EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52013AB0037

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 28ης Μαΐου 2013 , αναφορικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου (CON/2013/37)

OJ C 179, 25.6.2013, p. 9–13 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

25.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 179/9


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 28ης Μαΐου 2013

αναφορικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου

(CON/2013/37)

2013/C 179/03

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 5 Φεβρουαρίου 2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου (1) (εφεξής η «προτεινόμενη οδηγία»). Στις 20 Φεβρουαρίου και στις 2 Απριλίου 2013 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την ως άνω προτεινόμενη οδηγία.

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία προβλέπουν ότι η γνώμη της ΕΚΤ ζητείται για κάθε προτεινόμενη πράξη της Ένωσης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. Επιπροσθέτως, η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 128 παράγραφος 1 της Συνθήκης και στο άρθρο 16 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς η προτεινόμενη οδηγία περιέχει διατάξεις οι οποίες έχουν επιπτώσεις σε ορισμένα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1.    Σκοπός και περιεχόμενο της προτεινόμενης οδηγίας

Η προτεινόμενη οδηγία θα αντικαταστήσει, έναντι των κρατών μελών που συμμετέχουν στη θέσπισή της, την απόφαση-πλαίσιο 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου για ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη εν όψει της εισαγωγής του ευρώ με την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων (2). Η προτεινόμενη οδηγία επαναλαμβάνει τις περισσότερες από τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου, με ελάσσονες τροποποιήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Επιπροσθέτως, η προτεινόμενη οδηγία συμπληρώνει την απόφαση-πλαίσιο 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου, θεσπίζοντας ελάχιστη ποινή φυλάκισης έξι μηνών για την παραγωγή και διανομή παραχαραγμένων τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων και μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον οκτώ ετών για τη διανομή παραχαραγμένων τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων. Θεσπίζει επίσης νέες διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη υποχρεούνται: α) να προβλέπουν τη δυνατότητα χρήσης ορισμένων ερευνητικών μέσων, και β) να διασφαλίζουν ότι τα εθνικά κέντρα ανάλυσης (ΕΚΑ) και τα εθνικά κέντρα ανάλυσης κερμάτων (ΕΚΑΚ) έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν και κατά τη διάρκεια ένδικων διαδικασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι αποτελούν προϊόντα παραχάραξης ή κιβδηλείας για σκοπούς ανάλυσης, εντοπισμού και ανίχνευσης περαιτέρω προϊόντων παραχάραξης και κιβδηλείας.

2.    Γενικές παρατηρήσεις

Η ΕΚΤ επικροτεί την προτεινόμενη οδηγία, σκοπός της οποίας είναι να συμπληρώσει τις διατάξεις της διεθνούς σύμβασης για την καταστολή της παραχάραξης και της κιβδηλείας, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 20 Απριλίου 1929, και του πρωτοκόλλου αυτής (3) (εφεξής η «σύμβαση της Γενεύης») και να διευκολύνει την εφαρμογή της από τα κράτη μέλη (4). Η ΕΚΤ επικροτεί επίσης το γεγονός ότι η προτεινόμενη οδηγία λαμβάνει υπόψη την άποψη της ΕΚΤ ότι το ποινικό πλαίσιο πρέπει να ενισχυθεί με την ενδυνάμωση και εναρμόνιση του καθεστώτος επιβολής ποινών, μεταξύ άλλων, μέσω της θέσπισης προτύπων για τις ελάχιστες ποινές. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η προτεινόμενη οδηγία επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου, γεγονός το οποίο θα συμβάλει στην ασφάλεια δικαίου μετά τη μετάβαση στο νέο καθεστώς προστασίας που θεσπίζεται βάσει της προτεινόμενης οδηγίας.

Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 9α της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση καταδικαστικών αποφάσεων προκειμένου να εντοπίζονται κρούσματα «υποτροπής» δεν θα θιγεί μετά την έκδοση της προτεινόμενης οδηγίας ως προς τα κράτη μέλη που έχουν ήδη ενσωματώσει την εν λόγω διάταξη στο εθνικό δίκαιό τους. Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν το έχουν πράξει ακόμη, φαίνεται ότι η υποχρέωσή τους να θεσπίσουν εθνικούς κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση των καταδικαστικών αποφάσεων σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 9α εξακολουθεί να υφίσταται βάσει του άρθρου 12 της προτεινόμενης οδηγίας. Ωστόσο, προκειμένου αυτό να καταστεί σαφές, η ΕΚΤ προτείνει το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 9α της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου να περιληφθεί στην προτεινόμενη οδηγία.

Η ΕΚΤ σημειώνει ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 28, 29 και 30 της προτεινόμενης οδηγίας, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της προτεινόμενης οδηγίας, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δύνανται να αποφασίσουν εάν θα συμμετάσχουν στη θέσπιση και την εφαρμογή της. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι, έστω και εάν η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετάσχουν στη θέσπιση και την εφαρμογή της προτεινόμενης οδηγίας, θα συνεχίσουν να υπέχουν τις υποχρεώσεις που αφορούν την προθεσμία ενσωμάτωσης της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 12 της προτεινόμενης οδηγίας. Κατά συνέπεια, η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν θα υπόκεινται στους νέους κανόνες που θεσπίζονται με την προτεινόμενη οδηγία. Επομένως, θα ήταν σκόπιμο να ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές της Δανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας (εάν οι τελευταίες δύο χώρες δεν συμμετάσχουν στη θέσπιση της προτεινόμενης οδηγίας), να δεσμευτούν ότι θα εφαρμόσουν τα πρότυπα για τις ελάχιστες και τις μέγιστες ποινές και ότι θα διασφαλίσουν, αφενός, την ύπαρξη διαθέσιμων αποτελεσματικών ερευνητικών μέσων και, αφετέρου, ότι θα πραγματοποιείται διαβίβαση πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων στα ΕΚΑ και ΕΚΑΚ από τις δικαστικές αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 5, 9 και 10 της προτεινόμενης οδηγίας, αντίστοιχα. Σε διαφορετική περίπτωση, η διασυνοριακή συνεργασία και η αποσόβηση του κινδύνου αναζήτησης του κράτους μέλους με την ευνοϊκότερη νομοθεσία για την τέλεση αξιόποινων πράξεων («forum-shopping»), όπως μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 18 της προτεινόμενης οδηγίας, θα διακυβεύονταν.

3.    Ειδικές παρατηρήσεις

3.1.   Δυνητική ονομαστική αξία πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων

Σε σχέση με τις αναφορές στην ονομαστική αξία πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 19 και στο άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας, η ΕΚΤ σημειώνει ότι, σε επίπεδο παραγωγής, η εν λόγω αξία μπορεί να προσδιοριστεί μόνον εφόσον πρόκειται για έτοιμα πλαστά τραπεζογραμμάτια ή κίβδηλα κέρματα.

Ωστόσο, η ΕΚΤ σημειώνει ότι η έννοια των πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων δεν περιλαμβάνει μόνο έτοιμα πλαστά τραπεζογραμμάτια και κίβδηλα κέρματα, αλλά καταλαμβάνει και ημιτελή πλαστά τραπεζογραμμάτια και κίβδηλα κέρματα των οποίων η παραγωγή βρίσκεται σε εξέλιξη. Η ΕΚΤ τονίζει ότι, στο πλαίσιο της απατηλής κατασκευής ή αλλοίωσης τραπεζογραμματίων και κερμάτων εκφρασμένων σε ευρώ ή σε άλλα νομίσματα (5), οι αρχές επιβολής του νόμου ενδέχεται να ανακαλύψουν ημιτελή προϊόντα παραχάραξης και κιβδηλείας. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι η συνήθης μέθοδος που χρησιμοποιούν οι αστυνομικές αρχές όταν επιχειρούν κατασχέσεις ή συλλήψεις σε παράνομα εργαστήρια κατασκευής παραχαραγμένων τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων συνίσταται στην προσπάθειά τους να παρέμβουν τη στιγμή που πραγματοποιείται το έγκλημα. Η ακολουθούμενη μέθοδος αποτελεί ζήτημα κρίσης, και σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να βρεθούν ορισμένα ολοκληρωμένα προϊόντα, πολλές όμως εργασίες να βρίσκονται σε εξέλιξη. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι τα εν λόγω ημιτελή προϊόντα παραχάραξης και κιβδηλείας δεν θα έχουν ονομαστική αξία, αλλά δυνητική ονομαστική αξία, η οποία θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό αναλογικής ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας. Συνεπώς, η αιτιολογική σκέψη 19 και το άρθρο 5 πρέπει να τροποποιηθούν προκειμένου να περιλαμβάνουν αναφορές στη δυνητική ονομαστική αξία όταν πρόκειται για ημιτελή προϊόντα παραχάραξης και κιβδηλείας. Η δυνητική ονομαστική αξία θα πρέπει να λογίζεται ως επιπλέον κριτήριο κατά τον προσδιορισμό αναλογικής ποινής για οποιαδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της προτεινόμενης οδηγίας.

Εξάλλου, τα πλαστά τραπεζογραμμάτια και κίβδηλα κέρματα που εντοπίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ενδέχεται να εκφράζονται σε άλλο νόμισμα ή να έχουν τη μορφή άλλου νομίσματος, πλην του ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, την ονομαστική ή τη δυνητική ονομαστική αξία των εν λόγω πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων. Για τον λόγο αυτόν, η ΕΚΤ θεωρεί ότι θα ήταν σκόπιμη η περαιτέρω τροποποίηση της αιτιολογικής σκέψης 19 και του άρθρου 5 κατά τρόπο ώστε να προβλέπουν ότι για τον καθορισμό των προτύπων για τις ελάχιστες και τις μέγιστες ποινές συνυπολογίζεται, κατά περίπτωση, η ονομαστική ή η δυνητική ονομαστική αξία των εντοπισθέντων πλαστών τραπεζογραμματίων ή κίβδηλων κερμάτων, τα οποία δεν αποτελούν πλαστά τραπεζογραμμάτια ή κίβδηλα κέρματα ευρώ.

3.2.   Αξιόποινες πράξεις παραχάραξης και κιβδηλείας όσον αφορά εργαλεία και πρώτες ύλες για την παραγωγή τραπεζογραμματίων και κερμάτων

Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι τα πρότυπα για τις ελάχιστες και τις μέγιστες ποινές θα πρέπει να ισχύουν για όλα τα είδη αξιόποινων πράξεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας. Η προσέγγιση αυτή θα ενίσχυε σημαντικά την αποτελεσματικότητα και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των ποινών. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι για την παραγωγή πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων υψίστης ποιότητας χρησιμοποιούνται συστατικά στοιχεία που προέρχονται από διάφορες πηγές, όπως, παραδείγματος χάριν, παραπλανητικά ολογράμματα από χώρες εκτός Ένωσης, η ΕΚΤ θεωρεί σκόπιμο οι συνδεόμενες με ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της προτεινόμενης οδηγίας να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος επιβολής ποινών που καθιερώνεται με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας.

3.3.   Υποχρέωση διαβίβασης πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων για ανάλυση

Η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι η προτεινόμενη οδηγία αναγνωρίζει ότι είναι σημαντικό οι δικαστικές αρχές να επιτρέπουν στα ΕΚΑ και ΕΚΑΚ την εξέταση πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων ευρώ για σκοπούς ανάλυσης, εντοπισμού και ανίχνευσης περαιτέρω προϊόντων παραχάραξης και κιβδηλείας. Ωστόσο, σε περίπτωση που τα δείγματα τραπεζογραμματίων και κερμάτων για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι αποτελούν προϊόντα παραχάραξης ή κιβδηλείας δεν δύνανται να διαβιβαστούν στο ΕΚΑ ή ΕΚΑΚ διότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία, η ΕΚΤ προτείνει τα εν λόγω δείγματα να διαβιβάζονται αμέσως μετά την ολοκλήρωση των οικείων διαδικασιών.

Όπου η ΕΚΤ υποδεικνύει τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας, το παράρτημα περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης συνοδευόμενες από την αντίστοιχη αιτιολογία.

Φρανκφούρτη, 28 Μαΐου 2013.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2013) 42 τελικό.

(2)  ΕΕ L 140 της 14.6.2000, σ. 1.

(3)  Αριθ. 2623, σ. 372 (Σειρά συνθηκών της Κοινωνίας των Εθνών, 1931).

(4)  Η σύμβαση της Γενεύης έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, πλην, μέχρι στιγμής, της Μάλτας.

(5)  Βλ. άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της προτεινόμενης οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προτάσεις διατύπωσης

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (1)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 19

«(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιβολής φυλάκισης βραχείας διάρκειας ή μη επιβολής ποινής φυλάκισης σε υποθέσεις στις οποίες η συνολική ονομαστική αξία των πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων δεν είναι σημαντική ή δεν συνδέεται με ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις. Η αξία αυτή θα πρέπει να οριστεί κάτω των 5 000 EUR, ήτοι δεκαπλάσια του μεγαλύτερου τραπεζογραμματίου ευρώ, για τις υποθέσεις που επισύρουν άλλη ποινή εκτός της φυλάκισης, και κάτω των 10 000 EUR για υποθέσεις που επισύρουν ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών.»

«(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιβολής φυλάκισης βραχείας διάρκειας ή μη επιβολής ποινής φυλάκισης σε υποθέσεις στις οποίες η συνολική ονομαστική ή δυνητική ονομαστική αξία των πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων δεν είναι σημαντική ή δεν συνδέεται με ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις. Η αξία αυτή θα πρέπει να οριστεί κάτω των 5 000 EUR ή του ισοδύναμου ποσού στο νόμισμα των οικείων πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων, ήτοι δεκαπλάσια του μεγαλύτερου τραπεζογραμματίου ευρώ, για τις υποθέσεις που επισύρουν άλλη ποινή εκτός της φυλάκισης, και κάτω των 10 000 EURώ ή του ισοδύναμου ποσού στο νόμισμα των οικείων πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων για υποθέσεις που επισύρουν ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών.»

Αιτιολογία

Η αιτιολογική σκέψη 19 θα πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιβάλλουν αναλογική ποινή στις περιπτώσεις ημιτελών πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων, τα οποία ενδέχεται να έχουν μόνον δυνητική ονομαστική αξία. Η δυνητική ονομαστική αξία θα πρέπει να λογίζεται ως επιπλέον κριτήριο κατά τον προσδιορισμό αναλογικής ποινής για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της προτεινόμενης οδηγίας.

Επιπροσθέτως, καθώς τα πλαστά τραπεζογραμμάτια και κίβδηλα κέρματα που εντοπίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ενδέχεται να εκφράζονται σε άλλο νόμισμα ή να έχουν τη μορφή άλλου νομίσματος, πλην του ευρώ, θα πρέπει να επιτρέπεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών να προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, την ονομαστική ή τη δυνητική ονομαστική αξία των εν λόγω πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων. Συνεπώς, η αιτιολογική σκέψη 19 θα πρέπει να τροποποιηθεί περαιτέρω ώστε να προβλέπει ότι για τον καθορισμό των προτύπων για τις ελάχιστες και τις μέγιστες ποινές συνυπολογίζεται, κατά περίπτωση, η ονομαστική ή η δυνητική ονομαστική αξία πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων πλην του ευρώ.

Τροποποίηση 2

Άρθρο 5

«Άρθρο 5

Ποινές

 

   […]

2.   Για αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες αφορούν τραπεζογραμμάτια και κέρματα συνολικής ονομαστικής αξίας μικρότερης των 5 000 EUR χωρίς να εμπλέκονται ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν άλλη ποινή εκτός φυλάκισης.

3.   Οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες αφορούν τραπεζογραμμάτια και κέρματα συνολικής ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 5 000 EUR τιμωρούνται με φυλάκιση μέγιστης ποινής τουλάχιστον οκτώ ετών.

4.   Οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες αφορούν τραπεζογραμμάτια και κέρματα συνολικής ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 10 000 EUR ή συνδέονται με ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις, τιμωρούνται με

α)

ελάχιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών·

β)

μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον οκτώ ετών.»

 

   [Δεν υπάρχει κείμενο]

«Άρθρο 5

Ποινές

 

   […]

2.   Για αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες αφορούν τραπεζογραμμάτια και κέρματα συνολικής ονομαστικής ή δυνητικής ονομαστικής αξίας μικρότερης των 5 000 EUR ή του ισοδύναμου ποσού στο νόμισμα των οικείων πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων, χωρίς να εμπλέκονται ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν άλλη ποινή εκτός φυλάκισης.

3.   Οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες αφορούν τραπεζογραμμάτια και κέρματα συνολικής ονομαστικής ή δυνητικής ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 5 000 EUR ή του ισοδύναμου ποσού στο νόμισμα των οικείων πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων, τιμωρούνται με φυλάκιση μέγιστης ποινής τουλάχιστον οκτώ ετών.

4.   Οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) και οι οποίες αφορούν τραπεζογραμμάτια και κέρματα συνολικής ονομαστικής ή δυνητικής ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 10 000 EUR ή ισοδύναμου ποσού στο νόμισμα των οικείων πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων, ή συνδέονται με ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις, τιμωρούνται με

α)

ελάχιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών·

β)

μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστονοκτώ ετών.

5.   Οι ποινές της παραγράφου 4 ισχύουν και για τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο στοιχείο δ) του άρθρου 3 παράγραφος 1 και συνδέονται με ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις.»

Αιτιολογία

Το άρθρο 5 παράγραφοι 2 έως 4 θα πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα επιβολής αναλογικής ποινής στις περιπτώσεις ημιτελών πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων, τα οποία ενδέχεται να έχουν μόνον δυνητική ονομαστική αξία. Η δυνητική ονομαστική αξία θα πρέπει να λογίζεται ως επιπλέον κριτήριο κατά τον προσδιορισμό αναλογικής ποινής για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της προτεινόμενης οδηγίας.

Επιπροσθέτως, καθώς τα πλαστά τραπεζογραμμάτια ή κίβδηλα κέρματα που εντοπίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ενδέχεται να εκφράζονται σε άλλο νόμισμα ή να έχουν τη μορφή άλλου νομίσματος, πλην του ευρώ, θα πρέπει να επιτρέπεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών να προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, την ονομαστική ή τη δυνητική ονομαστική αξία των εν λόγω πλαστών τραπεζογραμματίων ή κίβδηλων κερμάτων. Συνεπώς, το άρθρο 5 παράγραφοι 2 έως 4 θα πρέπει να τροποποιηθεί περαιτέρω ώστε να προβλέπει ότι για τον καθορισμό των προτύπων για τις ελάχιστες και τις μέγιστες ποινές συνυπολογίζεται, κατά περίπτωση, η ονομαστική ή η δυνητική ονομαστική αξία πλαστών τραπεζογραμματίων και κίβδηλων κερμάτων πλην του ευρώ.

Τέλος, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των ποινών, προτείνεται η προσθήκη νέας παραγράφου 5 κατά την οποία τα συνδεόμενα με ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις ποινικά αδικήματα του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της προτεινόμενης οδηγίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος επιβολής ποινών του άρθρου 5 παράγραφος 4.

Τροποποίηση 3

Άρθρο 10 παράγραφος 2

«2.   Εάν τα αναγκαία δείγματα ύποπτων ως προϊόντων παραχάραξης ή κιβδηλείας τραπεζογραμματίων και κερμάτων δεν δύνανται να διαβιβαστούν διότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ώστε να διασφαλιστεί δίκαιη και πραγματική δίκη και το δικαίωμα υπεράσπισης του υπόπτου ως δράστη, παρέχεται αμελλητί πρόσβαση σε αυτά στο εθνικό κέντρο ανάλυσης και στο εθνικό κέντρο ανάλυσης κερμάτων.»

«2.   Εάν τα αναγκαία δείγματα ύποπτων ως προϊόντων παραχάραξης ή κιβδηλείας τραπεζογραμματίων και κερμάτων δεν δύνανται να διαβιβαστούν διότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ώστε να διασφαλιστεί δίκαιη και πραγματική δίκη και το δικαίωμα υπεράσπισης του υπόπτου ως δράστη, παρέχεται αμελλητί πρόσβαση σε αυτά στο εθνικό κέντρο ανάλυσης και στο εθνικό κέντρο ανάλυσης κερμάτων. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών, οι δικαστικές αρχές διαβιβάζουν τα εν λόγω αναγκαία δείγματα κάθε είδους ύποπτου ως προϊόντος παραχάραξης τραπεζογραμματίου στο εθνικό κέντρο ανάλυσης και κάθε είδους ύποπτου ως προϊόντος κιβδηλείας κέρματος στο εθνικό κέντρο ανάλυσης κερμάτων.»

Αιτιολογία

Σε περίπτωση που δείγματα τραπεζογραμματίων και κερμάτων για τα οποία υπάρχουν υποψίες ότι είναι πλαστά δεν δύνανται να διαβιβαστούν στα ΕΚΑ ή ΕΚΑΚ διότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία, η ΕΚΤ προτείνει τα εν λόγω δείγματα να διαβιβάζονται αμέσως μετά την ολοκλήρωση των οικείων διαδικασιών.


(1)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.


Top