EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007AB0009

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 13ης Απριλίου 2007 , αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις τριμηνιαίες στατιστικές για τις κενές θέσεις εργασίας στην Κοινότητα (CON/2007/9)

OJ C 86, 20.4.2007, p. 1–2 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

20.4.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 86/1


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 13ης Απριλίου 2007

αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις τριμηνιαίες στατιστικές για τις κενές θέσεις εργασίας στην Κοινότητα

(CON/2007/9)

(2007/C 86/01)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 12 Απριλίου 2007 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατυπώσει τη γνώμη της αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις τριμηνιαίες στατιστικές για τις κενές θέσεις εργασίας στην Κοινότητα (1) (εφεξής «προτεινόμενος κανονισμός»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να διατυπώσει τη γνώμη της βασίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη περίοδος του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ.

1.   Γενικές παρατηρήσεις

1.1.

Σκοπός του προτεινόμενου κανονισμού είναι να θεσπίσει τη νομική βάση για τη συλλογή, διαβίβαση και αξιολόγηση των τριμηνιαίων στοιχείων για τις κενές θέσεις εργασίας στην Κοινότητα (2). Τα στοιχεία για τις κενές θέσεις εργασίας, τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο των κύριων ευρωπαϊκών οικονομικών δεικτών («ΚΕΟΔ») (3), απαιτούνται για την παρακολούθηση των βραχυπρόθεσμων μεταβολών των κενών θέσεων εργασίας ανά οικονομική δραστηριότητα.

1.2.

Η ΕΚΤ χαιρετίζει τον προτεινόμενο κανονισμό. Η παροχή συγκρίσιμων στοιχείων για τις κενές θέσεις εργασίας διευρύνει το πεδίο των διαθέσιμων στοιχείων για την ανάλυση και αξιολόγηση των κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών στη ζώνη του ευρώ, η οποία άπτεται της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Επίσης, τα στοιχεία για τις κενές θέσεις εργασίας χρησιμεύουν ως κύριος δείκτης για ορισμένες μεταβλητές της αγοράς εργασίας, ιδίως για την απασχόληση και την ανεργία. Τα υφιστάμενα σήμερα ευρωπαϊκά συγκεντρωτικά στοιχεία, τα οποία βασίζονται σε στοιχεία τα οποία διαβιβάζουν οικειοθελώς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat) οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες, αντικατοπτρίζουν τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν στον ορισμό των εθνικών σειρών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των σειρών της ζώνης του ευρώ.

1.3.

Με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων τεχνικής φύσης που διατυπώνει στο τμήμα 2 της παρούσας γνώμης, η ΕΚΤ θεωρεί ότι ο προτεινόμενος κανονισμός ήδη αντικατοπτρίζει έναν ισορροπημένο συμβιβασμό ανάμεσα στις απαιτήσεις των χρηστών και τις ανάγκες στατιστικής απλοποίησης, οι οποίες αξιολογήθηκαν προσεκτικά προκειμένου να περιοριστεί ο φόρτος εργασίας όσον αφορά την παροχή στοιχείων. Η ΕΚΤ υποστηρίζει ένθερμα την εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού και καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να δώσουν προτεραιότητα στην έγκαιρη έκδοση του απαιτούμενου εκτελεστικού κανονισμού της Επιτροπής.

2.   Παρατηρήσεις τεχνικής φύσης

2.1

Η ΕΚΤ τονίζει ότι η προτεινόμενη ανάλυση κατά επίπεδο τίτλου όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων που καθορίζονται από το κοινό σύστημα ταξινόμησης στην Κοινότητα (NACE), συμπεριλαμβανομένου του τομέα υπηρεσιών, αποτελεί σημαντική πτυχή του προτεινόμενου κανονισμού, λαμβανομένου υπόψη του αυξανόμενου ρόλου των υπηρεσιών ως ποσοστού της συνολικής οικονομίας. Η προτεινόμενη ανάλυση είναι επίσης σημαντική για την εξήγηση των μεταβολών στον συνολικό αριθμό των κενών θέσεων εργασίας. Η επιτυχής κατάρτιση και επακόλουθη παροχή των στοιχείων που απορρέουν από τις προτεινόμενες σχετικές μελέτες σκοπιμότητας, καθώς και από τις μελέτες σκοπιμότητας σχετικά με την κάλυψη μονάδων που απασχολούν λιγότερους από δέκα εργαζόμενους, θεωρούνται σημαντικά βήματα για την περαιτέρω ενίσχυση της ποιότητας των στοιχείων.

2.2

Η διαθεσιμότητα μίας κατάλληλης δέσμης αναδρομικών στοιχείων είναι υψίστης σημασίας, δεδομένου ότι η ικανότητα αξιολόγησης της εξέλιξης των κενών θέσεων εργασίας στην πάροδο του χρόνου είναι πολύ σημαντική για τους σκοπούς της ανάλυσης. Ωστόσο, η ΕΚΤ αναγνωρίζει το φόρτο εργασίας με τον οποίο οι φορείς παροχής στοιχείων θα επιβαρύνονταν εάν είχαν την υποχρέωση να παρέχουν πλήρη δέσμη αναδρομικών στοιχείων και, για το λόγο αυτό, δέχεται τις προβλεπόμενες στο άρθρο 6 του προτεινόμενου κανονισμού περιορισμένες απαιτήσεις διαβίβασης στοιχείων, ενώ ενθαρρύνει εκτιμήσεις που καλύπτουν μεγαλύτερες περιόδους στις περιπτώσεις που τούτο είναι εφικτό.

2.3

Όσον αφορά στο ζήτημα της βελτιωμένης ποιότητας των στοιχείων που είναι αναγκαία προκειμένου να υπάρχουν αξιόπιστα συγκεντρωτικά μεγέθη της ζώνης του ευρώ, σημαντική πτυχή της συνολικής αξιολόγησης της ποιότητας αποτελεί ο υψηλός βαθμός συγκρισιμότητας των εθνικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των συγκεντρωτικών μεγεθών της ζώνης του ευρώ. Κατόπιν τούτου, τα κριτήρια ποιότητας που θα καθοριστούν βάσει των εκτελεστικών διαδικασιών του άρθρου 7 του προτεινόμενου κανονισμού θα ήταν χρήσιμο να συμπεριλαμβάνουν μία περιοδική αξιολόγηση του αντίκτυπου τυχόν μη συγκρίσιμων πτυχών των εθνικών στοιχείων.

Φρανκφούρτη, 13 Απριλίου 2007.

Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ

Λουκάς Δ. ΠΑΠΑΔΉΜΟΣ


(1)  COM(2007) 76 τελικό.

(2)  Οι ανάγκες της ΕΚΤ για τη συλλογή στοιχείων για τις κενές θέσεις εργασίας σε τριμηνιαία βάση και εντός προθεσμίας 45 ημερών από το τέλος του τριμήνου αναφοράς διατυπώθηκαν στις Απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά την Παροχή Γενικών Οικονομικών Στατιστικών Στοιχείων τον Αύγουστο του 2000 και, κατόπιν, στην Αναθεώρηση των Απαιτήσεων Παροχής Γενικών Οικονομικών Στατιστικών Στοιχείων το Δεκέμβριο του 2004.

(3)  Η δημιουργία των ΚΕΟΔ αποτελεί συνέπεια του σχεδίου δράσης για τις στατιστικές απαιτήσεις στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) (εφεξής «σχέδιο δράσης ΟΝΕ»), το οποίο εκπονήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat) σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου Ecofin. Το σχέδιο δράσης ΟΝΕ αποτελούσε απάντηση στην έκθεση της Νομισματικής Επιτροπής σχετικά με τις απαιτήσεις ενημέρωσης στην ΟΝΕ, η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ecofin στις 18 Ιανουαρίου 1999. Το συμβούλιο Ecofin έλαβε την τελευταία έκθεση για την κατάσταση που επικρατεί σχετικά με το ζήτημα αυτό το Νοέμβριο του 2006.


Top