Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Συνέντευξη στον Πολίτη

8 Μαρτίου 2015

Συνέντευξη του Benoît Cœuré, μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ,
στον Γιάννη Σεϊτανίδη, 8 Μαρτίου 2015

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πραγματοποίησε συνάντηση στη Λευκωσία δύο χρόνια μετά τη συμφωνία διάσωσης με ίδια μέσα (bail-in) για την ανακεφαλαιοποίηση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Μέχρι σήμερα παραμένουν αναπάντητα πολλά ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο που διαδραμάτισε η ΕΚΤ στην κρίση που εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 2013. Θεωρείτε ότι ο ρόλος της ΕΚΤ ήταν εποικοδομητικός ή μήπως η ΕΚΤ άσκησε πίεση στην κυπριακή κυβέρνηση μέσω του μηχανισμού παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (emergency liquidity assistance - ELA);

Σύμφωνα με τους κανόνες του Ευρωσυστήματος, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δύνανται να παρέχουν έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα μόνο σε φερέγγυες τράπεζες. Ποια ήταν λοιπόν η κατάσταση τον Μάρτιο του 2013; Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου παρείχε έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα στις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας τις οποίες, ως αρμόδια εποπτική αρχή, είχε κρίνει φερέγγυες. Οι διαπραγματεύσεις όμως για το πρόγραμμα των ΕΕ/ ΔΝΤ, οι οποίες ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2012, είχαν παρατεταμένη διάρκεια, σε σημείο που κατέστη κρίσιμη η κατάσταση του τραπεζικού τομέα και η φερεγγυότητα των δύο μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας αποτέλεσε αντικείμενο πιο προσεκτικής εξέτασης. Η ΕΚΤ απλώς εφάρμοσε τους υφιστάμενους κανόνες όταν στις 21 Μαρτίου 2013 αποφάσισε ότι για να συνεχιστεί η παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα πρέπει να έχει δρομολογηθεί πρόγραμμα των ΕΕ/ ΔΝΤ.

Η διάσωση με ίδια μέσα (bail-in) ήταν κάτι το αναπάντεχο πριν από δύο χρόνια. Σήμερα αποτελεί μέρος της διαδικασίας εξυγίανσης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Πιστεύετε ότι η Κύπρος λειτούργησε ως πεδίο δοκιμών της εξυγίανσης των τραπεζών;

Όχι, αυτό δεν ισχύει. Η αλήθεια είναι ότι, σε σχετικούς όρους, ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Κύπρου ήταν εξαιρετικά μεγάλος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και οι κεφαλαιακές του ανάγκες ήταν σημαντικές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που προέκυψαν από ανεξάρτητη διαδικασία δέουσας επιμέλειας, οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας χρειάζονταν νέα κεφάλαια ύψους άνω του 40% του ΑΕΠ. Με ήδη βεβαρυμένα τα δημόσια οικονομικά, αν το κυπριακό κράτος επωμιζόταν αυτό το βάρος η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα υπονομευόταν σε κρίσιμο βαθμό. Ο επιμερισμός του βάρους με ιδιώτες επενδυτές αφενός ήταν αναπόφευκτος, αφετέρου μείωσε σημαντικά τον οικονομικό αντίκτυπο στους Κύπριους φορολογουμένους και προστάτευσε τη μεγάλη πλειονότητα των καταθετών. Δεν θα περίμενα αυτό να ξανασυμβεί οπουδήποτε αλλού, καθώς η Οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών πλέον απαιτεί από τις τράπεζες να τηρούν σημαντικό απόθεμα χρέους που προσφέρεται για διάσωση με ίδια μέσα. Με άλλα λόγια, θα πληγούν οι επενδυτές προτού χρειαστεί να πληρώσουν οι καταθέτες.

Η θλιβερή κληρονομιά της τραπεζικής κρίσης –η οποία εξακολουθεί να αποτελεί αγκάθι για την πραγματική οικονομία– είναι το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η συζήτηση που διεξάγεται επί του παρόντος στην Κύπρο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η χώρα θα αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα έχει ουσιαστικά «παγώσει» την τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Κύπρου. Υπάρχουν ενδείξεις εκτροχιασμού του κυπριακού προγράμματος; Ποιες μπορεί να είναι οι επιδράσεις στο τραπεζικό σύστημα;

Η Κύπρος έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο ως προς την υλοποίηση των όρων του προγράμματος. Ένας από τους βασικούς στόχους του προγράμματος είναι η μείωση του πολύ υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων και η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους του ιδιωτικού τομέα. Αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου το τραπεζικό σύστημα να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Από αυτή την άποψη, η ταχεία υιοθέτηση του πλαισίου για την αφερεγγυότητα και η ταχεία εφαρμογή του πλαισίου για τις κατασχέσεις αποτελούν βασικά στοιχεία τόσο για την εγγύηση της συμμόρφωσης της Κύπρου με το πρόγραμμα όσο και για τη στήριξη της ανάκαμψης της οικονομίας.

Ο κύριος πολιτικός στόχος της κυβέρνησης είναι να ολοκληρωθεί νωρίτερα το πρόγραμμα και η οικονομική στήριξη που παρέχει η Τρόικα, πιθανόν πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους. Η ΕΚΤ, ως μέλος της Τρόικας, θεωρεί εφικτό αυτόν τον στόχο;

Αρμόδια να αποφασίσει αν χρειάζεται ή όχι διάδοχη συμφωνία είναι η κυπριακή κυβέρνηση. Αυτό που έχει σημασία για την ΕΚΤ είναι να εδραιωθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης, καθώς και συνθήκες οι οποίες θα επιτρέπουν στην Κύπρο να αντλεί εκ νέου χρηματοδότηση από την αγορά σε διαρκή βάση όταν θα έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, δηλαδή την άνοιξη του 2016. Προς τον σκοπό αυτόν, είναι θεμελιώδους σημασίας να βελτιωθεί η κατάσταση του τραπεζικού τομέα και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των επισφαλών απαιτήσεων.

Η ΕΚΤ ξεκινά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Με ποιον τρόπο και πότε μπορεί η Κύπρος να ωφεληθεί από αυτό;

Η Κύπρος θα πρέπει να ωφεληθεί και σίγουρα θα ωφεληθεί από το πρόγραμμά μας για την αγορά περιουσιακών στοιχείων. Αυτό θα είναι εφικτό όταν θα έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία η αξιολόγηση.

Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι με την ποσοτική χαλάρωση η Ευρώπη αρχίζει να απομακρύνεται από τα προγράμματα λιτότητας και να στρέφεται προς πολιτικές που ευνοούν περισσότερο την ανάπτυξη. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ο πληθωρισμός είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για τις ευρωπαϊκές χώρες να μειώσουν το χρέος τους και ότι με την ποσοτική χαλάρωση η ΕΚΤ συμβάλλει στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Από αυτή την άποψη, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι αποτέλεσμα οικονομικών αναγκών, πολιτικών πιέσεων ή δημιουργήθηκε υπό τον φόβο για το μέλλον του ευρώ;

Η μοναδική αποστολή της ΕΚΤ είναι να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, την οποία ορίζουμε ως τον πληθωρισμό τιμών καταναλωτή σε επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2%. Το Διοικητικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι υπήρχε κίνδυνος υπέρμετρα παρατεταμένης περιόδου πολύ χαμηλού πληθωρισμού και αποφάσισε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες στο πλαίσιο της εντολής του. Οι εν λόγω ενέργειες δεν έχουν πολιτική διάσταση και δεν σχετίζονται με το μέλλον του ευρώ. Άλλωστε, όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου συμφωνούν ότι η ποσοτική χαλάρωση αποτελεί απλώς μέσο νομισματικής πολιτικής.

Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία άλλων χωρών, όπως των ΗΠΑ, υπό ποιες συνθήκες η ποσοτική χαλάρωση θα επηρεάσει την πραγματική οικονομία;

Οι αγορές τίτλων του δημόσιου τομέα μειώνουν το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα, δεδομένου ότι πολλά χρηματοδοτικά μέσα τιμολογούνται με βάση την καμπύλη αποδόσεων των εγχώριων κρατικών ομολόγων. Αποτελούν επίσης κίνητρο για τις τράπεζες να αυξήσουν τις πιστώσεις τους προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μέσω της αναδιάρθρωσης των χαρτοφυλακίων. Η αύξηση αυτή με τη σειρά της στηρίζει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Τέλος, υποδεικνύουν ότι η ΕΚΤ –συνεπής προς τις ενδείξεις για τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής– παραμένει προσηλωμένη στην απόφασή της να διατηρήσει τη διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής για παρατεταμένη χρονική περίοδο, με αποτέλεσμα τα επιτόκια να διαμορφώνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα –και πάλι προς όφελος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ήδη έχουμε διαπιστώσει, μετά την ανακοίνωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, ορισμένες θετικές επιδράσεις των μέτρων μας προς αυτές τις κατευθύνσεις. Τα επιτόκια χορηγήσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις έχουν μειωθεί από το περσινό καλοκαίρι σε όλη τη ζώνη του ευρώ, ενώ η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα επανήλθε –σε μηνιαία βάση– σε θετικά επίπεδα τον Δεκέμβριο, για πρώτη φορά από τα μέσα του 2012, και εξακολούθησε να ανακάμπτει τον Ιανουάριο.

Βάσει των παραπάνω, η νομισματική πολιτική μπορεί να στηρίξει βραχυπρόθεσμα την ανάπτυξη, αλλά δεν μπορεί να βελτιώσει την παραγωγή και το βιοτικό επίπεδο σε διαρκή βάση. Αυτό μπορεί μόνο να συμβεί εάν οι κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ χρησιμοποιήσουν αυτή την ευκαιρία για να επιταχύνουν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες τους.

Τέλος, ορισμένες ερωτήσεις σχετικά με την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση διακηρύσσει ότι η Τρόικα και το Μνημόνιο Συνεννόησης δεν υφίστανται πλέον. Πώς θα περιγράφατε τη σημερινή κατάσταση;

Στις 24 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έκριναν ότι η λίστα μεταρρυθμίσεων που παρουσίασε η ελληνική κυβέρνηση αποτελεί αποδεκτό σημείο εκκίνησης για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο πλαίσιο της τρέχουσας συμφωνίας, την οποία το Eurogroup αποφάσισε να παρατείνει κατά τέσσερις μήνες. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές δεσμεύτηκαν ότι θα συνεργαστούν πλήρως με τους τρεις οργανισμούς, προκειμένου να επιταχυνθεί η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Προσβλέπουμε στη συνεργασία μας με τις ελληνικές αρχές. Ο χρόνος πιέζει.

Η νέα κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις. Εξάλλου, αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη με τις ευρωπαϊκές αρχές. Ωστόσο, η χώρα έχει και θα εξακολουθήσει να έχει συγκεκριμένες χρηματοδοτικές ανάγκες για τους επόμενους 18 μήνες. Εξετάζεται το ενδεχόμενο νέου προγράμματος για την Ελλάδα;

Το Eurogroup διατύπωσε με σαφήνεια τη σειρά με την οποία θα προχωρήσουμε. Όταν ολοκληρωθεί με επιτυχία η τρέχουσα αξιολόγηση, και εφόσον το επιθυμούν οι ελληνικές αρχές, θα συζητηθεί με το Eurogroup μια διάδοχη συμφωνία. Πρωτίστως όμως είναι ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης να δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης και να ανακτήσει την οικονομική της ανεξαρτησία. Για να επιτευχθεί αυτό, κατά τη γνώμη μου χρειάζεται οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα, να ασκείται συνετή δημοσιονομική πολιτική και να υπάρχει σαφής διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις διεθνείς δεσμεύσεις της. Έτσι θα εκλείψουν οι αμφιβολίες σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και οι ξένοι επενδυτές θα επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Η νέα κυβέρνηση βρίσκεται σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι τελικά κανείς δεν θα επιθυμούσε την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Εάν αυτό αληθεύει, γιατί η Ευρώπη δεν αναγνώρισε νωρίτερα την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού προγράμματος; Η ύφεση και η ανεργία στην Ελλάδα δεν μπορούν να συγκριθούν με την ύφεση και την ανεργία στην Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Μια αποτυχία του προγράμματος θα μπορούσε τελικά να υπονομεύσει το μέλλον της ζώνης του ευρώ;

Με δεδομένη την πολύ δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, η Ελλάδα κατέβαλε επώδυνες προσπάθειες και κατάφερε να σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την αποκατάσταση της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών και της εξωτερικής της θέσης, ενώ παράλληλα προέβη σε πολλές ενέργειες προκειμένου οι τράπεζες να τεθούν σε υγιή θεμέλια και να ενισχυθεί η βάση για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Στο τέλος του 2014, οι οικονομικοί δείκτες σαφώς υποδήλωναν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και καλύτερες προοπτικές για το μέλλον. Μάλιστα, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκαν πριν από ένα μήνα, ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,5% το 2015 και σε 3,6% το 2016, δηλαδή σε επίπεδα που συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλότερων στη ζώνη του ευρώ. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τις επίπονες προσπάθειες του ελληνικού λαού, αλλά ας μην γελιόμαστε: η προσαρμογή ήταν αναπόφευκτη και, πιστέψτε με, θα ήταν πολύ χειρότερα χωρίς την ευρωπαϊκή και τη διεθνή στήριξη.

Ωστόσο, θα πρέπει πάντοτε να αντλούμε διδάγματα από το παρελθόν. Για παράδειγμα, πιστεύω πως σε πιο πρώιμο στάδιο του προγράμματος θα έπρεπε να είχε δοθεί περισσότερη έμφαση στη μείωση της προσοδοθηρίας και την καταπολέμηση των οργανωμένων συμφερόντων στην Ελλάδα, προκειμένου να επιτευχθεί ένας πιο δίκαιος επιμερισμός του βάρους της προσαρμογής. Επιπλέον, στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει την κρίση, η Ευρώπη δεν είχε τα εργαλεία που είχαν στη διάθεσή τους άλλοι οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία στηρίζει δίκτυα κοινωνικής προστασίας σε χώρες οι οποίες βρίσκονται σε διαδικασία διαρθρωτικής προσαρμογής.

Σύμφωνα με ορισμένες φήμες, η ΕΚΤ διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο μετά τις εκλογές στην Ελλάδα, επιταχύνοντας τις εξελίξεις με την άσκηση πίεσης στην ελληνική κυβέρνηση μέσω του μηχανισμού παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα. Πώς σας φαίνεται η εικόνα που προβάλλεται από διάφορα μέσα ενημέρωσης ότι η ΕΚΤ «χειραγωγεί» εκλεγμένες κυβερνήσεις; Θεωρείτε ότι αυτή η εικόνα αρμόζει σε μια κεντρική τράπεζα; (Για παράδειγμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ στέκονται στην ίδια πλευρά, όχι ο ένας απέναντι από τον άλλο).

Αν αναφέρεστε στην απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου να αναστείλει την παρέκκλιση (waiver) για τα περιουσιακά στοιχεία εκδόσεως ή εγγυήσεως της ελληνικής κυβέρνησης που παρέχονται ως ασφάλεια, η πρόθεση ήταν ακριβώς η αντίθετη: πρόκειται για μια απόφαση εφαρμογής των κανόνων μας σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω. Λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, τα ομόλογα εκδόσεως ή εγγυήσεως της ελληνικής κυβέρνησης κατ’ αρχήν δεν θα πρέπει επ' ουδενί να γίνονται αποδεκτά ως ασφάλεια για τις πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος. Το 2010 η ΕΚΤ έλαβε έκτακτη απόφαση να αναστείλει την εφαρμογή του ελάχιστου ορίου πιστοληπτικής διαβάθμισης ως κριτηρίου καταλληλότητας των ασφαλειών (η επονομαζόμενη παρέκκλιση) και να τα συμπεριλάβει στις αποδεκτές ασφάλειες, με βάση τον συλλογισμό ότι θα είχε δρομολογηθεί και θα εφαρμοζόταν στην Ελλάδα πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Μετά τις εκλογές, με δεδομένη την πρόθεση της νέας κυβέρνησης να μεταβάλει ουσιαστικά ή ακόμη και να τερματίσει το πρόγραμμα, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν μπορούσε πλέον να θεωρήσει ότι η αξιολόγηση του προγράμματος θα ολοκληρωνόταν με επιτυχία και αποφάσισε να άρει την παρέκκλιση. Φυσικά, η παρέκκλιση θα τεθεί εκ νέου σε ισχύ όταν θα είναι και πάλι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η αξιολόγηση του προγράμματος θα ολοκληρωθεί με επιτυχία, ανάλογα με την έκβαση των συζητήσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των οργανισμών. Ελπίζω αυτό να γίνει σύντομα, όταν θα έχουν προχωρήσει οι συζητήσεις.

Επιτρέψτε μου να αναφερθώ και στη σύγκριση που κάνατε με τις ΗΠΑ: πράγματι, η ΕΚΤ είναι η κεντρική τράπεζα της Ελλάδας και έχουμε κάνει πράξη τη δέσμευσή μας μέσω της συνεχούς, και μάλιστα αυξανόμενης, παροχής ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, υπό την προϋπόθεση ότι θα τη χρησιμοποιήσουν για να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Η χρηματοδότηση μέσω κεντρικής τράπεζας των ελληνικών τραπεζών έχει διπλασιαστεί από τα τέλη του 2014 και σήμερα ξεπερνά τα 100 δισεκ. ευρώ. Όμως η ΕΚΤ είναι ταυτόχρονα η κεντρική τράπεζα άλλων 18 χωρών και δεσμευόμαστε από τις Συνθήκες της ΕΕ. Οι δεσμεύσεις αυτές περιλαμβάνουν την απαίτηση χορήγησης δανείων μόνο σε φερέγγυες τράπεζες έναντι επαρκούς ασφάλειας, καθώς και την απαγόρευση χρηματοδότησης κυβερνήσεων. Αυτό ισχύει για όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ζώνης του ευρώ και η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.

Εκπρόσωποι Τύπου