την πρόσβαση των συμμετεχόντων στην αγορά σε πληροφορίες γνωστοποιούμενες βάσει του πυλώνα 3 του πλαισίου της Βασιλείας (27). Με έναν τέτοιο κόμβο δεδομένων θα καθίστατο δυνατή η δημοσιοποίηση στοιχείων του πυλώνα 3 σύμφωνα με τις απαιτήσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα (σε τριμηνιαία, εξαμηνιαία ή ετήσια βάση) και, τελικά, η Ένωση θα επιτύγχανε το ίδιο επίπεδο διαθεσιμότητας στοιχείων με αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών (28). Η ΕΑΤ έχει ήδη εκφράσει την ετοιμότητά της να εγκαταστήσει την τεχνική υποδομή για τη δημιουργία ενός τέτοιου κόμβου δεδομένων, αλλά απαιτεί την ανάθεση νομικής εντολής προκειμένου να είναι σε θέση να δημοσιοποιεί τα διαθέσιμα στοιχεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο ενός κεντρικού αρχείου χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους (29). Πάντως η εν λόγω εντολή θα πρέπει να μην θίγει την εξουσία των αρμόδιων αρχών να απαιτούν από τις εποπτευόμενες οντότητες πρόσθετες πληροφορίες για συγκεκριμένους σκοπούς. Συνεπώς, η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμο να διερευνηθεί περαιτέρω κατά πόσο είναι εφικτή από νομικής και πρακτικής άποψης η δημιουργία κεντρικού αρχείου δεδομένων στην ΕΑΤ.

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε τεχνικό κείμενο εργασίας και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό κείμενο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 11 Απριλίου 2018.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2017) 536 τελικό.

(2)  COM(2017) 542 τελικό.

(3)  Γνώμη CON/2018/12 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 2ας Μαρτίου 2018, αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ C 120 της 6.4.2018, σ. 2). Όλες οι γνώμες είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(4)  Βλέπε σελίδα 3 του εγγράφου με τίτλο «ECB contribution to the European Commission’s consultation on the operations of the European Supervisory Authorities», 7 Ιουνίου 2017, το οποίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(6)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 23 του προτεινόμενου κανονισμού.

(8)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(9)  Βλέπε άρθρο 1 σημείο 27 στοιχείο α) του προτεινόμενου κανονισμού.

(10)  Βλέπε σελίδες 2 και 3 του εγγράφου με τίτλο «ECB contribution to the European Commission’s consultation on the operations of the European Supervisory Authorities».

(11)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 47 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το προτεινόμενο νέο άρθρο 29α, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(12)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 17 του προτεινόμενου κανονισμού.

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(14)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 29α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(15)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 47 παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το προτεινόμενο νέο άρθρο 32, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(16)  Βλέπε άρθρο 1 σημείο 13 του προτεινόμενου κανονισμού.

(17)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 31α παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(18)  Αιτιολογική σκέψη 18 του προτεινόμενου κανονισμού.

(19)  Άρθρο 1 σημείο 17 του προτεινόμενου κανονισμού.

(20)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(21)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 33 παράγραφος 2α του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010.

(22)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 33 παράγραφος 2γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(23)  Βλέπε προτεινόμενα νέα άρθρα 35 έως 35η του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(24)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 20 του προτεινόμενου κανονισμού.

(25)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 35στ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(26)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 35η του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(27)  Βλέπε έγγραφο της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με τίτλο «Pillar 3 disclosure requirements – consolidated and enhanced framework», Μάρτιος 2017, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (www.bis.org).

(28)  Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το «Federal Financial Institutions Examination Council – FFIEC» (Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Ελέγχου Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων) παρέχει αρχείο εποπτικών στοιχείων ανά τράπεζα, το οποίο είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο του FFIEC για το κοινό (cdr.ffiec.gov/public).

(29)  Βλέπε διάλεξη του Enria, A. με τίτλο «Ensuring transparency in the European financial system», Official Monetary and Financial Institutions Forum (OMFIF) (Επίσημο φόρουμ Νομισματικών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων) City Lecture, Μάιος 2016, σ. 9, διαθέσιμη στον διαδικτυακό τόπο του OMFIF (www.omfif.org).


Top