EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32010O0013

2010/598/EU: Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Σεπτεμβρίου 2010 που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2010/13)

OJ L 267, 9.10.2010, p. 21–55 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2011; καταργήθηκε από 32011O0014

ELI: http://data.europa.eu/eli/guideline/2010/598/oj

9.10.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 267/21


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 16ης Σεπτεμβρίου 2010

που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

(ΕΚΤ/2010/13)

(2010/598/EU)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση,

το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 12.1 και 14.3, σε συνδυασμό με το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 18.2 και το άρθρο 20 πρώτη παράγραφος,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η επίτευξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής συνεπάγεται την ανάγκη καθορισμού των μέσων και διαδικασιών που θα χρησιμοποιεί για την ομοιόμορφη εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη το Ευρωσύστημα, το οποίο αποτελείται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (εφεξής τα «συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

(2)

Η ΕΚΤ έχει την εξουσία να θεσπίζει τις αναγκαίες κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, οι δε ΕθνΚΤ έχουν την υποχρέωση να ενεργούν σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(3)

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7, της 31ης Αυγούστου 2000, σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (1), θα πρέπει να τροποποιηθεί, προκειμένου να ληφθούν υπόψη αλλαγές στη χάραξη και την εφαρμογή των διαδικασιών και των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, οι πιο σημαντικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: α) η αναθεώρηση του πλαισίου ελέγχου κινδύνων για τις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, β) η διασφάλιση συνοχής στην αντιμετώπιση περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, γ) η ενίσχυση και ενδυνάμωση των διατάξεων σχετικά με μέτρα διακριτικής ευχέρειας που μπορεί να λάβει το Ευρωσύστημα για τη διευθέτηση προβληματισμών όσον αφορά την οικονομική ευρωστία αντισυμβαλλομένου, δ) η παροχή στο διοικητικό συμβούλιο της δυνατότητας να αποφασίζει ότι η ΕΚΤ μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να διενεργεί οριστικές συναλλαγές σε κεντρικό επίπεδο, ε) η μείωση του κινδύνου επανάκτησης, με σκοπό την περιστολή των πιστωτικών και νομικών κινδύνων, μέσω της θέσπισης του περιορισμού ότι οι αρχικοί δικαιούχοι των τίτλων που προέρχονται από τιτλοποίηση (asset-back securities — ABS), καθώς και τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία των εν λόγω τίτλων, θα πρέπει να προέρχονται από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), στ) η θέσπιση νέων κριτηρίων καταλληλότητας για την ίδια χρήση καλυμμένων ομολογιών, οι οποίες δεν πληρούν τα κριτήρια της οδηγίας ΟΣΕΚΑ (δομημένες καλυμμένες ομολογίες) και για τις οποίες παρέχονται ως ασφάλεια στεγαστικά δάνεια, ζ) η προσθήκη νέων όρων στο προσάρτημα 2 του παραρτήματος I και ο ακριβέστερος προσδιορισμός του περιεχομένου άλλων όρων, η) η τροποποίηση του προσαρτήματος 4 του παραρτήματος I, προκειμένου να ληφθούν υπόψη αλλαγές σε στατιστικούς κανονισμούς, θ) η εναρμόνιση διατάξεων και η εισαγωγή λοιπών τροποποιήσεων ήσσονος σημασίας για την ενίσχυση της συνεκτικότητας και της διαφάνειας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το παράρτημα I της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται σύμφωνα με τα παραρτήματα I και II της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

2.

Το παράρτημα II της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα III της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 2

Επαλήθευση

Το αργότερο στις 9 Οκτωβρίου 2010 οι ΕθνΚΤ διαβιβάζουν στην ΕΚΤ λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα κείμενα και τα μέσα βάσει των οποίων προτίθενται να συμμορφωθούν προς την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει δύο ημέρες μετά την έκδοσή της.

2.   Τα παραρτήματα I και III εφαρμόζονται από την επομένη της δημοσίευσης της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Το παράρτημα II εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται στις ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Φρανκφούρτη, 16 Σεπτεμβρίου 2010.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 310 της 11.12.2000, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα I της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται ως εξής:

1.   Στην εισαγωγή, η υποσημείωση (1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(1)

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με το άρθρο 282 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιεί τον όρο “Ευρωσύστημα” για να υποδηλώσει τους φορείς του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών που εκτελούν τα βασικά του καθήκοντα, δηλαδή αφενός την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αφετέρου τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών τα οποία έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

2.   Η ενότητα 1.1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ) αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) (1). Οι δραστηριότητες του ΕΣΚΤ ασκούνται σύμφωνα με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το “καταστατικό του ΕΣΚΤ”). Το ΕΣΚΤ διοικείται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ. Σε αυτό το πλαίσιο, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι αρμόδιο για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, ενώ η Εκτελεστική Επιτροπή είναι εξουσιοδοτημένη να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές του Διοικητικού Συμβουλίου. Στον βαθμό που κρίνεται εφικτό και σκόπιμο και προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία, η ΕΚΤ προσφεύγει στις ΕθνΚΤ (2) για την εκτέλεση των πράξεων που εντάσσονται στα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής, οι ΕθνΚΤ μπορούν να ανταλλάσσουν με τα μέλη του Ευρωσυστήματος συγκεκριμένες πληροφορίες για αντισυμβαλλομένους, που συμμετέχουν σε πράξεις του Ευρωσυστήματος (3), όπως δεδομένα σχετικά με τη διενέργεια των εν λόγω πράξεων. Οι πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος εκτελούνται υπό ομοιόμορφους όρους σε όλα τα κράτη μέλη (4).

3.   Η ενότητα 1.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο πρωταρχικός σκοπός του Ευρωσυστήματος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Με την επιφύλαξη αυτού του πρωταρχικού σκοπού, το Ευρωσύστημα οφείλει να στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της ΕΕ. Κατά την επιδίωξη των σκοπών του, το Ευρωσύστημα οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων.».

4.   Η ενότητα 1.3.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι πράξεις ανοικτής αγοράς παίζουν σημαντικό ρόλο στη νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος και αποσκοπούν στον επηρεασμό των επιτοκίων, τη διαχείριση των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά και τη σηματοδότηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. Το Ευρωσύστημα διαθέτει πέντε είδη μέσων για τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς. Το σπουδαιότερο μέσο είναι οι αντιστρεπτέες συναλλαγές (πράξεις βάσει συμφωνιών επαναγοράς ή δάνεια έναντι ενεχύρου). Το Ευρωσύστημα δύναται ακόμη να χρησιμοποιεί οριστικές συναλλαγές, την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων και την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Οι πράξεις ανοικτής αγοράς διενεργούνται με πρωτοβουλία της ΕΚΤ, η οποία αποφασίζει επίσης με ποιο μέσο και υπό ποιους όρους και προϋποθέσεις θα εκτελεστούν. Εκτελούνται με τακτικές δημοπρασίες, με έκτακτες δημοπρασίες ή με διμερείς διαδικασίες (5). Με βάση τον σκοπό τους, το αν διενεργούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα ή εκτάκτως και τις διαδικασίες τους, οι πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος διακρίνονται σε τέσσερεις κατηγορίες (βλέπε και πίνακα 1):

β)

Η τρίτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας διενεργούνται εκτάκτως με σκοπό τη διαχείριση των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά και τον επηρεασμό των επιτοκίων, ιδίως για να εξομαλυνθούν οι επιπτώσεις στα επιτόκια που οφείλονται σε αιφνίδιες διακυμάνσεις της ρευστότητας στην αγορά. Πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας είναι δυνατόν να διενεργούνται την τελευταία ημέρα ορισμένης περιόδου τήρησης υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών, προκειμένου να αποκαθίστανται διακυμάνσεις της ρευστότητας που τυχόν σημειώνονται στο διάστημα που μεσολαβεί από την κατανομή του ποσού της τελευταίας πράξης κύριας αναχρηματοδότησης. Οι πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας διενεργούνται κυρίως ως αντιστρεπτέες πράξεις, αλλά μπορούν να λάβουν τη μορφή πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων ή αποδοχής καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Τα μέσα και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια των πράξεων εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας προσαρμόζονται ανάλογα με το είδος της συναλλαγής και τον εκάστοτε επιδιωκόμενο στόχο. Οι πράξεις αυτές διενεργούνται συνήθως από τις ΕθνΚΤ με έκτακτες δημοπρασίες ή με διμερείς διαδικασίες. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι διμερείς πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν να διενεργούνται από την ίδια την ΕΚΤ.».

γ)

Η τέταρτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Επιπλέον, το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργεί διαρθρωτικές πράξεις μέσω της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, μέσω αντιστρεπτέων συναλλαγών και μέσω οριστικών συναλλαγών. Οι πράξεις αυτές διενεργούνται όποτε η ΕΚΤ επιθυμεί να προσαρμόσει τη διαρθρωτική θέση του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα (είτε σε τακτά χρονικά διαστήματα είτε εκτάκτως). Οι διαρθρωτικές πράξεις με τη μορφή αντιστρεπτέων συναλλαγών ή μέσω της έκδοσης χρεογράφων διενεργούνται από τις ΕθνΚΤ μέσω τακτικών δημοπρασιών. Οι διαρθρωτικές πράξεις με τη μορφή οριστικών συναλλαγών κανονικά διενεργούνται από τις ΕθνΚΤ μέσω διμερών διαδικασιών. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να αποφασίζει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, διαρθρωτικές πράξεις μπορούν να διενεργούνται από την ίδια την ΕΚΤ.».

5.   Στον πίνακα 1 της ενότητας 1.3, η φράση «Έκδοση πιστοποιητικών χρέους» στην τέταρτη σειρά της τρίτης στήλης, αντικαθίσταται από τη φράση «Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ».

6.   Η ενότητα 1.4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος διαμορφώνεται κατά τρόπο ώστε να μπορεί να συμμετέχει ευρύ φάσμα αντισυμβαλλομένων. Τα ιδρύματα που υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών σύμφωνα με το άρθρο 19.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ μπορούν να προσφεύγουν στις πάγιες διευκολύνσεις και να συμμετέχουν στις πράξεις ανοικτής αγοράς που εκτελούνται μέσω τακτικών δημοπρασιών και οριστικών συναλλαγών. Το Ευρωσύστημα δύναται να επιλέξει έναν περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων που θα συμμετέχει στις πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας. Προκειμένου για πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής χρησιμοποιούνται φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά συναλλάγματος. Η ομάδα των αντισυμβαλλομένων για τις πράξεις αυτές περιορίζεται στα εγκατεστημένα στη ζώνη του ευρώ ιδρύματα που επιλέγονται από το Ευρωσύστημα για τις παρεμβάσεις του στην αγορά συναλλάγματος.».

7.   Η ενότητα 2.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η δεύτερη περίπτωση της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να είναι οικονομικώς εύρωστοι. Πρέπει να υπόκεινται σε μία τουλάχιστον μορφή εποπτείας, εναρμονισμένης σε επίπεδο ΕΕ/ΕΟΧ, εκ μέρους εθνικών αρχών (6). Λόγω του ιδιαίτερου θεσμικού τους χαρακτήρα βάσει του δικαίου της ΕΕ, οικονομικώς εύρωστα ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 123 παράγραφος 2 της Συνθήκης τα οποία υπόκεινται σε εποπτεία συγκρίσιμη με την εποπτεία που ασκούν αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να γίνονται δεκτά ως αντισυμβαλλόμενοι. Ως αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να γίνονται δεκτά και οικονομικώς εύρωστα ιδρύματα που υπόκεινται σε ασκούμενη από αρμόδιες εθνικές αρχές μη εναρμονισμένη εποπτεία η οποία είναι συγκρίσιμη με την εναρμονισμένη εποπτεία εντός ΕΕ/ΕΟΧ, π.χ. εγκατεστημένα στη ζώνη του ευρώ υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί εκτός ΕΟΧ.

β)

Η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα ιδρύματα μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πάγιες διευκολύνσεις και τις πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος που βασίζονται σε τακτικές δημοπρασίες μόνο μέσω της ΕθνΚΤ του κράτους μέλους όπου έχουν συσταθεί. Εάν ένα ίδρυμα έχει εγκατάσταση (κεντρικό κατάστημα ή υποκαταστήματα) σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, κάθε εγκατάσταση έχει πρόσβαση σε αυτές τις πράξεις μέσω της ΕθνΚΤ του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη, μολονότι το ίδρυμα μπορεί να υποβάλει προσφορές στις δημοπρασίες μέσω ενός μόνο καταστήματος (είτε του κεντρικού καταστήματος είτε κατονομαζόμενου υποκαταστήματος) σε κάθε κράτος μέλος.».

8.   Η ενότητα 2.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων που εκτελούνται για σκοπούς νομισματικής πολιτικής, οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να είναι σε θέση να διενεργούν αποτελεσματικά πράξεις συναλλάγματος μεγάλου ύψους οποιεσδήποτε συνθήκες και αν επικρατούν στην αγορά. Το φάσμα των αντισυμβαλλομένων στις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων αντιστοιχεί στους αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στη ζώνη του ευρώ και οι οποίοι επιλέγονται για τις παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος στην αγορά συναλλάγματος. Τα κριτήρια και οι διαδικασίες επιλογής των αντισυμβαλλομένων για τις παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος εκτίθενται στο προσάρτημα 3.».

β)

Η πέμπτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι διμερείς πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν να διενεργούνται από την ίδια την ΕΚΤ. Εάν αποφασιστεί ότι η ΕΚΤ θα διενεργεί διμερείς πράξεις, η επιλογή των αντισυμβαλλομένων θα γίνεται από την ΕΚΤ με βάση την εκ περιτροπής συμμετοχή των ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ που γίνονται αποδεκτά ως αντισυμβαλλόμενοι στις έκτακτες δημοπρασίες και τις διμερείς πράξεις, ώστε να παρέχονται σε όλους ίσες ευκαιρίες πρόσβασης.».

9.   Η ενότητα 2.3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αυτό αφορά περιπτώσεις παραβάσεων α) των κανόνων των δημοπρασιών, εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν μεταβιβάσει επαρκή ποσότητα υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών (7) προκειμένου να διακανονίσει (την ημέρα διακανονισμού) ή να εξασφαλίσει, έως την ημερομηνία λήξης της πράξης με αντίστοιχους μηχανισμούς κάλυψης διαφορών αποτίμησης, το ποσό της ρευστότητας που του κατανέμεται με πράξη παροχής ρευστότητας, ή δεν καταβάλει επαρκές ποσό μετρητών προκειμένου να διακανονίσει το ποσό που του κατανέμεται με πράξη απορρόφησης ρευστότητας, και β) των κανόνων των διμερών συναλλαγών, εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν μεταβιβάσει επαρκή ποσότητα αποδεκτών υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, ή δεν καταβάλει επαρκή ποσότητα μετρητών προκειμένου να διακανονίσει το συμφωνηθέν ποσό σε διμερείς συναλλαγές, ή εάν δεν εξασφαλίσει εκκρεμή διμερή συναλλαγή οποτεδήποτε έως τη λήξη της με αντίστοιχους μηχανισμούς κάλυψης διαφορών αποτίμησης.

β)

Η πέμπτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Επιπλέον, η αναστολή της συμμετοχής του μη συμμορφούμενου αντισυμβαλλομένου μπορεί να επιβληθεί και σε υποκαταστήματα του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη. Όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η λήψη αυτού του μέτρου κρίνεται αναγκαία λόγω της σοβαρότητας της παράβασης, όπως αυτή αποδεικνύεται π.χ. από τη συχνότητα ή τη διάρκεια της παράβασης, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αποκλειστεί από όλες τις μεταγενέστερες πράξεις νομισματικής πολιτικής επί ορισμένο χρονικό διάστημα.».

10.   Η ενότητα 2.4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.4.   Αναστολή, περιορισμός ή αποκλεισμός για προληπτικούς λόγους ή λόγω αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου

Σύμφωνα με τις συμβατικές ή κανονιστικές διατάξεις που εφαρμόζει η αντίστοιχη ΕθνΚΤ (ή η ΕΚΤ), το Ευρωσύστημα δύναται να αναστείλει, να περιορίσει ή να αποκλείσει την πρόσβαση των αντισυμβαλλομένων στα μέσα νομισματικής πολιτικής για προληπτικούς λόγους.

Επιπλέον, το μέτρο της αναστολής, του περιορισμού ή του αποκλεισμού μπορεί να επιβληθεί σε ορισμένες περιπτώσεις οι οποίες συνιστούν υπερημερία του αντισυμβαλλομένου, κατά την έννοια των συμβατικών ή κανονιστικών διατάξεων που εφαρμόζουν οι ΕθνΚΤ.

Εν τέλει, για προληπτικούς λόγους, το Ευρωσύστημα μπορεί επίσης να απορρίπτει περιουσιακά στοιχεία, να περιορίζει τη χρήση περιουσιακών στοιχείων ή να εφαρμόζει συμπληρωματικές περικοπές αποτίμησης σε περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται ως ασφάλεια από συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος.».

11.   Η εισαγωγική παράγραφος του κεφαλαίου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι πράξεις ανοικτής αγοράς παίζουν σημαντικό ρόλο στη νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος. Χρησιμοποιούνται για τον επηρεασμό των επιτοκίων, τη διαχείριση των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά και τη σηματοδότηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής. Με βάση τον σκοπό τους, το αν διενεργούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα ή εκτάκτως και τις εφαρμοζόμενες διαδικασίες, οι πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος διακρίνονται σε τέσσερεις κατηγορίες: τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, τις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, τις πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και τις διαρθρωτικές πράξεις. Όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα, οι αντιστρεπτέες συναλλαγές αποτελούν το βασικό μέσο ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος και μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στις τέσσερεις κατηγορίες πράξεων ανοικτής αγοράς, ενώ τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διαρθρωτικές πράξεις με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας. Διαρθρωτικές πράξεις είναι δυνατόν να διενεργούνται και μέσω οριστικών συναλλαγών, ήτοι αγορών και πωλήσεων. Επιπλέον, το Ευρωσύστημα διαθέτει άλλα δύο μέσα για την εξομάλυνση των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας: τις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων και την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται λεπτομερώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων μέσων ανοικτής αγοράς που χρησιμοποιεί το Ευρωσύστημα.».

12.   Στην ενότητα 3.1.4, η έκτη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«συνήθως διενεργούνται σε αποκεντρωμένη βάση από τις ΕθνΚΤ (το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι διμερείς αντιστρεπτέες πράξεις εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν να διενεργούνται από την ΕΚΤ),».

13.   Στην ενότητα 3.2, η τέταρτη περίπτωση της τέταρτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«διενεργούνται συνήθως σε αποκεντρωμένη βάση από τις ΕθνΚΤ (το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι οριστικές συναλλαγές μπορούν να διενεργούνται από την ΕΚΤ),».

14.   Η ενότητα 3.3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ συνιστούν ενοχική υποχρέωση της ΕΚΤ έναντι του κομιστή τους. Εκδίδονται και τηρούνται σε άυλη μορφή σε αποθετήρια τίτλων στη ζώνη του ευρώ. Η ΕΚΤ δεν επιβάλλει περιορισμούς όσον αφορά τη δυνατότητα μεταβίβασης των πιστοποιητικών. Περαιτέρω διατάξεις σχετικές με τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ θα περιέχονται στους όρους και τις προϋποθέσεις των εν λόγω πιστοποιητικών.».

β)

Η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ εκδίδονται υπό το άρτιο, δηλαδή διατίθενται σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής τους αξίας και κατά τη λήξη τους εξοφλούνται στην ονομαστική αξία τους. Η διαφορά μεταξύ της τιμής διάθεσης και της τιμής εξόφλησης (ονομαστικής αξίας) ισούται προς τους δεδουλευμένους τόκους επί της τιμής διάθεσης, με το συμφωνημένο επιτόκιο, κατά τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού (μέχρι τη λήξη του). Το εφαρμοζόμενο επιτόκιο είναι ένα απλό επιτόκιο με βάση τις πραγματικές ημέρες επί έτους 360 ημερών (“actual/360”). Ο υπολογισμός της τιμής διάθεσης παρουσιάζεται στο πλαίσιο 1.».

γ)

Το πλαίσιο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο πλαίσιο:

15.   Στην ενότητα 3.4, η πέμπτη περίπτωση της τέταρτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«διενεργούνται συνήθως σε αποκεντρωμένη βάση από τις ΕθνΚΤ (το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι διμερείς πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων μπορούν να διενεργούνται από την ΕΚΤ) και».

16.   Στην ενότητα 3.5, η πέμπτη περίπτωση της τέταρτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«η αποδοχή καταθέσεων γίνεται συνήθως σε αποκεντρωμένη βάση από τις ΕθνΚΤ (το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας μέσω διμερών διαδικασιών (8) μπορεί να διενεργείται από την ΕΚΤ) και

17.   Στην ενότητα 4.1, οι υποσημειώσεις 1 και 2 της τρίτης παραγράφου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«(1)

Από τις 19 Μαΐου 2008, η αποκεντρωμένη τεχνική υποδομή του TARGET έχει αντικατασταθεί από το TARGET2. Το TARGET2 αποτελείται από την ενιαία κοινή πλατφόρμα (μέσω της οποίας πραγματοποιείται η υποβολή και επεξεργασία όλων των εντολών πληρωμής, καθώς και η λήψη πληρωμών κατά τον ίδιο τεχνικά τρόπο) και, κατά περίπτωση, από τα ιδιόκτητα εσωτερικά λογιστικά συστήματα των ΕθνΚΤ.

(2)

Επιπλέον, η πρόσβαση στη διευκόλυνση της οριακής χρηματοδότησης παρέχεται μόνο σε αντισυμβαλλομένους που έχουν πρόσβαση σε λογαριασμό στην ΕθνΚΤ όπου μπορεί να διακανονιστεί η συναλλαγή, π.χ. στην ενιαία κοινή πλατφόρμα του TARGET2.».

18.   Η ενότητα 4.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Προστίθεται η ακόλουθη υποσημείωση (*) στο τέλος της τρίτης παραγράφου (πρώτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις πρόσβασης»):

«(*)

Επιπλέον, η πρόσβαση στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων παρέχεται μόνο σε αντισυμβαλλομένους που έχουν πρόσβαση σε λογαριασμό στην ΕθνΚΤ όπου μπορεί να διακανονιστεί η συναλλαγή, π.χ. στην ενιαία κοινή πλατφόρμα του TARGET2.».

β)

Η υποσημείωση 12 της έβδομης παραγράφου (δεύτερη παράγραφος υπό τον τίτλο «Διάρκεια και υπολογισμός τόκου») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(12)

Βλέπε υποσημείωση 6 του παρόντος κεφαλαίου.».

19.   Στην ενότητα 5.1.1, το πλαίσιο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο πλαίσιο:

20.   Η ενότητα 5.1.3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το εισαγωγικό μέρος της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι τακτικές δημοπρασίες του Ευρωσυστήματος ανακοινώνονται δημόσια μέσω ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ. Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ μπορούν να ανακοινώνουν τις δημοπρασίες απευθείας στους αντισυμβαλλομένους που δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικά πληροφοριακά δίκτυα. Το κείμενο της ανακοίνωσης κανονικά περιέχει τα εξής στοιχεία:».

β)

Η δέκατη περίπτωση της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«την ημερομηνία έναρξης και την ημερομηνία λήξεως της πράξης (εάν εφαρμόζεται) ή την ημερομηνία αξίας (valeur) και την ημερομηνία λήξεως του τίτλου (στην περίπτωση της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ),».

γ)

Η δέκατη έβδομη περίπτωση της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η ονομαστική αξία των πιστοποιητικών (στην περίπτωση της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ) και».

δ)

Η δέκατη όγδοη περίπτωση της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«τον κωδικό ISIN της έκδοσης (στην περίπτωση της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ).».

21.   Η ενότητα 5.1.4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να υποβάλουν έως και δέκα διαφορετικές προσφορές επιτοκίων/τιμών/διαφορικών μονάδων ανταλλαγής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Ευρωσύστημα μπορεί να επιβάλλει όριο στο αριθμό των προσφορών που μπορούν να υποβληθούν στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου. Σε κάθε προσφορά οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να αναφέρουν το ποσό με το οποίο επιθυμούν να συμμετάσχουν στη συναλλαγή με την ΕθνΚΤ, καθώς και το αντίστοιχο επιτόκιο (9), (10). Οι προσφορές που αφορούν επιτόκια πρέπει να εκφράζονται σε πολλαπλάσια του 0,01 της εκατοστιαίας μονάδας. Στην περίπτωση των δημοπρασιών ανταγωνιστικού επιτοκίου για τη διενέργεια πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων, οι διαφορικές μονάδες ανταλλαγής διατυπώνονται σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της αγοράς και οι προσφορές πρέπει να εκφράζονται σε πολλαπλάσια του 0,01 της διαφορικής μονάδας ανταλλαγής.

β)

Η έβδομη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να είναι πάντοτε σε θέση να παραδώσουν επαρκή ποσότητα αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων για να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή της κατανεμόμενης σ’ αυτούς ρευστότητας (11). Οι συμβατικές ή κανονιστικές διατάξεις που εφαρμόζει η οικεία ΕθνΚΤ επιτρέπουν την επιβολή ποινών εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν μεταβιβάσει επαρκή ποσότητα περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών για τον διακανονισμό του ποσού της ρευστότητας που του έχει κατανεμηθεί μέσω της δημοπρασίας.

22.   Στην ενότητα 5.1.5, η τρίτη παράγραφος (δεύτερη παράγραφος υπό τον τίτλο «Δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις σε ευρώ») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις δημοπρασίες ανταγωνιστικού επιτοκίου για πράξεις με σκοπό την απορρόφηση ρευστότητας (οι οποίες είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ και την αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας), η κατανομή του ποσού γίνεται ως εξής: Οι προσφορές κατατάσσονται κατ’ αύξουσα σειρά των προσφερόμενων επιτοκίων (ή φθίνουσα σειρά των προσφερόμενων τιμών). Οι προσφορές με το χαμηλότερο επιτόκιο (την υψηλότερη τιμή) ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα και ακολούθως οι προσφορές με τα διαδοχικώς υψηλότερα επιτόκια (χαμηλότερες τιμές) μέχρις ότου εξαντληθεί το συνολικό ποσό που πρόκειται να απορροφηθεί. Εάν, στο υψηλότερο επιτόκιο (στη χαμηλότερη τιμή) το οποίο έχει γίνει αποδεκτό (δηλαδή στο οριακό επιτόκιο/στην οριακή τιμή), το άθροισμα των προσφορών υπερβαίνει το εναπομένον προς απορρόφηση ποσό, οι προσφορές ικανοποιούνται αναλογικά, με βάση τον λόγο του εναπομένοντος προς κατανομή ποσού προς το συνολικό ποσό προσφορών στο οριακό επιτόκιο/στην οριακή τιμή (βλέπε πλαίσιο 5). Προκειμένου για έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, το ποσό που κατανέμεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο πολλαπλάσιο της ονομαστικής αξίας των πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ. Στις λοιπές πράξεις απορρόφησης ρευστότητας, το ποσό που κατανέμεται σε κάθε αντισυμβαλλόμενο στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο ακέραιο ποσό ευρώ.».

23.   Η ενότητα 5.1.6 τροποποιείται ως εξής:

α)

Το εισαγωγικό μέρος της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα αποτελέσματα των τακτικών και των έκτακτων δημοπρασιών ανακοινώνονται δημόσια μέσω ηλεκτρονικών πληροφοριακών δικτύων και του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ. Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ μπορούν να ανακοινώνουν το αποτέλεσμα της κατανομής απευθείας σε αντισυμβαλλομένους που δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικά πληροφοριακά δίκτυα. Το κείμενο της ανακοίνωσης κανονικά περιέχει τα εξής στοιχεία:».

β)

Η δέκατη τρίτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«την ημερομηνία έναρξης και λήξεως της πράξης (εάν υπάρχει) ή την ημερομηνία αξίας (valeur) και την ημερομηνία λήξεως του τίτλου (στην περίπτωση της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ)».

γ)

Η δέκατη έκτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η ονομαστική αξία των πιστοποιητικών χρέους (στην περίπτωση της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ) και».

δ)

Η δέκατη έβδομη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«τον κωδικό ISIN της έκδοσης (στην περίπτωση της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ).».

24.   Στην ενότητα 5.2, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ΕθνΚΤ έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν πράξεις μέσω διμερών διαδικασιών. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται σε πράξεις ανοικτής αγοράς για την εξομάλυνση των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας και σε οριστικές συναλλαγές για διαρθρωτικούς σκοπούς (12). Ορίζονται με ευρεία έννοια ως κάθε είδους διαδικασίες μέσω των οποίων το Ευρωσύστημα συναλλάσσεται με έναν αντισυμβαλλόμενο ή με περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων χωρίς δημοπρασία. Οι διμερείς διαδικασίες διακρίνονται σε δύο είδη: σε εκείνες όπου το Ευρωσύστημα έρχεται απευθείας σε επαφή με τους αντισυμβαλλομένους και σε εκείνες που εκτελούνται μέσω χρηματιστηρίου και διαμεσολαβητών της αγοράς.

25.   Στην ενότητα 5.3.1, ο πίνακας 3 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Πίνακας 3

Συνήθεις ημερομηνίες διακανονισμού των πράξεων ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος (13)

Μέσο νομισματικής πολιτικής

Ημερομηνία διακανονισμού των πράξεων που βασίζονται σε τακτικές δημοπρασίες

Ημερομηνία διακανονισμού των πράξεων που βασίζονται σε έκτακτες δημοπρασίες ή σε διμερείς διαδικασίες

Αντιστρεπτέες συναλλαγές

T + 1 (14)

T

Οριστικές συναλλαγές

Σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της αγοράς για τους αντίστοιχους τίτλους

Έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ

T + 2

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

T, T + 1 ή T + 2

Αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας

T

26.   Στην ενότητα 5.3.2, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι πράξεις ανοικτής αγοράς που βασίζονται σε τακτικές δημοπρασίες (δηλαδή οι πράξεις κύριας και πιο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης και οι διαρθρωτικές πράξεις) διακανονίζονται συνήθως την πρώτη ημέρα μετά την ημέρα συναλλαγής, κατά την οποία λειτουργούν το TARGET2 και όλα τα οικεία ΣΔΤ. Ωστόσο, ο διακανονισμός της έκδοσης πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ πραγματοποιείται τη δεύτερη ημέρα μετά την ημέρα συναλλαγής, κατά την οποία λειτουργούν το TARGET2 και όλα τα οικεία ΣΔΤ. Το Ευρωσύστημα επιδιώκει καταρχήν να διακανονίζονται οι συναλλαγές που σχετίζονται με τις πράξεις ανοικτής αγοράς του ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη με όλους τους αντισυμβαλλομένους που έχουν προσφέρει επαρκή περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια. Ωστόσο, εξαιτίας λειτουργικών περιορισμών και λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών των ΣΔΤ, ενδέχεται οι πράξεις ανοικτής αγοράς να μη διακανονίζονται την ίδια ακριβώς ώρα σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Ο χρόνος διακανονισμού των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης συμπίπτει συνήθως με τον χρόνο εξόφλησης της προηγούμενης ομοειδούς πράξης.».

27.   Στην ενότητα 6.1, η υποσημείωση 2 της δεύτερης παραγράφου διαγράφεται.

28.   Η ενότητα 6.2.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η πέμπτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία εξασφαλίζουν τους τίτλους που προέρχονται από τιτλοποίηση και παράγουν εισοδηματική ροή, πρέπει να πληρούν τους παρακάτω όρους:

α)

η απόκτησή τους να διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους της ΕΕ·

β)

να μεταβιβάζονται από τον αρχικό δικαιούχο της απαίτησης ή από ενδιάμεσο φορέα προς την εταιρεία ειδικού σκοπού που διενεργεί την τιτλοποίηση, με τρόπο που το Ευρωσύστημα να θεωρεί ότι συνιστά “γνήσια πώληση” αντιτάξιμη κατά παντός τρίτου, και να βρίσκονται πέραν του ελέγχου του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης και των πιστωτών του, ή του ενδιάμεσου φορέα και των πιστωτών του, ακόμη και σε περίπτωση αφερεγγυότητας του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης ή του ενδιάμεσου φορέα·

γ)

ο αρχικός δικαιούχος ή, κατά περίπτωση, ο ενδιάμεσος φορέας από τον οποίο προέρχονται και πωλούνται στον εκδότη να έχει συσταθεί στον ΕΟΧ·

δ)

να μη συνίστανται — εν όλω ή εν μέρει, πράγματι ή δυνάμει— σε σειρές λοιπών τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση (15). Επιπλέον, να μη συνίστανται — εν όλω ή εν μέρει, πράγματι ή δυνάμει— σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου, πράξεις ανταλλαγής ή άλλα παράγωγα μέσα (16)  (17), ή σύνθετους τίτλους· και

ε)

εάν πρόκειται για δανειακές απαιτήσεις, οι οφειλέτες και οι δανειστές να έχουν συσταθεί (ή, εάν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, να κατοικούν) στον ΕΟΧ και, κατά περίπτωση, ο σχετικός τίτλος να βρίσκεται στον ΕΟΧ. Οι εν λόγω δανειακές απαιτήσεις να διέπονται από δίκαιο χώρας του ΕΟΧ. Εάν πρόκειται για ομόλογα, αυτά να έχουν εκδοθεί σε χώρα του ΕΟΧ σύμφωνα με το δίκαιο χώρας του ΕΟΧ και κάθε σχετικός τίτλος να βρίσκεται στον ΕΟΧ (17), οι δε οι εκδότες να έχουν συσταθεί στον ΕΟΧ.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρχικοί δικαιούχοι ή, κατά περίπτωση, οι ενδιάμεσοι φορείς, έχουν συσταθεί στη ζώνη του ευρώ ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Ευρωσύστημα θα πρέπει να έχει εξακριβώσει ότι στις εν λόγω έννομες τάξεις δεν ισχύουν αυστηρές διατάξεις επανάκτησης (clawback provisions). Αν ο αρχικός δικαιούχος ή, κατά περίπτωση, ο ενδιάμεσος φορέας, έχει συσταθεί σε άλλη χώρα του ΕΟΧ, οι τίτλοι που προέρχονται από τιτλοποίηση θεωρούνται αποδεκτοί μόνον εφόσον το Ευρωσύστημα επιβεβαιώνει ότι τα δικαιώματά του προστατεύονται καταλλήλως έναντι διατάξεων επανάκτησης που το Ευρωσύστημα θεωρεί σχετικές, σύμφωνα με το δίκαιο της οικείας χώρας του ΕΟΧ. Για τον σκοπό αυτό, προϋπόθεση για να θεωρούνται αποδεκτοί οι εν λόγω τίτλοι που προέρχονται από τιτλοποίηση (17) αποτελεί η υποβολή ανεξάρτητης νομικής αξιολόγησης σε μορφή αποδεκτή από το Ευρωσύστημα, στην οποία να εκτίθενται οι ισχύοντες στην οικεία χώρα κανόνες επανάκτησης. Προκειμένου να αποφασίζει κατά πόσο τα δικαιώματά του προστατεύονται επαρκώς έναντι των εν λόγω κανόνων επανάκτησης, το Ευρωσύστημα δύναται να ζητεί πρόσθετα έγγραφα, περιλαμβανομένου πιστοποιητικού φερεγγυότητας του εκδοχέα, για την ύποπτη περίοδο. Μεταξύ των κανόνων επανάκτησης που θεωρούνται αυστηροί και, επομένως, μη αποδεκτοί από το Ευρωσύστημα, συγκαταλέγονται οι κανόνες κατά τους οποίους η πώληση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων είναι δυνατόν να ακυρωθεί από τον εκκαθαριστή αποκλειστικά για τον λόγο ότι συνήφθη κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου (ύποπτη περίοδος) πριν από την κήρυξη του πωλητή (αρχικού δικαιούχου/ενδιάμεσου φορέα) σε κατάσταση αφερεγγυότητας, ή οι κανόνες κατά τους οποίους ο εκδοχέας δύναται να αποτρέψει την εν λόγω ακύρωση μόνον εφόσον αποδεικνύει ότι, κατά τον χρόνο της πώλησης, δεν είχε γνώση της κατάστασης αφερεγγυότητας του πωλητή (αρχικού δικαιούχου/ενδιάμεσου φορέα).

β)

Η έκτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στο πλαίσιο δομημένης έκδοσης, μια σειρά (tranche) ή υποσειρά (sub-tranche) είναι αποδεκτή εφόσον δεν εξαρτάται από άλλες σειρές της ίδιας έκδοσης. Η σειρά (ή υποσειρά) θεωρείται μη εξαρτώμενη έναντι άλλων σειρών (ή υποσειρών) της ίδιας έκδοσης εάν, με βάση την προβλεπόμενη στο ενημερωτικό δελτίο κατάταξη των απαιτήσεων σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, η εν λόγω σειρά (ή υποσειρά) εξοφλείται (κατά κεφάλαιο και τόκους) πριν από κάθε άλλη σειρά ή υποσειρά ή είναι η τελευταία που βαρύνεται με ζημίες μεταξύ των διαφόρων σειρών ή υποσειρών μιας δομημένης έκδοσης. Στις περιπτώσεις δομημένων εκδόσεων όπου το ενημερωτικό δελτίο προβλέπει την επίδοση ειδοποίησης επίσπευσης και αναγκαστικής εκτέλεσης, θα πρέπει να διασφαλίζεται, βάσει και των δύο ανωτέρων ειδοποιήσεων που αφορούν την προτεραιότητα των πληρωμών, ότι η σειρά (ή υποσειρά) δεν είναι εξαρτώμενη.».

γ)

Στην ένατη παράγραφο (υπό τον τίτλο «Τόπος έκδοσης»), η υποσημείωση 7 (πρώτη υποσημείωση της εν λόγω παραγράφου) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(7)

Διεθνή χρεόγραφα υπό μορφή ενιαίων τίτλων στον κομιστή που εκδίδονται από 1ης Ιανουαρίου 2007, μέσω των διεθνών κεντρικών αποθετηρίων αξιών Euroclear Bank (Βέλγιο) και Clearstream Banking Luxembourg είναι αποδεκτά μόνον εφόσον εκδίδονται υπό μορφή νέων ενιαίων τίτλων (new global notes) και είναι κατατεθειμένα σε κοινό θεματοφύλακα που είναι διεθνές κεντρικό αποθετήριο αξιών ή, κατά περίπτωση, κεντρικό αποθετήριο αξιών ανταποκρινόμενο στα ελάχιστα πρότυπα που θέτει η ΕΚΤ. Τα διεθνή χρεόγραφα υπό μορφή ενιαίων τίτλων στον κομιστή που είχαν εκδοθεί υπό μορφή κλασσικών ενιαίων τίτλων (classical global notes) πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και οι κατά γένος ορισμένοι (fungible) τίτλοι που εκδίδονται υπό τον ίδιο κωδικό ISIN από την παραπάνω ημερομηνία και εξής θα εξακολουθήσουν να είναι αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία έως τη λήξη τους. Διεθνή χρεόγραφα που εκδίδονται υπό μορφή ενιαίων ονομαστικών τίτλων (global registered form) μέσω των διεθνών κεντρικών αποθετηρίων αξιών Euroclear Bank (Βέλγιο) και Clearstream Banking Luxembourg μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 είναι αποδεκτά μόνον εφόσον εκδίδονται υπό τη νέα δομή ασφαλούς φύλαξης διεθνών χρεογράφων. Διεθνή χρεόγραφα υπό μορφή ενιαίων ονομαστικών τίτλων που εκδίδονται πριν ή κατά την ημερομηνία αυτή θα εξακολουθήσουν να είναι αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία έως τη λήξη τους. Διεθνή χρεόγραφα υπό μορφή εξατομικευμένων τίτλων (individual note) παύουν να είναι αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία εφόσον έχουν εκδοθεί μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2010. Διεθνή χρεόγραφα υπό μορφή εξατομικευμένων τίτλων που εκδίδονται πριν ή κατά την ημερομηνία αυτή θα εξακολουθήσουν να είναι αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία έως τη λήξη τους.».

δ)

Η δέκατη παράγραφος (πρώτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Διαδικασίες διακανονισμού») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το χρεόγραφο πρέπει να επιδέχεται μεταβίβαση με λογιστική μορφή. Πρέπει να τηρείται και να διακανονίζεται στη ζώνη του ευρώ μέσω ενός λογαριασμού στο Ευρωσύστημα ή σε ΣΔΤ ανταποκρινόμενο στα πρότυπα που έχει θεσπίσει η ΕΚΤ, ούτως ώστε η σύσταση και η εκποίηση να υπόκεινται στο δίκαιο κράτους μέλους.».

ε)

Στη δωδέκατη παράγραφο (τη μοναδική παράγραφο υπό τον τίτλο «Αποδεκτές αγορές»), η υποσημείωση 13 (τελευταία υποσημείωση) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(13)

Εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που είχαν γίνει αποδεκτά ως περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης βαθμίδας, έχουν εκδοθεί πριν από τις 31 Μαΐου 2007 και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μη ρυθμιζόμενες αγορές που πληρούν τα κριτήρια ασφάλειας και προσβασιμότητας, όχι όμως και διαφάνειας, του Ευρωσυστήματος, εξακολουθούν να είναι αποδεκτά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, εφόσον πληρούν τα υπόλοιπα κριτήρια καταλληλότητας, ενώ παύουν να είναι αποδεκτά μετά την εν λόγω ημερομηνία. Αυτό δεν ισχύει για μη εξασφαλισμένα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία εκδίδουν πιστωτικά ιδρύματα και τα οποία είχαν γίνει αποδεκτά ως περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης βαθμίδας, έπαυσαν δε να είναι αποδεκτά στις 31 Μαΐου 2007.».

στ)

Η δέκατη πέμπτη παράγραφος (δεύτερη παράγραφος υπό τον τίτλο «Έδρα του εκδότη/εγγυητή») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο εγγυητής πρέπει να είναι εγκατεστημένος στον ΕΟΧ, εκτός εάν δεν απαιτείται εγγύηση προκειμένου να διαπιστωθεί η υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση των εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ενότητα 6.3.2.».

29.   Η ενότητα 6.2.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η δεύτερη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου (πρώτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Δανειακές απαιτήσεις») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Είδος οφειλέτη/εγγυητή: Αποδεκτοί οφειλέτες και εκδότες είναι οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (18), οι οργανισμοί του δημόσιου τομέα και τα εθνικά και υπερεθνικά ιδρύματα. Κάθε οφειλέτης ευθύνεται εις ολόκληρον για την πλήρη αποπληρωμή της εν λόγω δανειακής απαίτησης (αποκλείονται οι συνοφειλέτες που ευθύνονται από κοινού για την ίδια δανειακή απαίτηση).

β)

Η τρίτη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Έδρα του οφειλέτη και του εγγυητή: Ο οφειλέτης πρέπει να είναι εγκατεστημένος στη ζώνη του ευρώ. Ο εγγυητής πρέπει επίσης να είναι εγκατεστημένος στη ζώνη του ευρώ, εκτός εάν δεν απαιτείται εγγύηση προκειμένου να διαπιστωθεί η υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση των μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ενότητα 6.3.3. Η απαίτηση αυτή δεν ισχύει ως προς τα εθνικά και υπερεθνικά ιδρύματα.».

γ)

Η τέταρτη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πιστοληπτική διαβάθμιση: Η ποιότητα των δανειακών απαιτήσεων αξιολογείται με βάση την πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη ή του εγγυητή. Οι δανειακές απαιτήσεις πρέπει να πληρούν τα υψηλά κριτήρια ποιότητας που ορίζονται στους κανόνες του ECAF για τα μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία (βλέπε ενότητα 6.3.3).».

δ)

Η έβδομη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εφαρμοστέο δίκαιο: Η δανειακή σύμβαση και η σύμβαση μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και της ΕθνΚΤ όπου κατατίθεται η δανειακή απαίτηση ως ασφάλεια (“σύμβαση παροχής της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας”) πρέπει να διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους. Εξάλλου, τα διαφορετικά δίκαια που εφαρμόζονται α) στον αντισυμβαλλόμενο, β) στον πιστωτή, γ) στον οφειλέτη, δ) στον εγγυητή (εάν υπάρχει), ε) στη δανειακή σύμβαση και στ) στη σύμβαση παροχής της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα δύο τον αριθμό.».

ε)

Στην όγδοη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου, η υποσημείωση 20 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(20)

Βλέπε υποσημείωση 20 του παρόντος κεφαλαίου.».

στ)

Η τέταρτη περίπτωση της τρίτης παραγράφου (πρώτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Μη εμπορεύσιμα χρεόγραφα εξασφαλισμένα με στεγαστικά δάνεια») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Έδρα του εκδότη: Ο εκδότης πρέπει να είναι εγκατεστημένος στη ζώνη του ευρώ.».

ζ)

Η υποσημείωση 22 στην έκτη περίπτωση της τρίτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(22)

Βλέπε υποσημείωση 20 του παρόντος κεφαλαίου.».

30.   Η ενότητα 6.2.3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

α)

Μετά την πέμπτη παράγραφο (τρίτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Κανόνες για τη χρήση των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων») παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής και ειδικότερα για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες χρήσης αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων αναφορικά με την ύπαρξη στενών δεσμών, ανταλλάσσονται εντός του Ευρωσυστήματος πληροφορίες σχετικές με τα κεφαλαιακά διαθέσιμα, τις οποίες παρέχουν οι εποπτικές αρχές για τους ανωτέρω σκοπούς. Για τις εν λόγω πληροφορίες ισχύουν απαιτήσεις απορρήτου ίδιες με αυτές που εφαρμόζονται από τις εποπτικές αρχές.».

β)

Η έκτη παράγραφος (τέταρτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Κανόνες για τη χρήση των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι παραπάνω διατάξεις σχετικά με τους στενούς δεσμούς δεν ισχύουν για: α) στενούς δεσμούς μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και δημόσιου φορέα του ΕΟΧ ο οποίος δικαιούται να επιβάλλει φόρους, ή σε περίπτωση που ο εγγυητής των χρεογράφων είναι δημόσιος φορέας του ΕΟΧ ο οποίος δικαιούται να επιβάλλει φόρους, β) καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες που εκδίδονται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας για τους ΟΣΕΚΑ ή γ) περιπτώσεις όπου τα χρεόγραφα καλύπτονται από συγκεκριμένες νομικές διασφαλίσεις συγκρίσιμες με εκείνες της περίπτωσης β), όπως στην περίπτωση i) μη εμπορεύσιμων RMBD που δεν είναι τίτλοι ή ii) δομημένων καλυμμένων ομολογιών που εξασφαλίζονται με στεγαστικά δάνεια (ήτοι καλυμμένων ομολογιών ως προς τις οποίες δεν έχει ανακοινωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι πληρούν τα κριτήρια της οδηγίας ΟΣΕΚΑ) οι οποίες πληρούν το σύνολο των κριτηρίων που ισχύουν για τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση, όπως ορίζονται στις ενότητες 6.2 και 6.3, και τα ακόλουθα πρόσθετα κριτήρια (19):

Τα στεγαστικά δάνεια που παρέχονται ως ασφάλεια για τις δομημένες καλυμμένες ομολογίες πρέπει να έχουν συνομολογηθεί σε ευρώ· ο εκδότης (και ο οφειλέτης και ο εγγυητής, εφόσον είναι νομικά πρόσωπα) πρέπει να έχει συσταθεί σε κράτος μέλος, τα υποθηκευμένα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να ευρίσκονται σε κράτος μέλος και το δάνειο πρέπει να διέπεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

Στεγαστικά δάνεια για τα οποία παρέχεται αποδεκτή εγγύηση ή τα οποία εξασφαλίζονται με υποθήκη είναι αποδεκτά ως μέρος του χαρτοφυλακίου που εξασφαλίζει τις εν λόγω δομημένες καλυμμένες ομολογίες. Για να είναι αποδεκτή η εγγύηση, θα πρέπει να καταπίπτει εντός 24 μηνών από τη λήξη της δανειακής απαίτησης. Οι αποδεκτές για σκοπούς κάλυψης τέτοιων δανείων εγγυήσεις είναι δυνατόν να συνομολογούνται με διάφορες συμβατικές μορφές, περιλαμβανομένων των συμβάσεων ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση ότι χορηγούνται από νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα ή από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο. Ο εγγυητής των εν λόγω δανείων που καλύπτονται με εγγύηση δεν πρέπει να έχει στενούς δεσμούς με τον εκδότη των καλυμμένων ομολογιών, απαιτείται δε κατά τη διάρκεια ζωής της συναλλαγής να του αποδίδεται διαβάθμιση τουλάχιστον A+/A1/AH από αποδεκτό ECAI.

Υποκατάστατες ασφάλειες υψηλής ποιότητας μπορούν να καλύπτουν έως το 10 % του εν λόγω χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση του ορίου αυτού επιτρέπεται μόνον εφόσον προηγηθεί ενδελεχής εξέταση από την οικεία ΕθνΚΤ.

Κάθε επιμέρους δάνειο το οποίο είναι αποδεκτό ως ασφάλεια μπορεί να χρηματοδοτείται με την έκδοση δομημένων καλυμμένων ομολογιών με ανώτατο δείκτη δανείου-αξίας (ΔΔΑ) 80 %. Ο υπολογισμός του ΔΔΑ πρέπει να στηρίζεται σε συντηρητική οικονομική εκτίμηση.

Το ελάχιστο υποχρεωτικό όριο υπερκάλυψης κινδύνων ανέρχεται στο 8 %.

Το ανώτατο αποδεκτό ποσό δανείου στην περίπτωση στεγαστικών δανείων ανέρχεται σε 1 εκατ. ευρώ.

Κατά την πιστοληπτική αξιολόγηση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων του εν λόγω χαρτοφυλακίου απαιτείται να εκτιμάται ετησίως κατ’ ανώτατο όριο πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων 10 μονάδων βάσης σύμφωνα με τη διαβάθμιση “single A” (βλέπε ενότητα 6.3.1).

Στον εκδότη και στους συνδεόμενους με αυτόν φορείς οι οποίοι συμμετέχουν στη συναλλαγή που αφορά τη δομημένη καλυμμένη ομολογία ή σχετίζονται με τη συναλλαγή αυτή απαιτείται να αποδίδεται ελάχιστη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “single A” (“A-” διενεργούμενη από τους οίκους Fitch ή Standard & Poor's, ή “A3” διενεργούμενη από τον οίκο Moody's, ή “AL” διενεργούμενη από τον οίκο DBRS).

Περαιτέρω, οι αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να προσκομίζουν νομική βεβαίωση αξιόπιστης δικηγορικής εταιρείας ότι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Ο εκδότης των ομολογιών είναι πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί σε κράτος μέλος της ΕΕ και δεν αποτελεί εταιρεία ειδικού σκοπού, έστω και αν οι εν λόγω ομολογίες είναι εγγυημένες από πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί σε κράτος μέλος.

Ο εκδότης/η έκδοση των ομολογιών υπόκειται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου έχει συσταθεί ο εκδότης ή όπου εκδόθηκαν οι ομολογίες, σε ειδικό δημόσιο έλεγχο ο οποίος αποβλέπει στην προστασία των κατόχων ομολογιών.

Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη, οι κάτοχοι των ομολογιών ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα όσον αφορά την επιστροφή του αρχικού κεφαλαίου και την καταβολή των τόκων που απορρέουν από τα (υποκείμενα) αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία.

Τα ποσά που προκύπτουν από την έκδοση των ομολογιών πρέπει να επενδύονται (ακολούθως προς τους κανόνες επενδύσεων που ορίζουν οι κανονισμοί για τις ομολογίες) σύμφωνα με τη συναφή εθνική νομοθεσία για τις καλυμμένες ομολογίες ή σύμφωνα με άλλη νομοθεσία η οποία έχει εφαρμογή στα κρίσιμα περιουσιακά στοιχεία.

γ)

Ο πίνακας 4 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Πίνακας 4

Αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος

Κριτήρια καταλληλότητας

Εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία (20)

Μη εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία (21)

Είδος περιουσιακού στοιχείου

Πιστοποιητικά χρέους της ΕΚΤ

Άλλα εμπορεύσιμα χρεόγραφα (22)

Δανειακές απαιτήσεις

RMBD

Ποιότητα

Το περιουσιακό στοιχείο πρέπει να είναι υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, όπως αξιολογείται με βάση τους κανόνες του ECAF για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία (22)

Ο οφειλέτης/εγγυητής πρέπει να έχει υψηλή πιστοληπτική ικανότητα, όπως αξιολογείται με βάση τους κανόνες του ECAF για τις δανειακές απαιτήσεις

Το περιουσιακό στοιχείο πρέπει να είναι υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, όπως αξιολογείται με βάση τους κανόνες του ECAF για τα RMBD

Τόπος έκδοσης

ΕΟΧ (22)

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Διαδικασίες διακανονισμού/διεκπεραίωσης

Τόπος διακανονισμού: ζώνη του ευρώ

Οι τίτλοι πρέπει να είναι κεντρικά κατατεθειμένοι με λογιστική μορφή σε κεντρική τράπεζα ή σε ΣΔΧ που πληροί τα ελάχιστα πρότυπα της ΕΚΤ

Διαδικασίες του Ευρωσυστήματος

Διαδικασίες του Ευρωσυστήματος

Κατηγορία εκδότη/οφειλέτη/εγγυητή

Κεντρικές τράπεζες

Δημόσιος τομέας

Ιδιωτικός τομέας

Διεθνή και υπερεθνικά ιδρύματα

Δημόσιος τομέας

Μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις

Διεθνή και υπερεθνικά ιδρύματα

Πιστωτικά ιδρύματα

Έδρα του εκδότη, οφειλέτη και εγγυητή

Εκδότης (22): ΕΟΧ ή εκτός του ΕΟΧ χώρες G10

Οφειλέτης: ΕΟΧ

Εγγυητής (22): ΕΟΧ

Ζώνη του ευρώ

Ζώνη του ευρώ

Αποδεκτές αγορές

Ρυθμιζόμενες αγορές

Μη ρυθμιζόμενες αγορές αποδεκτές από την ΕΚΤ

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Νόμισμα

ευρώ

ευρώ

ευρώ

Ελάχιστο ύψος

Δεν εφαρμόζεται

Ελάχιστο όριο ποσού κατά τον χρόνο υποβολής της δανειακής απαίτησης

Από 1η Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2011:

για εγχώρια χρήση: κατ’ επιλογήν της ΕθνΚΤ,

για διασυνοριακή χρήση: κοινό ελάχιστο όριο 500 000 ευρώ

Από 1η Ιανουαρίου 2012:

κοινό ελάχιστο όριο 500 000 ευρώ για όλη τη ζώνη του ευρώ

Δεν εφαρμόζεται

Εφαρμοστέο δίκαιο

Για τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση η απόκτηση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους της ΕΕ. Το δίκαιο που διέπει τις υποκείμενες δανειακές απαιτήσεις πρέπει να είναι δίκαιο χώρας του ΕΟΧ

Εφαρμοστέο δίκαιο για τη δανειακή σύμβαση και τη χρήση της ως ασφάλειας: δίκαιο κράτους μέλους

Τα διαφορετικά δίκαια που εφαρμόζονται:

α)

στον αντισυμβαλλόμενο

β)

στον πιστωτή

γ)

στον οφειλέτη

δ)

στον εγγυητή (εάν υπάρχει)

ε)

στη δανειακή σύμβαση και

στ)

στη σύμβαση παροχής της δανειακής απαίτησης ως ασφάλειας δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα δύο τον αριθμό

Δεν αφορά την περίπτωση

Διασυνοριακή χρήση

Ναι

Ναι

Ναι

31.   Η ενότητα 6.3.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η τέταρτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου για τους ECAI, οι αξιολογήσεις πρέπει να βασίζονται σε δημοσιευμένες διαβαθμίσεις. Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει οποιαδήποτε αναγκαία κατά την κρίση του διευκρίνιση. Για τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση οι αξιολογήσεις πρέπει να επεξηγούνται σε έκθεση πιστοληπτικής διαβάθμισης προσιτή στο κοινό (δηλαδή σε λεπτομερή έκθεση πριν από τη διάθεση των τίτλων ή νέα έκδοση), η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διεξοδική ανάλυση των διαρθρωτικών και νομικών ζητημάτων, λεπτομερή αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου ασφαλειών, καθώς και ανάλυση των συμμετεχόντων στη συναλλαγή και κάθε άλλης σημαντικής ιδιομορφίας της συναλλαγής. Επιπλέον, οι ECAI πρέπει να δημοσιεύουν τακτικές εκθέσεις επίβλεψης για τους τίτλους που προέρχονται από τιτλοποίηση. Η συχνότητα δημοσίευσης των εν λόγω εκθέσεων θα πρέπει να συμπίπτει χρονικά με αυτή της καταβολής των τόκων. Οι εκθέσεις αυτές θα πρέπει τουλάχιστον να περιέχουν επικαιροποιημένα τα βασικά στοιχεία των συναλλαγών (π.χ. σύνθεση του χαρτοφυλακίου ασφαλειών, συμμετέχοντες στη συναλλαγή, κεφαλαιακή διάρθρωση), καθώς και στοιχεία επιδόσεων.».

β)

Η πέμπτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το επίπεδο αναφοράς (benchmark) του Ευρωσυστήματος για να διαπιστώνεται ότι τηρείται η ελάχιστη απαίτηση περί υψηλής ποιότητας (“ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης”) ορίζεται με βάση τη διαβάθμιση “single A” (23). Το Ευρωσύστημα θεωρεί ότι πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου (probability of default — PD) για χρονικό ορίζοντα ενός έτους ίση προς 0,10 % είναι ισοδύναμη της διαβάθμισης “single A”, υπό τον όρο περιοδικής επανεξέτασης. Το ECAF ακολουθεί τον ορισμό της αθέτησης (default event) που δίδεται από την οδηγία κεφαλαιακών απαιτήσεων (ΟΚΑ) (24). Το Ευρωσύστημα δημοσιεύει την ελάχιστη διαβάθμιση που ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης για κάθε αποδεκτό ECAI, χωρίς να αναλαμβάνει ευθύνη για την αξιολόγηση του ECAI — ομοίως υπό τον όρο περιοδικής επανεξέτασης. Όσον αφορά τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση, το επίπεδο αναφοράς του Ευρωσυστήματος για να διαπιστώνεται ότι τηρείται η ελάχιστη απαίτηση περί υψηλής ποιότητας, ορίζεται με βάση τη διαβάθμιση “triple A” (25) κατά την έκδοση. Το ελάχιστο όριο “single A” του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του τίτλου που προέρχεται από τιτλοποίηση.

γ)

Η έβδομη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Περιουσιακά στοιχεία των οποίων ο εκδότης ή ο εγγυητής υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων του που έχουν επιβληθεί από την ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 75 της Συνθήκης ή από κράτος μέλος της ΕΕ, ή στην περίπτωση του οποίου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί η πρόσβασή του στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος, δύνανται να εξαιρεθούν από τον κατάλογο των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.».

32.   Η ενότητα 6.3.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η δεύτερη περίπτωση της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αξιολόγηση από ECAI τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση: Όσον αφορά τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση που εκδίδονται από 1ης Μαρτίου 2010, το Ευρωσύστημα απαιτεί τουλάχιστον δύο αξιολογήσεις από οποιουσδήποτε ECAI είναι αποδεκτοί για τους σκοπούς της έκδοσης. Στον καθορισμό της καταλληλότητας των εν λόγω τίτλων, εφαρμόζεται ο “κανόνας της δεύτερης καλύτερης αξιολόγησης”, υπό την έννοια ότι όχι μόνο η καλύτερη, αλλά και η δεύτερη καλύτερη διαθέσιμη αξιολόγηση από ECAI πρέπει να πληροί το ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης για τους εν λόγω τίτλους. Με βάση τον κανόνα αυτόν, προκειμένου οι τίτλοι να είναι αποδεκτοί, το Ευρωσύστημα απαιτεί και για τις δύο αξιολογήσεις επίπεδο “AAA”/“Aaa” κατά την έκδοση και επίπεδο “single A” στη διάρκεια ζωής του τίτλου.

Από 1ης Μαρτίου 2011 όλοι οι τίτλοι που προέρχονται από τιτλοποίηση, ανεξάρτητα από την ημερομηνία έκδοσής τους, πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον δύο αξιολογήσεις από οποιουσδήποτε ECAI είναι αποδεκτοί για τους σκοπούς της έκδοσης, προκειμένου δε οι τίτλοι να εξακολουθούν να είναι αποδεκτοί, πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας της δεύτερης καλύτερης αξιολόγησης.

Στην περίπτωση τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση που εκδόθηκαν πριν από την 1η Μαρτίου 2010 και διαθέτουν μόνο μία αξιολόγηση, πρέπει να λαμβάνεται και δεύτερη αξιολόγηση πριν από την 1η Μαρτίου 2011. Όσον αφορά τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση που εκδόθηκαν πριν από την 1η Μαρτίου 2009, και οι δύο αξιολογήσεις πρέπει να πληρούν το επίπεδο “single A” στη διάρκεια ζωής του τίτλου. Όσον αφορά τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση που εκδόθηκαν μεταξύ 1ης Μαρτίου 2009 και 28ης Φεβρουαρίου 2010, η πρώτη αξιολόγηση πρέπει να πληροί το επίπεδο “AAA”/“Aaa” κατά την έκδοση και το επίπεδο “single A” στη διάρκεια ζωής του τίτλου, ενώ η δεύτερη αξιολόγηση πρέπει να πληροί το επίπεδο “single A” τόσο κατά την έκδοση (26) όσο και στη διάρκεια ζωής του τίτλου.

Συνεχείς εκδόσεις κατά γένος ορισμένων τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση (fungible tap issuances of asset-backed securities) θεωρούνται νέες εκδόσεις τέτοιων τίτλων. Όλοι οι τίτλοι που προέρχονται από τιτλοποίηση και εκδίδονται υπό τον ίδιο κωδικό ISIN πρέπει να πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας που ισχύουν κατά την ημερομηνία της τελευταίας συνεχούς έκδοσης κατά γένος ορισμένων τίτλων. Όσον αφορά τις συνεχείς εκδόσεις κατά γένος ορισμένων τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση που δεν πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας που ισχύουν κατά την ημερομηνία της τελευταίας συνεχούς έκδοσης κατά γένος ορισμένων τίτλων, όλοι οι εν λόγω τίτλοι που εκδόθηκαν υπό τον ίδιο κωδικό ISIN θεωρούνται μη αποδεκτοί. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση συνεχών εκδόσεων κατά γένος ορισμένων τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων του Ευρωσυστήματος την 10 Οκτωβρίου 2010, εάν η τελευταία συνεχής έκδοση έλαβε χώρα πριν από την ημερομηνία αυτή. Συνεχείς εκδόσεις μη κατά γένος ορισμένων τίτλων θεωρούνται διαφορετικοί τίτλοι προερχόμενοι από τιτλοποίηση.

β)

Το τρίτο σημείο της τρίτης περίπτωσης της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εγγύηση πρέπει να διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους της ΕΕ και να είναι νομικώς ισχυρή, καθώς και δεσμευτική και εκτελεστή κατά του εγγυητή.».

γ)

Το εισαγωγικό μέρος της πρώτης περίπτωσης της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εκδότες ή εγγυητές από το δημόσιο τομέα της ζώνης του ευρώ: Αν ένα εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο έχει εκδοθεί ή είναι εγγυημένο από περιφερειακή κυβέρνηση, οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα (ΝΠΔΤ) εγκατεστημένο στη ζώνη του ευρώ όπως ορίζεται στην ΟΚΑ, εφαρμόζεται η εξής διαδικασία:».

δ)

Η δεύτερη περίπτωση της δεύτερης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εκδότες ή εγγυητές που είναι επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ: Αν δεν μπορούν να διαπιστωθούν τα υψηλά κριτήρια για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένα από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (27) εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ με βάση αξιολόγηση ECAI για την έκδοση, τον εκδότη ή τον εγγυητή, θα ισχύουν οι κανόνες του ECAF για τις δανειακές απαιτήσεις και οι αντισυμβαλλόμενοι θα επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα δικά τους εσωτερικά συστήματα διαβάθμισης, τα εσωτερικά συστήματα αξιολόγησης των ίδιων των εθνικών κεντρικών τραπεζών ή μέσα διαβάθμισης που διατίθενται από τρίτους φορείς. Τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα χωρίς διαβάθμιση που εκδίδονται από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν περιλαμβάνονται στον δημοσιευόμενο κατάλογο των αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων.

33.   Η ενότητα 6.3.3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο σημείο ii) της πρώτης περίπτωσης (Οφειλέτες ή εγγυητές από τον δημόσιο τομέα) της πέμπτης παραγράφου, η υποσημείωση 35 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(35)

Βλέπε υποσημείωση 34 του παρόντος κεφαλαίου.».

β)

Στο σημείο iii) της πρώτης περίπτωσης της πέμπτης παραγράφου, η υποσημείωση 36 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(36)

Βλέπε υποσημείωση 39 του παρόντος κεφαλαίου.».

γ)

Στη δεύτερη περίπτωση (Οφειλέτες ή εγγυητές που είναι επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα) της πέμπτης παραγράφου, η υποσημείωση 37 (πρώτη υποσημείωση της εν λόγω περίπτωσης) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(37)

Αν ο αντισυμβαλλόμενος έχει επιλέξει έναν ECAI ως πηγή αξιολόγησης, μπορεί να χρησιμοποιήσει τον κανόνα της πρώτης καλύτερης αξιολόγησης (βλέπε υποσημείωση 34 του παρόντος κεφαλαίου).».

δ)

Η τρίτη περίπτωση της έκτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εγγύηση πρέπει να διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους της ΕΕ και να είναι νομικώς ισχυρή, καθώς και δεσμευτική και εκτελεστή κατά του εγγυητή.».

34.   Στην ενότητα 6.3.4, η δέκατη τέταρτη παράγραφος (πρώτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Μέσα διαβάθμισης που διατίθενται από τρίτους φορείς (RT)») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εν προκειμένω τα RT προέρχονται από φορείς που αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των οφειλετών, χρησιμοποιώντας, κυρίως, ποσοτικά πρότυπα κατά τρόπο συστηματικό και αυτοματοποιημένο, βασιζόμενοι, μεταξύ άλλων, σε στοιχεία από ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, και των οποίων οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν προορίζονται για δημοσιοποίηση στο ευρύ κοινό. Φορέας παροχής RT που επιθυμεί να συμμετάσχει στο ECAF πρέπει να υποβάλει αίτημα στην ΕθνΚΤ της χώρας στην οποία έχει συσταθεί, χρησιμοποιώντας το πρότυπο που παρέχει το Ευρωσύστημα και τα συμπληρωματικά έγγραφα που καθορίζονται από το πρότυπο αυτό. Αντισυμβαλλόμενοι που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν για τους σκοπούς του ECAF συγκεκριμένο φορέα παροχής RT ο οποίος δεν είναι αποδεκτός από το Ευρωσύστημα, πρέπει να υποβάλουν σχετικό αίτημα στην ΕθνΚΤ της χώρας στην οποία έχουν συσταθεί, χρησιμοποιώντας το πρότυπο που παρέχει το Ευρωσύστημα και τα συμπληρωματικά έγγραφα που καθορίζονται από το πρότυπο αυτό. Το Ευρωσύστημα αποφασίζει εάν θα εγκρίνει τον φορέα παροχής RT, βάσει αξιολόγησης της συμμόρφωσης του προς τα κριτήρια αποδοχής που καθορίζει το ίδιο (28).

35.   Στην ενότητα 6.4.1, το πλαίσιο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο πλαίσιο:

36.   Η ενότητα 6.4.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η τρίτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το Ευρωσύστημα περιορίζει τη χρήση μη εξασφαλισμένων χρεογράφων που εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο πρόσωπο με το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί στενούς δεσμούς, όπως ορίζεται στην ενότητα 6.2.3. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια από ορισμένο αντισυμβαλλόμενο μόνο στον βαθμό που η αξία της εν λόγω ασφάλειας, όπως αποτιμάται από το Ευρωσύστημα κατόπιν εφαρμογής περικοπών (haircuts), δεν υπερβαίνει το 10 % της συνολικής αξίας της ασφάλειας που παρέχει ο ίδιος αντισυμβαλλόμενος κατόπιν εφαρμογής περικοπών. Ο ως άνω περιορισμός δεν ισχύει στην περίπτωση που τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία είναι εγγυημένα από δημόσιο φορέα που δικαιούται να επιβάλλει φόρους ή στην περίπτωση που η αξία των περιουσιακών στοιχείων αυτών, κατόπιν εφαρμογής περικοπών, δεν υπερβαίνει τα 50 εκατ. ευρώ. Σε περίπτωση συγχώνευσης δυο ή περισσότερων εκδοτών των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ή δημιουργίας στενού δεσμού μεταξύ τους, αυτοί αντιμετωπίζονται ως μία κατηγορία εκδοτών, ενόψει του εν λόγω περιορισμού, μόνο μετά την παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία της συγχώνευσης ή της δημιουργίας του στενού δεσμού.».

β)

Στον πίνακα 6, η υποσημείωση 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(4)

Στην κατηγορία ρευστότητας ΙΙ υπάγονται εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδονται αποκλειστικά και μόνο από εκδότες οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί από την ΕΚΤ ως “ειδικοί φορείς-εκδότες χρεογράφων”. Τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από άλλους φορείς-εκδότες χρεογράφων υπάγονται στην κατηγορία ρευστότητας III ή IV, ανάλογα με τον εκδότη και το είδος του περιουσιακού στοιχείου.».

37.   Η ενότητα 6.6.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στη δεύτερη παράγραφο, η υποσημείωση 52 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(52)

Βλέπε υποσημείωση 57 του παρόντος κεφαλαίου.».

β)

Στην τρίτη παράγραφο, η υποσημείωση 53 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(53)

Βλέπε υποσημείωση 57 του παρόντος κεφαλαίου.».

38.   Στην ενότητα 6.7, η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αντισυμβαλλόμενοι οι οποίοι είναι υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί εκτός ΕΟΧ και Ελβετίας δεν δύνανται να χρησιμοποιούν τέτοια περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια.».

39.   Στην ενότητα 7.1, η τέταρτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά την εφαρμογή των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών, η ΕΚΤ ενεργεί με γνώμονα τους σκοπούς του Ευρωσυστήματος, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 127 της Συνθήκης και το άρθρο 2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την αρχή ότι δεν πρέπει να προκαλείται σημαντική ανεπιθύμητη μετατόπιση λειτουργιών ή αποδιαμεσολάβηση.».

40.   Η ενότητα 7.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σύμφωνα με το άρθρο 19.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ απαιτεί από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα κράτη μέλη να τηρούν ελάχιστα αποθεματικά. Αυτό σημαίνει ότι στο σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος υπόκεινται και τα εντός της ζώνης του ευρώ υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν έχουν συσταθεί στη ζώνη του ευρώ, ενώ τα εγκατεστημένα εκτός της ζώνης του ευρώ υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί στη ζώνη του ευρώ δεν υπόκεινται στο σύστημα αυτό.

Τα ιδρύματα απαλλάσσονται αυτοδικαίως από την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών από την έναρξη της περιόδου τήρησης εντός της οποίας λαμβάνει χώρα ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους ή παραίτηση από αυτή, ή εντός της οποίας ορισμένη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή κράτους μέλους αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εκκαθάρισης του ιδρύματος. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου και τον κανονισμό ΕΚΤ/2003/9, η ΕΚΤ δύναται επίσης να απαλλάξει ιδρύματα από τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του συστήματος ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, εάν τελούν υπό αναδιοργάνωση ή υπόκεινται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων τους που επιβάλλει η ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 75 της Συνθήκης ή κράτος μέλος ή στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί η πρόσβαση στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή στις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος ή εφόσον κρίνεται ότι η εφαρμογή των υποχρεώσεων αυτών στα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του συστήματος υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος. Εάν η απαλλαγή αυτή αποφασίζεται για λόγους που συνδέονται με τους σκοπούς του συστήματος υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω κριτήρια:

το ίδρυμα έχει άδεια να επιτελεί λειτουργίες με ειδικό σκοπό και μόνο,

το ίδρυμα απαγορεύεται να ασκεί ενεργά τραπεζικές λειτουργίες ανταγωνιζόμενο άλλα πιστωτικά ιδρύματα, ή/και

το ίδρυμα υποχρεούται νομικώς να διαθέτει όλες τις καταθέσεις που συγκεντρώνει για σκοπούς συναφείς προς την ενίσχυση της περιφερειακής ή/και διεθνούς ανάπτυξης.

Η ΕΚΤ καταρτίζει και τηρεί κατάλογο των ιδρυμάτων που υπόκεινται στο σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος. Η ΕΚΤ επίσης δημοσιεύει κατάλογο των ιδρυμάτων που απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του συστήματος αυτού για άλλους λόγους και όχι επειδή τελούν υπό αναδιοργάνωση ή επειδή υπόκεινται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της χρήσης των κεφαλαίων τους που επιβάλλει η ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 75 της Συνθήκης ή κράτος μέλος ή επειδή πρόκειται για ιδρύματα στην περίπτωση των οποίων με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ έχει ανασταλεί ή αποκλειστεί η πρόσβαση στις πράξεις ανοικτής αγοράς ή στις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος (29). Με βάση τους καταλόγους αυτούς, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να διαπιστώνουν αν τα στοιχεία του παθητικού τους αντιπροσωπεύουν υποχρεώσεις έναντι άλλου ιδρύματος το οποίο υπόκειται και αυτό στο σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών. Οι κατάλογοι διατίθενται στο κοινό κάθε μήνα, την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος και μετά το πέρας των εργασιών, και ισχύουν για τον υπολογισμό της βάσης των αποθεματικών για την περίοδο τήρησης που αρχίζει τον μεθεπόμενο μήνα. Π.χ. ο κατάλογος που δημοσιεύεται στο τέλος Φεβρουαρίου ισχύει για τον υπολογισμό της βάσης των αποθεματικών κατά την περίοδο τήρησης που αρχίζει τον Απρίλιο.

41.   Η ενότητα 7.3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην έβδομη παράγραφο (δεύτερη παράγραφος υπό τον τίτλο «Υπολογισμός των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών»), η υποσημείωση 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(7)

Για τα ιδρύματα που επιτρέπεται να υποβάλλουν ομαδοποιημένα στατιστικά στοιχεία, σε συγκεντρωτική βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις του πλαισίου υποβολής πληροφοριών για τα νομισματικά και τραπεζικά στατιστικά στοιχεία (βλέπε προσάρτημα 4), θα χορηγείται μία μόνο τέτοια απαλλαγή για ολόκληρο τον όμιλο, εκτός εάν τα ιδρύματα παρέχουν λεπτομερή στοιχεία για τη βάση των ελάχιστων αποθεματικών και τα τηρούμενα αποθεματικά ώστε να μπορεί το Ευρωσύστημα να εξακριβώσει την ορθότητα και την ποιότητά τους και να καθορίσει τα ελάχιστα αποθεματικά για κάθε ένα από τα πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στον όμιλο.».

β)

Στο πλαίσιο 9, η υποσημείωση (*) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(*)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 25/2009 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2008/32) (ΕΕ L 15 της 20.1.2009, σ. 14), ορίζει ρητώς ότι οι υποχρεώσεις από καταθέσεις αναφέρονται στην ονομαστική τους αξία. Ονομαστική αξία είναι το κεφάλαιο το οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται συμβατικά να καταβάλει στον πιστωτή. Η τροποποίηση αυτή ήταν αναγκαία διότι η οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1), είχε τροποποιηθεί με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η αποτίμηση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων στην εύλογη αξία τους.».

42.   Στην ενότητα 7.4, η δεύτερη παράγραφος (ήτοι η πρώτη παράγραφος υπό τον τίτλο «Τηρούμενα αποθεματικά») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κάθε ίδρυμα πρέπει να τηρεί τα ελάχιστα αποθεματικά του σε έναν ή περισσότερους λογαριασμούς αποθεματικών στην ΕθνΚΤ του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί. Για τα ιδρύματα που διαθέτουν περισσότερα καταστήματα σε ένα κράτος μέλος, το κεντρικό κατάστημα έχει την ευθύνη να εκπληρώνει τη συνολική υποχρέωση για τα ελάχιστα αποθεματικά όλων των εγχώριων καταστημάτων του ιδρύματος (30). Εάν ένα ίδρυμα έχει εγκατάσταση σε περισσότερα κράτη μέλη, υποχρεούται να τηρεί ελάχιστα αποθεματικά στην ΕθνΚΤ κάθε κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατάσταση, σύμφωνα με τη βάση ελάχιστων αποθεματικών του στο αντίστοιχο κράτος μέλος.

43.   Το προσάρτημα 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο ορισμός της έννοιας «Στενοί δεσμοί» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στενοί δεσμοί (close links): κατάσταση κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος συνδέεται με εκδότη/οφειλέτη/εγγυητή αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων με μία από τις εξής σχέσεις: α) ο αντισυμβαλλόμενος κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων, το 20 % ή άνω του κεφαλαίου του εκδότη/οφειλέτη/εγγυητή ή β) o εκδότης/οφειλέτης/εγγυητής κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων, το 20 % ή άνω του κεφαλαίου του αντισυμβαλλομένου ή γ) τρίτος κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, άνω του 20 % του κεφαλαίου του αντισυμβαλλομένου και άνω του 20 % του κεφαλαίου του εκδότη/οφειλέτη/εγγυητή.».

β)

Ο ορισμός της έννοιας «Πιστωτικό ίδρυμα» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πιστωτικό ίδρυμα (credit institution): πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 2 και του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (31), όπως αυτή ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας αρχής, ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 123 παράγραφος 2 της Συνθήκης, το οποίο υπόκειται σε έλεγχο συγκρίσιμο με την εποπτεία που ασκείται από ορισμένη αρμόδια εθνική αρχή.

γ)

Ο ορισμός της έννοιας «Ηλεκτρονικό χρήμα» διαγράφεται.

δ)

Παρεμβάλλεται ο ορισμός της έννοιας «Διευκόλυνση ρευστότητας στο πλαίσιο συναλλαγών σε τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση (συναλλαγές ABS)»:

«Διευκόλυνση ρευστότητας στο πλαίσιο συναλλαγής σε τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση (συναλλαγές ABS): οποιοσδήποτε διαρθρωτικός μηχανισμός ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη παροδικών ελλείψεων εισοδηματικών ροών που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια ζωής της εν λόγω συναλλαγής.».

ε)

Ο ορισμός της έννοιας «Μέσα διαβάθμισης που διατίθενται από τρίτους φορείς (Rating tools – RT)» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μέσα διαβάθμισης που διατίθενται από τρίτους φορείς (Rating tools — RT): μία από τις προβλεπόμενες από το ECAF πηγές αξιολόγησης· την παρέχουν οι φορείς οι οποίοι αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των οφειλετών χρησιμοποιώντας, κυρίως, ποσοτικά πρότυπα κατά τρόπο συστηματικό και αυτοματοποιημένο, βασιζόμενοι σε στοιχεία προερχόμενα, μεταξύ άλλων, από ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, και των οποίων οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν προορίζονται για δημοσιοποίηση στο ευρύ κοινό. Προκειμένου να ενταχθεί στο ECAF, κάθε ένας από τους εν λόγω φορείς πρέπει πρώτα να έχει εγκριθεί από το Ευρωσύστημα.».

στ)

Ο ορισμός της έννοιας «Συνθήκη» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Συνθήκη (Treaty): η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

44.   Το προσάρτημα 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην ενότητα 1, μετά τον τίτλο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98 παρεμβάλλεται η ακόλουθη υποσημείωση (*).

«(*)

ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.».

β)

Η πρώτη παράγραφος της ενότητας 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σκοπός του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 25/2009 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2008/32) (32), είναι να δίδει τη δυνατότητα στην ΕΚΤ και, σύμφωνα με το άρθρο 5.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ, στις ΕθνΚΤ — οι οποίες εκτελούν, κατά το μέτρο του δυνατού, το έργο αυτό— να συλλέγουν το απαιτούμενο στατιστικό υλικό για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ και ιδίως του καθήκοντός του που αφορά τη χάραξη και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι στατιστικές πληροφορίες που συλλέγονται βάσει του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32 χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση της ενοποιημένης λογιστικής κατάστασης του τομέα των Νομισματικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων (ΝΧΙ), πρωτεύων σκοπός της οποίας είναι να παρέχει στην ΕΚΤ μια συνολική στατιστική εικόνα των νομισματικών εξελίξεων σε σχέση με όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των ΝΧΙ στα κράτη μέλη, τα οποία νοούνται ως ενιαία οικονομική επικράτεια.

γ)

Η τέταρτη παράγραφος της ενότητας 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Δεύτερον, οι στατιστικές υποχρεώσεις που περιγράφονται στον κανονισμό ΕΚΤ/2008/32 πρέπει να σέβονται τις αρχές της διαφάνειας και της ασφάλειας δικαίου. Και τούτο διότι ο εν λόγω κανονισμός είναι δεσμευτικός στο σύνολό του και άμεσα εφαρμοστέος σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Ο κανονισμός αυτός επιβάλλει υποχρεώσεις απευθείας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα στα οποία η ΕΚΤ δύναται να επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση που δεν εκπληρώνουν τις στατιστικές τους υποχρεώσεις προς αυτήν [βλέπε το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98]. Ως εκ τούτου, οι στατιστικές υποχρεώσεις είναι καθορισμένες με σαφήνεια και τυχόν χρήση εκ μέρους της ΕΚΤ της διακριτικής της ευχέρειας κατά την επαλήθευση ή την υποχρεωτική συλλογή στατιστικών πληροφοριών βασίζεται σε αναγνωρίσιμες αρχές. Τρίτον, η ΕΚΤ πρέπει να ελαχιστοποιεί τον φόρτο εργασίας που συνδέεται με την παροχή στατιστικών στοιχείων, σύμφωνα με τις στατιστικές αρχές που διέπουν την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των στατιστικών από το ΕΣΚΤ [βλέπε άρθρο 3α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98]. Οι εν λόγω αρχές εξειδικεύονται περαιτέρω στη δημόσια δέσμευση του ΕΣΚΤ σχετικά με την κατάρτιση ευρωπαϊκών στατιστικών στοιχείων, όπως δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.».

δ)

Η πέμπτη παράγραφος της ενότητας 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γι’ αυτό, το στατιστικό υλικό που συλλέγουν οι ΕθνΚΤ σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΚΤ/2008/32 χρησιμοποιείται και για τον υπολογισμό της βάσης των ελάχιστων αποθεματικών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (EKT/2003/9) (33).

ε)

Η έκτη παράγραφος της ενότητας 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο κανονισμός ΕΚΤ/2008/32 απλώς καθορίζει γενικά τον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων, τις στατιστικές υποχρεώσεις του, καθώς και τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ ασκούν υπό κανονικές συνθήκες την αρμοδιότητα επαλήθευσης ή υποχρεωτικής συλλογής των στατιστικών πληροφοριών. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τις στατιστικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην ΕΚΤ, καθώς και τα ελάχιστα πρότυπα που πρέπει να τηρούνται, παρουσιάζονται στα παραρτήματα I έως ΙV του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32.».

στ)

Η ενότητα 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα ΝΧΙ αποτελούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης, που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ, καθώς και όλα τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ, η δραστηριότητα των οποίων είναι να δέχονται καταθέσεις ή/και στενά υποκατάστατα καταθέσεων από άλλους φορείς πλην των ΝΧΙ και, για δικό τους λογαριασμό (τουλάχιστον από οικονομική άποψη), να χορηγούν πιστώσεις ή/και να επενδύουν σε τίτλους. Η ΕΚΤ καταρτίζει και τηρεί κατάλογο των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στον παραπάνω ορισμό, σύμφωνα με τις αρχές κατάταξης που περιγράφονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32, όπως ισχύει. Αρμόδια για την κατάρτιση και τήρηση του εν λόγω καταλόγου των ΝΧΙ για στατιστικούς σκοπούς είναι η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ. Τα ΝΧΙ της ζώνης του ευρώ αποτελούν τον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων. Οι ΕθνΚΤ δικαιούνται να επιτρέπουν την εξαίρεση κάποιων μικρών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32. Αυτές οι εξαιρέσεις επιτρέπουν στις ΕθνΚΤ να παραλείπουν τα μικρά ιδρύματα.».

ζ)

Η ενότητα 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για την κατάρτιση της ενοποιημένης λογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ, τα ιδρύματα που αποτελούν τον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων της ζώνης του ευρώ πρέπει σε μηνιαία βάση να υποβάλλουν στατιστικές πληροφορίες για τη λογιστική τους κατάσταση. Επίσης πρέπει να δίδουν περαιτέρω πληροφορίες σε τριμηνιαία βάση. Οι στατιστικές πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται παρουσιάζονται αναλυτικότερα στο παράρτημα Ι του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32. Τα συναφή στατιστικά στοιχεία συλλέγονται από τις ΕθνΚΤ, οι οποίες πρέπει να καθορίζουν και τις εφαρμοστέες διαδικασίες.

Ο κανονισμός ΕΚΤ/2008/32 δεν εμποδίζει τις ΕθνΚΤ να συλλέγουν από τον πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων τις στατιστικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των στατιστικών απαιτήσεων της ΕΚΤ ως μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου στατιστικής πληροφόρησης το οποίο οι ΕθνΚΤ θεσπίζουν με δική τους ευθύνη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο ή τις ισχύουσες πρακτικές και το οποίο εξυπηρετεί άλλους στατιστικούς σκοπούς. Αυτό όμως δεν πρέπει να θίγει την εκπλήρωση των στατιστικών απαιτήσεων που προβλέπονται στον κανονισμό ΕΚΤ/2008/32. Σε ειδικές περιπτώσεις, η ΕΚΤ, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της, μπορεί να λαμβάνει υπόψη της στατιστικές πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί για τέτοιους σκοπούς.

Η χορήγηση εξαιρέσεων από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σε μικρά ΝΧΙ, όπως ορίζεται παραπάνω, έχει ως συνέπεια ότι αυτά υπόκεινται σε μειωμένες στατιστικές υποχρεώσεις (μεταξύ άλλων, ανακοινώνουν μόνο τριμηνιαία στοιχεία) οι οποίες επιβάλλονται στο πλαίσιο της τήρησης ελάχιστων αποθεματικών και καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙI του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32. Οι υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων για τα μικρά ΝΧΙ τα οποία δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα αναγράφονται στο Άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, τα ΝΧΙ στα οποία έχει χορηγηθεί εξαίρεση έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εκπληρώνουν στο ακέραιο τις στατιστικές υποχρεώσεις τους.».

η)

Οι οκτώ πρώτες παράγραφοι της ενότητας 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να ελαχιστοποιηθεί ο φόρτος εργασίας που συνδέεται με την παροχή στοιχείων και για να μη συλλέγονται δύο φορές οι ίδιες στατιστικές πληροφορίες, τα στατιστικά στοιχεία που υποβάλλονται από τα ΝΧΙ σχετικά με τη λογιστική τους κατάσταση βάσει του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32 χρησιμοποιούνται και για τον υπολογισμό της βάσης των ελάχιστων αποθεματικών σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΚΤ/2003/9.

Πράγματι, για στατιστικούς σκοπούς, οι μονάδες παροχής στοιχείων πρέπει να υποβάλλουν στοιχεία στην ΕθνΚΤ της χώρας τους, σύμφωνα με το πλαίσιο που παρουσιάζεται στον πίνακα 1 παρακάτω, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32. Στον πίνακα 1, τα τετραγωνίδια που σημειώνονται με αστερίσκο (“*”) χρησιμοποιούνται από τα δηλούντα ιδρύματα για τον υπολογισμό της βάσης των αποθεματικών τους (βλέπε πλαίσιο 9 στο κεφάλαιο 7).

Για τον σωστό υπολογισμό της βάσης των αποθεματικών επί της οποίας εφαρμόζεται θετικός συντελεστής αποθεματικών, απαιτείται λεπτομερής ανάλυση των καταθέσεων συμφωνημένης διάρκειας άνω των δύο ετών, των καταθέσεων υπό προειδοποίηση άνω των δύο ετών και των υποχρεώσεων από συμφωνίες επαναγοράς των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι των τομέων: “ΝΧΙ” (“εγχώρια” και “λοιπά συμμετέχοντα κράτη μέλη”), “ΠΙ που υπόκεινται στην υποχρέωση ελάχιστων αποθεματικών, ΕΚΤ και ΕθνΚΤ” και “γενική κυβέρνηση”, καθώς και “υπόλοιπος κόσμος”.

Επιπλέον, ανάλογα με το σύστημα συλλογής πληροφοριών που εφαρμόζει κάθε χώρα και με την επιφύλαξη της πλήρους συμμόρφωσης με τους ορισμούς και τις αρχές κατάταξης του ισολογισμού των ΝΧΙ, όπως καθορίζονται στον κανονισμό ΕΚΤ/2008/32, τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών μπορούν, εναλλακτικά, να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό της βάσης των αποθεματικών, εκτός από εκείνες που αφορούν διαπραγματεύσιμα μέσα, σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα, υπό τον όρο ότι δεν επηρεάζονται θέσεις του προηγούμενου πίνακα που εμφανίζονται με έντονα τυπογραφικά στοιχεία.

Το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32, όπως ισχύει, περιλαμβάνει ειδικές και μεταβατικές διατάξεις, καθώς και διατάξεις σχετικά με συγχωνεύσεις όπου εμπλέκονται πιστωτικά ιδρύματα, όσον αφορά την εφαρμογή του συστήματος τήρησης ελάχιστων αποθεματικών.

Το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32 περιλαμβάνει, ειδικότερα, ένα πλαίσιο παροχής στοιχείων για τα μικρά πιστωτικά ιδρύματα που παραλείπονται από την ενοποιημένη λογιστική κατάσταση των ΝΧΙ. Τα εν λόγω μικρά πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν, κατ’ ελάχιστον, τριμηνιαίες πληροφορίες απαραίτητες για τον υπολογισμό της βάσης των αποθεματικών, σύμφωνα με τον πίνακα 1α. Τα εν λόγω ιδρύματα μεριμνούν ώστε η υποβολή πληροφοριών σύμφωνα με τον πίνακα 1α να είναι πλήρως συμβατή με τους ορισμούς και τις αρχές κατάταξης που ισχύουν για τον πίνακα 1. Τα στοιχεία για τη βάση των αποθεματικών των μικρών ιδρυμάτων για τρεις περιόδους τήρησης βασίζονται σε στοιχεία τέλους τριμήνου που συλλέγονται από τις ΕθνΚΤ.

Το παράρτημα ΙΙΙ περιλαμβάνει επίσης διατάξεις σχετικά με τα συγκεντρωτικά στοιχεία που υποβάλλουν πιστωτικά ιδρύματα ως όμιλος. Ύστερα από σχετική άδεια της ΕΚΤ, τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών εντός της αυτής εθνικής επικράτειας, δύνανται να υποβάλλουν στατιστικά στοιχεία για την ενοποιημένη βάση των αποθεματικών τους ως όμιλος, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα ιδρύματα του ομίλου έχουν παραιτηθεί του ευεργετήματος της τυχόν εφάπαξ απαλλαγής. Ωστόσο, το ευεργέτημα αυτό εξακολουθεί να ισχύει για τον όμιλο ως σύνολο. Στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων στα οποία έχει μεν επιτραπεί η τήρηση υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών μέσω ενδιάμεσου φορέα, αλλά τα οποία δεν διαθέτουν την εν λόγω δυνατότητα παροχής στατιστικών στοιχείων ως όμιλος, η οικεία ΕθνΚΤ δύναται να εξουσιοδοτήσει τον ενδιάμεσο φορέα να παράσχει συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία (πλην όσων αφορούν τη βάση των αποθεματικών) για λογαριασμό του οικείου ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων. Στην περίπτωση αυτή το ευεργέτημα της τυχόν εφάπαξ απαλλαγής εξακολουθεί να ισχύει για κάθε μέλος του ομίλου. Όλα τα ιδρύματα του ομίλου περιλαμβάνονται χωριστά στην κατάσταση των ΝΧΙ που τηρεί η ΕΚΤ.

Το παράρτημα περιλαμβάνει, επίσης, διατάξεις εφαρμοστέες σε περιπτώσεις συγχωνεύσεων που αφορούν πιστωτικά ιδρύματα. Στο παράρτημα αυτό, οι όροι “συγχώνευση”, “ιδρύματα που συγχωνεύονται” και “απορροφών ίδρυμα” έχουν την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 1 του κανονισμού EKT/2003/9. Για την περίοδο τήρησης εντός της οποίας τίθεται σε ισχύ η συγχώνευση, τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά του απορροφώντος ιδρύματος και η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης υπολογίζονται όπως ορίζει το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού. Για τις επόμενες περιόδους τήρησης, τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά του απορροφώντος ιδρύματος υπολογίζονται σύμφωνα με μία βάση αποθεματικών καθώς και στατιστικές πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες (βλέπε τον πίνακα του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32) εάν εφαρμόζονται. Σε αντίθετη περίπτωση, εφαρμόζονται οι συνήθεις κανόνες παροχής στατιστικών στοιχείων και υπολογισμού των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού EKT/2003/9. Επιπλέον, η οικεία ΕθνΚΤ δύναται να επιτρέπει στο απορροφών ίδρυμα να εκπληρώνει την υποχρέωσή του για υποβολή στατιστικών πληροφοριών μέσω προσωρινών διαδικασιών. Η παρέκκλιση αυτή από τις συνήθεις διαδικασίες υποβολής πληροφοριών πρέπει να περιορίζεται χρονικά στο ελάχιστο και πάντως να μην υπερβαίνει τους έξι μήνες από την έναρξη ισχύος της συγχώνευσης. Η εν λόγω παρέκκλιση δεν απαλλάσσει το απορροφών ίδρυμα από τις υποχρεώσεις του για την υποβολή στατιστικών πληροφοριών σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΚΤ/2008/32 και, κατά περίπτωση, από την υποχρέωσή του να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις υποβολής πληροφοριών των ιδρυμάτων που συγχωνεύονται.».

θ)

Η ενότητα 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ίδια η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ συνήθως ασκούν την αρμοδιότητα επαλήθευσης και υποχρεωτικής συλλογής στατιστικών πληροφοριών οσάκις δεν πληρούνται τα ελάχιστα πρότυπα ως προς τη διαβίβαση, την ακρίβεια, την εννοιολογική συμμόρφωση και τις αναθεωρήσεις. Αυτά τα ελάχιστα πρότυπα ορίζονται στο παράρτημα IV του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32.».

ι)

Η ενότητα 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο κανονισμός ΕΚΤ/2008/32, εφαρμόζεται μόνο στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, εφόσον ως κανονισμός βάσει του άρθρου 34.1 του καταστατικού δεν παρέχει δικαιώματα ούτε επιβάλλει υποχρεώσεις στα κράτη μέλη με παρέκκλιση (άρθρο 42.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ) και στη Δανία (άρθρο 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία) και δεν ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο (άρθρο 8 του πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας).

Ωστόσο, το άρθρο 5 του καταστατικού του ΕΣΚΤ σχετικά με τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ στο στατιστικό τομέα και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2533/98 εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπάγεται ότι τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη υποχρεούνται να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν σε εθνικό επίπεδο όλα τα μέτρα που θεωρούν πρόσφορα ώστε να προβαίνουν στη συλλογή των στατιστικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των στατιστικών απαιτήσεων της ΕΚΤ, καθώς και να προετοιμαστούν εγκαίρως στον τομέα της στατιστικής ώστε να γίνουν συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η υποχρέωση αυτή διατυπώθηκε ρητώς στο άρθρο 4 και στην αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98. Για λόγους διαφάνειας, η εν λόγω ειδική υποχρέωση επαναλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32.».

ια)

Ο πίνακας αντικαθίσταται από τον εξής πίνακα:

«Πίνακας 1

Στοιχεία που υποβάλλονται κάθε μήνα (34)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

A. Εγχώρια

B. Λοιπά συμμετέχοντα κράτη-μέλη

Γ. Υπόλοιπος κόσμος

Δ. Λοιπά

ΝΧΙ (36)

Μη ΝΧΙ

ΝΧΙ (36)

Μη ΝΧΙ

Σύνολο

Τράπεζες

Μη τραπεζικά ιδρύματα

 

Πιστωτικά ιδρύματα

εκ των οποίων: πιστωτικά ιδρύματα υποκείμενα στην υποχρέωση τήρησης ΕΑ, ΕΚΤ και ΕθνΚΤ

Γενική κυβέρνηση (S.13)

Τομείς «Λοιποί κάτοικοι»

 

Πιστωτικά ιδρύματα

εκ των οποίων: πιστωτικά ιδρύματα υποκείμενα στην υποχρέωση τήρησης ΕΑ, ΕΚΤ και ΕθνΚΤ

Γενική κυβέρνηση (S.13)

Τομείς «Λοιποί κάτοικοι»

Κεντρική κυβέρνηση (S.1311)

Λοιπές κατηγορίες γενικής κυβέρνησης

Σύνολο

Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί + επικουρικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και φορείς (S.123 + S.124)

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125)

Μη χρηματοδοτικές εταιρείες (S.11)

Νοικοκυριά + μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (S.14 + S.15)

Κεντρική κυβέρνηση (S.1311)

Λοιπές κατηγορίες γενικής κυβέρνησης

Σύνολο

Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί + επικουρικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και φορείς (S.123 + S.124)

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125)

Μη χρηματοδοτικές εταιρείες (S.11)

Νοικοκυριά + μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (S.14 + S.15)

 

εκ των οποίων: ΚΑ (37)

εκ των οποίων: ΧΡΕΣ

 

εκ των οποίων: ΚΑ (37)

εκ των οποίων: ΧΡΕΣ

α)

β)

γ)

δ)

ε)

στ)

ζ)

η)

θ)

ι)

ια)

ιβ)

ιγ)

ιδ)

ιε)

ιστ)

ιζ)

ιη)

ιθ)

κ)

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8

Νόμισμα σε κυκλοφορία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9

Καταθέσεις

*

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

*

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

*

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω του 1 έτους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων μεταβιβάσιμες καταθέσεις

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων έως 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων κοινοπρακτικά δάνεια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9e

Ευρώ

*

 

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

 

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9.1e

Μίας ημέρας

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων μεταβιβάσιμες καταθέσεις

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9.2e

Προθεσμίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω του 1 έτους και έως 2 ετών

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 2 ετών

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

 

 

9.3e

Υπό προειδοποίηση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 3 μηνών

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 3 μηνών

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων άνω των 2 ετών (35)

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

 

 

9.4e

Συμφωνίες επαναγοράς

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

 

 

9x

Ξένα νομίσματα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9.1x

Μίας ημέρας

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

9.2x

Προθεσμίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω του 1 έτους και έως 2 ετών

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 2 ετών

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

 

 

9.3x

Υπό προειδοποίηση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 3 μηνών

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 3 μηνών

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων άνω των 2 ετών (35)

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

 

 

9.4x

Συμφωνίες επαναγοράς

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

*

*

*

*

 

 

 

 

 

 

*

 

 

 

10

Μετοχές/μερίδια ΑΚΧΑ  (36)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11

Εκδοθέντα χρεόγραφα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11e

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

άνω του 1 έτους και έως 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

εκ των οποίων έως 2 ετών και εγγύησης ονομαστικού κεφαλαίου μικρότερης του 100 %

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

11x

Ξένα νομίσματα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

άνω του 1 έτους και έως 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

εκ των οποίων έως 2 ετών και εγγύησης ονομαστικού κεφαλαίου μικρότερης του 100 %

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

12

Κεφάλαιο και αποθεματικά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

13

Λοιπές υποχρεώσεις

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

A. Εγχώρια

B. Λοιπά συμμετέχοντα κράτη-μέλη

Γ. Υπόλοιπος κόσμος

Δ. Λοιπά

ΝΧΙ

Μη ΝΧΙ

ΝΧΙ

Μη ΝΧΙ

Γενική κυβέρνηση (S.13)

Τομείς «Λοιποί κάτοικοι»

Γενική κυβέρνηση (S.13)

Τομείς «Λοιποί κάτοικοι»

Σύνολο

Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί + επικουρικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και φορείς (S.123 + S.124)

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125)

Μη χρηματοδοτικές εταιρείες (S.11)

Νοικοκυριά + μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (S.14 + S.15)

Σύνολο

Λοιποί ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί + επικουρικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και φορείς (S.123 + S.124)

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία (S.125)

Μη χρηματοδοτικές εταιρείες (S.11)

Νοικοκυριά + μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (S.14 + S.15)

 

εκ των οποίων: ΚΑ (37)

εκ των οποίων: ΧΡΕΣ

Σύνολο

Καταναλωτική πίστη

Δάνεια για αγορά κατοικίας

Λοιπά δάνεια

 

εκ των οποίων: ΚΑ (37)

εκ των οποίων: ΧΡΕΣ

Σύνολο

Καταναλωτική πίστη

Δάνεια για αγορά κατοικίας

Λοιπά δάνεια

 

εκ των οποίων: ΑΤΕΠ/ΜΕΜ (38)

 

εκ των οποίων: ΑΤΕΠ/ΜΕΜ (38)

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1

Μετρητά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1e

εκ του οποίου ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2

Δάνεια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω του 1 έτους και έως 5 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 5 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων: κοινοπρακτικά δάνεια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων: συμφωνίες επαναγοράς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2e

εκ των οποίων ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων: ανακυκλούμενα δάνεια και υπεραναλήψεις

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων πίστωση διευκόλυνσης μέσω πιστωτικών καρτών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

εκ των οποίων παρατεινόμενη πίστωση μέσω πιστωτικών καρτών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3

Τίτλοι πλην μετοχών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3e

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω του 1 έτους και έως 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3x

Ξένα νομίσματα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

έως 1 έτους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω του 1 έτους και έως 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

άνω των 2 ετών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4

Μετοχές/μερίδια ΑΚΧΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5

Μετοχές και λοιποί συναφείς τίτλοι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6

Πάγια στοιχεία ενεργητικού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

7

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

45.   Το προσάρτημα 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι πρώτες δυο υποσημειώσεις του εισαγωγικού μέρους της ενότητας 1, αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«(1)

Ισχύει εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος δεν μεταβιβάσει κατά την ημερομηνία διακανονισμού επαρκή ποσότητα περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών (κατά περίπτωση, όσον αφορά τον μηχανισμό κάλυψης διαφορών αποτίμησης) για τον διακανονισμό, ή δεν παράσχει, έως τη λήξη της πράξης μέσω αντίστοιχου μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης, ασφάλεια για το ποσό της ρευστότητας η οποία του κατανεμήθηκε με πράξη παροχής ρευστότητας, ή δεν καταβάλει επαρκές ποσό μετρητών για τον διακανονισμό του ποσού το οποίο του κατανεμήθηκε με πράξη απορρόφησης ρευστότητας.

(2)

Ισχύει εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος δεν μεταβιβάσει επαρκή ποσότητα αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων ή δεν καταβάλει επαρκές ποσό μετρητών για τον διακανονισμό του ποσού που έχει συμφωνηθεί με διμερείς συναλλαγές, ή εάν δεν παράσχει ασφάλεια για ανεξόφλητη διμερή συναλλαγή οποτεδήποτε έως τη λήξη της μέσω αντίστοιχου μηχανισμού κάλυψης διαφορών αποτίμησης.».

β)

Η τρίτη παράγραφος της ενότητας 1 στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου περί παραβάσεων των κανόνων που αφορούν τη χρήση ασφαλειών (39), οι χρηματικές ποινές υπολογίζονται ως το γινόμενο της αξίας των μη αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων (ή των περιουσιακών στοιχείων που δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει ο συγκεκριμένος αντισυμβαλλόμενος) που είτε i) παρέδωσε ο αντισυμβαλλόμενος σε μια ΕθνΚΤ ή στην ΕΚΤ είτε ii) δεν απέσυρε ο αντισυμβαλλόμενος μετά από περίοδο χάριτος 20 εργάσιμων ημερών μετά την επέλευση του συμβάντος, συνεπεία του οποίου τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία κατέστησαν μη αποδεκτά ή δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν από τον αντισυμβαλλόμενο, επί τον συντελεστή 1/360.

γ)

Η δεύτερη παράγραφος της ενότητας 2.1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι παραπάνω χρηματικές ποινές και τα μέτρα αναστολής ισχύουν, με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην ενότητα 2.3 κατωτέρω, και για οποιαδήποτε άλλη διαδοχική παράβαση που σημειώνεται κατά τη διάρκεια εκάστου δωδεκαμήνου.».

δ)

Η δεύτερη παράγραφος της ενότητας 2.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι παραπάνω χρηματικές ποινές και τα μέτρα αναστολής ισχύουν, με επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην ενότητα 2.3 κατωτέρω, και για οποιαδήποτε άλλη διαδοχική παράβαση που σημειώνεται κατά τη διάρκεια εκάστου δωδεκαμήνου.».


(1)  Σημειώνεται ότι οι ΕθνΚΤ των κρατών μελών τα οποία δεν έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατηρούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα της νομισματικής πολιτικής σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο και ως εκ τούτου δεν συμμετέχουν στην άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής.

(2)  Παντού στο παρόν εγχειρίδιο, ως “ΕθνΚΤ” νοούνται οι ΕθνΚΤ των κρατών μελών τα οποία έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη Συνθήκη.

(3)  Η ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών τελεί υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 37 του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

(4)  Παντού στο παρόν εγχειρίδιο, ως “κράτος μέλος” νοείται το κράτος μέλος που έχει υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη Συνθήκη.».

(5)  Οι διάφορες διαδικασίες για τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος, δηλαδή οι τακτικές δημοπρασίες, οι έκτακτες δημοπρασίες και οι διμερείς διαδικασίες, παρουσιάζονται αναλυτικότερα στο κεφάλαιο 5. Για τις τακτικές δημοπρασίες, μεσολαβεί μέγιστο διάστημα 24 ωρών από την ανακοίνωση της δημοπρασίας μέχρι την πιστοποίηση του αποτελέσματος της κατανομής. Δικαίωμα συμμετοχής στις τακτικές δημοπρασίες έχουν όλοι οι αντισυμβαλλόμενοι που πληρούν τα γενικά κριτήρια καταλληλότητας που αναγράφονται στην ενότητα 2.1. Οι έκτακτες δημοπρασίες κατά κανόνα εκτελούνται εντός 90 λεπτών της ώρας. Το Ευρωσύστημα δύναται να επιλέξει περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων για να συμμετάσχουν στις έκτακτες δημοπρασίες. Ως “διμερείς διαδικασίες” νοούνται όλες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το Ευρωσύστημα διενεργεί συναλλαγή με έναν αντισυμβαλλόμενο ή με ορισμένους αντισυμβαλλομένους χωρίς να προσφεύγει σε δημοπρασία. Οι διμερείς διαδικασίες περιλαμβάνουν πράξεις που εκτελούνται μέσω χρηματιστηρίων ή διαμεσολαβητών της αγοράς.».

(6)  Η εναρμονισμένη εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων βασίζεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).».

(7)  Κατά περίπτωση, όσον αφορά τους μηχανισμούς κάλυψης διαφορών αποτίμησης.».

(8)  Οι καταθέσεις καθορισμένης διάρκειας τηρούνται σε λογαριασμούς στις ΕθνΚΤ. Αυτό θα ισχύει ακόμη και αν αποφασιστεί η διενέργεια πράξεων αυτού του είδους σε κεντρικό επίπεδο από την ΕΚΤ.».

(9)  Όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικών χρέους της ΕΚΤ, η ΕΚΤ δύναται με απόφασή της να ορίσει ότι οι προσφορές θα εκφράζονται ως τιμές και όχι ως επιτόκια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι τιμές πρέπει να εκφράζονται ως ποσοστό της ονομαστικής αξίας των τίτλων.

(10)  Στις πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων που διενεργούνται μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου, ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να αναφέρει το ποσό του “σταθερού” νομίσματος με το οποίο επιθυμεί να συμμετάσχει στη συναλλαγή με το Ευρωσύστημα, καθώς και τις αντίστοιχες διαφορικές μονάδες ανταλλαγής.».

(11)  Ή να διακανονίσουν σε μετρητά στην περίπτωση πράξεων απορρόφησης ρευστότητας.».

(12)  Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίζει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι εν λόγω πράξεις μπορούν να εκτελούνται και από την ίδια την ΕΚΤ.».

(13)  T = ημερομηνία συναλλαγής. Ως ημερομηνία διακανονισμού νοείται εργάσιμη ημέρα του Ευρωσυστήματος.

(14)  Εάν η ημερομηνία διακανονισμού για τις πράξεις κύριας ή πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης συμπίπτει με επίσημη αργία, η ΕΚΤ δύναται με απόφασή της να εφαρμόσει διαφορετική ημερομηνία διακανονισμού, ακόμη και αυθημερόν διακανονισμό. Οι ημερομηνίες διακανονισμού για τις πράξεις κύριας και πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης καθορίζονται εκ των προτέρων στο ημερολογιακό πρόγραμμα των δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος (βλέπε ενότητα 5.1.2).».

(15)  Ο εν λόγω όρος δεν αποκλείει τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση όταν στην έκδοσή τους εμπλέκονται δυο εταιρείες ειδικού σκοπού και εφόσον πληρούται από τις τελευταίες ο όρος της “γνήσιας πώλησης”, έτσι ώστε τα χρεόγραφα που εκδίδονται από τη δεύτερη εταιρεία ειδικού σκοπού να εξασφαλίζονται άμεσα ή έμμεσα από το αρχικό χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων και όλες οι εισοδηματικές ροές που παράγονται από τα περιουσιακά στοιχεία να μεταβιβάζονται από την πρώτη στη δεύτερη εταιρεία ειδικού σκοπού.

(16)  Στον εν λόγω περιορισμό δεν εμπίπτουν πράξεις ανταλλαγής που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο συναλλαγών σε τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση αποκλειστικά για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνων.

(17)  Τίτλοι προερχόμενοι από τιτλοποίηση που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αποδεκτών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων από την 10 Οκτωβρίου 2010 εξαιρούνται από την εν λόγω προϋπόθεση και εξακολουθούν να είναι αποδεκτοί έως 9 Οκτωβρίου 2011.

(18)  Όπως ορίζονται στο ΕΣΛ/ESA 95.».

(19)  Οι δομημένες καλυμμένες ομολογίες που υποβλήθηκαν πριν από την 10 Οκτωβρίου 2010, οι οποίες δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται έως τις 31 Μαρτίου 2011.».

(20)  Περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε στην ενότητα 6.2.1.

(21)  Περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε στην ενότητα 6.2.2.

(22)  Η ποιότητα των εμπορεύσιμων χρεογράφων για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική διαβάθμιση και τα οποία έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένα από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κρίνεται με βάση την πηγή αξιολόγησης που έχει επιλέξει ο αντίστοιχος αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με τους κανόνες του ECAF για τις δανειακές απαιτήσεις, όπως αναγράφονται στην ενότητα 6.3.3. Στην περίπτωση αυτών των εμπορεύσιμων χρεογράφων, ισχύουν τροποποιημένα κριτήρια καταλληλότητας για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, ως εξής: έδρα του εκδότη/εγγυητή: ζώνη του ευρώ, τόπος έκδοσης: ζώνη του ευρώ.».

(23)  Ως “Single A” νοείται ελάχιστη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “A-” διενεργούμενη από τους οίκους Fitch ή Standard & Poor’s ή διαβάθμιση “A3”, διενεργούμενη από τον οίκο Moody's, ή διαβάθμιση “AL” διενεργούμενη από τον οίκο DBRS.

(24)  Η ΟΚΑ αποτελείται από την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1), και την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).

(25)  Ως “Triple A” νοείται κάθε μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “AAA”, διενεργούμενη από τους οίκους Fitch, Standard & Poor’s ή DBRS, ή διαβάθμιση “Aaa”, διενεργούμενη από τον οίκο Moody's, ή, εάν αυτή δεν είναι διαθέσιμη, κάθε βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “F1+”, διενεργούμενη από τον οίκο Fitch, ή διαβάθμιση “A-1+”, διενεργούμενη από τον οίκο Standard & Poor's, ή διαβάθμιση “R-1H”, διενεργούμενη από τον οίκο DBRS.».

(26)  Όσον αφορά τη δεύτερη αξιολόγηση από ECAI, ως αξιολόγηση κατά την έκδοση νοείται η αξιολόγηση κατά τον χρόνο της έκδοσης της ή της πρώτης δημοσίευσής της από τον ECAI.».

(27)  Βλέπε υποσημείωση 12 του παρόντος κεφαλαίου.».

(28)  Τα κριτήρια αποδοχής δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).».

(29)  Οι κατάλογοι διατίθενται στο κοινό μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).».

(30)  Εάν ένα ίδρυμα δεν έχει κεντρικό κατάστημα σε ένα κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο, πρέπει να καθορίσει ένα υποκατάστημα το οποίο θα είναι υπεύθυνο για την εκπλήρωση των συνολικών υποχρεώσεων τήρησης ελάχιστων αποθεματικών όλων των καταστημάτων του ιδρύματος στο εν λόγω κράτος μέλος.».

(31)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.».

(32)  ΕΕ L 15 της 20.1.2009, σ. 14.».

(33)  ΕΕ L 250 της 2.10.2003, σ. 10.».

(34)  Τα πεδία που σημειώνονται με αστερίσκο χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βάσης των αποθεματικών. Σε ό,τι αφορά τα χρεόγραφα, τα πιστωτικά ιδρύματα είτε προσκομίζουν αποδείξεις ως προς τις υποχρεώσεις που είναι εξαιρετέες από τη βάση των αποθεματικών είτε εφαρμόζουν πάγια έκπτωση ή συγκεκριμένο ποσοστό που καθορίζει η ΕΚΤ. Στοιχεία για τα πεδία με κανονικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες παρέχουν μόνο πιστωτικά ιδρύματα υποκείμενα στην υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών (ΕΑ). Βλέπε επίσης τις ειδικές διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32.

(35)  Το εν λόγω στοιχείο παρέχεται προαιρετικά μέχρι νεότερης ειδοποίησης.

(36)  Τα δεδομένα υπό το στοιχείο αυτό είναι δυνατόν να υπόκεινται σε διαφορετικές διαδικασίες συλλογής στατιστικών στοιχείων, κατά τη διακριτική ευχέρεια της οικείας ΕθνΚΤ και σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου μέρους του παραρτήματος Ι του κανονισμού ΕΚΤ/2008/32.

(37)  Κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.

(38)  Ατομικές επιχειρήσεις/μονάδες μη εταιρικής μορφής.»

(39)  Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης οσάκις α) ο αντισυμβαλλόμενος έχει χρησιμοποιήσει μη αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ή έχει παράσχει πληροφορίες που επηρεάζουν αρνητικά την αξία των ασφαλειών, π.χ. όσον αφορά το ανεξόφλητο υπόλοιπο χρησιμοποιηθείσας δανειακής απαίτησης, οι οποίες είναι ή υπήρξαν εσφαλμένες ή παρωχημένες, ή β) ο αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά λόγω στενών δεσμών μεταξύ του εκδότη/εγγυητή και του αντισυμβαλλομένου.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Οι ενότητες 6.3 και 6.4 και το προσάρτημα 2 του παραρτήματος Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιούνται ως εξής:

1.   Η πέμπτη παράγραφος της ενότητας 6.3.1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το επίπεδο αναφοράς (benchmark) του Ευρωσυστήματος για να διαπιστώνεται ότι τηρείται η ελάχιστη απαίτηση περί υψηλής ποιότητας (“ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης”) ορίζεται ως αξιολόγηση που αντιστοιχεί στην τρίτη βαθμίδα της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος (1). Το Ευρωσύστημα θεωρεί ότι πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου (PD) για χρονικό ορίζοντα ενός έτους ίση προς 0,40 % είναι ισοδύναμη της πιστοληπτικής αξιολόγησης τρίτης βαθμίδας, υπό τον όρο περιοδικής επανεξέτασης. Το ECAF ακολουθεί τον ορισμό της αθέτησης (default event) που δίδεται από την οδηγία κεφαλαιακών απαιτήσεων (ΟΚΑ) (2). Το Ευρωσύστημα δημοσιεύει την κατώτατη διαβάθμιση που ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης για κάθε αποδεκτό ECAI, χωρίς να αναλαμβάνει ευθύνη για την αξιολόγηση του ECAI — ομοίως υπό τον όρο περιοδικής επανεξέτασης. Όσον αφορά τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση, το επίπεδο αναφοράς (benchmark) του Ευρωσυστήματος για να διαπιστώνεται ότι τηρείται το ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης ορίζεται ως διαβάθμιση “ΑΑΑ” (3) κατά την έκδοση. Στη διάρκεια ζωής του τίτλου πρέπει να τηρείται ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης δεύτερης βαθμίδας της ως άνω εναρμονισμένης κλίμακας του Ευρωσυστήματος (“single A”) (4). Όσον αφορά τα RMBD, το επίπεδο αναφοράς (benchmark) του Ευρωσυστήματος για να διαπιστώνεται ότι τηρείται το ελάχιστο όριο πιστοληπτικής διαβάθμισης ορίζεται ως αξιολόγηση που αντιστοιχεί στην τρίτη βαθμίδα της εναρμονισμένης κλίμακας του Ευρωσυστήματος (“single A”). Το Ευρωσύστημα θεωρεί ότι πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου (PD) για χρονικό ορίζοντα ενός έτους ίση προς 0,10 % είναι ισοδύναμη της πιστοληπτικής αξιολόγησης δεύτερης βαθμίδας, υπό τον όρο περιοδικής επανεξέτασης.

2.   Η έβδομη παράγραφος της ενότητας 6.3.3 (η μοναδική παράγραφος υπό τον τίτλο «Μη εμπορεύσιμα χρεόγραφα εξασφαλισμένα με στεγαστικά δάνεια») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η υψηλή ποιότητα των μη εμπορεύσιμων RMBD πρέπει να ανταποκρίνεται στην πιστοληπτική διαβάθμιση δεύτερης βαθμίδας της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος (5). Πλαίσιο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας θα καθορίζεται από την ΕθνΚΤ στην εφαρμοστέα εθνική τεκμηρίωση.

3.   Η δεύτερη και η τρίτη παράγραφος της ενότητας 6.3.5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ως πρώτο στοιχείο της διαδικασίας, ο φορέας παροχής του συστήματος αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας καταρτίζει μία φορά τον χρόνο τα στατικά δείγματα αποδεκτών οφειλετών, δηλαδή σύνολα που περιλαμβάνουν όλους τους οφειλέτες που είναι επιχειρήσεις ή δημόσιοι φορείς, τους οποίους το σύστημα αξιολογεί με διαβάθμιση που ικανοποιεί μία από τις ακόλουθες σχέσεις:

Στατικό δείγμα

Σχέση

Στατικό δείγμα πιστοληπτικής διαβάθμισης βαθμίδων 1 και 2

PD(i,t) (6) ≤ 0,10 %

Στατικό δείγμα πιστοληπτικής διαβάθμισης βαθμίδας 3

0,10 % < PD(i,t) ≤ 0,40 %

Όλοι οι οφειλέτες οι οποίοι πληρούν μία από τις παραπάνω σχέσεις κατά την έναρξη της περιόδου t απαρτίζουν το αντίστοιχο στατικό δείγμα κατά την περίοδο t. Στο τέλος του προβλεπόμενου δωδεκαμήνου, υπολογίζεται το πραγματοποιηθέν ποσοστό αθετήσεων για τα στατικά δείγματα οφειλετών κατά την περίοδο t. Ο φορέας παροχής του συστήματος διαβάθμισης πρέπει να αναλάβει συμβατικώς την υποχρέωση να υποβάλλει, σε ετήσια βάση, στο Ευρωσύστημα τον αριθμό των αποδεκτών οφειλετών που περιέχονται στα στατικά δείγματα κατά την περίοδο t και εξ αυτών τον αριθμό εκείνων που αθέτησαν τις υποχρεώσεις τους μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο.».

4.   Η ενότητα 6.4.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η τέταρτη περίπτωση της μοναδικής παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα επιμέρους χρεόγραφα της κατηγορίας V υπόκεινται σε μία μόνο περικοπή αποτίμησης 16 %, ανεξαρτήτως της διάρκειας και της διάρθρωσης των τοκομεριδίων.».

β)

Η πέμπτη περίπτωση της μοναδικής παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Επιμέρους τίτλοι προερχόμενοι από τιτλοποίηση, καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες (καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες τύπου Jumbo, παραδοσιακές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες και λοιπές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες) και μη εξασφαλισμένα χρεόγραφα πιστωτικών ιδρυμάτων, η θεωρητική τιμή των οποίων υπολογίζεται σύμφωνα με την ενότητα 6.5, υπόκεινται σε πρόσθετη περικοπή αποτίμησης. Αυτή εφαρμόζεται απευθείας επί της θεωρητικής αποτίμησης εκάστου χρεογράφου ως ποσοστό 5 % (valuation markdown).».

γ)

Ο πίνακας 6 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Πίνακας 6

Κατηγορίες ρευστότητας για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία (7)

Κατηγορία I

Κατηγορία II

Κατηγορία III

Κατηγορία IV

Κατηγορία V

Χρεόγραφα κεντρικής κυβέρνησης

Χρεόγραφα τοπικών και περιφερειακών κυβερνήσεων

Παραδοσιακές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες

Χρεόγραφα πιστωτικών ιδρυμάτων (μη εξασφαλισμένα)

Τίτλοι προερχόμενοι από τιτλοποίηση (asset-backed securities)

Χρεόγραφα εκδοθέντα από κεντρικές τράπεζες (8)

Καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες τύπου Jumbo (9)

Χρεόγραφα εκδοθέντα από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και άλλους εκδότες (10)

Χρεόγραφα εκδοθέντα από χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων (μη εξασφαλισμένα)

 

 

Χρεόγραφα ειδικών φορέων-εκδοτών χρεογράφων (10)

Λοιπές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες (11)

 

 

 

Χρεόγραφα υπερεθνικών οργανισμών

 

 

 

δ)

Η έβδομη περίπτωση της μοναδικής παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η περικοπή που εφαρμόζεται στα εμπορεύσιμα χρεόγραφα των κατηγοριών ρευστότητας Ι έως IV με τοκομερίδιο κυμαινόμενου επιτοκίου (12) είναι αυτή που εφαρμόζεται στο κλιμάκιο διάρκειας “0-1 έτος” για τους τίτλους σταθερού επιτοκίου της ίδιας κατηγορίας ρευστότητας και της ίδιας κατηγορίας πιστοληπτικής διαβάθμισης.

ε)

Ο πίνακας 7 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Πίνακας 7

Περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στα αποδεκτά εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία

 

 

Κατηγορίες ρευστότητας

Πιστοληπτική διαβάθμιση

Εναπομένουσα διάρκεια (έτη)

Κατηγορία I

Κατηγορία II (13)

Κατηγορία III (13)

Κατηγορία IV (13)

Κατηγορία V (13)

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

σταθερό τοκομερίδιο

μηδενικό τοκομερίδιο

 

Βαθμίδες 1 και 2 (AAA έως A-) (14)

0-1

0,5

0,5

1,0

1,0

1,5

1,5

6,5

6,5

16

1-3

1,5

1,5

2,5

2,5

3,0

3,0

8,5

9,0

3-5

2,5

3,0

3,5

4,0

5,0

5,5

11,0

11,5

5-7

3,0

3,5

4,5

5,0

6,5

7,5

12,5

13,5

7-10

4,0

4,5

5,5

6,5

8,5

9,5

14,0

15,5

> 10

5,5

8,5

7,5

12,0

11,0

16,5

17,0

22,5

Βαθμίδα 3 (BBB+ έως BBB-) (14)

0-1

5,5

5,5

6,0

6,0

8,0

8,0

15,0

15,0

Μη αποδεκτή

1-3

6,5

6,5

10,5

11,5

18,0

19,5

27,5

29,5

3-5

7,5

8,0

15,5

17,0

25,5

28,0

36,5

39,5

5-7

8,0

8,5

18,0

20,5

28,0

31,5

38,5

43,0

7-10

9,0

9,5

19,5

22,5

29,0

33,5

39,0

44,5

> 10

10,5

13,5

20,0

29,0

29,5

38,0

39,5

46,0

στ)

Ο πίνακας 8 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Πίνακας 8

Περικοπές αποτίμησης (%) που εφαρμόζονται στα αποδεκτά εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία: τίτλοι αντιστρόφως κυμαινόμενου επιτοκίου (κατηγορίες Ι έως IV)

Πιστοληπτική διαβάθμιση

Εναπομένουσα διάρκεια (έτη)

Περικοπή

Βαθμίδες 1 και 2 (AAA έως A-)

0-1

7,5

1-3

11,5

3-5

16,0

5-7

19,5

7-10

22,5

> 10

28,0

Βαθμίδα 3 (BBB+ έως BBB-)

0-1

21,0

1-3

46,5

3-5

63,5

5-7

68,0

7-10

69,0

> 10

69,5»

5.   Η ενότητα 6.4.3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι δυο πρώτες περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι δανειακές απαιτήσεις υπόκεινται σε ειδικές περικοπές αποτίμησης. Οι περικοπές διαφέρουν ανάλογα με την εναπομένουσα διάρκεια, το είδος του επιτοκίου (σταθερό ή κυμαινόμενο), την κατηγορία πιστοληπτικής διαβάθμισης και τη μεθοδολογία αποτίμησης που εφαρμόζει κάθε ΕθνΚΤ (βλέπε ενότητα 6.5), όπως περιγράφεται στον πίνακα 9 (15).

Η περικοπή που εφαρμόζεται στις δανειακές απαιτήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου είναι αυτή που εφαρμόζεται στο κλιμάκιο διάρκειας “0-1 έτος” για τις δανειακές απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου της ίδιας πιστοληπτικής διαβάθμισης, στις οποίες εφαρμόζεται η ίδια μεθοδολογία αποτίμησης (αποτίμηση με βάση μια θεωρητική τιμή που καθορίζεται από την ΕθνΚΤ ή με βάση το ανεξόφλητο υπόλοιπο που καθορίζεται από την ΕθνΚΤ). Το επιτόκιο θεωρείται κυμαινόμενο αν συνδέεται με ένα επιτόκιο αναφοράς και η περίοδος επανακαθορισμού του δεν είναι μεγαλύτερη του ενός έτους. Όταν η περίοδος επανακαθορισμού είναι μεγαλύτερη του ενός έτους, η δανειακή απαίτηση θεωρείται ως σταθερού επιτοκίου και, προκειμένου να εφαρμοστεί η περικοπή αποτίμησης, λαμβάνεται υπόψη η εναπομένουσα διάρκειά της.

β)

Ο πίνακας 9 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Πίνακας 9

Περικοπές αποτίμησης (%) που εφαρμόζονται στις πιστωτικές απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου

 

 

Μεθοδολογία αποτίμησης

Πιστοληπτική διαβάθμιση

Εναπομένουσα διάρκεια (έτη)

Σταθερό επιτόκιο και αποτίμηση με βάση μια θεωρητική τιμή που καθορίζεται από την ΕθνΚΤ

Σταθερό επιτόκιο και αποτίμηση ανάλογα με το ανεξόφλητο υπόλοιπο που καθορίζεται από την ΕθνΚΤ

Βαθμίδες 1 και 2

(AAA έως A-)

0-1

8,0

10,0

1-3

11,5

17,5

3-5

15,0

24,0

5-7

17,0

29,0

7-10

18,5

34,5

> 10

20,5

44,5

Βαθμίδα 3

(BBB+ έως BBB-)

0-1

15,5

17,5

1-3

28,0

34,0

3-5

37,0

46,0

5-7

39,0

51,0

7-10

39,5

55,5

> 10

40,5

64,5»

γ)

Η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα RMBD πιστοληπτικής διαβάθμισης δεύτερης βαθμίδας του ενοποιημένου συστήματος πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος υπόκεινται σε περικοπή αποτίμησης 24 %.».

6.   Το προσάρτημα 2 τροποποιείται ως εξής:

Ο ορισμός της έννοιας «Μείωση αποτίμησης (valuation markdown)» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μείωση αποτίμησης (valuation markdown): μέτρο ελέγχου κινδύνων το οποίο εφαρμόζεται στα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές. Σύμφωνα με αυτό, η κεντρική τράπεζα υπολογίζει την αξία των περιουσιακών στοιχείων αφαιρώντας από τη θεωρητική τρέχουσα τιμή της αγοράς ένα ορισμένο ποσοστό πριν ακόμη εφαρμόσει οποιαδήποτε περικοπή αποτίμησης.».


(1)  Η εναρμονισμένη κλίμακα πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu). Ως πιστοληπτική διαβάθμιση τρίτης βαθμίδας νοείται ελάχιστη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “ΒΒΒ-”, διενεργούμενη από τους οίκους Fitch ή Standard & Poor’s ή διαβάθμιση “Baa3”, διενεργούμενη από τον οίκο Moody’s ή διαβάθμιση “BBB” διενεργούμενη από τον οίκο DBRS.

(2)  Η ΟΚΑ αποτελείται από την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1), και την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των εταιρειών επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).

(3)  Ως “ΑΑΑ” νοείται ελάχιστη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “ΑΑΑ”, διενεργούμενη από τους οίκους Fitch, Standard & Poor’s ή DBRS, ή “Αaa”, διενεργούμενη από τον οίκο Moody’s ή, εάν η εν λόγω διαβάθμιση δεν είναι διαθέσιμη, κάθε βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “F1+”, διενεργούμενη από τον οίκο Fitch ή “A-1+”, διενεργούμενη από τον οίκο Standard & Poor’s ή “R-1H”, διενεργούμενη από τον οίκο DBRS.

(4)  Ως “Single A” νοείται ελάχιστη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση “A-”, διενεργούμενη από τους οίκους Fitch ή Standard & Poor’s ή διαβάθμιση “A3”, διενεργούμενη από τον οίκο Moody's, ή διαβάθμιση “AL”, διενεργούμενη από τον οίκο DBRS.»

(5)  Όπως ορίζεται στην εναρμονισμένη κλίμακα πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος, η οποία δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).».

(6)  Όπου PD(i,t): πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης πιστούχου αποδιδόμενη βάσει του συστήματος πιστοληπτικής διαβάθμισης σε οφειλέτη i κατά την περίοδο t.

(7)  Γενικώς, η ταξινόμηση του εκδότη καθορίζει την κατηγορία ρευστότητας. Ωστόσο, όλοι οι τίτλοι που προέρχονται από τιτλοποίηση υπάγονται στην κατηγορία V, ανεξάρτητα από την ταξινόμηση του εκδότη, και οι καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες τύπου Jumbo υπάγονται στην κατηγορία ΙΙ, ενώ οι παραδοσιακές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες, οι λοιπές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες και άλλα χρεόγραφα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα υπάγονται στις κατηγορίες ΙΙΙ και IV.

(8)  Τα πιστοποιητικά χρέους που εκδίδονται από την ΕΚΤ και τα χρεόγραφα που εκδίδονται από τις ΕθνΚΤ πριν από την υιοθέτηση του ευρώ στα αντίστοιχα κράτη μέλη υπάγονται στην κατηγορία ρευστότητας Ι.

(9)  Στην κατηγορία των καλυμμένων τραπεζικών ομολογιών τύπου Jumbo περιλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο τίτλοι ποσού έκδοσης τουλάχιστον 1 δισεκατ. ευρώ για τους οποίους τουλάχιστον τρεις διαπραγματευτές αγοράς παρέχουν σε τακτική βάση τιμές προσφοράς και ζήτησης.

(10)  Στην κατηγορία ρευστότητας ΙΙ υπάγονται τίτλοι που εκδίδονται αποκλειστικά και μόνο από εκδότες οι οποίοι έχουν ταξινομηθεί από την ΕΚΤ ως “ειδικοί φορείς-εκδότες χρεογράφων”. Τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από άλλους φορείς-εκδότες χρεογράφων υπάγονται στην κατηγορία ρευστότητας ΙΙΙ ή ΙV, ανάλογα με τον εκδότη και το είδος του περιουσιακού στοιχείου.

(11)  Καλυμμένες ομολογίες που δεν πληρούν τα κριτήρια της οδηγίας ΟΣΕΚΑ, περιλαμβανομένων τόσο δομημένων καλυμμένων ομολογιών όσο και καλυμμένων ομολογιών πλειόνων εκδοτών υπάγονται στην κατηγορία ρευστότητας ΙΙΙ.».

(12)  Τα τοκομερίδια θεωρούνται κυμαινόμενου επιτοκίου αν συνδέονται με ένα επιτόκιο αναφοράς και η περίοδος επανακαθορισμού του τοκομεριδίου δεν είναι μεγαλύτερη του ενός έτους. Τα τοκομερίδια με περίοδο επανακαθορισμού μεγαλύτερη του ενός έτους θεωρούνται ως σταθερού επιτοκίου και η διάρκεια που λαμβάνεται υπόψη για να εφαρμοστεί η περικοπή αποτίμησης είναι η εναπομένουσα διάρκεια του χρεογράφου.».

(13)  Επιμέρους τίτλοι προερχόμενοι από τιτλοποίηση, καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες (καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες τύπου Jumbo, παραδοσιακές καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες και λοιπές τραπεζικές ομολογίες) και μη καλυμμένες τραπεζικές ομολογίες, η θεωρητική τιμή των οποίων υπολογίζεται σύμφωνα με την ενότητα 6.5, υπόκεινται σε πρόσθετη περικοπή αποτίμησης. Αυτή εφαρμόζεται απευθείας επί της θεωρητικής αποτίμησης εκάστου χρεογράφου ως ποσοστό 5 % (valuation markdown).

(14)  Αξιολογήσεις που καθορίζονται στην εναρμονισμένη κλίμακα πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος, η οποία δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).».

(15)  Οι περικοπές αποτίμησης που εφαρμόζονται στις δανειακές απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου εφαρμόζονται και στις δανειακές απαιτήσεις τιμαριθμοποιημένου επιτοκίου.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Το παράρτημα ΙΙ της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 τροποποιείται ως εξής:

Η ενότητα Ι τροποποιείται ως εξής:

1.

Το σημείο 6 στοιχείο ιστ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της δυνατότητας χρήσης των κεφαλαίων του που επιβάλλει η ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 75 της Συνθήκης· ή».

2.

Το σημείο 6, στοιχείο ιζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται σε δέσμευση κεφαλαίων ή/και σε άλλα μέτρα περιοριστικά της δυνατότητας χρήσης των κεφαλαίων του που επιβάλλει κράτος μέλος· ή».

3.

Το σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι σχετικές συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει μία ΕθνΚΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση επέλευσης λόγου λύσης, η ΕθνΚΤ νομιμοποιείται να ασκήσει τα ακόλουθα δικαιώματα: α) να αναστείλει, να περιορίσει ή να αποκλείσει την πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου σε δραστηριότητες της ανοιχτής αγοράς, β) να αναστείλει, να περιορίσει ή να αποκλείσει την πρόσβαση του αντισυμβαλλομένου στις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος, γ) να λύσει διά καταγγελίας όλες τις εκκρεμείς συμφωνίες και συναλλαγές ή δ) να αξιώσει επίσπευση της ικανοποίησης των απαιτήσεων που δεν έχουν ακόμη καταστεί ληξιπρόθεσμες ή τελούν υπό όρο ή αίρεση. Επιπλέον, η ΕθνΚΤ νομιμοποιείται να λάβει τα ακόλουθα μέτρα αποκατάστασης: α) να χρησιμοποιήσει τις καταθέσεις του αντισυμβαλλομένου στην ΕθνΚΤ για το συμψηφισμό απαιτήσεών της εναντίον αυτού, β) να αναστείλει την εκπλήρωση υποχρεώσεών της έναντι του αντισυμβαλλομένου έως ότου ικανοποιηθεί η απαίτησή της εναντίον του, γ) να απαιτήσει τόκους υπερημερίας ή δ) να απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενο αποζημίωση για τυχόν ζημίες που επέρχονται συνεπεία της επέλευσης στο πρόσωπό του λόγων λύσης. Επιπλέον, οι σχετικές συμβατικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει μία ΕθνΚΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνιστά λόγο λύσης, η εν λόγω ΕθνΚΤ νομιμοποιείται να ρευστοποιήσει χωρίς περιττή καθυστέρηση όλα τα παρασχεθέντα ως ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία, κατά τρόπο ώστε να ικανοποιηθεί μέχρι το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης, εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν προβεί σε άμεσο διακανονισμό του αρνητικού υπολοίπου του. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των μέτρων που επιβάλλονται, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αποφασίζει σχετικά με τα μέτρα αποκατάστασης, περιλαμβανομένης της αναστολής, του περιορισμού ή του αποκλεισμού της πρόσβασης στις λειτουργίες της ανοιχτής αγοράς ή τις πάγιες διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος.».


Top