EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012AB0005

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 25ης Ιανουαρίου 2012 , σχετικά με πρόταση οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και με πρόταση κανονισμού σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (CON/2012/5)

OJ C 105, 11.4.2012, p. 1–36 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

11.4.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 105/1


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 25ης Ιανουαρίου 2012

σχετικά με πρόταση οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και με πρόταση κανονισμού σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων

(CON/2012/5)

2012/C 105/01

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2011 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (1) (εφεξής η «προτεινόμενη οδηγία»). Στις 30 Νοεμβρίου 2011 η ΕΚΤ έλαβε αίτημα του Συμβουλίου για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (2) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την προτεινόμενη οδηγία και τον προτεινόμενο κανονισμό βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς η προτεινόμενη οδηγία και ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχουν διατάξεις που επηρεάζουν τα βασικά καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), δηλαδή τη χάραξη και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης, την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών και τη συμβολή στην ομαλή άσκηση των πολιτικών που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές, σε ότι αφορά την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για λόγους αποτελεσματικότητας και σαφήνειας, η ΕΚΤ αποφάσισε να εκδώσει μία γνώμη σχετικά με τις εν λόγω νομοθετικές προτάσεις. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

1.   Σκοποί του προτεινόμενου κανονισμού και της προτεινόμενης οδηγίας

Στις 20 Ιουλίου 2011, τη Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την προτεινόμενη οδηγία και τον προτεινόμενο κανονισμό, που προορίζονται να αντικαταστήσουν τις οδηγίες 2006/48/ΕΚ (3) και 2006/49/ΕΚ (4). Οι προτάσεις αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση της ρύθμισης του τομέα των τραπεζικών και επενδυτικών επιχειρήσεων καθώς και προς την δημιουργία ενός ισχυρότερου και ασφαλέστερου χρηματοπιστωτικού συστήματος εντός της Ένωσης. Η ΕΚΤ επικροτεί την ισχυρή δέσμευση της Ένωσης να εφαρμόσει διεθνή πρότυπα και συμφωνίες στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών κανονισμών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη, κατά περίπτωση, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του νομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης. Η ΕΚΤ στηρίζει σθεναρά την έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των προτύπων για τη ρευστότητα και το κεφάλαιο πιστωτικών ιδρυμάτων της Βασιλείας (5). Προς το σκοπό αυτό, η ΕΚΤ σημειώνει τον πρωτεύοντα ρόλο που έχει αναλάβει η Επιτροπή στην υλοποίηση της δέσμευσης της ομάδας G20 «για έγκριση και πλήρη εφαρμογή των παρόντων προτύπων εντός του συμφωνηθέντος χρονικού πλαισίου που είναι σύμφωνο με την οικονομική ανάκαμψη και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα» (6) με το να είναι ανάμεσα στους πρώτους που πρότειναν την εφαρμογή των συνθηκών του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ (7) και της ομάδας κυβερνητών και επικεφαλής εποπτικών αρχών (Group of Governors and Heads of Supervision — GHOS) (8) στη νομοθεσία της Ένωσης. Τα προτεινόμενα μέτρα θα αυξήσουν ουσιωδώς την ανθεκτικότητα του συστήματος, θα συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και θα εξασφαλίσουν ένα βιώσιμο πλαίσιο για την ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην Ένωση.

2.   Μεταρρύθμιση της τραπεζικής νομοθεσίας της Ένωσης

Η ΕΚΤ επικροτεί την καινοτόμο προσέγγιση της Επιτροπής, ειδικά αναφορικά με τον προτεινόμενο κανονισμό, ο οποίος ενσωματώνει τα περισσότερα από τα τεχνικά παραρτήματα των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ και περιορίζει τις επιλογές και τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Το προτεινόμενο πλαίσιο θα οδηγήσει σε αυξημένη ασφάλεια δικαίου, ενώ παράλληλα θα μειώσει τον κίνδυνο της διπλής υποβολής πληροφοριών σε επίπεδο κρατών μελών. Η χρηματοπιστωτική κρίση επίσης ανέδειξε την ανάγκη για ταχεία και αποτελεσματική δράση. Είναι σημαντική η διασφάλιση του κατάλληλου βαθμού ευελιξίας για την εξέλιξη του τραπεζικού κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης. Σχετικά με μελλοντικές επανεξετάσεις του προτεινόμενου κανονισμού και καθώς σημειώνεται σε προηγούμενες γνώμες (9), η ΕΚΤ συνιστά να εξασφαλιστεί ότι μόνο οι περιλαμβανόμενες στον προτεινόμενο κανονισμό αρχές πλαισίου που αποδίδουν βασικές πολιτικές επιλογές και ουσιώδη ζητήματα εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας. Οι τεχνικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων αυτών του προτεινόμενου κανονισμού, εκδίδονται ως πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης, οι οποίοι ως εκ τούτου θα προβάλλονται ως το κυρίως σώμα των κανόνων που εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ένωσης.

3.   Ενιαίο Ευρωπαϊκό εγχειρίδιο κανόνων στον χρηματοπιστωτικό τομέα

3.1

Καθώς σημειώνεται σε προηγούμενες γνώμες (10), η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά την εκπόνηση ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (11) καθώς προάγει την ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς εντός της Ένωσης και διευκολύνει την ευρύτερη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση στην Ευρώπη. Ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό εγχειρίδιο κανόνων διασφαλίζει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην ενιαία αγορά συμμορφώνονται με ένα σύνολο προληπτικών κανόνων. Τούτο περιορίζει τις ευκαιρίες για καταχρηστική επιλογή ευνοϊκότερων κανόνων (κανονιστικό αρμπιτράζ) καθώς και τις στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό. Περαιτέρω, οι εναρμονισμένοι κανόνες βελτιώνουν την διαφάνεια και μειώνουν τα κανονιστικά έξοδα καθώς και τα έξοδα συμμόρφωσης.

3.2

Το ενιαίο Ευρωπαϊκό εγχειρίδιο κανόνων προϋποθέτει: α) σαφή και ορθό εντοπισμό των τομέων που χρήζουν ρύθμισης μέσω κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων και εκτελεστικών πράξεων, β) πρόσφορη συμμετοχή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΕΑ), με χρήση της εξειδίκευσης των αρχών στην εκπόνηση σχεδίων τεχνικών προτύπων, γ) υιοθέτηση ομοιόμορφης και συντονισμένης προσέγγισης σε όλους τους τομείς, δ) συνεπή κριτήρια σε όλη την χρηματοπιστωτική νομοθεσία της Ένωσης για την προσφυγή σε κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενες ή σε εκτελεστικές πράξεις, με ή χωρίς την προηγούμενη εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων από τις ΕΕΑ (12). Στον τραπεζικό τομέα, η συστηματική συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) στην έκδοση εκτελεστικής νομοθεσίας της Ένωσης μέσω της εκπόνησης σχεδίων τεχνικών προτύπων, ειδικά όταν απαιτείται προηγούμενη τεχνική ανάλυση, θα διασφαλίσει ένα ευέλικτο κανονιστικό πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης και θα ενισχύσει αποτελεσματικά την ενιαία αγορά σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες εντός της Ένωσης.

4.   Ο συμβουλευτικός ρόλος της ΕΚΤ αναφορικά με τα σχέδια κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων και εκτελεστικών πράξεων

4.1

Δεδομένης της σημασίας των κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων και εκτελεστικών πράξεων ως ουσιώδους συστατικού στοιχείου του ενιαίου Ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων, η ΕΚΤ διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις όσον αφορά την άσκηση του συμβουλευτικού της ρόλου βάσει του άρθρου 127 παράγραφος 4 και του άρθρου 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης.

4.2

Τα σχέδια κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων και εκτελεστικών πράξεων της Επιτροπής θεωρούνται «σχέδια πράξεων της Ένωσης» υπό την έννοια του άρθρου 127 παράγραφος 4 και του άρθρου 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Τόσο οι κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενες όσο και οι εκτελεστικές πράξεις συνιστούν νομικές πράξεις της Ένωσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι περισσότερες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης αναφέρονται σε «σχέδια» πράξεων της Ένωσης επί των οποίων ζητείται η γνώμη της ΕΚΤ (13). Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής του καθήκοντος διαβούλευσης με την ΕΚΤ δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε εκείνα τα σχέδια πράξεων που βασίζονται σε πρόταση της Επιτροπής.

4.3

Στην υπόθεση C-11/00 (14), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η υποχρέωση διαβούλευσης με την ΕΚΤ σκοπεί «κυρίως να εξασφαλίσει ότι ο συντάκτης της πράξεως θα εκδώσει την πράξη αφού ακούσει τον οργανισμό ο οποίος, λόγω των ειδικών αρμοδιοτήτων που ασκεί στο κοινοτικό πλαίσιο και στον συγκεκριμένο τομέα και λόγω του υψηλού βαθμού ειδίκευσης που τον χαρακτηρίζει είναι ιδιαίτερα σε θέση να συμβάλει επωφελώς στην προτεινόμενη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως».

4.4

Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, προκειμένου να αξιοποιούνται πλήρως τα οφέλη από την άσκηση του συμβουλευτικού ρόλου της ΕΚΤ, η γνώμη της ΕΚΤ θα πρέπει να ζητείται εγκαίρως για κάθε σχέδιο πράξης της Ένωσης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, περιλαμβανομένων των σχεδίων κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων και εκτελεστικών πράξεων. Περαιτέρω, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των σχεδίων τεχνικών προτύπων ως τμήμα της εκπόνησης της νομοθεσίας της Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η ΕΚΤ θα ασκεί τον συμβουλευτικό της ρόλο λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα χρονικά όρια για την έκδοση των εν λόγω πράξεων καθώς και την ανάγκη να διασφαλιστεί η ομαλή έκδοση της εκτελεστικής νομοθεσίας.

Ειδικές παρατηρήσεις

5.   Μακροπροληπτική εποπτεία και πεδίο εφαρμογής των αυστηρότερων κανόνων

5.1

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει τα πρότυπα προληπτικής εποπτείας που θα έχουν άμεση εφαρμογή σε όλη την Ένωση. Καθώς παρατηρήθηκε παραπάνω, η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά την προσέγγιση της Επιτροπής, που καθιερώνει με αποτελεσματικό τρόπο ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό εγχειρίδιο κανόνων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον, Η ΕΚΤ στηρίζει πλήρως τον στόχο της αντιμετώπισης των στοχοθετημένων εκθέσεων σε κίνδυνο που αφορούν, inter alia, ορισμένους τομείς, περιφέρειες ή κράτη μέλη μέσω κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων πράξεων που παρέχουν στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλει αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, σε περίπτωση που είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση αλλαγών στη σοβαρότητα των μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών κινδύνων που προκύπτουν από εξελίξεις της αγοράς (15). Εντούτοις, οι κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενες πράξεις που μπορεί να εκδώσει η Επιτροπή πρέπει να εκτείνονται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αφορούν μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και απαιτήσεις δημοσιοποίησης καθώς και στις απαιτήσεις μόχλευσης και ρευστότητας, εφόσον οι απαιτήσεις μόχλευσης και ρευστότητας αποτελέσουν πραγματικά μέρος του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης. Η ΕΚΤ σημειώνει, ωστόσο, ότι ένα χρονικό πλαίσιο έξι μηνών για την επιβολή αυστηρότερων απαιτήσεων για την αντιμετώπιση κινδύνων τέτοιου τύπου δεν θα είναι επαρκές σε πολλές περιπτώσεις και θα απαιτηθεί ένα αρκετά μεγαλύτερο χρονικό πλαίσιο, π.χ. δύο ετών ή περισσότερο, ώστε να είναι αποτελεσματικό και να επιτευχθεί ο επιθυμητός σκοπός (16).

5.2

Επιπλέον, η ΕΚΤ θεωρεί σημαντικό το ότι ο προτεινόμενος κανονισμός καθιστά πιθανή την εφαρμογή ακόμα αυστηρότερων απαιτήσεων προληπτικού ελέγχου από τα κράτη μέλη, όταν ανακύπτουν συστημικοί κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η ανάγκη για μια τέτοια ρύθμιση αιτιολογείται, inter alia, από το γεγονός ότι οι οικονομικοί και χρηματοπιστωτικοί κύκλοι δεν είναι πλήρως εναρμονισμένοι σε όλα τα κράτη μέλη, και τα κράτη μέλη μπορεί να αντιμετωπίζουν διαφορετικούς τύπους συστημικού κινδύνου. Περαιτέρω, δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στα δομικά χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών τομέων μεταξύ των κρατών μελών. Μπορεί επομένως να χρειαστεί οι αρχές που διαθέτουν μακροπροληπτική αρμοδιότητα καταστήσουν αυστηρότερους τους ποσοτικούς συντελεστές και τα όρια ορισμένων μέσων προληπτικής πολιτικής που περιλαμβάνονται στον προτεινόμενο κανονισμό για την καλύτερη προσαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας στη δική τους ειδική οικονομική συγκυρία και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των σχετικών συστημικών κινδύνων (17).

5.3

Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες προβλέψεις στον προτεινόμενο κανονισμό επιτρέπουν κάποια ρύθμιση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε εθνικό επίπεδο. Πρώτον, η εισαγωγή ενός πλαισίου αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (18). Δεύτερον, η προτεινόμενη επέκταση του πεδίου εφαρμογής της διαδικασίας εποπτικής επανεξέτασης ώστε να επιτραπεί στις εθνικές αρχές να εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες προληπτικής εποπτείας σε συγκεκριμένα ιδρύματα (19). Η ΕΚΤ σημειώνει, ωστόσο, ότι η εν λόγω προτεινόμενη επέκταση αποτελείται πρωτίστως από ένα εργαλείο μικροπροληπτικής εποπτείας που έχει σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση κινδύνων που προέρχονται από μεμονωμένα ιδρύματα ή ομάδες ιδρυμάτων και όχι για χρήση ως εργαλείο της πολιτικής μακροπροληπτικής εποπτείας για την αντιμετώπιση συστημικών κινδύνων. Τρίτον, ο προτεινόμενος κανονισμός εισάγει την πιθανότητα για τις εθνικές αρχές να ρυθμίσουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου ή να θέσουν αυστηρότερα πιστοδοτικά κριτήρια, π.χ. ο λόγος «δάνειο προς αξία υπέγγυου ακινήτου», για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με κατοικίες και ακίνητα εμπορικής χρήσης αν τα χαρακτηριστικά του κινδύνου στο συγκεκριμένο αυτό τμήμα της αγοράς δικαιολογούν κάτι τέτοιο σε ορισμένο κράτος μέλος (20).

5.4

Η ΕΚΤ υποστηρίζει το παραπάνω αναφερόμενο πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει στις εθνικές αρχές να ρυθμίζουν κάποιες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και θεωρεί ότι αυτό θα έπρεπε να επεκταθεί ώστε να επιτρέπει στις εθνικές αρχές να επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για σκοπούς μακροπροληπτικής εποπτείας σε εθνικό επίπεδο. Αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν προβληματισμοί για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα που πηγάζουν από δομικά χαρακτηριστικά ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος ή συστημικοί κίνδυνοι πλήρως και αποτελεσματικά. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου πλαισίου μπορεί να επεκταθεί ώστε να καλύψει αυστηρότερες απαιτήσεις όσον αφορά: α) το κεφάλαιο· β) τα όρια για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα· γ) τις απαιτήσεις ρευστότητας και του δείκτη μόχλευσης, εφόσον εισαχθούν στο κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επιτρέπεται στις εθνικές αρχές να επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις στην εθνική τους νομοθεσία, δηλαδή να περιορίσουν τους ποσοτικούς συντελεστές ως προς τα στοιχεία α), β) και γ) κατόπιν γνωστοποίησης των προτεινόμενων μέτρων προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ)· οι εν λόγω απαιτήσεις ωστόσο θα πρέπει να εφαρμόζονται σε πλήρη συμμόρφωση με τις λοιπές πτυχές των διατάξεων του προτεινόμενου κανονισμού που θα παραμείνουν αμετάβλητες.

5.5

Με σκοπό τη διατήρηση της διαφάνειας και την διασφάλιση της συνοχής των μέτρων που εκδίδονται εντός της Ένωσης, η ΕΚΤ συνιστά να υπόκειται η πιθανή εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων σε εγγυήσεις. Από αυτή την άποψη, το ΕΣΣΚ θα μπορούσε να παίξει σημαντικό συντονιστικό ρόλο στην αξιολόγηση των προβληματισμών όσον αφορά την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις πιθανές αθέλητες συνέπειες και τις δευτερογενείς επιπτώσεις από την επιβολή των εν λόγω μέτρων σε άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, η ΕΑΤ, και το ΕΣΣΚ πρέπει να δημοσιεύουν τακτικές ενημερώσεις στους διαδικτυακούς τους τόπους για τα μέτρα που έλαβαν κράτη μέλη, τα οποία είναι αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στον προτεινόμενο κανονισμό. Τέλος, εφόσον οι προβληματισμοί όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που προκάλεσαν την εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων παύσουν να υπάρχουν, οι ποσοτικοί δείκτες και οι περιορισμοί πρέπει να επιστρέφουν στον εναρμονισμένο επίπεδο που θέτει ο προτεινόμενος κανονισμός.

5.6

Γενικά, η πιθανή εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων προληπτικής εποπτείας από συγκεκριμένα κράτη μέλη μπορεί να ενισχύσει τόσο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και την χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση εντός της Ένωσης. Συγκεκριμένα, περιορίζοντας τους συστημικούς κινδύνους και προστατεύοντας την ενιαία αγορά από την ανάπτυξη υπερβολικών συστημικών κινδύνων με συντονισμένο τρόπο, οι αρχές μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και να προαγάγουν την βιώσιμη παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ενιαία αγορά τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

6.   Ίδια κεφάλαια

6.1

Η ΕΚΤ στηρίζει σθεναρά την προτεινόμενη ενδυνάμωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας αναφορικά με τις εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις καθώς και την περαιτέρω εναρμόνιση των παρεκκλίσεων. Οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της συμφωνηθείσας διεθνώς κεφαλαιακής μεταρρύθμισης. Επομένως, από απόψεως χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, είναι ουσιώδες οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων στον προτεινόμενο κανονισμό να διασφαλίσουν ότι ο τραπεζικός τομέας της Ένωσης θα διακρατεί κεφάλαιο ύψιστης ποιότητας, ειδικά αναφορικά με το κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1, το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα υψηλό βαθμό απορροφητικότητας ζημιών. Η κρίση οδήγησε τη νέα κεφαλαιακή μεταρρύθμιση να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1. Σκοπός είναι να διασφαλιστεί ότι τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα διακρατούν κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1, η ποιότητα του οποίου είναι τόσο υψηλή όσο των αντιστοίχων τους διεθνών και επίσης να εξασφαλισθεί πλήρης ακολουθία με τη συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ όπως αυτή προσυπογράφηκε από την GHOS (21). Από την άποψη αυτή, πρέπει να τονιστούν τα ακόλουθα ζητήματα.

6.2

Η ΕΚΤ στηρίζει τον κατάλογο των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για τον χαρακτηρισμό ως στοιχείων του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά των κοινών μετοχών από την άποψη της μονιμότητας της απορροφητικότητας ζημιών και της ευελιξίας των πληρωμών. Σύμφωνα με τη συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ, τα «κεφαλαιακά μέσα» που αναφέρονται στον προτεινόμενο κανονισμό πρέπει να αποτελούνται αποκλειστικά από μετοχές σε εταιρίες όπως ορίζονται στους αντίστοιχους εθνικούς νόμους των κρατών μελών (με την εξαίρεση των κεφαλαιακών μέσων που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρίες και παρόμοιους φορείς (22)) και χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον προτεινόμενο κανονισμό (23). Η ΕΚΤ επίσης συνιστά η Επιτροπή, μέσω της έκδοσης εκτελεστικής πράξης, να προσυπογράφει τον κατάλογο των επιλέξιμων τύπων μετοχών ως μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 που έχει εκπονηθεί από την ΕΑΤ προκειμένου να δώσει στον κατάλογο δεσμευτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, πρέπει να θεσπιστούν σχέδια τεχνικών προτύπων που να εξειδικεύουν περαιτέρω τις παραπάνω προϋποθέσεις. Η συμμόρφωση με τις εν λόγω προϋποθέσεις πρέπει να διασφαλίζεται από τις αρμόδιες αρχές σε συνεργασία με την ΕΑΤ σε συνεχή βάση. Οι εγγυήσεις αυτές θα συμβάλουν στην περαιτέρω διασφάλιση της συνοχής εντός της Ένωσης και στον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής για τη χρηματοοικονομική τεχνική.

6.3

Αναφορικά με τις σημαντικές επενδύσεις σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικές εταιρίες χαρτοφυλακίου, η συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ απαιτεί, πάνω από ένα ορισμένο όριο, αυτές οι επενδύσεις να αφαιρούνται από τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, δηλαδή την αντίστοιχη μέθοδο αφαίρεσης (24). Η συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ λαμβάνει υπόψη ότι οι εν λόγω οντότητες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κανονιστικής ενοποίησης και έχει ως στόχο την αποφυγή του διπλού υπολογισμού του υποχρεωτικού κεφαλαίου. Ο προτεινόμενος κανονισμός διατηρεί την ήδη υπάρχουσα στην οδηγία 2006/48/ΕΚ πιθανότητα, οι αρμόδιες αρχές να επιτρέπουν την εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ (25) ως εναλλακτικών της «αφαίρεσης» (26).

6.4

Η ΕΚΤ γενικά είναι της άποψης ότι οι εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις εντός ενός τραπεζικού ομίλου πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για την κάλυψη ζημιών που ανακύπτουν από τραπεζικούς κινδύνους. Επομένως, η ΕΚΤ στηρίζει την αντιμετώπιση του ζητήματος της διπλής χρησιμοποίησης των εκ του νόμου κεφαλαιακών απαιτήσεων, τόσο στο επίπεδο του τραπεζικού ομίλου, δηλαδή ενοποίηση όλων των θυγατρικών που είναι ιδρύματα και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (27), όσο και σε επίπεδο χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, δηλαδή περιλαμβάνοντας επίσης θυγατρικές ασφαλιστικές εταιρίες στο πεδίο εφαρμογής της κανονιστικής ενοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι μέθοδοι εφαρμογής που προβλέπονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ δεν πρέπει σε κανένα χρονικό σημείο να οδηγούν σε υψηλότερες εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις ως προς ομίλους ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όπως αναφέρεται στον προτεινόμενο κανονισμό (28) από εκείνες που θα ήταν οι εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις αν εφαρμοζόταν η μέθοδος της αφαίρεσης.

6.5

Λαμβάνοντας υπόψη την συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ, και επίσης, ως κατάλληλες, τις διεθνείς αρχές του κοινού φόρουμ για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, η ΕΚΤ συνιστά την εξασφάλιση της πλήρους συνεκτικότητας μεταξύ των εν λόγω κειμένων διατομεακώς (29), το οποίο απαιτεί την ευθυγράμμιση του προτεινόμενου κανονισμού με τις αντίστοιχες προβλέψεις των οδηγιών 2009/138/ΕΚ (30) και 2002/87/ΕΚ (31). Επιπλέον, ενώ η ΕΚΤ στηρίζει την κατάρτιση από την Κοινή Επιτροπή των ΕΕΑ σχεδίων τεχνικών προτύπων αναφορικά με τις μεθόδους που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ, συνιστά, προς όφελος της νομικής διαφάνειας και προκειμένου να αποφευχθούν ανακολουθίες στη νομοθεσία των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών διατομεακώς, να εισαχθεί η εν λόγω εξουσιοδότηση μόνο στην οδηγία 2002/87/ΕΚ (32).

6.6

Τον Ιανουάριο του 2011 η Ομάδα Διευθυντών Κεντρικών Τραπεζών και Επικεφαλής Εποπτείας (GHOS) δημοσιοποίησε τη συμφωνία της ότι όλα τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος πρέπει να μπορούν να επανεκτιμηθούν πλήρως και μόνιμα ή να μετατραπούν σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη χρονική στιγμή της μη βιωσιμότητας του ιδρύματος (33). Ο προτεινόμενος κανονισμός επιβεβαιώνει την πρόθεση του νομοθέτη να ενσωματώσει πλήρως την εν λόγω συμφωνία (34). Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η Επιτροπή θα ενσωματώσει μια τέτοια απαίτηση τόσο για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 όσο και της κατηγορίας 2 σε συνδυασμό με την υπό έκδοση πρόταση της Επιτροπής για την εξυγίανση των τραπεζών και τη διαχείριση κρίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

7.   Κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας

7.1

Η ΕΚΤ επικροτεί την επιλογή της προτεινόμενης οδηγίας για την εισαγωγή του πλαισίου για τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας καθώς η μέθοδος αυτή θα επιτρέψει στις αρχές να αντιμετωπίσουν συστημικούς κινδύνους με αποτελεσματικό και ευέλικτο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη. Η ΕΚΤ θεωρεί, ειδικότερα, ότι τα αντικυκλικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας αποτελούν βασικό στοιχείο ενός ευρύτερου μέσου μακροπροληπτικής εποπτείας (35) και στηρίζει σθεναρά την εισαγωγή ενός σαφούς αντικυκλικού στοιχείου στους χρηματοπιστωτικούς κανονισμούς.

7.2

Ένα αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα και να συμβάλει έτσι στην ομαλή ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στο σύνολο του κύκλου οικονομικής δραστηριότητας. Με την έννοια αυτή, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι η απόφαση των εθνικών αρχών σχετικά με το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας πρέπει να υπόκειται σε απαιτήσεις απεριόριστης αμοιβαιότητας έως το 2,5% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού, ενώ πάνω από αυτό το όριο θα εφαρμόζεται η εθελοντική αμοιβαιότητα. Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ στηρίζει την πρόταση οι εθνικές αρχές να έχουν την ικανότητα να θέτουν ένα αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα που θα λαμβάνει υπόψη κάθε χρηματοπιστωτικές και οικονομικές μεταβλητές που θεωρούνται σχετικές για την αξιολόγηση της υπερβολικής αύξησης των πιστώσεων και την συσσώρευση συστημικών κινδύνων. Ωστόσο, οι εν λόγω μεταβλητές δεν πρέπει να είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα καθώς το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας δεν αποσκοπεί στην αντιμετώπιση διαρθρωτικών κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επομένως, η ΕΚΤ προτείνει να αποσυρθεί από τον προτεινόμενο κανονισμό ο συνυπολογισμός μεταβλητών μη κυκλικού χαρακτήρα στον μηχανισμό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (36).

8.   Ρευστότητα

8.1

Η ΕΚΤ επικροτεί την ομόφωνη δέσμευση της Επιτροπής να θεσπίσει στην νομοθεσία της Ένωσης τόσο μια αναλογία κάλυψης ρευστότητας (LCR) όσο και έναν δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR), σε αρμονία με τις συμφωνίες Βασιλεία III (37). Η θέσπιση ενός πλαισίου κινδύνου ρευστότητας στην προτεινόμενη νομοθεσία θα αποφέρει σημαντικά οφέλη μικροπροληπτικού και μακροπροληπτικού χαρακτήρα. Οι απαιτήσεις ρευστότητας θα αυξήσουν τα αποθέματα ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και θα μειώσουν τον μετασχηματισμό κινδύνου ληκτότητας, με τη μείωση των υπερβολικών διασυνδέσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τον περιορισμό του συστημικού κινδύνου ρευστότητας. Επιπλέον οι εναρμονισμένοι κανόνες κινδύνου ρευστότητας θα συμβάλουν στην επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού με σταθερές πρακτικές διαχείρισης κινδύνου ρευστότητας και θα έχουν έναν συνολικώς προάγοντα την ευημερία αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή οικονομία.

8.2

Αναφορικά με το προτεινόμενο πλαίσιο ρευστότητας, η ΕΚΤ θα ήθελε να τονίσει τα ακόλουθα σημεία.

8.2.1

Σχετικά με την παροχή στοιχείων για τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού, υπάρχουν αρκετές αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ των στοιχείων που παρουσιάζονται στον προτεινόμενο κανονισμό αναφορικά με την «Υποβολή εκθέσεων για ρευστά στοιχεία ενεργητικού» (38) και των στοιχείων που υπόκεινται σε συμπληρωματική υποβολή εκθέσεων για τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού (39). Ακολούθως, η ΕΚΤ συνιστά την υιοθέτηση για υποβολή ενός ενιαίου και σαφούς καταλόγου. Αναφορικά με την αντιμετώπιση των μετοχών ή των μεριδίων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) ως ρευστών στοιχείων ενεργητικού, είναι σημαντικός ο περιορισμός του σχετικού ποσού των εν λόγω μέσων στη συνολική αναλογία κάλυψης ρευστότητας (LCR), πλέον της θέσης του ορίου στο απόλυτο ποσό των 250 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι συγκέντρωσης σε μικρά ιδρύματα (40).

8.2.2

Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να αναμιχθούν στον καθορισμό της έκτασης που πρέπει να λαμβάνουν τα αποθέματα των κεντρικών τραπεζών έναντι του υπολοίπου των ρευστών στοιχείων ενεργητικού σε περιόδους ακραίων συνθηκών (41).

8.2.3

Αναφορικά με τη σημαντική αλληλεπίδραση που αναμένεται μεταξύ των απαιτήσεων ρευστότητας και των πράξεων νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ συνιστά τη διαβούλευσή της με την ΕΑΤ όταν θεσπίζεται ομοιόμορφος ορισμός των στοιχείων του ενεργητικού ανώτατης ποιότητας καθώς και για την αξιολόγηση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με τον τρόπο διασφάλισης ότι τα ιδρύματα χρησιμοποιούν σταθερές πηγές χρηματοδότησης (42). Παρά τα θετικά αποτελέσματα της ρύθμισης της ρευστότητας στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή τα αυξημένα αποθέματα ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις περισσότερο σταθερές πηγές χρηματοδότησης που μειώνουν τον αριθμό των σταθερών πιστωτικών ιδρυμάτων σε πράξεις των κεντρικών τραπεζών, θα μπορούσαν επίσης να ανακύψουν πιθανά αντίστροφα αποτελέσματα, π.χ. με τη μείωση της μέσης ρευστότητας ασφάλειας και της πιστωτικής ποιότητας του αντισυμβαλλόμενου και επιδρώντας στην ομαλή εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής.

8.2.4

Η θέσπιση ενός κατάλληλου πλαισίου συμμόρφωσης για την αναλογία κάλυψης ρευστότητας (LCR), δηλαδή κανόνων για τη χρησιμοποίηση των υπολοίπων ρευστών στοιχείων ενεργητικού σε συνθήκες πίεσης και πώς οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αντιδράσουν σε περίπτωση παραβίασης, είναι ιδιαίτερης σημασίας. Δεδομένης της συνάφειας της αναλογίας κάλυψης ρευστότητας (LCR) τόσο από την οπτική της μικροπροληπτικής όσο και της μακροπροληπτικής εποπτείας, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ΕΑΤ σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, πρέπει να συμμετέχουν στη διαμόρφωση κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την πιθανή διάθεση και την επακόλουθη συσσώρευση του αποθέματος ρευστότητας σε περιόδους ακραίων συνθηκών (43).

8.3

Η θέσπιση του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) (44) θα διασφαλίσει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν σταθερή χρηματοδότηση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν στην κρίση τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν η επείγουσα ανάγκη χρηματοδότησης που ανέκυψε από τον μεγάλο βαθμό αναντιστοιχιών ληκτότητας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάγκη για διαρκή στήριξη στην αναχρηματοδότηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων στις αγορές χρηματοδότησης μεγάλου ύψους, που οδήγησε σε προβλήματα χρηματοδότησης που είχαν αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Από την άποψη αυτή, η ΕΚΤ συνιστά οι αλλαγές στη διατύπωση να αποφύγουν κάθε πιθανή ασάφεια στην εφαρμογή της παρούσας απαίτησης. Ενώ αναγνωρίζεται ότι ο σχεδιασμός του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) μπορεί να δικαιολογεί κάποια εξομάλυνση, η μακρά περίοδος παρατήρησης που διαρκεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2018 αναμένεται να παράσχει τον απαραίτητο χρόνο για περαιτέρω ρύθμιση του δείκτη προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενδεχόμενων αθέλητων επιπτώσεων.

9.   Μόχλευση

Η χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε ξεκάθαρα την ανάγκη να περιληφθεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα η υπερβολική μόχλευση. Η ΕΚΤ συνεπώς επικροτεί την δέσμευση της Επιτροπής να δημιουργήσει έναν δείκτη μόχλευσης που δεν βασίζεται στον κίνδυνο, ως δεσμευτική απαίτηση, που υπόκειται σε κατάλληλη επανεξέταση και τελικές προσαρμογές με την μέγιστη χρήση της συμφωνηθείσας περιόδου αναθεώρησης (45). Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ συνιστά τη διασάφηση στο πλαίσιο του προτεινόμενου κανονισμού της δέσμευσης του νομοθέτη να εισαγάγει την εν λόγω απαίτηση (46).

10.   Υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εποπτεία

Τα πλαίσια της υποβολής εκθέσεων σχετικά με την εποπτεία της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (FINREP) και της κοινής πληροφόρησης (COREP) έχουν θεσπιστεί από την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (47). Τα εν λόγω πλαίσια βασίζονται επί του παρόντος σε μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και μορφότυπους υποβολής εκθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ συνιστά: α) τη αποσαφήνιση στο πλαίσιο του προτεινόμενου κανονισμού του πλαισίου κοινοποίησης της CORΕΡ· β) την εισαγωγή σαφούς νομικής βάσης για την FINRΕΡ· και γ) την περαιτέρω εξειδίκευση του πεδίου εφαρμογής των σχεδίων τεχνικών προτύπων που θα θεσπιστούν από την ΕΑΤ στον εν λόγω τομέα (48). Ειδικότερα, προτείνεται η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ να συνεργαστούν για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής των αναγκαίων χρηματοπιστωτικών πληροφοριών για τους σκοπούς της μακροπροληπτικής εποπτείας. Με σκοπό τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών για τη εκπλήρωση των καθηκόντων της μακροπροληπτικής εποπτείας αναφορικά με τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη ρευστότητα και τον δείκτη μόχλευσης (49), η ΕΚΤ επίσης συνιστά την εισαγωγή τριμηνιαίας υποβολής εκθέσεων κατ’ ελάχιστον, και την συμμετοχή του ΕΣΣΚ στην κατάρτιση των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

11.   Βελτίωση των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών

11.1

Ενώ στην πρόσφατη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής εποπτείας έχουν ήδη προβλεφθεί βελτιώσεις αναφορικά με τις ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών (50), η χρηματοπιστωτική κρίση καταδεικνύει την σημασία της εξασφάλισης των κατάλληλων ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των δημοσίων αρχών και συγκεκριμένα μεταξύ των κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ και των εποπτικών αρχών. Η ΕΚΤ συνιστά να περιληφθούν οι μεταβολές της μεταρρύθμισης της εποπτείας στην προτεινόμενη οδηγία και να βελτιωθεί περαιτέρω η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών και των κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, όταν οι εν λόγω πληροφορίες είναι σχετικές με την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους (51). Η ΕΚΤ θα συνιστούσε επίσης η Επιτροπή με την συνδρομή των αρμόδιων θεσμικών οργάνων και αρχών (συμπεριλαμβανομένων των ΕΚΤ, ΕΣΣΚ και ΕΑΤ) να αναλάβει, εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της προτεινόμενης οδηγίας, την πλήρη επανεξέταση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω ρυθμίσεων και, κατά περίπτωση, να συντάξει προτάσεις για την περαιτέρω βελτίωση του πλαισίου αυτού σε επίπεδο Ένωσης, λαμβάνοντας ειδικά υπόψη τις σημαντικές συνεργίες σχετικά με την πληροφόρηση ανάμεσα στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας και προληπτικής εποπτείας, τόσο σε φυσιολογικές περιόδους όσο και κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίων συνθηκών (52).

11.2

Η ΕΚΤ συνιστά επίσης μια αξιολόγηση σε βάθος από την Επιτροπή, βασιζόμενη σε έκθεση της ΕΑΤ, της εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας και του προτεινόμενου κανονισμού αναφορικά με τη συνεργασία της Ένωσης και των κρατών μελών με τρίτες χώρες. Λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα που εξήχθησαν από την χρηματοπιστωτική κρίση, η εν λόγω επανεξέταση θα εντόπιζε τα κενά και θα προσδιόριζε τους τομείς που απαιτούν περαιτέρω βελτιώσεις συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών και ρυθμίσεων αμοιβαιότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής κανόνων εποπτείας σε τρίτες χώρες. Η εν λόγω αξιολόγηση θα περιλαμβάνει επίσης την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση των ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της ΕΑΤ από τη μια πλευρά και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από την άλλη.

Ειδικότερα, η ΕΚΤ συνιστά επίσης την πλήρη επανεξέταση των διατάξεων της προτεινόμενης οδηγίας αναφορικά με τις προϋποθέσεις πρόσβασης για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες προκειμένου να βελτιωθεί η εναρμόνιση των κανόνων εντός των κρατών μελών που διέπουν την ίδρυση υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα εκτός της Ένωσης και να διασφαλιστεί η συνοχή διατομεακώς της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (53).

12.   Λοιπά ζητήματα

Διάφορα άλλα ζητήματα σχετικά με: α) τη συνεργασία ανάμεσα στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία και τον έλεγχο των κεντρικών συμβαλλομένων· β) τις εξουσίες εποπτείας· γ) ζητήματα διακυβέρνησης· δ) τους κανόνες και την ορολογία που εφαρμόζονται σε εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI)· ε) την τιτλοποίηση, αντιμετωπίζονται επίσης στο παράρτημα της γνώμης και δημιουργούν συγκεκριμένες προτεινόμενες τροποποιήσεις.

Όπου η ΕΚΤ υποδεικνύει τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας και του προτεινόμενου κανονισμού, το παράρτημα περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης συνοδευόμενες από την αντίστοιχη αιτιολογία.

Φρανκφούρτη, 25 Ιανουαρίου 2012.

Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ

Vítor CONSTÂNCIO


(1)  COM(2011) 453 final.

(2)  COM(2011) 452 final.

(3)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).

(5)  Βλέπε σημείο 29 της δήλωσης των ηγετών της G20 στη διάσκεψη κορυφής της Σεούλ στις 11-12 Νοεμβρίου 2010, όπου ανακοινώνεται ότι: «Το νέο πλαίσιο θα μεταφραστεί εντός των εθνικών μας νόμων και κανονισμών και θα εφαρμοστεί με έναρξη την 1η Ιανουαρίου 2013 και θα εκτελεστεί πλήρως έως την 1η Ιανουαρίου 2019».

(6)  Βλέπε σημείο 29 της δήλωσης των ηγετών της G20 στη διάσκεψη κορυφής της Σεούλ στις 11-12 Νοεμβρίου 2010.

(7)  Βλέπε «Βασιλεία ΙΙΙ: Ένα παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο για περισσότερο ανθεκτικές τράπεζες και τραπεζικά συστήματα», επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας, Δεκέμβριος 2010, αναθεωρημένη έκδοση Ιούνιος 2011 (εφεξής «συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ»).

(8)  Βλέπε τα δελτία τύπου της ομάδας GHOS της 26ης Ιουλίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2010, διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (www.bis.org).

(9)  Βλέπε π.χ. την παράγραφο 2 της γνώμης CON/2009/17 της ΕΚΤ, της 5ης Μαρτίου 2009, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων (ΕΕ C 93 της 22.4.2009, σ. 3). Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ www.ecb.europa.eu.

(10)  Βλέπε π.χ. την παράγραφο 3 της γνώμης CON/2011/42 της ΕΚΤ, της 4ης Μαΐου 2011, αναφορικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΕ C 159 της 28.5.2011, σ. 10).

(11)  Βλέπε παράγραφο 20 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009.

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12), κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48) και κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84). Οι κανονισμοί που ιδρύουν τις ΕΕΑ εισάγουν μια διαδικασία για την εκπόνηση από τις ΕΕΑ σχεδίων τεχνικών κανονιστικών και εκτελεστικών προτύπων πριν από την έγκρισή τους από την Επιτροπή υπό τη μορφή κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων και εκτελεστικών πράξεων, αντίστοιχα.

(13)  Το άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης αναφέρεται σε σχέδια πράξεων της Ένωσης στις ακόλουθες γλωσσικές αποδόσεις: Βουλγαρική («проект на акт на Съюза»)· Ισπανική («proyecto de acto de la Unión»)· Δανική («udkast»)· Γερμανική («Entwurf für Rechtsakte der Union»)· Εσθονική («ettepanekute»)· Ελληνική («σχέδιο πράξης της Ένωσης»)· Γαλλική («projet d'acte de l'Union»)· Ιταλική («progetto di atto dell'Unione»)· Λετονική («projektiem»)· Λιθουανική («Sąjungos aktų projektų»)· Ολλανδική («ontwerp van een handeling van de Unie»)· Πορτογαλική («projectos de acto da União»)· Ρουμανική («proiect de act al Uniunii»)· Σλοβακική («navrhovaných aktoch Únie»)· Σλοβενική («osnutki aktov Unije»)· Φινλανδική («esityksistä»)· Σουηδική («utkast»). Στην Ιρλανδική απόδοση χρησιμοποιείται ο όρος «gniomh Aontais arna bheartu», ο οποίος αντιστοιχεί στην έννοια «σχεδιαζόμενες» πράξεις της Ένωσης.

(14)  Απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003 στην υπόθεση C-11/00, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Συλλογή 2003, σ. I-7147, ιδίως σκέψεις 110 και 111).

(15)  Άρθρο 443 του προτεινόμενου κανονισμού.

(16)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 87 του προτεινόμενου κανονισμού.

(17)  Βλέπε την κοινή έκθεση στην ομάδα G20 του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, της 27ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα εργαλεία και τα πλαίσια μακροπροληπτικής πολιτικής, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών www.financialstabilityboard.org.

(18)  Βλέπε τίτλο VII, κεφάλαιο 4 της προτεινόμενης οδηγίας.

(19)  Άρθρο 95 της προτεινόμενης οδηγίας.

(20)  Άρθρο 119 παράγραφος 2 του προτεινόμενου κανονισμού.

(21)  Βλέπε τα δελτία τύπου της GHOS της 26ης Ιουλίου και της 12ης Σεπτεμβρίου 2010.

(22)  Βλέπε άρθρο 27 του προτεινόμενου κανονισμού.

(23)  Βλέπε άρθρο 26 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού.

(24)  Βλέπε παράγραφο 84 της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ.

(25)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(26)  Βλέπε άρθρο 46 του προτεινόμενου κανονισμού.

(27)  Σύμφωνα με το άρθρο 16 του προτεινόμενου κανονισμού.

(28)  Σύμφωνα με το άρθρο 16 του προτεινόμενου κανονισμού.

(29)  Βλέπε παράγραφο 6.1 της γνώμης CON/2011/42.

(30)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(31)  Μια σύγκριση των εν λόγω κειμένων αποκαλύπτει αρκετές διαφορές σχετικά με την αντιμετώπιση των συμμετοχών διατομεακώς σε επίπεδο τόσο ατομικό όσο και ομίλου. Για παράδειγμα, κατά την οδηγία 2009/138/ΕΚ, οι συμμετοχές των επιχειρήσεων ασφάλισης σε ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αφαιρούνται σε ατομικό επίπεδο ανεξάρτητα από το αν η ασφαλιστική επιχείρηση και τα ιδρύματα αποτελούν μέρος του ίδιου χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων. Αντιθέτως, ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει αναστολή, δηλ. οι αρμόδιες αρχές μπορούν ν’ αποφασίσουν να μην αφαιρέσουν τις συμμετοχές ενός ιδρύματος σε άλλα ιδρύματα, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ατομικό επίπεδο όταν: οι οντότητες αποτελούν μέρος του ίδιου χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ή όταν δεν αποτελούν μεν μέρος του ίδιου χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, αλλά χρησιμοποιείται μία από τις τρεις μεθόδους που προβλέπονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. Αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι εταιρίες επενδύσεων και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου κατά την οδηγία 2009/138/ΕΚ. Αντιστρόφως, το πεδίο εφαρμογής της εποπτείας κατά τον προτεινόμενο κανονισμό περιορίζεται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι θυγατρικές ιδρύματος, ή κατά περίπτωση της χρηματοδοτικής εταιρίας συμμετοχών ή της εταιρίας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών (άρθρο 16 του προτεινόμενου κανονισμού).

(32)  Βλέπε άρθρο 139 της προτεινόμενης οδηγίας που τροποποιεί το άρθρο 21 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. Αυτό προϋποθέτει τη διαγραφή του άρθρου 46 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού.

(33)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 27 του προτεινόμενου κανονισμού και το δελτίο τύπου της GHOS της 13ης Ιανουαρίου 2011.

(34)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 27 του προτεινόμενου κανονισμού.

(35)  Το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ενεργοποιείται σε περιόδους υπερβολικής αύξησης των πιστώσεων με τη συσσώρευση συστημικών κινδύνων και είναι διαθέσιμο υπό συνθήκες πίεσης.

(36)  Βλέπε άρθρο 126 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και άρθρο 126 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας.

(37)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 75 και 76 του προτεινόμενου κανονισμού.

(38)  Άρθρο 404 του προτεινόμενου κανονισμού.

(39)  Παράρτημα ΙΙΙ του προτεινόμενου κανονισμού.

(40)  Άρθρο 404 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού.

(41)  Βλέπε ειδικά τα άρθρα 403 και 404 καθώς και το παράρτημα ΙΙΙ του προτεινόμενου κανονισμού.

(42)  Βλέπε άρθρο 481 του προτεινόμενου κανονισμού.

(43)  Βλέπε άρθρο 402 του προτεινόμενου κανονισμού.

(44)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 76 και άρθρο 481 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού.

(45)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 70 του προτεινόμενου κανονισμού.

(46)  Βλέπε άρθρο 482 του προτεινόμενου κανονισμού.

(47)  Βλέπε Συλλογή προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, σελίδες 448 έως 473.

(48)  Βλέπε άρθρο 94 του προτεινόμενου κανονισμού.

(49)  Άρθρα 383, 403 και 417 του προτεινόμενου κανονισμού.

(50)  Βλέπε κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2010, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 162).

(51)  Βλέπε για παράδειγμα, τις παραγράφους 13 έως 15 της γνώμης CON/2009/17, την παράγραφο 2.2 της γνώμης της ΕΚΤ CON/2010/23, της 18ης Μαρτίου 2010, σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΕ C 87 της 1.4.2010, σ. 1) και την παράγραφο 5 της γνώμης CON/2011/42.

(52)  Βλέπε παράγραφο 15 της γνώμης CON/2009/17.

(53)  Βλέπε για παράδειγμα την πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [COM(2011) 656 final].


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προτάσεις διατύπωσης για την προτεινόμενη οδηγία

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (1)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 3 της προτεινόμενης οδηγίας

«3)

Οι γενικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] συμπληρώνονται από εξατομικευμένες ρυθμίσεις που θεσπίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές βάσει του εκ μέρους τους συνεχούς εποπτικού ελέγχου κάθε επιμέρους πιστωτικού ιδρύματος και επιχείρησης επενδύσεων. Η έκταση των εν λόγω εποπτικών ρυθμίσεων προβλέπεται να ρυθμίζεται στην οδηγία και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς τους ως προς τις ρυθμίσεις που θα αποφασίζουν να θεσπίσουν. Σε ότι αφορά τις εν λόγω εξατομικευμένες ρυθμίσεις σχετικά με τη ρευστότητα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις αρχές που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη ρευστότητα που δημοσιεύθηκαν από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας [υποσημείωση].»

«3)

Οι γενικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] συμπληρώνονται από εξατομικευμένες ρυθμίσεις που θεσπίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές βάσει του εκ μέρους τους συνεχούς εποπτικού ελέγχου κάθε επιμέρους πιστωτικού ιδρύματος και επιχείρησης επενδύσεων. Η έκταση των εν λόγω εποπτικών ρυθμίσεων προβλέπεται να ρυθμίζεται στην οδηγία και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς τους ως προς τις ρυθμίσεις που θα αποφασίζουν να θεσπίσουν. »

Αιτιολογία

Οι ΕΕΑ αντικαθιστούν τις επιτροπές του επιπέδου 3 της διαδικασίας Lamfalussy και συγκεντρώνουν όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των εν λόγω επιτροπών συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης εν εξελίξει ευρισκόμενων εργασιών και σχεδίων, π.χ. αιτιολογική σκέψη 10 και άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Επομένως η αναφορά στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές στην αιτιολογική σκέψη πρέπει να διαγραφεί.

Τροποποίηση 2

Άρθρο 2 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας (νέο)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«4.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω καθορισμό των κριτηρίων υπαγωγής ενός ιδρύματος στον κατάλογο της παραγράφου 3 καθώς και για τα είδη περιπτώσεων που μπορούν να καλυφθούν από την εθνική νομοθεσία όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

Αιτιολογία

Επί του παρόντος, δεν είναι εφικτός ο καθορισμός των κριτηρίων με τα οποία επιλέγονται οι οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 2 παράγραφος 3 της προτεινόμενης οδηγίας. Προκειμένου να μειωθούν οι εθνικές επιλογές και η διακριτική ευχέρεια, η ΕΚΤ προτείνει να αναπτυχθούν από την ΕΑΤ αντικειμενικά κριτήρια υπό τα οποία θα μπορεί να αξιολογηθεί σε μελλοντικές τροποποιήσεις της προτεινόμενης οδηγίας, αν ο κατάλογος του άρθρου 2 παράγραφος 3 αριθ. 3 έως 22 θα πρέπει να τροποποιηθεί. Μια πρόταση είναι η εφαρμογή της ίδιας διαδικασίας στα είδη περιπτώσεων που υπάγονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της προτεινόμενης οδηγίας. Η παρούσα τροποποίηση πρέπει να διαβάζεται σε συνδυασμό με το άρθρο 136 στοιχείο α) της προτεινόμενης οδηγίας, το οποίο δίνει στην Επιτροπή την εξουσία να πραγματοποιεί τεχνικές προσαρμογές στον κατάλογο του άρθρου 2 της προτεινόμενης οδηγίας.

Τροποποίηση 3

Άρθρο 7 της προτεινόμενης οδηγίας

«Άρθρο 7

Συνεργασία με την ΕΑΤ

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση την παρούσα οδηγία. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ·

β)

οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

γ)

οι εθνικοί όροι εντολής των αρμόδιων αρχών δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ ή βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].»

«Άρθρο 7

Συνεργασία με την ΕΑΤ και εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές, ως συμμετέχουσες στο ΕΣΧΕ, συνεργάζονται με πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, ιδίως κατά την εξασφάλιση των ροών κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και των άλλων συμμετεχόντων στο ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση·

β)

αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ και, αν είναι αναγκαίο, στα σώματα των εποπτών·

γ)

οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, και με τις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδονται από το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010·

δ)

οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ·

ε)

οι εθνικοί όροι εντολής των αρμόδιων αρχών δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ, του ΕΣΣΚ όπου συντρέχει περίπτωση ή βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].»

Αιτιολογία

Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, οι τροποποιήσεις θα εξασφαλίσουν ότι η προτεινόμενη οδηγία αντανακλά τις αρχές της συνεργασίας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010  (2) , τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 και στους κανονισμούς που θεσπίζουν τις ΕΕΑ. Η ΕΚΤ συνιστά την εισαγωγή παρόμοιων τροποποιήσεων και σε άλλες οδηγίες σχετικά με τον χρηματοπιστωτικό τομέα αν είναι αναγκαίο

Τροποποίηση 4

Άρθρο 8 της προτεινόμενης οδηγίας

«Άρθρο 8

Ευρωπαϊκή διάσταση της εποπτείας

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών και, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.»

«Άρθρο 8

Ευρωπαϊκή διάσταση της εποπτείας

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών και, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη βελτίωσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς καθώς και ενίσχυσης της ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση αποσκοπεί στην περαιτέρω αποσαφήνιση των στόχων που θα επιδιώκουν οι αρμόδιες αρχές αναφορικά με την ευρωπαϊκή διάσταση των δραστηριοτήτων τους. Η αιτιολογική σκέψη 42 της προτεινόμενης οδηγίας πρέπει επίσης να τροποποιηθεί αναλόγως.

Τροποποίηση 5

Άρθρα 49 έως 51 της προτεινόμενης οδηγίας

«ΤΙΤΛΟΣ VII

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αρχές της προληπτικής εποπτείας

ΤΜΗΜΑ Ι

Αρμοδιότητες του κράτους μελους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

Άρθρο 49

Αρμοδιότητες ελέγχου του κράτους μέλους καταγωγής

1.   Την προληπτική εποπτεία επί των ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 33 και 34 δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 50

Αρμοδιότητες του κράτους μέλους υποδοχής

Τα μέτρα που λαμβάνονται από το κράτος μέλος υποδοχής δεν επιτρέπεται να προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 51

Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία

[…]»

«ΤΙΤΛΟΣ VII

ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αρχές της προληπτικής εποπτείας

ΤΜΗΜΑ I

Κράτος μέλος καταγωγής και κράτος μέλος υποδοχής

Άρθρο 49

Αρμοδιότητες ελέγχου του κράτους μέλους καταγω

1.   Την προληπτική εποπτεία επί των ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 33 και 34 δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 50

Συνεργασία μεταξύ κράτους μέλους καταγωγής και κράτους μέλους υποδοχής

[…]»

Αιτιολογία

Το άρθρο 50 της προτεινόμενης οδηγίας αποτελεί πιστή αντιγραφή της τρίτης παραγράφου του άρθρου 41 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η εν λόγω τρίτη παράγραφος αναφέρεται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 41, που αντιμετωπίζει την εποπτεία της ρευστότητας των υποκαταστημάτων και τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν από τα κράτη μέλη υποδοχής που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής τους  (3) . Η εν λόγω τρίτη παράγραφος, η οποία είναι άνευ αντικειμένου αφού αναφέρεται στα παραπάνω μέτρα, πρέπει επίσης να διαγραφεί όπως έγινε και με την πρώτη και τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου της οδηγίας 2006/48/ΕΚ  (4).

Η προτεινόμενη τροποποίηση αποσκοπεί στη βελτίωση της νομικής σαφήνειας αναφορικά με τους ρόλους των αρχών καταγωγής και υποδοχής στους τίτλους των παραπάνω διατάξεων. Πρώτον, το άρθρο 49 παράγραφος 1 προβλέπει την αρχή της αρμοδιότητας του κράτους μέλους καταγωγής. Τούτο υπό την επιφύλαξη των προβλέψεων της προτεινόμενης οδηγίας που αποδίδουν την ευθύνη στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Επομένως, η αναφορά στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους υποδοχής στον τίτλο του άρθρου 50 είναι παραπλανητική, καθώς το εν λόγω ζήτημα έχει ήδη αντιμετωπιστεί στο προηγούμενο άρθρο. Δεύτερον, το άρθρο 50 δεν είναι απαραίτητο καθώς η αρχή της μη εφαρμογής διακρίσεων προκύπτει από τις διατάξεις της ίδιας της Συνθήκης.

Τροποποίηση 6

Άρθρο 54 παράγραφος 2 της προτεινόμενης οδηγίας

«2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν πληροφορίες προς την ΕΑΤ, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και άλλες οδηγίες που διέπουν τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς και με τα άρθρα 31 και 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Οι εν λόγω πληροφορίες υπάγονται στους όρους επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1.»

«2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν πληροφορίες προς την ΕΑΤ, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και άλλες οδηγίες που διέπουν τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς και με τα άρθρα 31, 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Οι εν λόγω πληροφορίες υπάγονται στους όρους επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση καθιστά σαφές ότι οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ μπορούν να διαβιβάζουν στο ΕΣΣΚ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η ΕΚΤ συνιστά την εισαγωγή παρόμοιων τροποποιήσεων και σε άλλες οδηγίες σχετικά με τον χρηματοπιστωτικό τομέα αν είναι αναγκαίο.

Τροποποίηση 7

Άρθρο 59 της προτεινόμενης οδηγίας

«Άρθρο 59

Διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν νομισματικά και συστημικά θέματα και θέματα πληρωμών

1.   Καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς:

[…]

4.   Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν αμελλητί πληροφορίες […].»

«Άρθρο 59

Διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν νομισματικά και συστημικά θέματα και θέματα πληρωμών

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξαλειφθούν τα εμπόδια που παρεμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των αντίστοιχων καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς:

[…]

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν αμελλητί πληροφορίες […].»

Αιτιολογία

Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει επιβεβαιώσει ότι η διασφάλιση των κατάλληλων ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των δημοσίων αρχών και συγκεκριμένα μεταξύ των κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών αρχών είναι υψίστης σημασίας. Συνεπώς, η ΕΚΤ συνιστά να βελτιωθούν περαιτέρω οι μέθοδοι ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών και των κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, αναφορικά με πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των καταστατικών καθηκόντων τους, ειδικά σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (βλέπε επίσης τροποποίηση 12).

Τροποποίηση 8

Άρθρο 64 της προτεινόμενης οδηγίας

«Άρθρο 64

Εποπτικές εξουσίες

Για τους σκοπούς του άρθρου 99 και της εφαρμογής του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις κατωτέρω εξουσίες:

[…].»

«Άρθρο 64

Εποπτικές εξουσίες

Για τους σκοπούς του άρθρου 99 και της εφαρμογής του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις κατωτέρω εξουσίες:

[…]

ια)

να ανακαλούν ένα ή περισσότερα μέλη από το διοικητικό όργανο, αν αυτά δεν εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται με το άρθρο 87.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση αποσκοπεί στην διασφάλιση ότι οι εθνικοί νόμοι εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης μελών από το διοικητικό όργανο καθώς και κυρίων διευθυντικών στελεχών, τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 87 της προτεινόμενης οδηγίας, κατά τα διεθνή πρότυπα  (5).

Τροποποίηση 9

Άρθρο 67 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας

«1.   Το παρόν άρθρο ισχύει σε όλες τις παρακάτω περιπτώσεις:

[…].»

«1.   Το παρόν άρθρο ισχύει σε όλες τις παρακάτω περιπτώσεις:

[…]

ιδ)

ένα ίδρυμα κρίθηκε υπεύθυνο για σοβαρή παραβίαση των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την οδηγία 2005/60/ΕΚ σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας [υποσημείωση]».

Αιτιολογία

Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν την ικανότητα να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 18 στοιχείο στ) της προτεινόμενης οδηγίας, στην περίπτωση που αυτό έχει διαπράξει σοβαρές παραβιάσεις των κανόνων της Ένωσης σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Τροποποίηση 10

Άρθρο 75 παράγραφος 5 της προτεινόμενης οδηγίας

«5.   […]

Το τμήμα διαχείρισης κινδύνου μπορεί να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, όποτε αυτό απαιτείται, ανεξάρτητα από τα ανώτερα στελέχη.

Ο ή η επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου θα είναι ανεξάρτητο ανώτερο στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου.

[…].»

«5.   […]

Το τμήμα διαχείρισης κινδύνου μπορεί να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, όποτε αυτό απαιτείται, ανεξάρτητα από τα ανώτερα στελέχη καθώς και να διατυπώνει προβληματισμούς στο εν λόγω όργανο και να το προειδοποιεί, όποτε αυτό απαιτείται, σε περίπτωση συγκεκριμένων εξελίξεων κινδύνου που επηρεάζουν ή μπορεί να επηρεάσουν το ίδρυμα, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού οργάνου υπό τον εποπτικό ή/και τον διοικητικό του ρόλο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].

Ο ή η επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου θα είναι ανεξάρτητο ανώτερο στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου.

[…].»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ συνιστά την παρούσα προτεινόμενη τροποποίηση προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω ότι το τμήμα διαχείρισης κινδύνου έχει επίσης το καθήκον της διατύπωσης προβληματισμών και προειδοποιήσεων προς το διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα σε περίπτωση εξελίξεων σχετικών με τους κινδύνους στους οποίους ένα ίδρυμα είναι εκτεθειμένο.

Τροποποίηση 11

Άρθρο 87 της προτεινόμενης οδηγίας

«Άρθρο 87

Διοικητικό Όργανο

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου οποιουδήποτε ιδρύματος να έχουν πάντοτε καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν να τηρούν τα εξής:

[…]

β)

Το διοικητικό όργανο θα κατέχει συνολικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων.

[…]

5.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

[…]

β)

την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β)·

[…].»

«Άρθρο 87

Διοικητικό Όργανο

1.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου οποιουδήποτε ιδρύματος να έχουν πάντοτε καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν να τηρούν τα εξής:

[…]

β)

Το διοικητικό όργανο θα κατέχει σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων.

[…]

5.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

[…]

β)

την έννοια των επαρκών ατομικών και συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β)·

[…].»

Αιτιολογία

Η τροποποίηση αποσκοπεί να εξασφαλίσει ότι το διοικητικό όργανο όχι μόνο συλλογικά, αλλά και κάθε μεμονωμένο μέλος του διοικητικού οργάνου διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις και τις απαιτούμενες δεξιότητες [βλέπε παράγραφο 5.1 της Πράσινης βίβλου της Επιτροπής για την εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις πολιτικές αποδοχών  (6) ]. Από την άποψη αυτή, προτείνεται να ανατεθεί επίσης στην ΕΑΤ το καθήκον της ανάπτυξης σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει την έννοια των επαρκών ατομικών γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειριών των μελών του διοικητικού οργάνου.

Τροποποίηση 12

Άρθρο 109 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας

«1.   Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που ορίζονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 52, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα και με το κεφάλαιο 1, τμήμα 2 και με τα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όπου αυτά ισχύουν, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό, την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και τις αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 και στο άρθρο 60 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές. Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που προβλέπει το άρθρο 107 και την ΕΑΤ.

Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.»

«1.   Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που ορίζονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 52, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα και με το κεφάλαιο 1, τμήμα 2 και με τα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,όπου αυτά ισχύουν, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό, την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ, τις κεντρικές τράπεζες και τις αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 60 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές για την εκτέλεση των εργασιών τους. Εάν η κεντρική τράπεζα ή το ΕΣΣΚ αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που προβλέπει το άρθρο 107 και την ΕΑΤ. Στο μέτρο του δυνατού, ηοι αρμόδιαες αρχήές, και η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 οι κεντρικές τράπεζες και το ΕΣΣΚ χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.

Στο μέτρο του δυνατού, οι αρμόδιαες αρχές, οι κεντρικές τράπεζες και το ΕΣΣΚ χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.»

Αιτιολογία

Καθώς σημειώθηκε στις τροποποιήσεις 4 και 5 της γνώμης CON/2009/17, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις αποσκοπούν στην αποσαφήνιση της έννοιας των «αρχών» στο παρόν άρθρο. Συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 αντιστοιχούν στις κεντρικές τράπεζες και στο ΕΣΣΚ και όχι στις αρμόδιες αρχές. Οι παραπομπές στην εν λόγω έννοια των «αρχών» θα πρέπει να αποφεύγονται σε όλη την έκταση του κειμένου, για τη διευκόλυνση της ανάγνωσης της προτεινόμενης οδηγίας καθώς και για την επίτευξη περαιτέρω ασφάλειας δικαίου.

Οι άλλες προτεινόμενες τροποποιήσεις αποσκοπούν στην αποσαφήνιση της φύσης των πληροφοριών που διαβιβάζονται, σύμφωνα με το άρθρο 59 της προτεινόμενης οδηγίας. Συγκεκριμένα, οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να προσδιορίζονται μόνο ως «αναγκαίες» πληροφορίες, αλλά πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν και κάθε «σχετική» πληροφορία για την εκτέλεση των εργασιών των κεντρικών τραπεζών και του ΕΣΣΚ  (7).

Τροποποίηση 13

Άρθρο 126 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας

«4.   Στις μεταβλητές που αναφέρονται στο σημείο γ) της παραγράφου 3 μπορούν να περιλαμβάνονται […].»

   

Αιτιολογία

Γίνεται αναφορά στην παράγραφο 7 της γνώμης. Η προτεινόμενη τροποποίηση (διαγραφή παραγράφου από το άρθρο 126 της προτεινόμενης οδηγίας) θα αφαιρέσει το διαρθρωτικό στοιχείο από το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, ευθυγραμμίζοντας την προτεινόμενη οδηγία με τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ. Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 126 παράγραφος 8 στοιχείο η) της προτεινόμενης οδηγίας πρέπει να διαγραφεί αντιστοίχως, καθώς και η αναφορά στις «διαρθρωτικές μεταβλητές» στην αιτιολογική σκέψη 58 της προτεινόμενης οδηγίας, όπως επίσης και η δεύτερη και η τρίτη πρόταση της αιτιολογικής σκέψης 60 της προτεινόμενης οδηγίας.

Τροποποίηση 14

Άρθρο 149 παράγραφος 6 της προτεινόμενης οδηγίας

«6.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν συντομότερη μεταβατική περίοδο από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 1, όπου αυτό δικαιολογείται λόγω αυξημένης πιστωτικής επέκτασης οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αν ένα κράτος το πράξει αυτό, η συντομότερη περίοδος θα ισχύει μόνο για τους σκοπούς υπολογισμού του Αντικυκλικού Κεφαλαιακού Αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα από τα ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος για το οποίο η εντεταλμένη αρχή είναι υπεύθυνη.»

«6.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν συντομότερη μεταβατική περίοδο από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 1 για την εφαρμογή του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, όπου αυτό δικαιολογείται λόγω αυξημένης πιστωτικής επέκτασης οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αν ένα κράτος το πράξει αυτό, η συντομότερη περίοδος που τίθεται για το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας μπορεί να αναγνωριστεί από τα άλλα κράτη μέλη για τους σκοπούς υπολογισμού από τα ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας εγχωρίως της απαίτησής τους αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα»

Αιτιολογία

Τα κράτη μέλη στα οποία παρουσιάζεται αυξημένη πιστωτική επέκταση κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προσδιορίζεται στο άρθρο 149 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας μπορούν να εξετάζουν την επίσπευση της συσσώρευσης του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας  (8) . Για την αποφυγή της καταχρηστικής επιλογής ευνοϊκότερων κανόνων (κανονιστικό αρμπιτράζ), μπορεί να επιτρέπεται στα άλλα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν την πρώιμη εφαρμογή του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας.

Τροποποίηση 15

Άρθρο 150 παράγραφος 5 της προτεινόμενης οδηγίας (νέο)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«5.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή συμβουλεύεται τις ΕΕΑ, το ΕΣΚΤ, το ΕΣΣΚ και τα λοιπά σχετικά μέλη για την επανεξέταση της αποτελεσματικότητας των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών κατά την παρούσα οδηγία, και συγκεκριμένα κατά τον τίτλο VII, κεφάλαιο 1, τμήμα 2 και θα διατυπώσει προτάσεις, κατά περίπτωση, για την περαιτέρω ανάπτυξη των εν λόγω διατάξεων ή/και ρυθμίσεων, λαμβάνοντας συγκεκριμένα υπόψη τις σημαντικές συνεργίες σχετικά με την πληροφόρηση ανάμεσα στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας και προληπτικής εποπτείας, τόσο σε φυσιολογικές περιόδους όσο και κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίων συνθηκών.»

Αιτιολογία

Βλέπε παράγραφο 11 της γνώμης.

Τροποποίηση 16

Άρθρο 150 παράγραφος 6 της προτεινόμενης οδηγίας (νέο)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«6.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η ΕΑΤ επανεξετάζει και υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή των προβλέψεων της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], αναφορικά με τη συνεργασία της Ένωσης και των κρατών μελών με τρίτες χώρες. Η εν λόγω επανεξέταση εντοπίζει κενά και προσδιορίζει τους τομείς που απαιτούν περαιτέρω ανάπτυξη αναφορικά με τους κανόνες συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών και τις ρυθμίσεις αμοιβαιότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής κανόνων εποπτείας σε τρίτες χώρες.

Η ΕΑΤ αξιολογεί επίσης την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση των ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της ΕΑΤ από τη μια πλευρά και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή οργανισμών όπως το ΔΝΤ ή το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από την άλλη.

Η επιτροπή εξετάζει την αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στην έκθεση της ΕΑΤ για να προσδιορίσει εάν είναι απαραίτητες νομοθετικές προτάσεις.»

Αιτιολογία

Για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Ένωσης και των αρχών των κρατών μελών και των αρχών από τρίτες χώρες, για την εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων εποπτείας στις εν λόγω χώρες και λαμβάνοντας επίσης υπόψη την έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, είναι απαραίτητη η ενδελεχής εξέταση από την ΕΑΤ και η υποβολή έκθεσης επί του εν λόγω ζητήματος μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014. Η εν λόγω έκθεση πρέπει επίσης να καλύπτει τα ζητήματα σχετικά με τους κανόνες συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Βασιζόμενη στα ζητήματα που προσδιορίζονται στην εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή θα αξιολογεί αν είναι απαραίτητη μια νομοθετική πρόταση για τη βελτίωση αυτού του πλαισίου.

Τροποποίηση 17

Άρθρο 150 παράγραφος 7 της προτεινόμενης οδηγίας (νέο)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«7.   Κατόπιν λήψης εντολής από την Επιτροπή, η ΕΑΤ ερευνά αν οι οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα που δηλώνουν ότι διενεργούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ισλαμικές τραπεζικές αρχές καλύπτονται επαρκώς από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].

Η Επιτροπή επανεξετάζει την έκθεση που έχει ετοιμάσει η ΕΑΤ και κατά περίπτωση υποβάλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»

Αιτιολογία

Ενόψει της πρόσφατης αύξησης του αριθμού των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που διενεργούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ισλαμικές τραπεζικές αρχές, η ΕΚΤ συνιστά να ανατεθεί στην ΕΑΤ το καθήκον της ανάληψης μιας πλήρους επανεξέτασης αυτού του είδους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας καθώς και της εξέτασης της ανάγκης για κατάλληλες ρυθμίσεις του τραπεζικού πλαισίου της Ένωσης.


Προτάσεις διατύπωσης για τον προτεινόμενο κανονισμό

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (9)

Τροποποίηση 1

Προοίμιο του προτεινόμενου κανονισμού (νέο σημείο αναφοράς)

«Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,»

«Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,»

Αιτιολογία

Σύμφωνα με το άρθρο 296 της Συνθήκης, το οποίο προβλέπει ότι οι νομικές πράξεις πρέπει να αναφέρονται στις γνώμες που απαιτούνται από τις συνθήκες, η προτεινόμενη τροποποίηση είναι αναγκαία προκειμένου να εκφραστεί το γεγονός ότι η πράξη της Ένωσης εκδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης που προβλέπουν την υποχρέωση για διαβούλευση με την ΕΚΤ σχετικά με κάθε προτεινόμενη πράξη της Ένωσης που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 16α του προτεινόμενου κανονισμού (νέα)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«16α)

Η έκθεση από την Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για την εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την προεδρία του Jacques de Larosière, αναφέρει ότι η μικροπροληπτική εποπτεία δεν μπορεί να διασφαλίζει αποτελεσματικά την χρηματοπιστωτική σταθερότητα χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις εξελίξεις σε επίπεδο μακροπροληπτικής εποπτείας, ενώ η μακροπροληπτική εποπτεία είναι ανώφελη αν δεν μπορεί με κάποιο τρόπο να επηρεάζει τη μικροπροληπτική εποπτεία.

Η στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΑΤ και του ΕΣΣΚ είναι ουσιώδης για τη λειτουργία του ΕΣΣΚ και τη συμμόρφωση προς τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του. Συγκεκριμένα η ΕΑΤ πρέπει να μπορεί να διαβιβάσει στο ΕΣΣΚ όλες τις σχετικές πληροφορίες που συνέλεξαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη αιτιολογική σκέψη αντιμετωπίζει την σημασία του μακροπροληπτικού ελέγχου στην Ένωση και αποσαφηνίζει ότι οι πληροφορίες που υπόκεινται στις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων έχει σκοπούς τόσο μικροπροληπτικού όσο και μακροπροληπτικού χαρακτήρα. Μια πανομοιότυπη αιτιολογική σκέψη θα μπορούσε να εισαχθεί και στην προτεινόμενη οδηγία.

Τροποποίηση 3

Αιτιολογική σκέψη 56α του προτεινόμενου κανονισμού (νέα)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«56α)

Ένα σημαντικό δίδαγμα που εξάγεται από την κρίση είναι η ανάγκη για ουσιώδη ενδυνάμωση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών του υποχρεωτικού κεφαλαίου. Με αυτόν τον στόχο, η συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ απαιτεί αναφορικά με τις ανώνυμες εταιρίες, “για να περιληφθεί ένα μέσο στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρέπει να πληροί τα κριτήρια που προσδιορίζονται στη συμφωνία και τα κριτήρια πρέπει να πληρούνται μόνο με κοινές μετοχές”. Ο κανονισμός εφαρμόζει τα εν λόγω αυστηρά κριτήρια προκειμένου “να καλύψει τα μέσα των ιδίων κεφαλαίων ανώτατης ποιότητας τραπεζών που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο και είναι ανώνυμες εταιρίες”.»

Αιτιολογία

Η πρόταση αποσκοπεί στο να τονίσει τις σχετικές προβλέψεις της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ αναφορικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας των μετοχών ως μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (βλέπε επίσης τροποποιήσεις 6, 7, 8 και 9).

Τροποποίηση 4

Αιτιολογική σκέψη 68 του προτεινόμενου κανονισμού

«(68)

Ο δείκτης μόχλευσης είναι ένα νέο ρυθμιστικό και εποπτικό εργαλείο για την Ένωση. Σύμφωνα με τις διεθνείς συμφωνίες, θα πρέπει να θεσπιστεί στην αρχή ως ένα επιπρόσθετο στοιχείο που μπορεί να εφαρμοστεί σε μεμονωμένα ιδρύματα με τη διακριτική ευχέρεια των εποπτικών αρχών. Οι υποχρεώσεις παροχής εκθέσεων των ιδρυμάτων θα επιτρέψουν τον κατάλληλο έλεγχο και την ανάλογη διαμόρφωση, με στόχο τη μετάβαση σε ένα δεσμευτικό μέτρο το 2018.»

«(68)

Ο δείκτης μόχλευσης είναι ένα νέο ρυθμιστικό και εποπτικό εργαλείο για την Ένωση, σύμφωνα μετη συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ. Θα πρέπει να θεσπιστεί στην αρχή ως ένα επιπρόσθετο στοιχείο που μπορεί να εφαρμοστεί σε μεμονωμένα ιδρύματα με τη διακριτική ευχέρεια των εποπτικών αρχών. Οι υποχρεώσεις παροχής εκθέσεων των ιδρυμάτων θα επιτρέψουν τον κατάλληλο έλεγχο και την ανάλογη διαμόρφωση, προκειμένου να εξασφαλιστεί η υποχρεωτική εφαρμογή του δείκτη μόχλευσης από το 2018.»

Αιτιολογία

Η παρούσα τροποποίηση καθιστά σαφές ότι ο δείκτης μόχλευσης θα εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Τροποποίηση 5

Άρθρο 4 του προτεινόμενου κανονισμού (νέοι ορισμοί)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«“Εξωτερικός Οργανισμός Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ECAI)”: οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 ή κεντρική τράπεζα που εκδίδει αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εξαιρούνται από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.»

«“Καθορισμένος Εξωτερικός Οργανισμός Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ΕCΑΙ)”: Ο Εξωτερικός Οργανισμός Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας που έχει καθοριστεί για τον σκοπό αυτόν από ένα ίδρυμα.»

Αιτιολογία

Για λόγους σαφήνειας, η προτεινόμενη τροποποίηση ορίζει τους «Εξωτερικούς Οργανισμούς Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ECAI)» και τους «Καθορισμένους Εξωτερικούς Οργανισμούς Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ECAI)» και τους προσθέτει στον κατάλογο των ορισμών του προτεινόμενου κανονισμού και της οδηγίας. Αφού ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009  (10) ορίζει τους Εξωτερικούς Οργανισμούς Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ECAI) ως όλους τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγγεγραμμένοι ή πιστοποιημένοι σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 ή τις κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εξαιρούνται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, δεν υπάρχει ανάγκη για ορισμό των «επιλέξιμων» ή/και των «αναγνωρισμένων» Εξωτερικών Οργανισμών Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ECAI) στον προτεινόμενο κανονισμό και την οδηγία. Για τον ίδιο λόγο οι λοιπές διατάξεις που αναφέρονται στους εν λόγω όρους πρέπει να τροποποιηθούν αντιστοίχως. Για λόγους συνοχής διατομεακώς, η ΕΚΤ συνιστά επίσης την εξασφάλιση ότι οι διατάξεις παρουσιάζουν αντιστοιχία με εκείνες της πρότασης για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών  (11) υπό συζήτηση που είναι σχετικές με τους Εξωτερικούς Οργανισμούς Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ECAI). Τούτο εφαρμόζεται επίσης στους κανόνες που σχετίζονται με την κατάταξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των Εξωτερικών Οργανισμών Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας (ECAI) και την πιθανότητα συμμετοχής της Μεικτής Επιτροπής των ΕΕΑ  (12).

Τροποποίηση 6

Άρθρο 24 παράγραφος 4 του προτεινόμενου κανονισμού

«4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο των ειδών κεφαλαιακών μέσων σε κάθε κράτος μέλος, τα οποία χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η ΕΑΤ καταρτίζει και θα δημοσιεύσει τον ανωτέρω κατάλογο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2013.»

«4.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ τις μετοχές τις οποίες κρίνουν επιλέξιμες ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία. Η ΕΑΤ αξιολογεί τα εν λόγω είδη μετοχών σε συνεχή βάση και καταρτίζει σχέδιο καταλόγου των ειδών μετοχών σε καθένα κράτος μέλος που χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 5

Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία η ΕΑΤ μπορεί να αποφασίζει να ζητεί νομικές γνωμοδοτήσεις προκειμένου να εξακριβώσει την επιλεξιμότητα των ειδών μετοχών που γνωστοποιούνται από κράτη μέλη υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 26.»

Αιτιολογία

Η ΕΑΤ πρέπει να είναι αρμόδια για την αξιολόγηση των ειδών μετοχών που κρίνονται ως επιλέξιμα ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 επί τη βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές και σύμφωνα με τους κανόνες που προσδιορίζονται στον προτεινόμενο κανονισμό, συγκεκριμένα στο άρθρο 26 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού. Για το σκοπό αυτό, η ΕΑΤ μπορεί επίσης να ζητεί εξωτερικές νομικές γνωμοδοτήσεις για να αξιολογεί την επιλεξιμότητα ορισμένων ειδών μετοχών που έχουν γνωστοποιηθεί από τα κράτη μέλη.

Τροποποίηση 7

Άρθρο 24 παράγραφοι 5 και 6 του προτεινόμενου κανονισμού (νέες)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την ένταξη στον κατάλογο των ειδών μετοχών που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 26.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2013.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία υιοθέτησης των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.   Μόνο τα είδη μετοχών που περιλαμβάνονται στην εκτελεστική πράξη που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 5 θα θεωρούνται επιλέξιμα ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που ορίζονται στο κεφάλαιο 2 σε συνεχή βάση.»

Αιτιολογία

Η ΕΑΤ πρέπει να είναι αρμόδια για την αξιολόγηση των ειδών μετοχών που είναι επιλέξιμες ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 επί τη βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές και σύμφωνα με τους κανόνες που προσδιορίζονται στον προτεινόμενο κανονισμό, συγκεκριμένα στο άρθρο 26 παράγραφος 1. Η ΕΚΤ προτείνει το σχέδιο καταλόγου που καταρτίζεται από την ΕΑΤ να μετατρέπεται σε εκτελεστική πράξη της Επιτροπής.

Τροποποίηση 8

Άρθρο 26 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

[…].»

«1.   Τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από ιδρύματα άλλα από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 27 αποτελούνται από μετοχές των επιχειρήσεων που αναφέρονται στον κατάλογο του άρθρου 24 παράγραφος 4 και χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

[…].»

Αιτιολογία

Ο προτεινόμενος κανονισμός αναφέρεται στα «κεφαλαιακά μέσα» ως συστατικά των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ αναφέρεται στις «κοινές μετοχές» ως κυρίαρχο είδος του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η ΕΚΤ συνιστά να καταστεί σαφές ότι τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θα αποτελούνται μόνο από μετοχές που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 26 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού.

Τροποποίηση 9

Άρθρο 26 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«3.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις εφαρμοστέες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης κεφαλαιακών μέσων·

β)

την έννοια των διανεμητέων στοιχείων για τους σκοπούς του προσδιορισμού του ποσού που είναι διαθέσιμο για διανομή στους κατόχους μέσων ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος.»

«3.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τις εφαρμοστέες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης κεφαλαιακών μέσων·

β)

την έννοια των διανεμητέων στοιχείων για τους σκοπούς του προσδιορισμού του ποσού που είναι διαθέσιμο για διανομή στους κατόχους μέσων ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος·

γ)

την έννοια των προνομιακών διανομών·

δ)

τον ορισμό και τις επιπτώσεις της “απορρόφησης του πρώτου και μεγαλύτερου αναλογικά μεριδίου των ζημιών που συμβαίνουν”·

ε)

τη φύση του ανώτατου ορίου ή άλλου περιορισμού επί του μέγιστου επιπέδου των διανεμητέων στοιχείων.»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ΕΑΤ πρέπει να αναπτύξει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στους παραπάνω τομείς για τη βελτίωση της εναρμονισμένης εφαρμογής των κριτηρίων για την επιλεξιμότητα των μετοχών ως στοιχείων των κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε όλα τα κράτη μέλη.

Τροποποίηση 10

Άρθρο 46 του προτεινόμενου κανονισμού

«Άρθρο 46

Άλλες εξαιρέσεις και εναλλακτικές δυνατότητες στην αφαίρεση σε περίπτωση ενοποίησης

1.   Ως εναλλακτική λύση στην αφαίρεση των συμμετοχών ενός ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου στις οποίες έχει σημαντική επένδυση το ίδρυμα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να εφαρμόσουν τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. Το ίδρυμα εφαρμόζει τη μέθοδο που επιλέχθηκε με τρόπο διαχρονικά σταθερό. Ένα ίδρυμα δύναται να εφαρμόσει τη μέθοδο 1 (λογιστική ενοποίηση) μόνο αν έχει λάβει την προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή μπορεί να παραχωρήσει την εν λόγω συγκατάθεση μόνο αν είναι ικανοποιημένη από το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει της μεθόδου 1.

[…]

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να μην αφαιρέσουν μια συμμετοχή σε στοιχείο που αναφέρεται στα στοιχεία η) και θ) του άρθρου 33 παράγραφος 1 στις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση που η συμμετοχή είναι σε σχετική οντότητα που συμπεριλαμβάνεται στην ίδια συμπληρωματική εποπτεία με το ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ·

β)

σε περίπτωση που ένα ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 25 κατέχει συμμετοχή σε άλλο ανάλογο ίδρυμα ή στο κεντρικό περιφερειακό πιστωτικό του ίδρυμα, και εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

[…].»

«Άρθρο 46

Άλλες εξαιρέσεις και εναλλακτικές δυνατότητες στην αφαίρεση σε περίπτωση ενοποίησης

1.   Ως εναλλακτική λύση στην αφαίρεση των συμμετοχών ενός ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου στις οποίες έχει σημαντική επένδυση το ίδρυμα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να εφαρμόσουν τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚμε την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή των εν λόγω μεθόδων δεν καταλήγει σε υψηλότερα ίδια κεφάλαια σε σχέση με τη μέθοδο της αφαίρεσης στο επίπεδο των ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 16. Το ίδρυμα εφαρμόζει τη μέθοδο που επιλέχθηκε με τρόπο διαχρονικά σταθερό. Ένα ίδρυμα δύναται να εφαρμόσει τη μέθοδο 1 (λογιστική ενοποίηση) μόνο αν έχει λάβει την προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή μπορεί να παραχωρήσει την εν λόγω συγκατάθεση μόνο αν είναι ικανοποιημένη από το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει της μεθόδου 1.

[…]

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να μην αφαιρέσουν μια συμμετοχή σε στοιχείο που αναφέρεται στα στοιχεία η) και θ) του άρθρου 33 παράγραφος 1 στις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση που η συμμετοχή είναι σε σχετική οντότητα που συμπεριλαμβάνεται στην ίδια συμπληρωματική εποπτεία με το ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ·

β)

σε περίπτωση που η εναλλακτική της αφαίρεσης δεν καταλήγει σε υψηλότερα ίδια κεφάλαια έναντι της μεθόδου της αφαίρεσης στο επίπεδο των ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 16·

γ)

σε περίπτωση που ένα ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 25 κατέχει συμμετοχή σε άλλο ανάλογο ίδρυμα ή στο κεντρικό περιφερειακό πιστωτικό του ίδρυμα, και εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

[…].»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ κατανοεί ότι η εξάλειψη της διπλής χρήσης των εκ του νόμου κεφαλαίων σε τομεακό επίπεδο (με την αφαίρεση σημαντικών επενδύσεων σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις) και ο καθορισμός συμπληρωματικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε επίπεδο χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων (με τη χρήση μιας από της τρεις μεθόδους που προβλέπονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ) δεν αλληλοαντικαθίστανται. Ως συνέπεια, κάθε εναλλακτική στη μέθοδο της αφαίρεσης όπως συμφωνήθηκε από την GHOS δεν πρέπει να καταλήγει σε υψηλότερα εκ του νόμου κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 του προτεινόμενου κανονισμού.

Τροποποίηση 11

Άρθρο 95 του προτεινόμενου κανονισμού

«Άρθρο 95

Κοινοποίηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

1.   Τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο θέσης κοινοποιούν τις εν λόγω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τουλάχιστον κάθε 3 μήνες.

Η εν λόγω κοινοποίηση περιλαμβάνει χρηματοοικονομικά στοιχεία που καταρτίζονται σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο στο οποίο υπάγεται το ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 και της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ στον βαθμό που απαιτείται για την εξασφάλιση μιας ολοκληρωμένης εικόνας του προφίλ κινδύνου των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος.

Η κοινοποίηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στο άρθρο 87 από τα ιδρύματα πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο.

Τα ιδρύματα διαβιβάζουν τα αποτελέσματα και τα απαιτούμενα επί μέρους σχετικά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τη διευκρίνιση των ενιαίων μορφοτύπων, συχνοτήτων και ημερομηνιών κοινοποίησης καθώς και λύσεων ΤΠ που πρέπει να εφαρμοστούν στην Ένωση για τις εν λόγω κοινοποιήσεις. Οι μορφότυποι διαβίβασης στοιχείων είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2013.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

«Άρθρο 95

Κοινοποίηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών πληροφοριών

1.   Η κοινοποίηση στοιχείων από τα ιδρύματα για τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 87 διεξάγεταιτουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση

1α.   Η εν λόγω κοινοποίηση περιλαμβάνει επίσης χρηματοοικονομικά στοιχεία που καταρτίζονται σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο στο οποίο υπάγεται το ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 και της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ στον βαθμό που:

α)

Η ΕΑΤ θεωρεί τις εν λόγω πληροφορίες απαραίτητες για την εξασφάλιση μιας ολοκληρωμένης εικόνας του προφίλ κινδύνου των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος·

β)

Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεωρεί τις εν λόγω πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων της μακροπροληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τα ιδρύματα διαβιβάζουν τα αποτελέσματα και τα απαιτούμενα επί μέρους σχετικά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές εγκαίρως.

2.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τη διευκρίνιση των ορισμών και των κριτηρίων ταξινόμησης των ενιαίων μορφοτύπων, συχνοτήτων και ημερομηνιών κοινοποίησης καθώς και λύσεων ΤΠ που πρέπει να εφαρμοστούν στην Ένωση για τις εν λόγω κοινοποιήσεις. Οι μορφότυποι και η συχνότητα διαβίβασης στοιχείων είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΑΤ συμβουλεύεται το ΕΣΣΚ για την ανάπτυξη σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1α στοιχείο β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2013.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

Αιτιολογία

Η παρούσα τροποποίηση αποσαφηνίζει την τρέχουσα νομική βάση για την υιοθέτηση των μορφοτύπων κοινοποίησης COREP και εισάγει νομική βάση για τους μορφότυπους κοινοποίησης FINREP  (13) . Επιπλέον, η ΕΚΤ συνιστά οι κοινοποιήσεις να λαμβάνουν χώρα σε τριμηνιαία βάση, εντός δύο μηνών μετά το τρίμηνο αναφοράς ώστε να εξασφαλίζεται καλύτερη ροή πληροφοριών. Θα πρέπει επίσης να αποσαφηνιστεί ότι η πληροφορίες που κοινοποιούνται για σκοπούς μακροπροληπτικής εποπτείας πρέπει να ακολουθούν κοινούς ορισμούς και κριτήρια ταξινόμησης. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ πρέπει να συνεργάζονται για να ορίσουν το πεδίο εφαρμογής των απαραίτητων χρηματοοικονομικών πληροφοριών για τους σκοπούς της μακροπροληπτικής εποπτείας. Θα είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι μορφότυποι και οι συχνότητες κοινοποίησης προσαρμόζονται ανάλογα με το μέγεθος των ιδρυμάτων. Προκειμένου να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων της μακροπροληπτικής εποπτείας αναφορικά με τις απαιτήσεις κοινοποίησης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη ρευστότητα και τον δείκτη μόχλευσης  (14) , η ΕΚΤ συνιστά την εισαγωγή τουλάχιστον τριμηνιαίας κοινοποίησης και τη συμμετοχή ανάμιξη του ΕΣΣΚ στην ανάπτυξη των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων. Τέλος, σε αρμονία με την αρχή της αναλογικότητας, τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων μπορούν να συμπεριλάβουν συγκεκριμένες απαιτήσεις σχετικά με τη συχνότητα υποβολής εκθέσεων ανάλογα με τη φύση, την κλίμακα, και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων.

Τροποποίηση 12

Άρθρο 130 του προτεινόμενου κανονισμού

«Τμήμα 3

Αναγνώριση και κατάταξη πιστοληπτικών αξιολογήσεων

Ενότητα 1

Αναγνώριση των ECAI

Άρθρο 130

ECAI

1.   Η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης ενός ανοίγματος σε κίνδυνο δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου μόνο εφόσον έχει εκδοθεί από επιλέξιμο ECAI ή έχει προσυπογραφεί από επιλέξιμο ECAI σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

2.   Επιλέξιμοι ECAI είναι όλοι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγγεγραμμένοι ή πιστοποιημένοι σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και οι κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν πιστωτικές διαβαθμίσεις, οι οποίες εξαιρούνται από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

3.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει κατάλογο των επιλέξιμων ECAI.»

«Τμήμα 3

Χρησιμοποίηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων και κατάταξη πιστοληπτικών αξιολογήσεων

Ενότητα 1

ECAI

Άρθρο 130

Χρησιμοποίηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων από τους ECAI

1.   Η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης ενός ανοίγματος σε κίνδυνο δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου μόνο εφόσον έχει εκδοθεί ή προσυπογραφεί από επιλέξιμο ECAI σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

   

   Η ΕΑΤ δημοσιεύει τον κατάλογο των ECAI σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 και 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 στον δικτυακό της τόπο.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση αποσκοπεί να ευθυγραμμίσει τον προτεινόμενο κανονισμό με την τρέχουσα διαδικασία του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, όπου η ΕΑΚΑΑ και η Επιτροπή καθορίζουν αναλόγως τους καταλόγους των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και των κεντρικών τραπεζών που εξαιρούνται από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 (βλέπε επίσης τις τροποποιήσεις 5, 14 και 15).

Τροποποίηση 13

Άρθρο 238 παράγραφος 6 του προτεινόμενου κανονισμού

«6.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στις οποίες η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων δεν δικαιολογείται με μια ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, και σχετικά με τη χρήση της παραγράφου 4 από τα ιδρύματα. Η ΕΑΤ παρακολουθεί το εύρος των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

«6.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στις οποίες η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων δεν δικαιολογείται με μια ανάλογη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, και σχετικά με τη χρήση της παραγράφου 4 από τα ιδρύματα. Η ΕΑΤ παρακολουθεί το εύρος των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και υπό το φως των καλύτερων παρατηρηθεισών πρακτικών αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι για την επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού στον τομέα της τιτλοποίησης και βελτίωσης της διαφάνειας και της σαφήνειας των εφαρμοστέων κανόνων, η ΕΑΤ πρέπει καλύτερα να αναπτύξει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, από κατευθυντήριες γραμμές, από την άποψη της αναγνώρισης της σημαντικής μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου, που επιτρέπει τη μείωση στα σταθμισμένα ποσά. Η βελτίωση της διαφάνειας και της σαφήνειας στους κανόνες στον εν λόγω τομέα θα συμβάλλει όχι μόνο στην επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού διασυνοριακά και στους συμμετέχοντες στην αγορά, αλλά και στην αναζωογόνηση των αγορών τιτλοποίησης. Παρόμοια τροποποίηση προτείνεται για το άρθρο 239 παράγραφος 6 του προτεινόμενου κανονισμού.

Τροποποίηση 14

Άρθρο 262 του προτεινόμενου κανονισμού

«Άρθρο 262

Αναγνώριση των ECAI

1.   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις από ECAI για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης μιας θέσης τιτλοποίησης μόνο εάν η πιστοληπτική αξιολόγηση έχει εκδοθεί από επιλέξιμο ECAI ή έχει προσυπογραφεί από επιλέξιμο ECAI σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

2.   Επιλέξιμοι ECAI είναι όλοι οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγγεγραμμένοι ή πιστοποιημένοι σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και οι κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν πιστωτικές διαβαθμίσεις, οι οποίες εξαιρούνται από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

3.   Η ΕΑΤ δημοσιεύει κατάλογο των επιλέξιμων ECAI.»

«Άρθρο 262

Χρησιμοποίηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ECAI

   Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης μιας θέσης τιτλοποίησης μόνο εάν η πιστοληπτική αξιολόγηση έχει εκδοθεί ή έχει προσυπογραφεί από επιλέξιμο ECAI σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

   

   »

Αιτιολογία

Βλέπε τροποποιήσεις 5, 12 και 15.

Τροποποίηση 15

Άρθρο 263 του προτεινόμενου κανονισμού

«Άρθρο 263

Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI

Για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με το τμήμα 3, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ECAI μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

β)

οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις, οι διαδικασίες, οι μεθοδολογίες, οι παραδοχές και τα βασικά υποκείμενα στοιχεία των αξιολογήσεων έχουν δημοσιευθεί από τον ECAI. Επίσης έχει δημοσιευθεί από τον ECAI μια ανάλυση ζημιών και ταμειακών ροών, καθώς και η ευαισθησία των διαβαθμίσεων σε αλλαγές των υποκείμενων παραδοχών, συμπεριλαμβανομένων των επιδόσεων συνενούμενων στοιχείων ενεργητικού.Δεν θεωρούνται δημοσιευμένες οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες μόνο σε περιορισμένο αριθμό οντοτήτων. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις περιλαμβάνονται στον πίνακα μετάβασης του ECAI

[…].»

«Άρθρο 263

Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI

Για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με το τμήμα 3, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν πιστοληπτική αξιολόγηση από ECAI μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

β)

έχει δημοσιευθεί από τον ECAI μια ανάλυση ζημιών και ταμειακών ροών, καθώς και η ευαισθησία των διαβαθμίσεων σε αλλαγές των υποκείμενων παραδοχών, συμπεριλαμβανομένων των επιδόσεων συνενούμενων στοιχείων ενεργητικού,καθώς επίσης και οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις, οι διαδικασίες, οι μεθοδολογίες, οι παραδοχές και τα βασικά υποκείμενα στοιχεία των αξιολογήσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Δεν θεωρούνται δημοσιευμένες οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες μόνο σε περιορισμένο αριθμό οντοτήτων. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις περιλαμβάνονται στον πίνακα μετάβασης του ECΑΙ·

[…].»

Αιτιολογία

Οι τροποποιήσεις αποσκοπούν στο να καταστήσουν σαφές ότι οι απαιτήσεις στον προτεινόμενο κανονισμό είναι συμπληρωματικές σ’ αυτές που ήδη προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.

Τροποποίηση 16

Άρθρο 295 παράγραφος 2 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού

«β)

η αρμόδια αρχή του CCP που αναφέρεται στο στοιχείο α) έχει δημοσιεύσει ένα έγγραφο στο οποίο επιβεβαιώνει ότι ο CCP συμμορφώνεται με όλες τις συστάσεις για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που δημοσιεύονται από την Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού και από την Τεχνική Επιτροπή της Διεθνούς Οργάνωσης Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων·»

«β)

οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία και την επίβλεψη του CCP που αναφέρεται στο στοιχείο α) έχουν δημοσιεύσει ένα έγγραφο στο οποίο επιβεβαιώνουν ότι ο CCP συμμορφώνεται με τα εφαρμοστέα διεθνή πρότυπα για τους CCP που δημοσιεύονται από την Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού και από την Τεχνική Επιτροπή της Διεθνούς Οργάνωσης Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων·»

Αιτιολογία

Το παρόν άρθρο θέτει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η «αρμόδια αρχή» επιβεβαιώνει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP) συμμορφώνεται με όλες τις συστάσεις για τους CCP που δημοσιεύονται από την Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού και από τον Διεθνή Οργανισμό Επιτροπών Κινητών Αξιών (CPSS-IOSCO). Η «αρμόδια αρχή» από μόνη της δεν μπορεί να αντεπεξέλθει δεόντως στις ενοποιημένες αρμοδιότητες των ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών και επίβλεψης. Επομένως, αντί αυτού πρέπει να γίνει μια αναφορά στις «αρμόδιες αρχές για την εποπτεία και την επίβλεψη του CCP» σε αρμονία με τη γνώμη CON/2011/1  (15) . Αυτό εναρμονίζεται επίσης με τα σχέδια αρχών των CPSS-IOSCO για τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών (FMI) που προβλέπουν ότι «οι σχετικές αρχές, συνεπείς με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους για ρύθμιση, εποπτεία και επίβλεψη μιας FMI, αναμένεται να εκπληρώσουν τις δικές τους αξιολογήσεις της FMI»  (16) . Περαιτέρω, η αναφορά στις συστάσεις των CPSS-IOSCO για τους CCP μπορεί να καταστούν άνευ αντικειμένου σύντομα, καθώς οι συστάσεις θα αντικατασταθούν από τις αρχές για τις FMI. Η χρησιμοποίηση ενός γενικότερου όρου μπορεί επομένως να είναι καταλληλότερη για την αποφυγή των παρανοήσεων αλλά και για την προετοιμασία των επερχόμενων εξελίξεων.

Τροποποίηση 17

Άρθρο 296 παράγραφος 5 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού

«β)

η σχετική νομοθεσία, οι κανονισμοί, οι κανόνες και οι συμβατικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται ή δεσμεύουν το εν λόγω ίδρυμα ή τον CCP διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του μέλους συστήματος εκκαθάρισης, η μεταφορά των θέσεων του ιδρύματος που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις και συναλλαγές και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε άλλο μέλος εκκαθαριστικού συστήματος γίνεται εντός της σχετικής περιόδου περιθωρίου κινδύνου.»

«β)

η σχετική νομοθεσία, οι κανονισμοί, οι κανόνες και οι συμβατικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται ή δεσμεύουν το εν λόγω ίδρυμα ή τον CCP διασφαλίζουν διευκολύνουν το ότι σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του μέλους συστήματος εκκαθάρισης, η μεταφορά των θέσεων του ιδρύματος που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις και συναλλαγές και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε άλλο μέλος εκκαθαριστικού συστήματος γίνεται εντός της σχετικής περιόδου περιθωρίου κινδύνου.»

Αιτιολογία

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι οι χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τους άμεσους αντισυμβαλλόμενους θα εφαρμόζονται μόνο σε χαρτοφυλάκια πελατών όταν αυτά είναι πλήρως διαχωρισμένα από τα χαρτοφυλάκια του μέλους του συστήματος εκκαθάρισης του πελάτη, και επίσης είναι εξασφαλισμένο ότι οι θέσεις μπορούν να «μεταφερθούν» σε άλλο μέλος του συστήματος εκκαθάρισης σε περίπτωση υπερημερίας του μέλους του συστήματος εκκαθάρισης του πελάτη. Υπό άλλες συνθήκες, οι πελάτες αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις που συνδέονται με αμιγώς διμερείς συναλλαγές. Στην πράξη, ενώ η πρώτη προϋπόθεση είναι εφικτή [και ενθαρρύνεται από την προτεινόμενη αρχή για τον διαχωρισμό της ομάδας εργασίας CPSS/IOSCO  (17) ], μπορεί να αποδειχθεί δυσχερής η επίτευξη της παροχής της νομικής ασφάλειας της δυνατότητας μεταφοράς σε όλες τις περιπτώσεις. Ωστόσο, οι CCP συχνά ήδη επιζητούν τη διευκόλυνση της δυνατότητας μεταφοράς, στην οποία θα απαιτηθεί να προβούν κατά τις προτεινόμενες αρχές της ομάδας εργασίας CPSS/IOSCO. Η ΕΚΤ επομένως συνιστά την αντικατάσταση του όρου «διασφαλίζουν» με τον όρο «διευκολύνουν», το οποίο θα παρείχε μια ελάττωση στην κεφαλαιακή απαίτηση εφόσον υπάρχουν τα ληφθέντα από τους CCP μέτρα που υποστηρίζουν μεν τη δυνατότητα μεταφοράς, αλλά τα οποία στην πράξη δεν την «διασφαλίζουν». Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωρίζεται ότι ο ασφαλής διαχωρισμός των θέσεων και των ασφαλειών είναι ήδη επωφελής από την άποψη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας καθώς προστατεύει τον πελάτη έναντι του πιστωτικού κινδύνου, αναφορικά με την υπερημερία του μέλος του συστήματος εκκαθάρισής του. Δεδομένων της δέσμευσης της ομάδας G20 να επεκτείνει την κεντρική εκκαθάριση σε όλα τα προϊόντα τυποποιημένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων  (18) , καθώς και του ότι στην πράξη πολλοί μικρότεροι συμμετέχοντες μόνο θα υποχρεωθούν να προβούν άμεσα στην εν λόγω εκκαθάριση, η παρούσα τροποποίηση είναι επωφελής για την αποτελεσματική εφαρμογή της δέσμευσης της ομάδας G20 καθώς και για την προαγωγή της χρηματοοικονομικής σταθερότητας

Τροποποίηση 18

Άρθρο 299 παράγραφος 7 του προτεινόμενου κανονισμού

«7.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τη συχνότητα και τις ημερομηνίες των υπολογισμών που ορίζονται στην παράγραφο 1·

β)

τη συχνότητα, τις ημερομηνίες και τους ενιαίους μορφότυπους της γνωστοποίησης που ορίζονται στην παράγραφο 4·

γ)

τις καταστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος που ενεργεί ως μέλος συστήματος εκκαθάρισης ενδέχεται να απαιτεί υψηλότερη συχνότητα υπολογισμού και αναφοράς από αυτήν που αναφέρεται στα ανωτέρω στοιχεία α) και β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.»

«7.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία και την επίβλεψη των CCP, αναπτύσσει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α)

τη συχνότητα και τις ημερομηνίες των υπολογισμών που ορίζονται στην παράγραφο 1·

β)

τη συχνότητα, τις ημερομηνίες και τους ενιαίους μορφότυπους της γνωστοποίησης που ορίζονται στην παράγραφο 4·

γ)

τις καταστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος που ενεργεί ως μέλος συστήματος εκκαθάρισης ενδέχεται να απαιτεί υψηλότερη συχνότητα υπολογισμού και αναφοράς από αυτήν που αναφέρεται στα ανωτέρω στοιχεία α) και β).

Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία και την επίβλεψη των CCP, υποβάλλει αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.»

Αιτιολογία

Ένα ικανοποιητικό επίπεδο κεφαλαιακών απαιτήσεων είναι ουσιώδες για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Η στενή συνεργασία ανάμεσα στις ρυθμιστικές αρχές των αγορών κινητών αξιών, την τραπεζική εποπτεία και τις κεντρικές τράπεζες ως αρχές επίβλεψης απαιτείται για την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων στους κανονισμούς και δημιουργίας νομοθετικών κενών. Σύμφωνα με τις συστάσεις της ομάδας εργασίας CPSS/IOSCO οι ρυθμιστικές αρχές, οι επόπτες και οι αρχές επίβλεψης έχουν ισοδύναμες θέσεις. Επομένως, η ανάπτυξη οποιωνδήποτε σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και απαιτήσεων για τους CCP από μία αρχή της Ένωσης πρέπει να διενεργείται σε συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ.

Τροποποίηση 19

Άρθρο 402 του προτεινόμενου κανονισμού

«Άρθρο 402

Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ρευστότητας

Όταν ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή αναμένεται ότι δεν θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 401 παράγραφος 1, ειδοποιεί αμέσως τις αρμόδιες αρχές και υποβάλλει στη δημόσια αρχή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης με το άρθρο 401. Μέχρι να επανέλθει η συμμόρφωση, το ίδρυμα υποχρεούται να αναφέρει καθημερινά τα στοιχεία μέχρι την ώρα κλεισίματος των εργασιών, εκτός αν η αρμόδια αρχή επιτρέψει μικρότερη συχνότητα ή μεγαλύτερη καθυστέρηση στην υποβολή των εν λόγω εκθέσεων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δώσουν τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν την υλοποίηση του σχεδίου αποκατάστασης και ζητούν ταχύτερη αποκατάσταση όπου χρειάζεται.»

«Άρθρο 402

Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ρευστότητας

Όταν ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή αναμένεται ότι δεν θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 401 παράγραφος 1, ειδοποιεί αμέσως τις αρμόδιες αρχές και υποβάλλει στη δημόσια αρχή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης με το άρθρο 401. Μέχρι να επανέλθει η συμμόρφωση, το ίδρυμα υποχρεούται να αναφέρει καθημερινά τα στοιχεία μέχρι την ώρα κλεισίματος των εργασιών, εκτός αν η αρμόδια αρχή επιτρέψει μικρότερη συχνότητα ή μεγαλύτερη καθυστέρηση στην υποβολή των εν λόγω εκθέσεων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δώσουν τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν την υλοποίηση του σχεδίου αποκατάστασης και ζητούν ταχύτερη αποκατάσταση όπου χρειάζεται.

Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των αρχών για την πιθανή χρησιμοποίηση του αποθέματος ρευστών διαθεσίμων σε ένα δυσμενές σενάριο καθώς και του τρόπου αντιμετώπισης της μη συμμόρφωσης.»

Αιτιολογία

Ένα ικανοποιητικό πλαίσιο συμμόρφωσης για την απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας πρέπει να επιτρέπει στα ιδρύματα να προβαίνουν σε ταχεία μείωση του αποθέματος ρευστών διαθεσίμων σε ένα δυσμενές σενάριο. Το εν λόγω πλαίσιο δεν είναι μόνο πολύ σημαντικό για λόγους μικροπροληπτικής εποπτείας, αλλά επίσης και από την άποψη μιας ευρύτερης αγοράς και επιπέδου συστήματος. Αν η απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας καταστεί δεσμευτική ανάγκη σε όλες τις χρονικές περιόδους, η απαίτηση μπορεί να αυξήσει το φιλοκυκλικό αποτέλεσμα και να καταστήσει ακόμα πιο αρνητικό τον αντίκτυπο των σοκ ρευστότητας, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα αποθέματα ρευστών διαθεσίμων τους για να αντιδράσουν σε ένα σοκ. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πωλήσεις σε πολύ χαμηλές τιμές (fire sales), σε αποθεματοποίηση ρευστότητας και σε μείωση των πιστώσεων.

Το άρθρο 402 του προτεινόμενου κανονισμού εισάγει ένα βασικό πλαίσιο συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ρευστότητας, το οποίο παραχωρεί στις αρμόδιες αρχές τη διακριτική ευχέρεια να διασφαλίσουν κατάλληλη χρησιμοποίηση και αποκατάσταση του ποσοστού ρευστών διαθεσίμων. Από την άποψη της ΕΚΤ, η ΕΑΤ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, πρέπει να συμμετέχει στη διαμόρφωση των κατευθυντήριων γραμμών για την πιθανή διάθεση και τη συσσώρευση του ποσοστού των ρευστών διαθεσίμων σε περιόδους πίεσης.

Ευθυγραμμιζόμενη με τις αιτιολογικές σκέψεις 74 και 75 του προτεινόμενου κανονισμού, η ΕΚΤ κατανοεί ότι η παρούσα πρόβλεψη θα εφαρμόζεται επίσης σε επιχειρήσεις επενδύσεων και επομένως συνιστά την αντικατάσταση της αναφοράς σε «πιστωτικά ιδρύματα» με τον όρο «ιδρύματα» σε όλο το άρθρο.

Τροποποίηση 20

Άρθρο 404 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Τα ιδρύματα αναφέρουν τα ακόλουθα στοιχεία ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού εκτός εάν εξαιρούνται από την παράγραφο 2 και μόνο εάν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3:

α)

μετρητά και καταθέσεις που τηρούνται σε κεντρικές τράπεζες, στον βαθμό που οι εν λόγω καταθέσεις μπορούν να αναληφθούν σε περιόδους ακραίων συνθηκών·

β)

κινητά στοιχεία ενεργητικού εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας·

γ)

κινητά στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις ή αποτελούν αντικείμενο εγγύησης από την κεντρική κυβέρνηση ενός κράτους μέλους ή τρίτης χώρας εάν το ίδρυμα διατρέχει κίνδυνο ρευστότητας στο εν λόγω κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα, τον οποίο καλύπτει τηρώντας τα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού·

δ)

κινητά στοιχεία ενεργητικού υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας.

[…].»

«1.   Τα ιδρύματα αναφέρουν τα ακόλουθα στοιχεία ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού εκτός εάν εξαιρούνται από την παράγραφο 2 και μόνο εάν τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3:

α)

μετρητά·

β)

καταθέσεις που τηρούνται σε κεντρικές τράπεζες, στον βαθμό που οι εν λόγω καταθέσεις μπορούν να αναληφθούν σε περιόδους ακραίων συνθηκών·

γ)

κινητά στοιχεία ενεργητικού εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας·

δ)

κινητά στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις ή αποτελούν αντικείμενο εγγύησης από την κεντρική κυβέρνηση ενός κράτους μέλους ή τρίτης χώρας εάν το ίδρυμα διατρέχει κίνδυνο ρευστότητας στο εν λόγω κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα, τον οποίο καλύπτει τηρώντας τα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού·

ε)

κινητά στοιχεία ενεργητικού υψηλής ρευστότητας και πιστωτικής ποιότητας.

Σε ότι αφορά στις καταθέσεις που τηρούνται σε κεντρικές τράπεζες που αναφέρονται στο άρθρο 404 παράγραφος 1 στοιχείο β), η αρμόδια αρχή και η κεντρική τράπεζα αποσκοπούν στην κοινή συμφωνία αναφορικά με τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω καταθέσεις μπορούν να αναληφθούν σε περιόδους ακραίων συνθηκών.

[…].»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση αποσκοπεί στο να καταστήσει σαφές ότι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να συμμετέχουν στον καθορισμό των τύπων στοιχείων ενεργητικού που τηρούνται σε κεντρικές τράπεζες που πρέπει να θεωρούνται ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Τούτο ευθυγραμμίζεται με τη συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ, όπου σημειώνεται ότι οι αρμόδιες εποπτικές αρχές συζητούν και συμφωνούν με την οικεία κεντρική τράπεζα σχετικά τον βαθμό στον οποίο τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας πρέπει να συνεκτιμώνται ως προς το απόθεμα σε ρευστά διαθέσιμα. Με άλλα λόγια, πρέπει να καθορίζουν τον βαθμό στον οποίο τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας μπορούν να αντληθούν σε περιόδους ακραίων συνθηκών  (19).

Ενώ το άρθρο 404 του προτεινόμενου κανονισμού αναφέρεται σε «καταθέσεις που τηρούνται σε κεντρικές τράπεζες, στον βαθμό που οι εν λόγω καταθέσεις μπορούν να αναληφθούν σε περιόδους ακραίων συνθηκών», το παράρτημα III του προτεινόμενου κανονισμού αναφέρεται σε «αποθέματα κεντρικών τραπεζών, στον βαθμό που τα εν λόγω αποθέματα μπορούν να αντληθούν σε περιόδους ακραίων συνθηκών». Δεδομένου του ότι πρόκειται για ισοδύναμες έννοιες, η ορολογία μπορεί να εναρμονιστεί (βλέπε επίσης τροποποίηση 30).

Αναφορικά με τις καταθέσεις που τηρούνται στο Ευρωσύστημα, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι καταθέσεις μίας ημέρας, δηλαδή τα κεφάλαια που έχουν κατατεθεί στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων και οι τρεχούμενοι λογαριασμοί των πιστωτικών ιδρυμάτων μείον τη μέση υποχρέωση για τήρηση ελάχιστων αποθεματικών διαθεσίμων κατά τη διάρκεια της τριακονθήμερης προθεσμίας πρέπει να συνεκτιμώνται ως προς τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού.

Τροποποίηση 21

Άρθρο 404 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού

«5.   Τα μερίδια ή οι μετοχές σε ΟΣΕ μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού μέχρι το απόλυτο ποσό των 250 εκατ. ευρώ, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 127 παράγραφος 3 και εφόσον ο ΟΣΕ, εξαιρουμένων των παράγωγων μέσων για τη μείωση του κινδύνου επιτοκίου ή του πιστωτικού κινδύνου, επενδύει αποκλειστικά σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού.»

«5.   Τα μερίδια ή οι μετοχές σε ΟΣΕ μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ρευστά στοιχεία ενεργητικού μέχρι το απόλυτο ποσό των 250 εκατ. ευρώ, εφόσον το μερίδιό τους στη συνολική απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5α, ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 127 παράγραφος 3 και εφόσον ο ΟΣΕ, εξαιρουμένων των παράγωγων μέσων για τη μείωση του κινδύνου επιτοκίου ή του πιστωτικού κινδύνου, επενδύει αποκλειστικά σε ρευστά στοιχεία ενεργητικού.»

Αιτιολογία

Αναφορικά με την αντιμετώπιση των μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ ως ρευστών στοιχείων ενεργητικού, η ΕΚΤ εκφράζει ανησυχίες αναφορικά με την καταλληλότητα της θέσης μόνο ενός απόλυτου ορίου 250 εκατ. ευρώ, καθώς αυτό μπορεί να επιτρέψει σε μικρότερα ιδρύματα να εκπληρώσουν την απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας μόνο με αυτά τα μέσα. Αντ’ αυτού, προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος συγκέντρωσης, θα μπορούσε να εισαχθεί ένα όριο, π.χ. του 10 % της συνολικής απαίτησης κάλυψης της ρευστότητας. Η ΕΚΤ έχει την άποψη ότι η ΕΑΤ πρέπει να αξιολογήσει περαιτέρω και να προσαρμόσει κατάλληλα το εν λόγω όριο ως μέρος της συνολικής της ανάλυσης σχετικά με τον καθορισμό των ρευστών στοιχείων ενεργητικού.

Επιπλέον, η αντιμετώπιση των μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ ως ρευστών στοιχείων ενεργητικού στον προτεινόμενο κανονισμό είναι ανακόλουθη, τουλάχιστον για το Ευρωσύστημα με την απαίτηση στο άρθρο 404 παράγραφος 3 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού ότι τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού πρέπει να αποτελούν αποδεκτή εξασφάλιση υπό συνήθεις συνθήκες για τις ημερήσιες ανάγκες ρευστότητας και τις ταμειακές διευκολύνσεις μιας κεντρικής τράπεζας σε ένα κράτος μέλος. Πραγματικά, τα μερίδια ή οι μετοχές σε ΟΣΕ δεν αποτελούν αποδεκτή εξασφάλιση για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, ανεξάρτητα από τον τύπο των υποκειμένων περιουσιακών στοιχείων στα οποία επενδύουν οι ΟΣΕ. Επιπλέον, τα μερίδια ή μετοχές σε ΟΣΕ δεν περιλαμβάνονται στον λεπτομερή κατάλογο των ρευστών στοιχείων ενεργητικού στη συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ.

Τροποποίηση 22

Άρθρο 404 παράγραφος 5α του προτεινόμενου κανονισμού (νέα)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«5α.   Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 5.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται εξουσία στην Επιτροπή να υιοθετήσει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»

Αιτιολογία

Η ΕΚΤ συνιστά να καθιερώσει η ΕΑΤ, μέσω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, το όριο που αναφέρεται στο άρθρο 404 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού για να προσδιορίσει το ανώτατο όριο των μεριδίων/μετοχών των ΟΣΕ στη συνολική αναλογία κάλυψης ρευστότητας (LCR).

Τροποποίηση 23

Άρθρο 443 του προτεινόμενου κανονισμού

«Άρθρο 443

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Η Επιτροπή έχει την εξουσία να ψηφίζει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 445, προκειμένου να επιβάλλει αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για περιορισμένο χρονικό διάστημα, για όλα τα ανοίγματα ή για ανοίγματα ενός ή περισσότερων τομέων, περιφερειών ή κρατών μελών, σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση αλλαγών στη σοβαρότητα των μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών κινδύνων που προκύπτουν από εξελίξεις της αγοράς που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, και ιδιαίτερα κατόπιν σύστασης ή γνώμης του ΕΣΣΚ, όσον αφορά

[…].»

«Άρθρο 443

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

1.   Η Επιτροπή έχει την εξουσία να ψηφίζει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 445, προκειμένου να επιβάλλει αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για περιορισμένο χρονικό διάστημα, για όλα τα ανοίγματα ή για ανοίγματα ενός ή περισσότερων τομέων, περιφερειών ή κρατών μελών, σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση αλλαγών στη σοβαρότητα των μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών κινδύνων που προκύπτουν από εξελίξεις της αγοράς που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, και ιδιαίτερα κατόπιν σύστασης ή γνώμης του ΕΣΣΚ, όσον αφορά

[…]

(ιβ)

τις απαιτήσεις για μεγάλα ανοίγματα που προβλέπονται στο άρθρο 381 και στα άρθρα 384 έως 392·

ιγ)

τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που προβλέπονται στα άρθρα 419 έως 420 και στα άρθρα 422 έως 436·

ιδ)

τις απαιτήσεις ρευστότητας και του δείκτη μόχλευσης [εφόσον εισαχθούν στο κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης].

Η εν λόγω εξουσιοδότηση υπόκειται στη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 446.

2.   Το ΕΣΣΚ μπορεί να συνιστά την επέκταση του καταλόγου απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που τίθενται στην παράγραφο 1.»

Αιτιολογία

Το πεδίο εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που μπορεί να εκδίδει η Επιτροπή πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύπτονται οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για μεγάλα ανοίγματα και για τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης, καθώς και, εφόσον αποτελέσουν μέρος του εφαρμόσιμου κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης, οι απαιτήσεις μόχλευσης και ρευστότητας.

Η ΕΚΤ συνιστά επίσης την έκδοση συστάσεων από το ΕΣΣΚ προς την Επιτροπή αναφορικά με την επέκταση του καταλόγου των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.

Τροποποίηση 24

Μέρος Εννέα α του προτεινόμενου κανονισμού (νέο)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«ΜΕΡΟΣ ΕΝΝΕΑα

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 443α

Εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας από τις εθνικές αρχές

1.   Οι εθνικές αρχές, είτε με δική τους πρωτοβουλία, είτε βασιζόμενες σε σύσταση του ΕΣΣΚ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, μπορούν να επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ιδρύματα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι κίνδυνοι μακροπροληπτικού χαρακτήρα αναγνωρίζεται ότι προκαλούν απειλή στην χρηματοοικονομική σταθερότητα σε εθνικό επίπεδο στους ακόλουθους τομείς:

α)

στο επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1·

β)

στις απαιτήσεις για μεγάλα ανοίγματα που προβλέπονται στο άρθρο 381 και στα άρθρα 384 έως 392·

γ)

τις απαιτήσεις ρευστότητας και του δείκτη μόχλευσης [εφόσον εισαχθούν στο κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης].

2.   Οι εθνικές αρχές γνωστοποιούν στο ΕΣΣΚ την πρότασή τους να επιβάλουν αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α) έως γ) το αργότερο εντός δύο εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της πρότασής τους σχετικά με τους αναγνωρισμένους κινδύνους μακροπροληπτικού χαρακτήρα για την χρηματοοικονομική σταθερότητα. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, το ΕΣΣΚ διαδραματίζει συντονιστικό ρόλο αξιολογώντας, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή τριών τουλάχιστον κρατών μελών, τις ανησυχίες για την χρηματοοικονομική σταθερότητα και πιθανές αθέλητες συνέπειες και δευτερογενείς επιπτώσεις επί άλλων κρατών μελών που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από την επιβολή των αυστηρότερων απαιτήσεων.

3.   Οι αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται μόνο με την επιβολή αυστηρότερων ποσοτικών δεικτών και ορίων αναφορικά με τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 και σε πλήρη συμμόρφωση με όλες τις άλλες πτυχές των προβλέψεων του παρόντος κανονισμού.

4.   Το ΕΣΣΚ και η ΕΑΤ δημοσιεύουν τις αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που υιοθετούνται από εθνικές αρχές στους οικείους δικτυακούς τόπους.

5.   Στις περιπτώσεις που το ΕΣΣΚ καθορίζει ότι οι αναγνωρισθέντες κίνδυνοι μακροπροληπτικού χαρακτήρα για την χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως αυτοί αξιολογήθηκαν κατά την παράγραφο 2, οι οποίοι οδήγησαν στην επιβολή αυστηρότερων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας παύσουν να υπάρχουν, οι εθνικές αρχές ανακαλούν τις αυστηρότερες απαιτήσεις και εφαρμόζονται οι αρχικές προβλέψεις του παρόντος κανονισμού. Εάν τούτο δεν συμβεί, το ΕΣΣΚ εκδίδει σύσταση προς την Επιτροπή για να αναλάβει δράση έναντι του κράτους μέλους, σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες από την άποψη του συστημικού κινδύνου.

6.   Το ΕΣΣΚ μπορεί, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, να συστήσει την επέκταση του καταλόγου των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που καθορίζονται στην παράγραφο 1.»

Αιτιολογία

Η παρούσα τροποποίηση αποσκοπεί στον καθορισμό των διαδικασιών και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι εθνικές αρχές μπορούν να εφαρμόσουν αυστηρότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε περιπτώσεις που ανακύπτουν στα κράτη μέλη συστημικοί κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα καθώς και στην αποσαφήνιση του ρόλου του ΕΣΣΚ σ’ αυτό το πλαίσιο (για περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τη λογική για την παρούσα πρόβλεψη, βλέπε τις παραγράφους 5.4 έως 5.6 της γνώμης).

Η ΕΚΤ συνιστά επίσης ότι το ΕΣΣΚ μπορεί να εκδώσει συστάσεις προς την Επιτροπή αναφορικά με την επέκταση του καταλόγου των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.

Τροποποίηση 25

Άρθρο 444 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού

«3.   Η Επιτροπή εγκρίνει την πρώτη πράξη κατ’ εξουσιοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015. Ωστόσο, μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση που εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφαρμόζεται το νωρίτερο την 1η Ιανουαρίου 2015.»

«3.   Η Επιτροπή εγκρίνει την πρώτη πράξη κατ’ εξουσιοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 20145. Ωστόσο, μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση που εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφαρμόζεται το νωρίτερο την 1η Ιανουαρίου 2015.»

Αιτιολογία

Προκειμένου να παρουσιάζει συνέχεια με την δέσμευση της Επιτροπής να εφαρμόσει την απαίτηση κάλυψης ρευστότητας μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2015, η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που καθορίζει λεπτομερώς την απαίτηση πρέπει να εκδίδεται το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014.

Τροποποίηση 26

Άρθρο 473 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του προτεινόμενου κανονισμού (νέο)

Δεν υπάρχει κείμενο.

«γ)

τα εν λόγω μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα θεωρείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για την 1η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας.»

Αιτιολογία

Άρθρο 124 του προτεινόμενου κανονισμού προβλέπει ότι ορισμένες κατηγορίες καλυμμένων ομολόγων είναι επιλέξιμα για προνομιακή μεταχείριση όταν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Μία από τις κατηγορίες αυτές είναι τα καλυμμένα ομόλογα που εξασφαλίζονται από μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα που έχουν εκδοθεί από γαλλικά Fonds Communs de Créances (FCC) ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης διεπόμενες από τη νομοθεσία κράτους μέλους που τιτλοποιούν ανοίγματα σχετικά με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία. Μια από τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 124 για την εν λόγω κατηγορία καλυμμένων ομολόγων είναι τα μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα που έχουν εκδοθεί από FCC ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης να μην υπερβαίνουν το 10 % του ονομαστικού ποσού της καλυπτόμενης έκδοσης ομολόγων.

Το άρθρο 473 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού προβλέπει ότι, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014, το όριο του 10 % για τα μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα που έχουν εκδοθεί από FCC ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 124 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε) δεν εφαρμόζεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Επομένως, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014, δεν εφαρμόζεται όριο σχετικά με το ποσοστό των μεριδίων με εξοφλητική προτεραιότητα που έχουν εκδοθεί από FCC ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 124 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε) του προτεινόμενου κανονισμού.

Καθώς εκφράζεται στη γνώμη CON/2010/65  (20) , η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι ο σκοπός των ρυθμιστικών αρχών για το εγγύς μέλλον θα πρέπει να αποτελεί η κατάργηση της παρέκκλισης του ορίου του 10% για τα FCC ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 124 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε) και η ανάπτυξη μιας δέσμης αυστηρών κριτηρίων για την ένταξη περιουσιακών στοιχείων στο χαρτοφυλάκιο ασφαλειών για καλυμμένα ομόλογα τα οποία: α) δεν στηρίζονται σε εξωτερικές διαβαθμίσεις· β) λειτουργούν ως ισχυρή θωράκιση της εμπιστοσύνης της αγοράς στα καλυμμένα ομόλογα, παρέχοντας ταυτόχρονα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ικανό χρονικό διάστημα προκειμένου να προσαρμόσουν αναλόγως τα επιχειρηματικά τους μοντέλα· γ) επιτρέπουν την τιτλοποίηση μόνο εντός ενός οργανισμού· δ) απαιτούν την εφαρμογή από τις αρχές εποπτείας της μεθόδου εξέτασης για τα υποκείμενα στοιχεία του ενεργητικού στην τιτλοποίηση. Η ΕΚΤ επικροτεί τα βήματα στο κανονιστικό πλαίσιο που μειώνουν την εξάρτηση της νομοθεσίας από τις εξωτερικές πιστοληπτικές διαβαθμίσεις. Εντούτοις, η ΕΚΤ προτείνει να διατηρηθεί μια αναφορά στην πιο ευνοϊκή πιστωτική ποιότητα που έχουν λάβει τα εν λόγω μερίδια, καθώς η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 473 παράγραφος 1 εφαρμόζεται προκειμένου να παράσχει αξιοπιστία και διαφάνεια αναφορικά με την αγορά των καλυμμένων ομολόγων.

Τροποποίηση 27

Άρθρο 473 παράγραφος 2 του προτεινόμενου κανονισμού

«2.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή επανεξετάζει την καταλληλότητα της παρέκκλισης που παρατίθεται στην πρώτη παράγραφο και, κατά περίπτωση, την καταλληλότητα της επέκτασης αυτού του είδους αντιμετώπισης και σε άλλη μορφή καλυμμένων ομολόγων. Με γνώμονα την ανωτέρω επανεξέταση, η Επιτροπή μπορεί, οσάκις απαιτείται να θεσπίσει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 445 για να καταστήσει μόνιμη αυτή την παρέκκλιση ή να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για να την επεκτείνει σε άλλες μορφές καλυμμένων ομολόγων.»

«2.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή επανεξετάζει την καταλληλότητα της παρέκκλισης που παρατίθεται στην πρώτη παράγραφο και, κατά περίπτωση, την καταλληλότητα της επέκτασης αυτού του είδους αντιμετώπισης και σε άλλη μορφή καλυμμένων ομολόγων. Με γνώμονα την ανωτέρω επανεξέταση, η Επιτροπή μπορεί, οσάκις απαιτείται να θεσπίσει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 445 για να καταστήσει μόνιμη αυτή την παρέκκλιση ή να την καταργήσει υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για να την επεκτείνει σε άλλες μορφές καλυμμένων ομολόγων.»

Αιτιολογία

Βλέπε την αιτιολογία στην τροποποίηση 26.

Τροποποίηση 28

Άρθρο 481 του προτεινόμενου κανονισμού

«Άρθρο 481

Απαιτήσεις ρευστότητας

1.   […]

Στην έκθεσή της, η ΕΑΤ επανεξετάζει ιδιαίτερα την καταλληλότητα της διαμόρφωσης των κατωτέρω στοιχείων: […]

2.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τους κατάλληλους ενιαίους ορισμούς της υψηλής και εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και της πιστωτικής ποιότητας των κινητών στοιχείων ενεργητικού για τους σκοπούς του άρθρου 404. […]

3.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή όπου αναφέρει εάν και πώς θα κρινόταν κατάλληλο να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα χρησιμοποιούν σταθερές πηγές χρηματοδότησης […]

Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016, βάσει των εκθέσεων αυτών η Επιτροπή θα υποβάλει μια έκθεση και, εφόσον κριθεί σκόπιμο μια νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»

«Άρθρο 481

Απαιτήσεις ρευστότητας

1.   […]

Μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, ΕΑΤ επανεξετάζει ιδιαίτερα την καταλληλότητα της διαμόρφωσης των κατωτέρω στοιχείων: […]

δ)

του κατάλληλου ορίου ως ποσοστού του συνόλου της απαίτησης κάλυψης της ρευστότητας για μερίδια ή μετοχές σε ΟΣΕ για τους σκοπούς του άρθρου 404 παράγραφος 5.

2.   Μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τους κατάλληλους ενιαίους ορισμούς της υψηλής και εξαιρετικά υψηλής ρευστότητας και της πιστωτικής ποιότητας των κινητών στοιχείων ενεργητικού για τους σκοπούς του άρθρου 404. […]

3.   Μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή όπου αναφέρει πώς θα κρινόταν κατάλληλο να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα χρησιμοποιούν σταθερές πηγές χρηματοδότησης […]

Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016, βάσει των εκθέσεων αυτών η Επιτροπή θα υποβάλει μια έκθεση και μια νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση αναφορικά με τη διαβούλευση της ΕΚΤ αποσκοπεί να καταστήσει σαφές το ότι η ΕΚΤ πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη των εκθέσεων λόγω της αρμοδιότητας και της ειδικότητάς της στο εν λόγω πεδίο. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των κανονιστικών ρυθμίσεων για την ρευστότητα και των πράξεων νομισματικής πολιτικής αναμένεται να είναι σημαντική και περίπλοκη και επομένως είναι σημαντική η διασφάλιση ότι ο κανονισμός δεν θα οδηγήσει σε αθέλητες συνέπειες αναφορικά με την προσφυγή στη χρηματοδότηση από τις κεντρικές τράπεζες και τις συναφείς κεφαλαιαγορές. Καθώς σημειώνεται στην τροποποίηση 24, η ΕΑΤ μπορεί να προετοιμάσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει το ανώτατο όριο των μεριδίων/μετοχών των ΟΣΕ ως ποσοστό της συνολικής αναλογίας της απαίτησης κάλυψης ρευστότητας.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις που είναι σχετικές με την εφαρμογή του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) αποσκοπούν στην αποφυγή κάθε πιθανής ασάφειας, ακόμη και αν το ακριβές περιεχόμενο του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) δεν έχει ακόμα καθοριστεί, αναφορικά με την εκτέλεση της εν λόγω απαίτησης. Η συμφωνία Βασιλεία ΙΙΙ προβλέπει ότι ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) θα μεταβεί σε ένα ελάχιστο πρότυπο έως την 1η Ιανουαρίου 2018, μετά από περίοδο παρακολούθησης που περιλαμβάνει ρήτρα επανεξέτασης για την αντιμετώπιση των ακούσιων συνεπειών.

Τροποποίηση 29

Άρθρο 482 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού

«1.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή υποβάλλει μια έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο και την αποτελεσματικότητα του δείκτη μόχλευσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Εάν κρίνεται απαραίτητο, η έκθεση συνοδεύεται από μια νομοθετική πρόταση σχετικά με την εισαγωγή ενός ή περισσότερων επιπέδων για τον δείκτη μόχλευσης που οφείλουν να πληρούν τα ιδρύματα, στην οποία θα προτείνεται ικανοποιητική διαμόρφωση των εν λόγω επιπέδων και τυχόν κατάλληλες προσαρμογές του μέτρου κεφαλαίου και του μέτρου του συνολικού ανοίγματος όπως ορίζεται στο άρθρο 416.»

«1.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή υποβάλλει μια έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο και την αποτελεσματικότητα του δείκτη μόχλευσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση συνοδεύεται από μια νομοθετική πρόταση σχετικά με την εισαγωγή ενός ή περισσότερων επιπέδων για τον δείκτη μόχλευσης που οφείλουν να πληρούν τα ιδρύματα, στην οποία θα προτείνεται ικανοποιητική διαμόρφωση των εν λόγω επιπέδων και τυχόν κατάλληλες προσαρμογές του μέτρου κεφαλαίου και του μέτρου του συνολικού ανοίγματος όπως ορίζεται στο άρθρο 416.»

Αιτιολογία

Η προτεινόμενη τροποποίηση αποσκοπεί να άρει κάθε προβληματισμό σχετικά με την δέσμευση εισαγωγής του δείκτη μόχλευσης, καθώς αυτός θα υφίσταται κατάλληλη διαμόρφωση μετά από την περίοδο παρατήρησης.

Τροποποίηση 30

Παράρτημα ΙΙΙ του προτεινόμενου κανονισμού

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Στοιχεία που υπόκεινται σε συμπληρωματική υποβολή εκθέσεων για τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού […].»

«

»

Αιτιολογία

Προκειμένου να αποφευχθούν ασάφειες και να διευκολυνθεί η υποβολή εκθέσεων για τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού, η ΕΚΤ συνιστά τη διαγραφή του παραρτήματος ΙΙΙ και τη συγχώνευση του περιεχομένου του, με τις κατάλληλες προσαρμογές και τροποποιήσεις, με τον κατάλογο των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που τίθεται στο άρθρο 404 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού. Οι αναφορές στο παράρτημα ΙΙΙ σε άλλες διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού πρέπει να διαγραφούν αντιστοίχως. Στην περίπτωση που το παράρτημα ΙΙΙ παραμείνει ως τμήμα του προτεινόμενου κανονισμού, η έννοια των στοιχείων που υπόκεινται σε «συμπληρωματική» υποβολή εκθέσεων στον τίτλο πρέπει να αποσαφηνιστεί προκειμένου να αποφευχθούν ζητήματα ερμηνείας.


(1)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με την μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(3)  Βλέπε σχετικά την παράγραφο 11 της γνώμης CON/2009/17 και την τροποποίηση 3 αυτής.

(4)  Βλέπε σχετικά τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 145 της προτεινόμενης οδηγίας.

(5)  Βλέπε για παράδειγμα, Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία, Μεθοδολογία Βασικών Αρχών «Core Principles Methodology», Οκτώβριος 2006, σ. 38.

(6)  COM(2010) 284 final.

(7)  Βλέπε επίσης την τροποποίηση 5 της γνώμης CON/2009/17.

(8)  Παράγραφοι 133 και 150 της συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ.

(9)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1).

(11)  COM(2011) 8 final.

(12)  Βλέπε παράγραφο 6.4 της γνώμης CON/2011/42.

(13)  Υποδείγματα COREP και FINREP σε ισχύ κατά την ημερομηνία παροχής στοιχείων, τα οποία καταρτίζονται ως κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ δημοσιευόμενες στο δικτυακό της τόπο (www.eba.europa.eu) ή, κατά περίπτωση, ως τεχνικά πρότυπα της ΕΑΤ που υιοθετούνται από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 74 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(14)  Άρθρα 383, 403 και 417 του προτεινόμενου κανονισμού.

(15)  Γνώμη της ΕΚΤ CON/2011/1, της 13ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ C 57 της 23.2.2011, σ. 1).

(16)  Βλέπε παράγραφο 1.27 των «Αρχών για τις Υποδομές Χρηματοπιστωτικών Αγορών» (Principles for Financial Market Infrastructures), έκθεση διαβούλευσης, Μάρτιος 2011, από την Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού και από τον Διεθνή Οργανισμό Επιτροπών Κινητών Αξιών, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο του IOSCO (www.iosco.org).

(17)  Βλέπε «Αρχές για τις Υποδομές Χρηματοπιστωτικών Αγορών» (Principles for Financial Market Infrastructures), έκθεση διαβούλευσης, Μάρτιος 2011, από την Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού και από τον Διεθνή Οργανισμό Επιτροπών Κινητών Αξιών.

(18)  Βλέπε τις δεσμεύσεις της ομάδας G20 του Σεπτεμβρίου 2009 και του Ιουνίου 2010.

(19)  Παράγραφος 40, υποσημείωση 9 της συμφωνίας Βασιλεία III.

(20)  Γνώμη της ΕΚΤ CON/2010/65, της 6ης Αυγούστου 2010, σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48 ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επενατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών (ΕΕ C 223 της 18.8.2010, σ. 1).


Top