EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R0469R(01)

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 469/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014 , που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4) (ΕΚΤ/2014/18) ( ΕΕ L 141 της 14.5.2014 )

OJ L 267, 6.9.2014, p. 27–29 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2014/469/corrigendum/2014-09-06/oj

6.9.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 267/27


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 469/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4)

(ΕΚΤ/2014/18)

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 141 της 14ης Μαΐου 2014 )

Στη σελίδα 51, το κείμενο του κανονισμού αντικαθίσταται ως εξής:

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 469/2014 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 16ης Απριλίου 2014

που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4)

(ΕΚΤ/2014/18)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 132 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 34.3 και 19.1,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει εφαρμόσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/1999/4) (2) για την επιβολή κυρώσεων σε διάφορους τομείς που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της, και ιδίως για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης, τη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (3) παρέχει το δικαίωμα στην ΕΚΤ να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εποπτεύει διοικητικά χρηματικά πρόστιμα όταν τα ιδρύματα αυτά παραβαίνουν απαιτήσεις που απορρέουν από την άμεσα εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης κανονισμού ή απόφασης της ΕΚΤ.

(3)

H EKT εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (4) προκειμένου να διευκρινιστούν περαιτέρω οι διαδικασίες που διέπουν την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1024/2013. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17) περιλαμβάνει διατάξεις σε σχέση με την επιβολή διοικητικών ποινών από την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές στον εποπτικό τομέα.

(4)

Προκειμένου να καθοριστεί ένα συνεπές καθεστώς για την επιβολή κυρώσεων από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17), η ΕΚΤ εξέδωσε τη σύσταση ΕΚΤ/2014/19 (5).

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 θα πρέπει να αποσαφηνισθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο για την επιβολή κυρώσεων από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των μη εποπτικών καθηκόντων της επί των κεντρικών τραπεζών, ενώ ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17) εφαρμόζεται για την επιβολή διοικητικών ποινών από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της.

(6)

Κατά την περαιτέρω αποσαφήνιση των διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι εφαρμόζονται για την κίνηση και διεξαγωγή της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98, η ΕΚΤ πρέπει να λάβει υπόψη τον βαθμό της βαρύτητας της προβλεπόμενης κύρωσης.

(7)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 τροποποιείται ως ακολούθως:

1)

Μετά το άρθρο 1, παρεμβάλλεται ένα νέο άρθρο 1α:

«Άρθρο 1α

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση κυρώσεων που μπορεί να επιβληθούν από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των μη εποπτικών καθηκόντων της επί των κεντρικών τραπεζών. Δεν εφαρμόζεται για οποιεσδήποτε διοικητικές ποινές τις οποίες μπορεί να επιβάλλει η ΕΚΤ κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της.»

.

2)

Μετά το άρθρο 1α, παρεμβάλλεται ένα νέο άρθρο 1β:

«Άρθρο 1β

Ανεξάρτητη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης

1.   Προκειμένου να ληφθεί απόφαση για την κίνηση ή όχι της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 2 και να ασκηθούν οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 3, η ΕΚΤ συγκροτεί εσωτερική ανεξάρτητη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης (εφεξής “μονάδα διεξαγωγής εξέτασης”), η οποία αποτελείται από ελεγκτές που εκτελούν τις ερευνητικές λειτουργίες τους ανεξάρτητα από την εκτελεστική επιτροπή και το διοικητικό συμβούλιο και η οποία δεν συμμετέχει στις συζητήσεις της εκτελεστικής επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Εάν η ΕΚΤ κρίνει ότι υπάρχει λόγος υποψίας ότι διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί μία ή περισσότερες παραβάσεις, το θέμα υποβάλλεται στην εκτελεστική επιτροπή.

3.   Εάν η εκτελεστική επιτροπή κρίνει ότι η εφαρμοστέα κύρωση μπορεί να υπερβεί το όριο που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, δεν εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10 και η εκτελεστική επιτροπή υποβάλλει το θέμα στη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης. Η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης λαμβάνει απόφαση για την κίνηση ή όχι της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων.

4.   Κάθε αναφορά στην ΕΚΤ στα άρθρα 2 έως 4, στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 3 και στο άρθρο 6 νοείται ως αναφορά στη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης της ΕΚΤ ή, όταν εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία βάσει του άρθρου 10, στην εκτελεστική επιτροπή.

5.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την αρμοδιότητα της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας για την κίνηση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων και τη διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»

.

3)

Στο άρθρο 2 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«1.   Κατά της ίδιας επιχείρησης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δεν κινούνται παραπάνω από μία διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων. Για τον σκοπό αυτό, καμία απόφαση σχετικά με την κίνηση ή μη διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων δεν λαμβάνεται από την ΕΚΤ ή από την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα πριν αλληλοενημερωθούν και διαβουλευθούν μεταξύ τους.»

.

4)

Στο άρθρο 2 η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«3.   Η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατόπιν αιτήματος, έχουν δικαίωμα να συνδράμουν η μία την άλλη και να συνεργασθούν μεταξύ τους κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, ιδίως με τη διαβίβαση οποιασδήποτε πληροφορίας μπορεί να θεωρηθεί σχετική.»

.

5)

Μετά το άρθρο 7, παρεμβάλλεται ένα νέο άρθρο 7α:

«Άρθρο 7α

Υποβολή πρότασης στην εκτελεστική επιτροπή

1.   Εάν η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κρίνει, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, ότι πρέπει να επιβληθεί κύρωση στη θιγόμενη επιχείρηση, υποβάλλει πρόταση στην εκτελεστική επιτροπή με την οποία διαπιστώνει ότι η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει παράβαση και καθορίζει το ποσό της κύρωσης που πρέπει να επιβληθεί.

2.   Η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, βασίζει την πρότασή της μόνο επί γεγονότων και ενστάσεων επί των οποίων η θιγόμενη επιχείρηση είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί.

3.   Εάν η εκτελεστική επιτροπή θεωρήσει ότι ο φάκελος που υποβλήθηκε από τη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ελλιπής, δύναται να επιστρέψει τον φάκελο, με αιτιολογημένο αίτημα προσκόμισης συμπληρωματικών πληροφοριών, στη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή στην αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα.

4.   Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, συμφωνήσει με την πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, για την επιβολή κύρωσης στη θιγόμενη επιχείρηση, εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την πρόταση που υπεβλήθη από τη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα.

5.   Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, θεωρήσει ότι τα γεγονότα που περιγράφονται στην πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, δεν φαίνεται να αποτελούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης, η εκτελεστική επιτροπή δύναται να αποφασίσει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

6.   Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, συμφωνήσει ότι η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει παράβαση, σύμφωνα με το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στην πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά διαφωνήσει με την προτεινόμενη κύρωση, εκδίδει απόφαση καθορίζοντας την κύρωση που κρίνει κατάλληλη.

7.   Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, δεν συμφωνήσει με την πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, αλλά καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει μια διαφορετική παράβαση ή ότι υπάρχει διαφορετική βάση τεκμηρίωσης για την πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει γραπτώς τη θιγόμενη επιχείρηση σχετικά με το πόρισμά της και τις ενστάσεις που εγέρθηκαν κατά της θιγόμενης επιχείρησης.

8.   Η εκτελεστική επιτροπή εκδίδει απόφαση η οποία ορίζει εάν η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει παράβαση και καθορίζει την τυχόν κύρωση που πρέπει να επιβληθεί. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από την εκτελεστική επιτροπή βασίζονται μόνο επί γεγονότων και ενστάσεων επί των οποίων η θιγόμενη επιχείρηση είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί.»

.

Άρθρο 2

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Φρανκφούρτη, 16 Απριλίου 2014.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4) (ΕΕ L 264 της 12.10.1999, σ. 21).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο του ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17). Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(5)  Σύσταση ΕΚΤ/2014/19, της 16ης Απριλίου 2014, για κανονισμό του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ C 144 της 14.5.2014, σ. 2).


Top