EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009AB0017

Γνωμη τησ Ευρωπαϊκησ Κεντρικησ Τραπεζασ, της 5ης Μαρτίου 2009 , κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων (CON/2009/17)

OJ C 93, 22.4.2009, p. 3–15 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

22.4.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 93/3


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 5ης Μαρτίου 2009

κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων

(CON/2009/17)

2009/C 93/03

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 22 Οκτωβρίου 2008 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων (1) (εφεξής η «προτεινόμενη οδηγία») (2).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

Αναμόρφωση των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα

1.

Η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι οι ειδικές παρατηρήσεις τις οποίες διατυπώνει στην παρούσα γνώμη τελούν υπό την επιφύλαξη πιθανής μελλοντικής συμβολής της στον ευρύτερο ευρωπαϊκό διάλογο για την αναμόρφωση των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων (3), ιδίως στο πλαίσιο των συστάσεων της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου που συγκρότησε η Επιτροπή (4).

Νομικές πράξεις προς διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής της ευρωπαϊκής τραπεζικής νομοθεσίας

2.

Η ΕΚΤ έχει επανειλημμένα (5) διατυπώσει την άποψη ότι η υφιστάμενη διάρθρωση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (6) και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (7) δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως το τελικό ευκταίο αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ως ένα βήμα σε μια μακρά διαδικασία που κατατείνει στη θέσπιση μιας δέσμης άμεσα εφαρμοστέων μέτρων επιπέδου 2 για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολούθως προς τις αρχές και τους σκοπούς που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της προσέγγισης Lamfalussy. Η οδηγία 2006/48/ΕΚ προβλέπει χρήση της επιτροπολογίας και των μέτρων εφαρμογής σε περιορισμένη έκταση (8). Η εφαρμογή της συμφωνίας της Βασιλείας ΙΙ (9) παρείχε μια μοναδική ευκαιρία για αναθεώρηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία όμως δεν αξιοποιήθηκε. Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να απαιτείται η ανάληψη περαιτέρω δράσης στον τραπεζικό τομέα, προκειμένου η ρυθμιστική προσέγγιση Lamfalussy να αποδώσει τα μέγιστα. Η εν λόγω διαδικασία προϋποθέτει: i) τον περιορισμό της χρήσης κοινοτικών νομικών πράξεων επιπέδου 1 στην υιοθέτηση αρχών-πλαίσιο που αντικατοπτρίζουν τις βασικές πολιτικές επιλογές και τα ζητήματα ουσίας· και ii) τη συγκέντρωση των τεχνικών διατάξεων στο κείμενο ενός ή περισσότερων κανονισμών επιπέδου 2 άμεσης εφαρμογής, οι οποίοι, μέσω μιας αυξημένης προσφυγής στην επιτροπολογία, θα μπορούσαν σταδιακά θα αναδειχθούν ως το κύριο σώμα των τεχνικών κανόνων που θα εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εντός ΕΕ. Εν προκειμένω η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι τα τεχνικά παραρτήματα των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ στην πλειοψηφία τους θα πρέπει να υιοθετηθούν απευθείας ως μέτρα επιπέδου 2 και, στο μέτρο που πληρούται ο αναγκαίος βαθμός ευελιξίας ενόψει της εφαρμογής τους σε εθνικό επίπεδο, ως κανονισμοί της Επιτροπής.

3.

Η περιορισμένη δυνατότητα προσφυγής σε ουσιαστικά και δομημένα μέτρα εφαρμογής επιπέδου 2 στο πλαίσιο των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ καθιστά σημαντικότερο το ρόλο των κατευθυντήριων γραμμών στο επίπεδο 3 του πλαισίου Lamfalussy. Εν προκειμένω η ΕΚΤ σημειώνει ότι με την προτεινόμενη οδηγία εισάγονται για πρώτη φορά στο κείμενο της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ρητές αναφορές στις κατευθυντήριες γραμμές και στις συστάσεις της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors, εφεξής «CEBS») (10). Η ΕΚΤ αναγνωρίζει πλήρως τα οφέλη που απορρέουν από τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, το μείζον έργο που έχει επιτελέσει η CEBS όσον αφορά τη σύγκλιση των εποπτικών προτύπων και πρακτικών, καθώς και την ανάγκη διασφάλισης της συμμόρφωσης εκ μέρους των κρατών μελών. Πάντως, λόγω του μη δεσμευτικού τους χαρακτήρα οι συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές δεν εγγυώνται την εναρμονισμένη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στα διάφορα κράτη μέλη. Ακολούθως προς τις αρχές για τη βελτίωση της νομοθεσίας (11), θα πρέπει να αποφεύγονται οι ρητές αναφορές σε παρόμοιες μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές της κοινοτικής νομοθεσίας. Αντ’ αυτών, η ΕΚΤ προτείνει τον προσδιορισμό στο κείμενο της προτεινόμενης οδηγίας των τομέων ως προς τους οποίους ζητείται η συμβολή της CEBS ενόψει της ενίσχυσης της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Εξάλλου, ακολούθως προς την προσέγγιση Lamfalussy και τις συμβουλευτικές παρατηρήσεις που περιέχονται στην παράγραφο 2 και ενόψει της περαιτέρω προαγωγής ενός εναρμονισμένου νομικού πλασίου σε επίπεδο ΕΕ, ο κοινοτικός νομοθέτης ίσως ενδείκνυτο υπό ορισμένες περιστάσεις να μετατρέπει το ουσιαστικό περιεχόμενο των εν λόγω μη δεσμευτικών κατευθυντήριων γραμμών επιπέδου 3 της CEBS σε δεσμευτική κοινοτική νομοθεσία, είτε επιπέδου 1, σύμφωνα με τη διαδικασία της συναπόφασης, είτε επιπέδου 2, με τη μορφή μέτρων εφαρμογής τα οποία η Επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα να θεσπίζει, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές της όσον αφορά την επιτροπολογία, και τα οποία θα τυγχάνουν ομοιόμορφης εφαρμογής στα κράτη μέλη (12).

4.

Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι ορισμένες από τις τροποποιήσεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ που προτείνει η Επιτροπή συνιστούν απόρροια της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής αναταραχής και ότι η αναδιάρθρωση των εν λόγω οδηγιών δεν ήταν εφικτή υπό την παρούσα συγκυρία. Πάντως, κατά την άποψη της ΕΚΤ, η ριζική αναμόρφωση των συγκεκριμένων οδηγιών σύμφωνα με τις αρχές που περιγράφονται παραπάνω αναμένεται ότι θα συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της διαφάνειας και της ασφάλειας δικαίου που διέπουν την κοινοτική τραπεζική νομοθεσία. Εξάλλου, η τρέχουσα αναταραχή στις αγορές ανέδειξε τη σημασία των νομικών πράξεων που είναι ευχερώς τροποποιήσιμες, ώστε να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, δηλαδή των μέτρων εφαρμογής επιπέδου 2· μόνο οι αρχές-πλαίσιο θα πρέπει να θεσπίζονται ως αυστηρές πράξεις επιπέδου 1, καθώς αυτές τείνουν να έχουν κατ’ εξοχήν μόνιμο χαρακτήρα. Η ΕΚΤ παροτρύνει τον κοινοτικό νομοθέτη να λάβει υπόψη τις ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές, υπό το φως μάλιστα των πορισμάτων της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου.

Επιτροπολογία

5.

Πρόσφατα η Επιτροπή πρότεινε δυο σχέδια οδηγιών για την εφαρμογή των τεχνικών διατάξεων όσον αφορά τη διαχείριση του κινδύνου (13). Η ΕΚΤ σημειώνει ότι ορισμένες από τις εν λόγω τεχνικές διατάξεις αφορούν την τιτλοποίηση και τη μεθοδολογία που ακολουθούν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Από την πλευρά της ΕΚΤ δεν υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες παρατηρήσεις σχετικά με τις ειδικότερες αυτές διατάξεις, η δε ΕΚΤ συμφωνεί με τις απόψεις της Επιτροπής όσον αφορά τη ρυθμιστική σχέση μεταξύ των μέτρων επιπέδου 1 και επιπέδου 2 (14), ότι δηλαδή: i) κατά κανόνα και για λόγους νομικής συνοχής και διαφάνειας, η υιοθέτηση μέτρων επιπέδου 2 δεν θα πρέπει να προηγείται της υιοθέτησης μέτρων επιπέδου 1, διαφορετικά δημιουργείται ο κίνδυνος επηρεασμού του διαλόγου επί της ουσίας τους· και ii) στο μέγιστο δυνατό βαθμό οι εργασίες σε σχέση με μέτρα επιπέδου 1 και 2 θα πρέπει να διεξάγονται παράλληλα. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η άσκηση του συμβουλευτικού ρόλου της ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 4 της συνθήκης σε σχέση τις προτεινόμενες κοινοτικές πράξεις (περιλαμβανομένων των μέτρων εφαρμογής επιπέδου 2).

Ειδικές παρατηρήσεις

Διατραπεζικά ανοίγματα και εφαρμογή νομισματικής πολιτικής (νέο προτεινόμενο άρθρο 113 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

6.

H EKT χαιρετίζει εν γένει την επιδίωξη της προτεινόμενης οδηγίας να βελτιώσει τη διαχείριση του κινδύνου και της ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύματα, και μάλιστα σε σχέση και με τα διατραπεζικά ανοίγματα (15). Ειδικότερα, η ΕΚΤ συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι τα διατραπεζικά ανοίγματα εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο, δεδομένου ότι οι τράπεζες, αν και υπόκεινται σε ρυθμιστικό πλαίσιο, είναι δυνατό να πτωχεύσουν, και ότι τα μεγάλα διατραπεζικά ανοίγματα απαιτούν πολύ συνετή διαχείριση (16).

7.

Η ΕΚΤ σημειώνει ότι η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει δυνατότητα εξαίρεσης όσον αφορά «στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις από και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά … δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη εργάσιμη ημέρα και εκφράζονται στο νόμισμα του κράτους μέλους που κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, υπό τον όρο ότι το νόμισμα αυτό δεν είναι το ευρώ» (17). Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι η ανωτέρω διάταξη εγείρει προβληματισμούς όσον αφορά την ισοτιμία των όρων του ανταγωνισμού και ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί, προκειμένου να προβλέπει ίση μεταχείριση σε επίπεδο κρατών μελών.

8.

Ακόμη, η ΕΚΤ συνιστά προσοχή κατά το σχεδιασμό μέτρων που συνεπάγονται τη θέσπιση ορίων όσον αφορά τα διατραπεζικά ανοίγματα, καθώς με τα προτεινόμενα μέτρα θα πρέπει να αποφεύγεται η παρακώλυση της ομαλής ροής της ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά. Από τη σκοπιά της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, ο περιορισμός της ομαλής ροής της ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά, ιδίως με την πρόβλεψη πολύ σύντομης διάρκειας που είναι δυνατό να κυμαίνεται από μία ημέρα ή έως και μία εβδομάδα, δεν είναι επιθυμητός ούτε υπό κανονικές συνθήκες ούτε υπό τις συνθήκες της τρέχουσας αναταραχής στη χρηματοπιστωτική αγορά. Πράγματι, υπό κανονικές συνθήκες η συναλλακτική δραστηριότητα των αντισυμβαλλόμενων του Ευρωσυστήματος αποτελεί μέσο για την αναδιανομή βραχυπρόθεσμης ρευστότητας στην αγορά και, επομένως, δεν θα πρέπει να υπόκειται σε περιορισμούς, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί επιζήμιο για την ομαλή διαμόρφωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της αγοράς χρήματος με βάση το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς που ισχύει για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος.

9.

Σε σχέση με τα ανωτέρω η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός δεν εγκυμονεί εξίσου μεγάλο κίνδυνο σε σχέση με τον πιο μακροπρόθεσμο δανεισμό. Εξάλλου, και η πιστοληπτική ποιότητα διαφοροποιείται μεταξύ αντισυμβαλλόμενων. Όσον αφορά τη διαμόρφωση του προτεινόμενου ορίου επί των διατραπεζικών ανοιγμάτων στο 25 % των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος ή στο ποσό των 150 εκατομμυρίων EUR (18) , ανεξαρτήτως της διάρκειάς τους, προκύπτει με βάση εσωτερική ποσοτική ανάλυση της ΕΚΤ ότι, εάν το ως άνω όριο είχε τεθεί πριν από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης τον Αύγουστο του 2007, μία σημαντική μερίδα τραπεζών θα είχε περιοριστεί ως προς την ενδοημερήσια δανειοδοτική δραστηριότητά τους σε σημαντικό αριθμό συναλλαγών. Πρόκειται για μία ουσιαστική και ανεπιθύμητη μεταβολή σε σύγκριση με το ισχύον νομικό πλαίσιο της ΕΕ, που επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρούν ολικώς ή μερικώς από την εφαρμογή των κανόνων για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα «απαιτήσεις από και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, με διάρκεια μικρότερη ή ίση του ενός έτους» (19). Από τη σκοπιά της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι το ως άνω προτεινόμενο όριο θα περιορίσει την ομαλή ροή ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά και θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για την ομαλή λειτουργία της αγοράς χρήματος του ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εφαρμόζουν μέτρα μείωσης του κινδύνου και εργαλεία επιτήρησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα V της οδηγίας 2006/48/ΕΚ για τη διευθέτηση των πιθανών κινδύνων που εγκυμονούν τα ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα διατραπεζικά ανοίγματα, θα χαιρέτιζε ωστόσο την εισαγωγή εξαίρεσης από το καθεστώς που διέπει τα μεγάλα διατραπεζικά ανοίγματα όσον αφορά τις απαιτήσεις πολύ σύντομης διάρκειας, για παράδειγμα μικρότερης ή ίσης της μίας εβδομάδας. Επιπλέον, θα θεωρούσε θετική την πραγματοποίηση μιας ανάλυσης της αγοράς χρήματος σε επίπεδο ΕΕ και την πιθανή εισαγωγή -επί τη βάσει της εν λόγω ανάλυσης- ορισμένων μέτρων όπως η εξαίρεση των απαιτήσεων με διάρκεια μεγαλύτερη της μίας εβδομάδας.

Ζητήματα ρευστότητας (νέα προτεινόμενα παραρτήματα V και XI και άρθρο 41)

10.

Κατά την άποψη της ΕΚΤ, οι τροποποιήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ όσον αφορά τον κίνδυνο ρευστότητας (20), οι οποίες αποτυπώνουν στην πράξη τις εργασίες της επιτροπής τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας (Basel Committee on Banking Supervision, εφεξής «BCBS») (21) και της CEBS (22), αποτελούν ένα αναγκαίο και επικροτούμενο βήμα δεδομένης της σημασίας της διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας που ανέδειξε η τρέχουσα αναταραχή των αγορών. Εν προκειμένω, και μάλιστα ενόψει των πιθανών μελλοντικών εργασιών της Επιτροπής, κρίνεται σημαντική η παροχή περαιτέρω καθοδήγησης σε σχέση με βασικές πτυχές, όπως ο ορισμός και η οριοθέτηση της ανοχής κινδύνου (23) και η επάρκεια των αποθεμάτων ρευστότητας (24). Λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται ότι αυτές διαθέτουν κατάλληλη πρόσβαση στις πληροφορίες που σχετίζονται με τα σχέδια χρηματοδότησης των τραπεζών σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

11.

Η ΕΚΤ σημειώνει ότι, στο πλαίσιο των πρόσφατων τεχνικών συμβουλευτικών παρατηρήσεων που παρείχε η CEBS στην Επιτροπή σε σχέση με τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας (25), η CEBS συνιστά στους φορείς εποπτείας των διασυνοριακών ομίλων να συντονίζουν το έργο τους υπό συνθήκες στενής συνεργασίας, ενδεικτικά μέσω της ενισχυμένης ανταλλαγής πληροφοριών, και ιδίως στο πλαίσιο της λειτουργίας των σωμάτων εποπτών, για την καλύτερη κατανόηση των προφίλ κινδύνου ρευστότητας των ομίλων και την αποτροπή κάθε περιττής επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων. Η CEBS προτείνει, οι επόπτες να επιδιώκουν ενεργά, κατά περίπτωση, την εξέταση του ενδεχομένου περαιτέρω ανάθεσης στους επόπτες της χώρας καταγωγής εποπτικών καθηκόντων όσον αφορά τη ρευστότητα των υποκαταστημάτων. Λαμβανομένων υπόψη των υπό εξέλιξη εργασιών για τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας και τις πρακτικές εκχώρησης αρμοδιοτήτων εποπτείας σε ζητήματα ρευστότητας (26), η ΕΚΤ σημειώνει ότι η οικονομική και νομισματική ένωση συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι μόνο το κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για την εποπτεία της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ. Στο πλαίσιο μελλοντικής αναθεώρησης της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα μπορούσαν να διακρίνονται τα κράτη μέλη καταγωγής και υποδοχής που έχουν υιοθετήσει το ευρώ από τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής έχουν διαφορετικό νόμισμα, το υποκατάστημα θα μπορούσε να υπόκειται στους όρους που θέτει το κράτος μέλος καταγωγής όσον αφορά τη ρευστότητα. Πάντως, η συγκεκριμένη διάκριση εντός της ζώνης του ευρώ στερείται σημασίας όσον αφορά τα υποκαταστήματα, καθώς οι λογιστικές τους καταστάσεις είναι κοινές με εκείνες του κεντρικού καταστήματος, στο ίδιο νόμισμα, ενώ τα ίδια δεν απαιτείται να διαθέτουν ειδικά ίδια ή άλλα κεφάλαια. Εξάλλου, τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων που θεσπίζονται και αναγνωρίζονται επισήμως σε ορισμένο κράτος μέλος πρέπει να καλύπτουν και τους καταθέτες σε υποκαταστήματα που έχουν ιδρύσει πιστωτικά ιδρύματα σε άλλα κράτη μέλη.

12.

Η ΕΚΤ συνιστά επίσης την τροποποίηση του άρθρου 41 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το οποίο ρυθμίζει την ευθύνη για τα μέτρα που απορρέουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).

Ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία μεταξύ κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών (νέο προτεινόμενο άρθρο 42α παράγραφος 2, άρθρο 49 και άρθρο 130 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ)

13.

Η ΕΚΤ στηρίζει την αποσαφήνιση των υφιστάμενων υποχρεώσεων συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, περιλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η αποσαφήνιση των υφιστάμενων υποχρεώσεων κρίνεται ιδιαίτερα θετική όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών και κεντρικών τραπεζών σε σχέση με συγκεκριμένους τραπεζικούς ομίλους.

14.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι, ενώ η οδηγία 2006/48/ΕΚ προβλέπει ότι οι εποπτικές αρχές δεν θα πρέπει να παρακωλύονται στη διαβίβαση πληροφοριών στις κεντρικές τράπεζες, περιλαμβανομένης της ΕΚΤ (27), ενόψει της εκπλήρωσης των καθηκόντων τους (28), η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει ότι σε επείγουσα κατάσταση, όπως ορίζεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ (29), τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες σε κεντρικές τράπεζες εντός της Κοινότητας. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προτεινόμενη οδηγία, τόσο υπό «κανονικές συνθήκες» όσο και σε επείγουσες καταστάσεις, η ως άνω διαβίβαση πληροφοριών πραγματοποιείται όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων των κεντρικών τραπεζών. Η ΕΚΤ χαιρετίζει τις εν λόγω τροποποιήσεις, και ιδίως την εισαγωγή στην οδηγία 2006/48/ΕΚ ρητής αναφοράς στον ενδεικτικό κατάλογο καθηκόντων των κεντρικών τραπεζών, που περιλαμβάνει την άσκηση νομισματικής πολιτικής, την εποπτεία συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων και τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ως προς τα οποία μπορεί να είναι σημαντική η ως άνω διαβίβαση πληροφοριών. Η ΕΚΤ διατυπώνει επίσης τις δυο ακόλουθες παρατηρήσεις. Πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ανωτέρω κατάλογος καθηκόντων αναφέρεται στην εποπτεία συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων (30), σκόπιμη κρίνεται η προσθήκη αναφοράς στα «συστήματα εκκαθάρισης» και η πάγια χρήση στο κείμενο της οδηγίας 2006/48/ΕΚ της ακόλουθης διατύπωσης: «συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού». Δεύτερον, η αναφορά στις «νόμιμες» αποστολές υποδηλώνει ότι αυτές ανατίθενται από το νόμο. Δεδομένου ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ορισμένες λειτουργίες, όπως το καθήκον διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας των κεντρικών τραπεζών, ενδέχεται να μην ανατίθενται από το νόμο, ο όρος «νόμιμες» θα πρέπει να διαγραφεί.

15.

Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν αποβλέπουν στη μεταβολή του ισχύοντος πλαισίου ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών και κεντρικών τραπεζών υπό κανονικές συνθήκες, αλλά επιδιώκουν την περαιτέρω αναβάθμιση της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εν λόγω αρχών σε επείγουσες καταστάσεις. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι ίσως ενδείκνυται περαιτέρω σύγκλιση ως προς τη φύση των εν λόγω υποχρεώσεων, προκειμένου να αποτρέπεται η εκδήλωση ασυμμετρίας όσον αφορά τις πληροφορίες που καθίστανται διαθέσιμες στις κεντρικές τράπεζες υπό κανονικές και επείγουσες συνθήκες (31). Η εμπειρία των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος υποδηλώνει ότι μεταξύ των λειτουργιών της κεντρικής τραπεζικής και της προληπτικής εποπτείας παρατηρούνται σημαντικές συνεργίες όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την ανάγκη ενίσχυσης της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ των αξιολογήσεων που διενεργούν οι κεντρικές τράπεζες αναφορικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και της εποπτείας μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (32). Στην πράξη, όπως σημειώνεται ήδη σε προηγούμενες γνώμες (33), κατά την εποπτεία μεμονωμένων ιδρυμάτων θα πρέπει να αξιοποιείται η έκβαση των αξιολογήσεων της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από τις κεντρικές τράπεζες, θα πρέπει δε και οι αξιολογήσεις αυτές με τη σειρά τους να βασίζονται στις πληροφορίες που παρέχουν οι εποπτικοί φορείς. Για παράδειγμα, οι εποπτικές αρχές οφείλουν υπό κανονικές συνθήκες να επικοινωνούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τους λοιπούς εποπτικούς φορείς και τις κεντρικές τράπεζες, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, προκειμένου να διευκολύνεται η αποτελεσματική συνεργασία όσον αφορά την εποπτεία και την επίβλεψη της διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας. Υπό κανονικές συνθήκες η ως άνω επικοινωνία θα πρέπει να διενεργείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ η φύση και η συχνότητα της ανταλλαγής πληροφοριών υπό συνθήκες πίεσης θα πρέπει να προσαρμόζονται καταλλήλως (34).

Σώματα εποπτών (νέα προτεινόμενα άρθρα 42α,129 και 131α)

16.

Η ΕΚΤ χαιρετίζει την προτεινόμενη ενίσχυση των νομικών θεμελίων της λειτουργίας των σωμάτων εποπτών (35). Αυτό θεωρείται ότι αποτελεί ένα βήμα προς την επίτευξη εποπτικής σύγκλισης και αναμένεται ότι θα διασφαλίσει την απαραίτητη ομοιομορφία μεταξύ κρατών μελών. Ειδικότερα, η ΕΚΤ εκτιμά ότι η χρήση σωμάτων εποπτών θα αναβαθμίσει τη συνεργασία στο πλαίσιο της καθημερινής εποπτείας των διασυνοριακών τραπεζών, την αξιολόγηση του κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και το συντονισμό κατά τη διαχείριση της εκδήλωσης κρίσεων.

Η κοινοτική διάσταση της εντολής των εθνικών εποπτικών αρχών

17.

Θεωρώντας ότι τα ζητήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα πρέπει να αξιολογούνται σε διασυνοριακό επίπεδο, η EKT στηρίζει πλήρως τη σκοπούμενη ενίσχυση της κοινοτικής διάστασης της εντολής των εθνικών εποπτικών φορέων, όπως αυτή έχει επανειλημμένα επιβεβαιωθεί από το Συμβούλιο Ecofin και αποτυπώνεται στην προτεινόμενη οδηγία (36). Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ επικροτεί τις διατάξεις που προβλέπουν ότι κατά τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να εξετάζεται ο πιθανός αντίκτυπος αυτών στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όλα τα οικεία κράτη μέλη. Για λόγους ομοιομορφίας η ΕΚΤ προτείνει σε κάθε περίπτωση τη χρήση του όρου «πιθανός αντίκτυπος» ορισμένης απόφασης, αντί του όρου «επίδραση» (37). Η ΕΚΤ είναι εξάλλου της άποψης ότι, στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η συμμετοχή σωμάτων εποπτών στην εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων στην πράξη, θα πρέπει να εξετάζεται η εφαρμογή μηχανισμών διαβούλευσης με άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, αντίστοιχων με τους προβλεπόμενους σε άλλες οδηγίες για τον χρηματοπιστωτικό τομέα (38).

Τιτλοποίηση (νέο προτεινόμενο άρθρο 122α)

18.

Τα προτεινόμενα μέτρα όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τη διαχείριση του κινδύνου σε σχέση με την τιτλοποίηση (39) αποσκοπούν ιδίως στα ακόλουθα: i) στην υποχρέωση των αναδόχων ή/και μεταβιβαζόντων ιδρυμάτων να διατηρούν «ουσιαστική καθαρή οικονομική συμμετοχή» (40) στις συναλλαγές τιτλοποίησης· ii) στη θέσπιση των απαιτήσεων για την καλύτερη κατανόηση από τα πιστωτικά ιδρύματα των κινδύνων που αναλαμβάνουν ως επενδυτές σε τιτλοποιήσεις· iii) στην αναβάθμιση των πρακτικών που εφαρμόζονται σε σχέση με τη γνωστοποίηση στοιχείων εκ μέρους των αναδόχων και μεταβιβαζόντων πιστωτικών ιδρυμάτων· και iv) στην ενίσχυση των εποπτικών πρακτικών των αρμοδίων αρχών σε σχέση με τις τιτλοποιήσεις. Η ΕΚΤ στηρίζει εν γένει την εισαγωγή των προτεινόμενων τροποποιήσεων που αποβλέπουν στην ομογενοποίηση των κινήτρων των συμμετεχόντων στην αγορά τιτλοποιήσεων (41). Ταυτόχρονα η ΕΚΤ υπογραμμίζει την ανάγκη ύπαρξης μιας ευρείας δευτερογενούς αγοράς τιτλοποιήσεων, χαρακτηριζόμενης από επαρκή ρευστότητα και εύρυθμη λειτουργία, ειδικά όσον αφορά την επιλεξιμότητα ως ασφάλειας για πράξεις νομισματικής πολιτικής των τίτλων που προέρχονται από τιτλοποίηση.

Πρώτον, εάν η προτεινόμενη οδηγία διατηρήσει την ιδιότητα πράξης επιπέδου 1, παρά τις συμβουλευτικές παρατηρήσεις που διατυπώνονται στις παραγράφους 2 και 4 της παρούσας γνώμης, η ΕΚΤ επισημαίνει την ανάγκη i) αποσαφήνισης του πεδίου εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων· ii) ορισμού της «ουσιαστικής καθαρής οικονομικής συμμετοχής»· και iii) ομοιόμορφης χρήσης των όρων, προκειμένου να ενισχύεται η σύγκλιση της εφαρμογής τους και να αποτρέπεται το εποπτικό αρμπιτράζ. Η διαφοροποίηση των απαιτήσεων δέουσας επιμέλειας όσον αφορά τις εντός και εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγές των πιστωτικών ιδρυμάτων, αναλόγως του χρονικού ορίζοντα της οικείας επένδυσης, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη, προκειμένου να αποτρέπονται πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στις δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης.

Δεύτερον, η ΕΚΤ σημειώνει ότι μολονότι η διατήρηση ουσιαστικής οικονομικής συμμετοχής μπορεί θεωρητικά να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο για την ομογενοποίηση των κινήτρων, η πρακτική της εφαρμογή μπορεί να δημιουργεί προκλήσεις (42). Συνεπώς, η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων διατάξεων υπό το φως των εξελίξεων στις αγορές, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την ανάγκη αποκατάστασης της λειτουργίας των αγορών τιτλοποίησης. Ακόμη, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η προτεινόμενη από το Συμβούλιο αιτιολογική σκέψη αφορά τα μέτρα για τη διευθέτηση της πιθανής έλλειψης ευθυγράμμισης μεταξύ των συστημάτων τιτλοποίησης και την ανάγκη να διασφαλίζεται ομοιομορφία και συνοχή στο σύνολο των σχετικών ρυθμίσεων που αφορούν τον χρηματοπιστωτικό τομέα (43).

Τρίτον, η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμη τη γενική αναθεώρηση της ορολογίας για τις τιτλοποιήσεις που χρησιμοποιείται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην προτεινόμενη οδηγία, προκειμένου να επιτύχει μεγαλύτερη ευθυγράμμισή της με τη συνήθη νομική ορολογία και να διασφαλιστεί αυξημένη ασφάλεια δικαίου (44).

Τέλος, κρίνεται αναγκαία η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η απαίτηση της διατήρησης ουσιαστικής καθαρής οικονομικής συμμετοχής αλληλεπιδρά με τις λογιστικές υποχρεώσεις (45). Εν προκειμένω η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμη την περαιτέρω επεξεργασία εκ μέρους του Οργανισμού Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΟΔΛΠ) του οδηγού για διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) 39 (46) και του τεύχους αριθ. 12 (47) της μόνιμης επιτροπής διερμηνειών (ΜΕΔ) του ΟΔΛΠ, προκειμένου να αντιμετωπίζεται ο πιθανός αντίκτυπος των σχετικών με την τιτλοποίηση διατάξεων της προτεινόμενης οδηγίας στους κανόνες εξάλειψης και ενοποίησης.

Συμπληρωματικές παρατηρήσεις νομικής και τεχνικής φύσης

19.

Όταν γίνεται αναφορά στην ΕΚΤ, στο ΕΣΚΤ και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ συνιστά τη χρήση λεκτικού σύμφωνου προς τις διατάξεις της συνθήκης και του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (εφεξής το «καταστατικό ΕΣΚΤ»), προκειμένου να αποφεύγεται η περαιτέρω παγίωση παρωχημένων εννοιών και να διευκολύνεται η ανάγνωση της οδηγίας.

20.

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ χαρακτηρίζεται από μια σειρά διαδοχικών ή επαναλαμβανόμενων αναφορών που επηρεάζουν τη σαφήνειά της και το βαθμό κατανόησής της (48). Επιπλέον, ορισμένες παραπομπές δεν διατυπώνονται «κατά τρόπο ώστε το κεντρικό στοιχείο του κανόνα στον οποίο γίνεται η παραπομπή να μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς να απαιτείται η μελέτη του κανόνα αυτού» (49). Η ατυχής αυτή πρακτική αναπαράγεται και στην προτεινόμενη οδηγία (50). Και για λόγους νομικής σαφήνειας και διαφάνειας η ΕΚΤ συνιστά ακόμη την αναδιατύπωση των εν λόγω διατάξεων, προκειμένου να είναι δυνατή η ανάγνωση και κατανόησή τους χωρίς να απαιτείται η μελέτη άλλων διατάξεων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

21.

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ παραπέμπει σε «άλλες δημόσιες αρχές αρμόδιες για την επίβλεψη συστημάτων πληρωμών» (51). Η ΕΚΤ έχει επανειλημμένα και με συνέπεια παρατηρήσει ότι η νομική βάση για τις δραστηριότητες επίβλεψης του Ευρωσυστήματος προβλέπεται στο άρθρο 105 παράγραφος 2 της συνθήκης και στο άρθρο 3.1 του καταστατικού ΕΣΚΤ και ότι, επιπλέον, η αρμοδιότητα του Ευρωσυστήματος για τη διενέργεια επίβλεψης απορρέει από το άρθρο 22 του καταστατικού ΕΣΚΤ (52). Η ΕΚΤ θεωρεί ότι το άρθρο 105 παράγραφος 2 της συνθήκης και το άρθρο 3.1 του καταστατικού ΕΣΚΤ αποκλείουν την παρέμβαση στην αρμοδιότητα επίβλεψης του Ευρωσυστήματος οποιουδήποτε κοινοτικού ή εθνικού οργάνου πλην των κεντρικών τραπεζών, όταν αυτές ενεργούν στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ/Ευρωσυστήματος (53). Στο πλαίσιο αυτό, ακολούθως προς τη θέση που έχει διατυπώσει σε σχέση με άλλες κοινοτικές νομοθετικές διατάξεις (54), η ΕΚΤ συνιστά τη διαγραφή της ανωτέρω παραπομπής (55).

22.

Οι δραστηριότητες εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης συνιστούν έναν ειδικό τύπο χρηματοδοτικού ανοίγματος που δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως τα χρηματοδοτικά ανοίγματα τα οποία δημιουργούν οι συνήθεις δραστηριότητες διατραπεζικού δανεισμού. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα εν λόγω χρηματοδοτικά ανοίγματα, αφενός, είναι ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα, καθώς η διάρκειά τους συνήθως δεν υπερβαίνει τη μία ημέρα και, αφετέρου, εκφεύγουν του ελέγχου των εκάστοτε ιδρυμάτων, διότι δημιουργούνται πρωτίστως λόγω της δραστηριότητας των πελατών. Μολονότι θα πρέπει να υφίστανται κατάλληλα μέτρα μείωσης και επιτήρησης των κινδύνων για την αντιμετώπιση πιθανών κινδύνων που συνδέονται με τις εν λόγω δραστηριότητες, η ΕΚΤ στηρίζει την απαλλαγή που εισάγει η προτεινόμενη οδηγία εν προκειμένω (56). Το παράρτημα περιέχει προτάσεις διατύπωσης για την περαιτέρω αποσαφήνιση της εν λόγω απαλλαγής.

Προτάσεις διατύπωσης

Σε περίπτωση που τα προεκτεθέντα οδηγήσουν σε τροποποιήσεις της προτεινόμενης οδηγίας, το παράρτημα περιέχει σχετικές προτάσεις διατύπωσης.

Φρανκφούρτη, 5 Μαρτίου 2009.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  COM(2008) 602 τελικό, 1 Οκτωβρίου 2008. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο www.eur-lex.europa.eu

(2)  Η παρούσα γνώμη βασίζεται στο κείμενο της προτεινόμενης οδηγίας με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 2008, σε σχέση με το οποίο ζητήθηκε επίσημα η γνώμη της ΕΚΤ. Η προτεινόμενη οδηγία τροποποιήθηκε περαιτέρω στο πλαίσιο της επεξεργασίας του από την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου.

(3)  Βλ. παράγραφο 8 των συμπερασμάτων της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, 15 - 16 Οκτωβρίου 2008, τα οποία είναι διαθέσιμα στο δικτυακό τόπο του Συμβουλίου (www.consilium.europa.eu), και την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Από τη χρηματοπιστωτική κρίση στην ανάκαμψη: ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δράσης», COM(2008) 706 τελικό, 29 Οκτωβρίου 2008, η οποία είναι διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής (www.ec.europa.eu).

(4)  Η έκθεση της ομάδας de Larosière της 25ης Φεβρουαρίου 2009 είναι διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο www.europa.eu

(5)  Βλ. παράγραφο 6 γνώμης CON/2004/7 της ΕΚΤ της 20ής Φεβρουαρίου 2004 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/765/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 94/19/ΕΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2000/12/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών [COM(2003) 659 τελικό], (ΕΕ C 58 της 6.3.2004, σ. 23)· παραγράφους 6 έως 10 γνώμης CON/2005/4 της ΕΚΤ της 17ης Φεβρουαρίου 2005 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ C 52 της 2.3.2005, σ. 37) και παράγραφο 3.5 γνώμης CON/2006/60 της ΕΚΤ της 18ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με πρόταση οδηγίας που τροποποιεί ορισμένες κοινοτικές οδηγίες όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και αύξησης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο στον χρηματοπιστωτικό τομέα (ΕΕ C 27 της 7.2.2007, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(8)  Βλ. άρθρα 150 και 151 οδηγίας 2006/48/ΕΚ και τις τροποποιήσεις των διατάξεων αυτών σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία.

(9)  Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας, International Convergence of Capital Measurement and Capital Standards: A Revised Framework, Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), Ιούνιος 2004. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org).

(10)  Βλ. σχετικά νέες αιτιολογικές σκέψεις 1 και 7, άρθρα 42β, 63α παράγραφος 6 και άρθρο 131α παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

(11)  Βλ. σχετικά Κοινό πρακτικό οδηγό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων από τα κοινοτικά όργανα, και ιδίως τις κατευθυντήριες γραμμές 12 και 17, σ. 39 και 55 αντίστοιχα. Το εν λόγω κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο Europa (www.europa.eu).

(12)  Η ίδια η επιτροπή Lamfalussy επισήμανε το 2001 ότι οι εν λόγω ερμηνευτικές συστάσεις και τα κοινά πρότυπα όσον αφορά ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από τη νομοθεσία της ΕΕ είναι δυνατό, ανάλογα με την περίπτωση, να ενσωματώνονται στο κοινοτικό δίκαιο μέσω της διαδικασίας επιπέδου 2 [βλ. σχετική έκθεση με τίτλο «Final report of the Committee of Wise Men on the regulation of European securities markets», 15.2.2001, σ. 37, διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο Europa (www.europa.eu)].

(13)  Σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής που αφορά την τροποποίηση ορισμένων παρατημάτων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις τεχνικές διατάξεις σχετικά με τη διαχείριση του κινδύνου και την τροποποίηση ορισμένων παρατημάτων της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις τεχνικές διατάξεις σχετικά με τη διαχείριση του κινδύνου. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής (www.ec.europa.eu).

(14)  Ανακοίνωση της Επιτροπής – Επανεξέταση της διαδικασίας Lamfalussy – Ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης, 20.11.2007, COM(2007) 727 τελικό. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής (www.ec.europa.eu).

(15)  Βλ. παραγράφους 6.2.3 και 6.4.5 της αιτιολογικής έκθεσης της προτεινόμενης οδηγίας, σ. 8 και 10.

(16)  Βλ. παράγραφο 6.2.3 της αιτιολογικής έκθεσης της προτεινόμενης οδηγίας, σ. 8.

(17)  Προτεινόμενο άρθρο 113 παράγραφος 4 στοιχείο στ).

(18)  Βλ. προτεινόμενο άρθρο 111 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

(19)  Βλ. νέο άρθρο 113 παράγραφος 3 στοιχείο θ).

(20)  Βλ. νέο παράρτημα V.

(21)  Βλ. κείμενο με τίτλο Principles for Sound Liquidity Risk Management and Supervision, επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας, Σεπτέμβριος 2008. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της BIS (www.bis.org).

(22)  Βλ. κείμενο με τίτλο First part of the CEBS’ technical advice on liquidity risk management – Survey of the current regulatory frameworks adopted by the EEA regulators, 15.8.2007 και Second part of the CEBS’s technical advice to the European Commission on liquidity risk management – Analysis of specific issues listed by the Commission and challenges not currently addressed in the EEA, 18.9.2008, CEBS 2008 147. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της CEBS (www.c-ebs.org).

(23)  Βλ. νέο σημείο 14α του παραρτήματος V.

(24)  Βλ. νέα σημεία 14 και 18 του παρατήματος V και νέο σημείο 1 στοιχείο ε) του παραρτήματος XI.

(25)  Βλ. κείμενο με τίτλο Second part of the CEBS’s technical advice to the European Commission on liquidity risk management – Analysis of specific issues listed by the Commission and challenges not currently addressed in the EEA, 18.9.2008, CEBS 2008 147, σύσταση 29, σ. 11 και σ. 64-66. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της CEBS (www.c-ebs.org).

(26)  Βλ. κείμενο με τίτλο Executive summary regarding work on delegation, 3.9.2008. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της CEBS (www.c-ebs.org).

(27)  Άρθρο 4 παράγραφος 23 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(28)  Βλ. άρθρο 49 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και νέο άρθρο 49 στοιχείο α).

(29)  Νέο άρθρο 130 παράγραφος 1.

(30)  Βλ. επίσης άρθρο 46 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(31)  Πρβλ. πρώτη παράγραφο του άρθρου 49 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ με την προτεινόμενη νέα τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου της προτεινόμενης οδηγίας.

(32)  Βλ. κείμενο με τίτλο Report of the Financial Stability Forum on Enhancing Market and Institutional Resilience, 7.4.2008, σύσταση V.8, σ. 42-43, όπου ορίζεται ότι οι εποπτικοί φορείς και οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αναβαθμίσουν τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών που περιλαμβάνει η αξιολόγηση των κινδύνων για χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η ανταλλαγή πληροφοριών σε περιόδους κόπωσης των αγορών θα πρέπει να είναι ταχεία. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο του φόρουμ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (www.fsforum.org).

(33)  Βλ. ενδεικτικά παράγραφο 2.4.1 γνώμης CON/2007/33 της ΕΚΤ της 5ης Νοεμβρίου 2007 κατόπιν αιτήματος του υπουργείου οικονομικών της Αυστρίας σχετικά με σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του τραπεζικού νόμου, του νόμου περί διάσωσης των τραπεζών, του νόμου για την αρχή εποπτείας της χρηματοπιστωτικής αγοράς και του νόμου για την Oesterreichische Nationalbank και παράγραφο 2.4.1 γνώμης CON/2006/15 της ΕΚΤ της 9ης Μαρτίου 2006 κατόπιν αιτήματος του υπουργού οικονομικών της Πολωνίας σχετικά με σχέδιο νόμου για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι διαθέσιμες στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(34)  Βλ. κείμενο με τίτλο Principles for Sound Liquidity Risk Management and Supervision, αρχή 17, σ. 14-36. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org). Τα λοιπά ζητήματα που άπτονται της ρευστότητας αναλύονται στις παραγράφους 11 και 12 της παρούσας γνώμης.

(35)  Βλ. νέο άρθρο 131α.

(36)  Βλ. συμπεράσματα Συμβουλίου Ecofin της 7ης Οκτωβρίου 2008, σ. 17, τα οποία είναι διαθέσιμα στο δικτυακό τόπο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (www.consilium.europa.eu).

(37)  Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 6 της προτεινόμενης οδηγίας με το νέο άρθρο 40 παράγραφος 3 και την τρίτη πρόταση του νέου σημείου 1α του παραρτήματος XI.

(38)  Βλ. ενδεικτικά άρθρο 132 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(39)  Βλ. νέο άρθρο 122α.

(40)  Όπως αναφέρεται στο νέο άρθρο 122α παράγραφος 1.

(41)  Η ΕΚΤ γνωρίζει ότι το εν λόγω νέο άρθρο της προτεινόμενης οδηγίας τροποποιήθηκε περαιτέρω στο πλαίσιο της επεξεργασίας του από την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου.

(42)  Βλ. σχετική ανάλυση που παρατίθεται στην έκθεση της ΕΚΤ με τίτλο The incentive structure of the «originate and distribute model», Δεκέμβριος 2008, η οποία είναι διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(43)  Βλ. προτεινόμενη αιτιολογική σκέψη 15, τελευταία πρόταση της γενικής προσέγγισης που συμφωνήθηκε από το Συμβούλιο στις 19 Νοεμβρίου 2008 (διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://register.consilium.europa.eu/pdf/en/08/st16/st16216.en08.pdf), η οποία προβλέπει επίσης ότι η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις, αφού λάβει δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των προτεινόμενων μέτρων.

(44)  Για μια γενική επισκόπηση των κείμενων εθνικών νομοθεσιών 15 κρατών μελών για τις τιτλοποιήσεις βλ. σχετική έκθεση της ομάδας νομικών για τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές (European Financial Markets Lawyers Group, εφεξής «EFMLG») αναφορικά με τα νομικά εμπόδια στις διασυνοριακές τιτλοποιήσεις εντός της ΕΕ, 7.5.2007. Το κείμενο είναι διαθέσιμ στο δικτυακό τόπο της EFMLG (www.efmlg.org).

(45)  Έκθεση της ΕΚΤ για τα τραπεζικά συστήματα της ΕΕ, σ. 24.

(46)  Financial Instruments: Recognition and Measurement, δημοσίευση Δεκεμβρίου 2003.

(47)  Consolidation – Special Purpose Entities.

(48)  Βλ. Κοινό πρακτικό οδηγό, και ιδίως κατευθυντήρια γραμμή 16. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο Europa (www.europa.eu).

(49)  Κατευθυντήρια γραμμή 16.7 του Κοινού πρακτικού οδηγού, ο οποίος είναι διαθέσιμος στο δικτυακό τόπο Europa (www.europa.eu).

(50)  Βλ. ενδεικτικά άρθρο 129 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και νέο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο β).

(51)  Άρθρο 49 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(52)  Βλ. ενδεικτικά παράγραφο 7 γνώμης CON/99/19 της ΕΚΤ της 20ής Ιανουαρίου 2000 κατόπιν αιτήματος του υπουργείου οικονομικών και προϋπολογισμού του Λουξεμβούργου αναφορικά με σχέδιο νομοθετικής πρότασης για την εφαμοργή της οδηγίας 98/26/ΕΚ σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού αξιογράφων με το νόμο της 5ης Απριλίου 1993, όπως έχει τροποποιηθεί, που αφορά το χρηματοπιστωτικό τομέα, και την συμπλήρωση του νόμου της 23ης Δεκεμβρίου 1998 για τη συγκρότηση επιτροπής επικεφαλής της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα, και παράγραφο 7.2 της πιο πρόσφατης γνώμης CON/2006/23 της ΕΚΤ της 22ας Μαΐου 2006 κατόπιν αιτήματος της κεντρικής τράπεζας της Μάλτας σχετικά με σχέδιο νόμου που τροποποιεί το νόμο για την κεντρική τράπεζα της Μάλτας.

(53)  Η ΕΚΤ σημειώνει επίσης σε πρόσφατες γνώμες σχετικά με σχέδια εθνικών νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών εκτός της ζώνης του ευρώ ότι οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος επιβλέπουν τα συστήματα πληρωμών ευθυγραμμιζόμενες με την ενιαία εποπτική πολιτική που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο, η οποία ισχύει και για τις λοιπές κεντρικές τράπεζες μετά την υιοθέτηση του ευρώ από το οικείο κράτος μέλος (βλ. ενδεικτικά παραγράφους 13 έως 16 γνώμης CON/2005/24 της ΕΚΤ της 15ης Ιουλίου 2005 κατόπιν αιτήματος του υπουργού οικονομικών της Δημοκρατίας της Τσεχίας αναφορικά με σχέδιο νόμου για την ενοποίηση των φορέων εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών και παραγράφους 3.9 και 3.10 της πιο πρόσφατης γνώμης CON/2008/83 της ΕΚΤ της 2ας Δεκεμβρίου 2008 κατόπιν αιτήματος του υπουργείου οικονομικών της Ουγγαρίας αναφορικά με σχέδιο νόμου που τροποποιεί το νόμο για την Magyar Nemzeti Bank. Επιπλέον, και άλλα κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ έχουν τροποποιήσει τη σχετική νομοθεσία τους. Επί του παρόντος, στο Ηνωμένο Βασίλειο η επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών διενεργείται από την Bank of England, χωρίς την ύπαρξη τυπικής σχετικής πρόβλεψης. Το μέρος 5 του σχεδίου τραπεζικού νόμου που έχει ήδη υποβληθεί στο βρετανικό κοινοβούλιο (και είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο του κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, www.parliament.uk, σ. 87) πρόκειται να κατοχυρώσει το ρόλο της Bank of England στη δινέργεια της επίβλεψης των συστημάτων πληρωμών.

(54)  Βλ. παράγραφο 14 γνώμης CON/2001/25 της ΕΚΤ της 13ης Σεπτεμβρίου 2001 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων επενδύσεων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ C 271 της 26.9.2001, σ. 10).

(55)  Η παραπομπή συνιστάται να διαγραφεί και από την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(56)  Νέο άρθρο 106 παράγραφος 2 στοιχείο γ).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΔΙΑΤΎΠΩΣΗΣ

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ  (1)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 6 της προτεινόμενης οδηγίας

(6)

Οι εντολές των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια κοινοτική διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνουν υπόψη την επίδραση των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών.

(6)

Οι εντολές των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια κοινοτική διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνουν υπόψη την επίδραση τον πιθανό αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παράγραφο 17 της γνώμης

Τροποποίηση 2

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 4 παράγραφος 23

Άρθρο 4

23.

«Κεντρικές τράπεζες»: περιλαμβάνουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτός αν ορίζεται άλλως.

[Η προτεινόμενη οδηγία δεν προβλέπει τροποποίηση]

Άρθρο 4

23.

«Κεντρικές τράπεζες»: περιλαμβάνουν τις εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτός αν ορίζεται άλλως.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παράγραφο 19 της γνώμης

Τροποποίηση 3

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 41

Άρθρο 41

Μέχρις ότου υπάρξει μεταγενέστερος συντονισμός, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εξακολουθεί να έχει την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.

Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί όλη την ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του.

[Η προτεινόμενη οδηγία δεν προβλέπει τροποποίηση]

Άρθρο 41

Μέχρις ότου υπάρξει μεταγενέστερος συντονισμός, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εξακολουθεί να έχει την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.

Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και, ενδεχομένως, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί όλη την ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παραγράφους 11 και 12 της γνώμης

Τροποποίηση 4

Άρθρο 1 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 42α

Άρθρο 42α

2.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής θα μεταβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου έχει ιδρυθεί ένα υποκατάστημα συστημικής σημασίας, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και θα εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν μια αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί επείγουσα κατάσταση εντός πιστωτικού ιδρύματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφος 4 και στο άρθρο 50.

Άρθρο 42α

2.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής θα μεταβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου έχει ιδρυθεί ένα υποκατάστημα συστημικής σημασίας, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 132 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και θα εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Εάν μια αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί επείγουσα κατάσταση εντός πιστωτικού ιδρύματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφος 4 και στο άρθρο 50.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παράγραφο 19 της γνώμης

Τροποποίηση 5

Άρθρο 1 παράγραφος 6 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 49

Άρθρο 49

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς:

α)

στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αντίστοιχων νόμιμων αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας πληρωμών και συστημάτων διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· και

β)

ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής.

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 45.

Σε επείγουσα κατάσταση όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη θα επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες σε κεντρικές τράπεζες εντός της Κοινότητας, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αντίστοιχων νόμιμων αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Άρθρο 49

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς:

α)

στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αντίστοιχων νόμιμων αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, και συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· και

α)

στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αντίστοιχων νόμιμων αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, και συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· και

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 45.

Σε επείγουσα κατάσταση όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη θα επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν πληροφορίες σε κεντρικές τράπεζες εντός της Κοινότητας, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αντίστοιχων νόμιμων αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παραγράφους 14, 19 και 21 της γνώμης

Τροποποίηση 6

Άρθρο 1 παράγραφος 16 στοιχείο α) της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 106 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 106

2.

Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

...

γ)

στην περίπτωση της παροχής πράξεων πληρωμής ή υπηρεσιών εκκαθάρισης και διακανονισμού σε πελάτες, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και άλλα ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του πελάτη, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Άρθρο 106

2.

Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

...

γ)

στην περίπτωση της παροχής πράξεων πληρωμής ή υπηρεσιών εκκαθάρισης, και διακανονισμού και φύλαξης χρηματοπιστωτικών μέσων σε πελάτες, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και άλλα ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του πελάτη, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παράγραφο 22 της γνώμης

Τροποποίηση 7

Άρθρο 1 παράγραφος 21 στοιχείο δ) της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 113 παράγραφος 4

Άρθρο 113

4.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν λόγω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα:

στ)

στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις από και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη εργάσιμη ημέρα και εκφράζονται στο νόμισμα του κράτους μέλους που κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, υπό τον όρο ότι το νόμισμα αυτό δεν είναι το ευρώ.

Άρθρο 113

4.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν λόγω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 1, τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα:

στ)

στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις από και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον τα ανοίγματα αυτά δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών και δεν έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από την επομένη επτά εργάσιμη ες ημέρα ες. και εκφράζονται στο νόμισμα του κράτους μέλους που κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, υπό τον όρο ότι το νόμισμα αυτό δεν είναι το ευρώ.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παραγράφους 6 έως 9 της γνώμης

Τροποποίηση 8

Άρθρο 1 παράγραφος 29 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 130 παράγραφος 1

Άρθρο 130

1.

Όταν προκύπτει επείγουσα κατάσταση, μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί υποκαταστήματα συστημικής σημασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 42α, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 και στο άρθρο 50 και θα διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές βάσει των άρθρων 125 και 126 και για την αρμόδια αρχή που περιγράφεται βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1.

Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 125 και 126.

Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 θα χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.

Άρθρο 130

1.

Όταν προκύπτει επείγουσα κατάσταση, μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί υποκαταστήματα συστημικής σημασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 42α, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και τις αρχές που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 και στο άρθρο 50 και θα διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές βάσει των άρθρων 125 και 126 και για την αρμόδια αρχή που περιγράφεται βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1.

Εάν ορισμένη κεντρική τράπεζα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών η αρχή που μνημονεύεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου, θα ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 125 και 126.

Στο μέτρο του δυνατού, οι η αρμόδια ες αρχή ές και οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών η αρχή που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 θα χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.

Αιτιολογική βάση – Βλ. παράγραφο 19 της γνώμης


(1)  Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ. Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ.


Top