EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006AB0060

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , σχετικά με πρόταση οδηγίας που τροποποιεί ορισμένες κοινοτικές οδηγίες όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και αύξησης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο στον χρηματοπιστωτικό τομέα (CON/2006/60)

OJ C 27, 7.2.2007, p. 1–16 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

7.2.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 27/1


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 18ης Δεκεμβρίου 2006

σχετικά με πρόταση οδηγίας που τροποποιεί ορισμένες κοινοτικές οδηγίες όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και αύξησης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο στον χρηματοπιστωτικό τομέα

(CON/2006/60)

(2007/C 27/01)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 11 Οκτωβρίου 2006 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί την οδηγία 92/49/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου και τις οδηγίες 2002/83/ΕΚ (2), 2004/39/ΕΚ (3), 2005/68/ΕΚ (4) και 2006/48/ΕΚ (5) όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και αύξησης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο στον χρηματοπιστωτικό τομέα (6) (εφεξής «προτεινόμενη οδηγία»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4 πρώτη περίπτωση της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σε συνδυασμό με το άρθρο 105 παράγραφος 5 αυτής. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη περίοδος του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

1.1

Η ΕΚΤ εν γένει επικροτεί το σκοπό της προτεινόμενης οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση του υπάρχοντος ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης ή αύξησης ειδικών συμμετοχών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό την ομαλή άσκηση της πολιτικής της προληπτικής εποπτείας στο συγκεκριμένο τομέα.

1.2

Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ στηρίζει τα ακόλουθα στοιχεία της προτεινόμενης οδηγίας. Πρώτον, η προτεινόμενη λεπτομερή ανάπτυξη των κριτηρίων της προληπτικής αξιολόγησης αναμένεται να ευνοήσει τη μεγαλύτερη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, να εξασφαλίσει μεγαλύτερη σαφήνεια στους υποψήφιους αγοραστές και να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για όλους τους ενδιαφερόμενους. Δεύτερον, η νέα υποχρέωση των εποπτικών αρχών για δημοσιοποίηση καταλόγου με τις αναγκαίες πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται κατά τη γνωστοποίηση θα συμβάλει επίσης στην επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας προς όφελος των υποψήφιων αγοραστών. Τρίτον, η νέα υποχρέωση των εποπτικών αρχών να ενημερώνουν εγγράφως τον αιτούντα για τους λόγους τυχόν αρνητικής απόφασης θα ενισχύσει περαιτέρω την εποπτική διαφάνεια. Τέταρτον, η ενδυνάμωση των απαιτήσεων συνεργασίας των αρμόδιων αρχών των χωρών «καταγωγής» και «υποδοχής» (7) θα συμβάλει στην επίτευξη μιας ορθής προληπτικής αξιολόγησης που θα αντικατοπτρίζει τη γνώση των εποπτικών αρχών τόσο των χωρών καταγωγής όσο και των χωρών υποδοχής.

1.3

Η έγκριση της απόκτησης και αύξησης ειδικής συμμετοχής από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος συνδέεται στενά με τις αρμοδιότητες του ίδιου εποπτικού φορέα να χορηγεί στο εκάστοτε ίδρυμα άδεια ανάληψης δραστηριότητας, να μεριμνά για την ασφάλεια και την ευρωστία σε συνεχή βάση και να λαμβάνει κάθε δυνατό μέτρο σε περιπτώσεις χρηματοοικονομικών δυσχερειών. Είναι επομένως σημαντικό από την άποψη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να ληφθεί μέριμνα ώστε το αναθεωρημένο ρυθμιστικό πλαίσιο να μην περιορίζει την αποτελεσματικότητα των μέσων εποπτείας που χρησιμοποιούνται για τη διασφάλιση της ασφάλειας και ευρωστίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε συνεχή βάση. Επιπλέον, οι απαιτήσεις αδειοδότησης και έγκρισης θα πρέπει να είναι κατά το δυνατόν ομοιόμορφες ώστε να περιορίζεται το ενδεχόμενο επιλογής του ευνοϊκότερου κατά περίπτωση ρυθμιστικού καθεστώτος. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία όταν ο υποψήφιος αγοραστής έχει την κεντρική του διοίκηση σε τρίτη χώρα ή δεν αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα.

1.4

Επιπλέον, λόγω του ευρέως φάσματος των συναλλαγών με αντικείμενο ειδικές συμμετοχές που πρόκειται να υπαχθούν στο ρυθμιστικό πεδίο της προτεινόμενης οδηγίας (συμπεριλαμβανομένων των μειοψηφικών και των πλειοψηφικών συμμετοχών, των ρυθμιζόμενων και μη ρυθμιζόμενων αγοραστών και των αγοραστών εντός και εκτός Ε.Ε.), τα κριτήρια και οι διαδικασίες που θεσπίζει η προτεινόμενη οδηγία πρέπει να διευκολύνουν τις εποπτικές αρχές να προβαίνουν στην ορθή προληπτική αξιολόγηση σε σχέση με τις διαφορετικού βαθμού πολυπλοκότητας συναλλαγές.

1.5

Στο πλαίσιο αυτό ορισμένες πτυχές της προτεινόμενης οδηγίας δημιουργούν προβληματισμούς, οι οποίοι εκτίθενται διεξοδικότερα στη συνέχεια. Οι ειδικές παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα γνώμη, καθώς και οι προτάσεις διατύπωσης, επικεντρώνονται στις διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας που τροποποιούν την τραπεζική οδηγία (8). Ωστόσο, η βασική προβληματική ισχύει εξίσου και για τις άλλες ρυθμιζόμενες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο της προτεινόμενης οδηγίας. Επομένως, οι ειδικές αυτές παρατηρήσεις και οι προτάσεις θα πρέπει, πέραν της τραπεζικής οδηγίας, να ισχύουν mutatis mutandis και ως προς τις κοινοτικές οδηγίες που τροποποιούνται με την προτεινόμενη οδηγία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστεί μια ομοιόμορφη προσέγγιση σε επίπεδο περισσότερων τομέων.

Ειδικές παρατηρήσεις

2.   Τα προτεινόμενα κριτήρια προληπτικής αξιολόγησης

2.1

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι τα προτεινόμενα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει να ευθυγραμιστούν περισσότερο με τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αδειοδότησης (9). Ως προς το σημείο αυτό, η προτεινόμενη οδηγία πρόκειται να εισαγάγει σημαντικές διαφορές. Αυτό εγείρει ζητήματα προληπτικής εποπτείας, καθώς ενδέχεται να επιτρέψει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στον τραπεζικό τομέα να παρακάμπτουν τις αυστηρότερες απαιτήσεις αδειοδότησης, διά της απόκτησης ενός πιστωτικού ιδρύματος. Επιπλέον, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι έχουν επαρκώς ληφθεί υπόψη τα βασικά προαπαιτούμενα για την ασφάλεια και την ευρωστία του σκοπούμενου ιδρύματος και για την αποτελεσματική εποπτεία επί αυτού, όχι μόνο στη διαδικασία αδειοδότησης, αλλά και στo πλαίσιο της έγκρισης των μεταβολών των ειδικών συμμετοχών σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, καθώς ενδεχομένως να μην είναι δυνατή η αποτελεσματική εξέτασή τους σε επόμενο στάδιο της εποπτικής διαδικασίας.

2.2

Μια θεμελιώδης διαφορά σχετίζεται με το γενικότερο εύρος της αξιολόγησης. Στη διαδικασία αδειοδότησης σύμφωνα με την ισχύουσα τραπεζική οδηγία, οι εποπτικές αρχές εξετάζουν την καταλληλότητα των υποψήφιων μετόχων ή εταίρων λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διασφάλισης της χρηστής και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος (10). Συναφώς, σε ότι αφορά αποκτήσεις ή αυξήσεις ειδικών συμμετοχών, η τραπεζική οδηγία προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στα σχέδια υποψήφιου αγοραστή, σε περίπτωση που από την άποψη της ανάγκης για διασφάλιση της χρηστής και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος δεν έχουν πεισθεί ως προς την καταλληλότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου (11). Ωστόσο, σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία, οι εποπτικές αρχές πρόκειται να αξιολογούν μόνο την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοπιστωτική άποψη, λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή που ενδεχομένως ασκεί στο ίδρυμα ο υποψήφιος αγοραστής. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η προτεινόμενη οδηγία πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε να απαιτεί από τις εποπτικές αρχές να διασφαλίζουν ότι η χρηστή και συνετή διαχείριση του σκοπούμενου ιδρύματος δεν θα τίθεται σε κίνδυνο ούτε στο πλαίσιο της απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής.

2.3

Επίσης, προβληματίζει η διάταξη της προτεινόμενης οδηγίας, κατά την οποία οι εποπτικές αρχές δύνανται να αντιταχθούν σε μία προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής «μόνον σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια [προληπτικής αξιολόγησης] […]» (12). Αντιθέτως, στην περίπτωση της διαδικασίας αδειοδότησης, οι αρμόδιες αρχές έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν τη χορήγηση άδειας εάν «δεν έχουν πεισθεί» ως προς την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων (13). Ειδικότερα, στις πιο πολύπλοκες περιπτώσεις, το νέο αυτό βάρος απόδειξης που φέρουν οι εποπτικές αρχές όσον αφορά την αξιολόγηση των αποκτήσεων ή αυξήσεων ειδικών συμμετοχών ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα, π.χ. στις περιπτώσεις που ενδεχομένως θα απαιτείτο από τις εποπτικές αρχές να εγκρίνουν ορισμένη συναλλαγή μολονότι δεν έχουν πεισθεί ότι πληρούνται τα κριτήρια προληπτικής αξιολόγησης. Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ προτείνει την τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας προς διευθέτηση αυτού του ζητήματος.

2.4

Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η αποτελεσματική εποπτεία του σκοπούμενου ιδρύματος δεν μπορεί να παρεμποδίζεται από την ανεπάρκεια διαφάνειας της διάρθρωσης του ομίλου, του οποίου αυτό θα αποτελούσε μέλος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Οι απαιτήσεις για την απόκτηση άδειας ανάληψης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν ενδεχομένως να χορηγήσουν τη σχετική άδεια μόνον εάν οι υφιστάμενοι στενοί δεσμοί ανάμεσα στο πιστωτικό ίδρυμα και άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους (14). Η ΕΚΤ θεωρεί ότι μια παρεμφερής απαίτηση αναφορικά με τη διαφάνεια της διάρθρωσης του ομίλου θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ως προς την εποπτική έγκριση των αποκτήσεων ή αυξήσεων ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικό ίδρυμα και προτείνει να συμπεριληφθεί προς το σκοπό αυτό ένα πρόσθετο κριτήριο στον κατάλογο των κριτηρίων προληπτικής αξιολόγησης της προτεινόμενης οδηγίας (15).

2.5

Όσον αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το σκοπούμενο πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, θα αποτελούσε μέλος ενός ομίλου του οποίου η κεντρική διοίκηση βρίσκεται εκτός Ε.Ε., η ΕΚΤ θα ήθελε να τονίσει την ανάγκη για: i) κατάλληλη εποπτεία της μητρικής εταιρίας εντός της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας και ii) επαρκή διαβεβαίωση από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας αναφορικά με την ικανότητα και την προθυμία της να συνεργαστεί ικανοποιητικά με την εποπτική αρχή του σκοπούμενου ιδρύματος. Δεδομένης της σημασίας που έχει η αποτελεσματική ενοποιημένη εποπτεία των τραπεζικών ομίλων και η επαρκής συνεργασία των αρμόδιων αρχών των χωρών καταγωγής και υποδοχής για μια αποτελεσματική τραπεζική εποπτεία (16), είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται, κατά τη στιγμή της έγκρισης της απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εντός ΕΕ, ότι δεν υφίστανται από την άποψη αυτή κωλύματα στην ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα. Συνεπώς, η ΕΚΤ θεωρεί ότι μια ανάλογη ειδική απαίτηση πρέπει να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των προτεινόμενων κριτηρίων αξιολόγησης.

2.6

Η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζουν την απόκτηση συμμετοχής από την άποψη των οικονομικών αναγκών της αγοράς» (17). Η απαγόρευση αυτή αντικατοπτρίζει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (18) κατά την οποία πρέπει να χαρακτηρίζονται ως περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων εθνικά μέτρα, τα οποία είναι ικανά να εμποδίσουν ή να περιορίσουν την απόκτηση μετοχών στις οικείες επιχειρήσεις ή να αποτρέψουν επενδυτές από άλλα κράτη μέλη να επενδύσουν στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών (19), εκτός εάν δικαιολογούνται από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 58 της Συνθήκης ή, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (20). Σχετικά, η Συνθήκη προβλέπει δυνατότητα εξαίρεσης αναφορικά με τα μέτρα προληπτικής εποπτείας (21), εφόσον οι σχετικές περιπτώσεις εξαιρέσεων δεν αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων (22). Πραγματικά, μια σύγκρουση μεγαλομετόχων, καθένας εκ των οποίων διαθέτει αριθμό μετοχών αρκετά μεγάλο για να αναστείλει τη λήψη αποφάσεων, αλλά ανεπαρκή για να εξασφαλίσει τον έλεγχο του ιδρύματος, θα μπορούσε υπό εξαιρετικές περιστάσεις να παρακωλύσει την ορθή λειτουργία του σκοπούμενου ιδρύματος. Μία τέτοια ιδιοκτησιακή δομή θα μπορούσε να παρακωλύσει τη διαχείριση του ιδρύματος, πιθανώς με αρνητικές επιπτώσεις για την αποτελεσματική εποπτεία του. Θα ήταν επομένως σημαντικό από άποψη προληπτικής εποπτείας να προβλέπονται ήδη κατά το στάδιο της έγκρισης τυχόν μεταβολών ειδικών συμμετοχών στο σκοπούμενο ίδρυμα κατάλληλα εχέγγυα κατά της εμφάνισης τέτοιου είδους επισφαλών ιδιοκτησιακών δομών. Ενόψει των παραπάνω, η προτεινόμενη οδηγία θα πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε οι εποπτικές αρχές να μπορούν να αντιτίθενται σε μία προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχών εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης επιρροής του αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, δεν έχουν πειστεί ότι έχει επαρκώς διασφαλιστεί η αρτιότητα του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης του σκοπούμενου ιδρύματος, ώστε να αποφευχθεί ένα ενδεχόμενο αδιέξοδο στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Η εισαγωγή αυτού του συμπληρωματικού κριτηρίου καθιστά επίσης αναγκαία τη διαγραφή από την προτεινόμενη οδηγία της παραπάνω αναφερόμενης διάταξης, η οποία απαγορεύει την εκ των προτέρων επιβολή όρων σχετικά με το ύψος των αποκτώμενων συμμετοχών (23).

2.7

Ορισμένα από τα κριτήρια αξιολόγησης της προτεινόμενης οδηγίας χρήζουν περαιτέρω διευκρινήσεων. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ θα θεωρούσε ωφέλιμη τη ρητή πρόβλεψη ότι το σκοπούμενο ίδρυμα αναμένεται να συμμορφώνεται και να εξακολουθεί να συμμορφώνεται προς όλες τις εφαρμοστέες εποπτικές απαιτήσεις, μετά την απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής. Συνεπώς, η ΕΚΤ προτείνει την ανάλογη τροποποίηση του αντίστοιχου κριτηρίου αξιολόγησης (24). Επιπλέον, η εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αξιολόγηση δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην κρίση κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αλλά θα πρέπει επίσης να καλύπτει και κάθε άλλη σοβαρή εγκληματική πράξη (25).

2.8

Τέλος, η ΕΚΤ θεωρεί ότι θα ήταν χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι οι εποπτικές αρχές, κατά την απόφαση της έγκρισης μιας προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ο υποψήφιος αγοραστής προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το σκοπούμενο ίδρυμα είναι ικανό να συμμορφωθεί με τα κριτήρια προληπτικής αξιολόγησης. Οι δεσμεύσεις θα πρέπει να βασίζονται σε νομικώς δεσμευτικές υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα πρέπει να πληρούνται κατά το χρόνο απόκτησης της ειδικής συμμετοχής. Σκοπός της εξειδίκευσης της πρακτικής αυτής στην προτεινόμενη οδηγία είναι η διευκόλυνση των εποπτικών αρχών να εγκρίνουν συναλλαγές τις οποίες διαφορετικά θα ήταν υποχρεωμένες να απορρίψουν λόγω της έλλειψης τέτοιου είδους δεσμεύσεων. Σχετικά σημειώνεται ότι η πρακτική της έγκρισης υπό προϋποθέσεις, η οποία ρητώς προβλέπεται στην τραπεζική οδηγία στο πλαίσιο των διαδικασιών αδειοδότησης (26), θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλει σε μια περαιτέρω ευθυγράμμιση των διαδικασιών για τη χορήγηση άδειας ανάληψης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και των διαδικασιών που εφαρμόζονται στην απόκτηση ή αύξηση συμμετοχών.

3.   Προτεινόμενες προθεσμίες για την προληπτική αξιολόγηση

3.1

Κατ' αρχήν η ΕΚΤ θεωρεί ότι τα διαδικαστικά μέτρα ενίσχυσης της διαδικασίας έγκρισης στο πλαίσιο της εποπτείας δεν θα πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο τους θεμελιώδεις στόχους της προληπτικής εποπτείας. Συνεπώς, οι προθεσμίες για την περίοδο αξιολόγησης ενόψει της απόκτησης και αύξησης συμμετοχής (27) θα πρέπει, κατά πρώτο και κύριο λόγο, να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές είναι σε θέση να λάβουν μια ορθή και αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικότερα, εάν οι προθεσμίες είναι αδικαιολόγητα περιοριστικές υπάρχει ο κίνδυνος οι εποπτικές αρχές να υποχρεούνται να εγκρίνουν αιτήσεις, ακόμη και αν δεν έχουν στη διάθεσή τους τον απαραίτητο χρόνο για να διενεργήσουν μια ορθή ανάλυση, ιδίως σε πιο πολύπλοκες περιπτώσεις. Αυτό θα επηρέαζε δυσμενώς την αξιοπιστία και ποιότητα των αποφάσεων αξιολόγησης, οι οποίες στη συνέχεια θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

3.2

Λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος, η ΕΚΤ θεωρεί αναγκαίο οι μείζονες αναθεωρήσεις της συνολικής περιόδου αξιολόγησης να πραγματοποιηθούν σε στενή διαβούλευση με τις εποπτικές αρχές της ΕΕ, προκειμένου να ληφθεί πλήρως υπόψη η επαγγελματική πείρα των αρμόδιων αρχών. Η ΕΚΤ σημειώνει εν προκειμένω ότι οι εποπτικές αρχές σε όλους τους χρηματοπιστωτικούς τομείς έχουν εκφράσει σοβαρές ανησυχίες (28) όσον αφορά: i) την προτεινόμενη σημαντική σύντμηση της συνολικής περιόδου αξιολόγησης από την ήδη ισχύουσα περίπου εξήντα πέντε εργάσιμων ημερών σε τριάντα και ii) την πρόταση για έναρξη της περιόδου αξιολόγησης πριν από τη λήψη όλων των αναγκαίων πληροφοριών (29). Ενόψει των παραπάνω, η ΕΚΤ προτείνει την επανεξέταση των προτεινόμενων προθεσμιών για τη συνολική αξιολόγηση.

3.3

Παρομοίως, πρέπει να επιμηκυνθούν οι προτεινόμενες μέγιστες προθεσμίες εντός των οποίων οι εποπτικές αρχές ζητούν πρόσθετες πληροφορίες από τους υποψήφιους αγοραστές και εντός των οποίων οι υποψήφιοι αγοραστές παρέχουν τέτοιου είδους πληροφορίες. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις μεγάλων και πολύπλοκων ιδρυμάτων, στις οποίες απαιτείται ουσιώδης ανταλλαγή εποπτικών πληροφοριών (ενδεχομένως με τη συμμετοχή αρχών και από τρίτες χώρες) ή στις περιπτώσεις υποψήφιων αγοραστών που δεν υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία, είναι συνήθως ανέφικτη η δέουσα αξιολόγηση της ανάγκης πρόσθετης πληροφόρησης εντός περιόδου πέντε εργάσιμων ημερών (30). Αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις, η παροχή των εν λόγω πληροφοριών μέσα σε δέκα μόνο εργάσιμες ημέρες ενδέχεται να είναι δυσχερής για τον αγοραστή (31). Δεν θα ήταν επιθυμητή μια κατάσταση κατά την οποία οι εποπτικές αρχές θα έπρεπε να απορρίπτουν αιτήματα για αποκτήσεις ή αυξήσεις συμμετοχών λόγω έλλειψης πληροφοριών (32) αποκλειστικά επειδή οι αρχές αυτές δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσουν πλήρως την ανάγκη περαιτέρω πληροφόρησης ή επειδή οι υποψήφιοι αγοραστές δεν ήταν σε θέση να παράσχουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες εντός μιας εξαιρετικά αυστηρής προθεσμίας. Αν και οι υποψήφιοι αγοραστές πρόκειται να έχουν την ευκαιρία να γνωστοποιούν εκ νέου τα αιτήματά τους, μια τέτοια διαδικασία θα πρέπει να παραμείνει εξαίρεση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η διαδικασία έγκρισης θα καθίστατο αδικαιολόγητα επαχθής και αναποτελεσματική για αμφότερα τα μέρη. Εξάλλου, λόγω του ότι σε μερικά κράτη μέλη οι απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων δημοσιεύονται, ενδέχεται να βλάπτουν ουσιωδώς τους υποψήφιους αγοραστές, ειδικά εκείνους των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε εθνικά ή διεθνή χρηματιστήρια αξιών.

3.4

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι σε περίπτωση κατά την οποία υποψήφιος αγοραστής προβαίνει στη σχετική γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του σκοπούμενου ιδρύματος, χωρίς ωστόσο να παρέχει πλήρη σειρά εγγράφων ή πληροφοριών (33), δεν θα πρέπει να βεβαιώνεται αυτομάτως από την αρμόδια αρχή η παραλαβή της γνωστοποίησης (34) ούτε να επέρχεται η άμεση έναρξη της περιόδου αξιολόγησης (35). Πράγματι, αυτή την προσέγγιση υιοθέτησε η Επιτροπή στους ευρωπαϊκούς κανόνες ελέγχου συγκεντρώσεων (36) για την κοινοποίηση των συγκεντρώσεων. Οι κανόνες που θέτει ο κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων (37) προβλέπουν ότι οι κοινοποιήσεις παράγουν αποτελέσματα «από την ημερομηνία παραλαβής τους από την Επιτροπή» (38). Ωστόσο, εάν η πληροφορίες παρουσιάζουν ουσιώδεις ελλείψεις, η Επιτροπή οφείλει χωρίς καθυστέρηση να ενημερώνει εγγράφως τα κοινοποιούντα μέρη. Στις περιπτώσεις αυτές, η κοινοποίηση παράγει αποτελέσματα «από την ημερομηνία παραλαβής πλήρων πληροφοριών από την Επιτροπή» (39). Η Επιτροπή οφείλει χωρίς καθυστέρηση να βεβαιώσει εγγράφως την παραλαβή: α) της κοινοποίησης και β) κάθε απάντησης από τα κοινοποιούντα μέρη προς την Επιτροπή, σε περίπτωση που οι παρασχεθείσες πληροφορίες παρουσίαζαν ελλείψεις (40). Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ θα πρότεινε η περίοδος αξιολόγησης να άρχεται επισήμως μόλις καθίστανται πλήρεις οι απαιτούμενες πληροφορίες, ενώ οι ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες να θεωρούνται ελλιπείς (41).

3.5

Ως σχετικό αλλά γενικότερο ζήτημα, η αξιολόγηση της προτεινόμενης οδηγίας επιβεβαιώνει ότι ένας αριθμός τεχνικών ζητημάτων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν επαρκώς στο πλαίσιο της τραπεζικής οδηγίας, καθώς και ότι θα πρέπει ενδεχομένως να χωρήσει πρόβλεψη μέτρων εφαρμογής όσον αφορά ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες που χρειάζεται να καταστούν περισσότερο συγκεκριμένοι προκειμένου να εγγυηθούν επαρκώς την ασφάλεια δικαίου και το δέοντα επί ίσοις όροις ανταγωνισμό σε όλη την ΕΕ. Καθώς τονίζεται σταθερά σε προηγούμενες γνώμες της, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι νομικές πράξεις επιπέδου 2 θα πρέπει να προβάλλονται ως το κυρίως σώμα των τεχνικών κανόνων που εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ (42). Την άποψη αυτή συμμερίζονται οι εποπτικές αρχές, οι οποίες έχουν επίσης εκφράσει την υποστήριξή τους στην αυξανόμενη χρήση των μέτρων εφαρμογής (43). Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται επομένως να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής των θεσπιζόμενων βάσει της διαδικασίας επιτροπολογίας διατάξεων που περιλαμβάνονται στην προτεινόμενη οδηγία (44) καθώς και να καταστεί δυνατή η υιοθέτηση μέτρων επιπέδου 2, τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλη την ΕΕ πριν από τη λήξη της περιόδου μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο (45). Ειδικότερα, εκτός από τη λεπτομερή ανάπτυξη και διευκρίνιση των κριτηρίων προληπτικής αξιολόγησης, λεπτομερή μέτρα εφαρμογής θα πρέπει να καλύπτουν επίσης τις ακόλουθες πτυχές: i) τους κανόνες που εφαρμόζονται στις γνωστοποιήσεις που υποβάλλονται από υποψήφιους αγοραστές (πρόσωπα που νομιμοποιούνται να υποβάλουν γνωστοποιήσεις, διευκρίνιση του περιεχομένου της έννοιας των προσώπων που ενεργούν «σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα», ημερομηνία επέλευσης των αποτελεσμάτων της γνωστοποίησης, προθεσμίες, κλπ), ii) έναν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης και ενδεχομένως iii) το είδος των δεσμεύσεων που αναλαμβάνουν οι υποψήφιοι αγοραστές έναντι των αρμόδιων αρχών. Σχετικά με τις πτυχές αυτές, η ΕΚΤ θα επιθυμούσε να τονίσει ότι χρήσιμα διδάγματα θα μπορούσαν να εξαχθούν από τους λεπτομερείς διαδικαστικούς κανόνες που ισχύουν στο πλαίσιο του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

3.6

Τέλος, θα μπορούσε να εξεταστεί η εισαγωγή στην προτεινόμενη οδηγία διαφοροποιημένων προθεσμιών, ανάλογα με την πολυπλοκότητα της εκάστοτε προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Μια τέτοια ρύθμιση θα ευθυγραμμιζόταν με την αρχή της αναλογικότητας που ήδη προβλέπεται σε άλλες διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας (46). Μια διάκριση σε απλές και περισσότερο πολύπλοκες περιπτώσεις βάσει κοινών, αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων ταξινόμησης, που θα μπορούσε επίσης να θεσπιστεί ως μέτρο εφαρμογής, θα ήταν ωφέλιμη κατά το ότι θα εξασφάλιζε μια συνοπτικότερη αντιμετώπιση των απλών περιπτώσεων, εξασφαλίζοντας παράλληλα μια ορθή αξιολόγηση των περισσότερο πολύπλοκων — και συνήθως πιο χρονοβόρων — περιπτώσεων. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται επί του παρόντος στην τραπεζική οδηγία (47) θα μπορούσαν να εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε τέτοιες πολύπλοκες περιπτώσεις (48), καθώς και στις καταστάσεις εκείνες που ήδη υπάγονται σε εκτεταμένη περίοδο αξιολόγησης σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία (49).

4.   Διατάξεις όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών

Η ΕΚΤ στηρίζει τις διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών (50). Ωστόσο, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν θα πρέπει να συνδυάζονται με τις διατάξεις που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση (51). Ανάλογα με τη φύση του υποψήφιου αγοραστή, το πεδίο της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των χωρών καταγωγής και υποδοχής βάσει της προτεινόμενης οδηγίας θα μπορούσε να είναι πολύ ευρύτερο απ' ό,τι στο πλαίσιο της ενοποιημένης εποπτείας. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές σε άλλους χρηματοπιστωτικούς τομείς. Εξάλλου, θα πρέπει να διασφαλιστεί μια μεγαλύτερη ομοιομορφία μεταξύ των απαιτήσεων συνεργασίας των αρμόδιων αρχών των χωρών καταγωγής και υποδοχής. Η ΕΚΤ προτείνει επομένως την τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας προς το σκοπό αυτό.

5.   Το δικαίωμα της Επιτροπής να ζητά πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές

5.1

Προκειμένου να επιτρέψει στην Επιτροπή να ανταποκριθεί στο ρόλο που της ανατίθεται βάσει της Συνθήκης (52), η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές να της διαβιβάσουν έγγραφα στα οποία βασίσθηκαν για την προληπτική αξιολόγησή τους, καθώς και την αιτιολόγηση που δόθηκε στον υποψήφιο αγοραστή (53). Σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία, η πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Επιτροπή θα χρησιμοποιούνται μόνο προκειμένου να καθοριστεί εάν ένα κράτος μέλος έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της τραπεζικής οδηγίας (54).

5.2

Η ΕΚΤ επιθυμεί να διατυπώσει μια σειρά γενικών απόψεων όσον αφορά την προτεινόμενη αυτή διάταξη. Η Επιτροπή οφείλει, ως θεματοφύλακας της Συνθήκης και προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας και ανάπτυξης της κοινής αγοράς (55), να μεριμνά για την εφαρμογή της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα. Η Επιτροπή έχει επίσης την εξουσία, ανάλογα με την περίπτωση, να προσφεύγει στο Δικαστήριο όταν κρίνει ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της Συνθήκης (56). Ενώ η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού περί μη εκπλήρωσης ορισμένης υποχρέωσης (57), το Δικαστήριο έχει αποφανθεί με σαφήνεια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 10 της Συνθήκης, να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της, πράγμα το οποίο σημαίνει ειδικότερα ότι υποχρεούνται να συνεργάζονται καλόπιστα όσον αφορά οποιαδήποτε έρευνα διεξάγεται από εκείνη και να της παρέχουν όλες τις πληροφορίες που ζητά για το σκοπό αυτό (58).

5.3

Η ΕΚΤ θεωρεί σημαντική την επαρκή πρόσβαση της Επιτροπής στις πληροφορίες ενόψει της εκτέλεσης της αποστολής της βάσει της Συνθήκης. Εξάλλου, η ΕΚΤ σημειώνει ότι, σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία, και κατά το άρθρο 287 της Συνθήκης, οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή θα καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου, στην οποία πρόκειται να υπαχθούν όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής, υπό την έννοια ότι οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες λαμβάνει η τελευταία δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή (59).

5.4

Όπου ισχύουν ευρωπαϊκοί κανόνες ελέγχου συγκεντρώσεων (60), οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων (61) τηρώντας τους εφαρμοστέους κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου (62). Εξάλλου, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία «έννομων συμφερόντων» (63), όπως «κανόνες χρηστής διαχείρισης» (64). Εφόσον υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες ως προς το εάν ορισμένο μέτρο όντως βασίζεται σε κανόνες χρηστής διαχείρισης, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει να ανακοινώσει το εν λόγω μέτρο (65) στην Επιτροπή, η οποία διερευνά ιδίως εάν το ληφθέν μέτρο δικαιολογείται από κάποιο εκ των συμφερόντων που θεωρούνται έννομα (66).

5.5

Σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία, η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η εκπλήρωση των καθηκόντων της Επιτροπής ως θεματοφύλακα της Συνθήκης θα διευκολυνθεί σημαντικά εάν η ίδια μπορεί να ζητά πληροφορίες απευθείας από τις εθνικές εποπτικές αρχές (χωρίς τη μεσολάβηση των κυβερνήσεων). Στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας, πάντως, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι: «η λειτουργία του τραπεζικού ελέγχου, που στηρίζεται στην εποπτεία εντός ενός κράτους μέλους και στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών επιβάλλει πράγματι την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου. Η φανέρωση εμπιστευτικών πληροφοριών για οποιοδήποτε σκοπό θα μπορούσε να έχει ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για το αμέσως ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα, αλλά και για τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος γενικώς» (67).

5.6

Το Δικαστήριο δεν είχε ως τώρα την ευκαιρία να αξιολογήσει λεπτομερέστερα την ανάγκη προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου καθώς και του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εποπτικών πληροφοριών που αφορούν επιμέρους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από τις εθνικές εποπτικές αρχές σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπής ως θεματοφύλακα της Συνθήκης. Πάντως, η ΕΚΤ θεωρεί ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να επιτευχθεί μια προσεκτική ισορροπία μεταξύ, αφενός, της ανάγκης της Επιτροπής να διαθέτει το σύνολο των αναγκαίων στοιχείων για την έγκαιρη εξέταση ορισμένης υπόθεσης επί της ουσίας (68) και αφετέρου, της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων των υποψήφιων αγοραστών και της υποχρέωσης των εποπτικών αρχών να διασφαλίσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με σκοπό την εμπέδωση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος (69). Στο πλαίσιο αυτό, η όποια παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις των εποπτικών αρχών για τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εποπτικών πληροφοριών θα πρέπει να περιορίζεται σαφώς στις περιπτώσεις γνωστοποιήσεων προτεινόμενων αποκτήσεων ειδικών συμμετοχών, όπου είτε i) η αρμόδια αρχή περατώνοντας την αξιολόγησή της έχει αποφασίσει να απορρίψει την προτεινόμενη απόκτηση και η Επιτροπή έχει λάβει επίσημη καταγγελία από τον υποψήφιο αγοραστή, είτε ii) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι η αρμόδια αρχή προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων ή διαδικασιών της προληπτικής αξιολόγησης. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ανεξαρτησίας των εποπτικών αρχών (70), θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η Επιτροπή δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στη λήψη τής εκάστοτε εποπτικής απόφασης, καθώς και ότι οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αποκαλύπτουν τις σχετικές πληροφορίες μόνον μετά το πέρας της προληπτικής τους αξιολόγησης. Εν τω μεταξύ, η ΕΚΤ είναι βέβαιη ότι ο προτεινόμενος καθορισμός του νομικού πλαισίου από την άποψη τόσο των κριτηρίων όσο και των διαδικασιών αξιολόγησης θα ενισχύσει σημαντικά τη νομική σαφήνεια και την ασφάλεια δικαίου σε ότι αφορά την προληπτική αξιολόγηση των αποκτήσεων ή αυξήσεων συμμετοχών, μειώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ανάγκη τής εκ μέρους της Επιτροπής κίνησης διαδικασιών για πιθανές παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου.

6.   Συμπληρωματικά σχόλια νομικής και τεχνικής φύσης

6.1

Εφόσον βάσει της Συνθήκης απαιτείται η διατύπωση γνώμης από την ΕΚΤ σχετικά με την προτεινόμενη οδηγία, θα πρέπει προς το σκοπό αυτό να περιληφθεί στην προτεινόμενη οδηγία σχετικό σημείο αναφοράς, σύμφωνα και με το άρθρο 253 της Συνθήκης.

6.2

Η προτεινόμενη οδηγία καθιστά σαφέστερη την τραπεζική οδηγία (71) παραπέμποντας στον ορισμό των δικαιωμάτων ψήφου της οδηγίας 2004/109/ΕΚ (72). Παρόλο που επικροτείται η προτεινόμενη αυτή τροποποίηση, ο ορισμός θα πρέπει να εφαρμοστεί με συνέπεια στο σύνολο του κειμένου της τραπεζικής οδηγίας, όπως διατυπώνεται λεπτομερέστερα στο παράρτημα.

6.3

Ο όρος «υποψήφιος αγοραστής» (73) θα μπορούσε να προστεθεί στον κατάλογο των οριζόμενων εννοιών της τραπεζικής οδηγίας (74). Επίσης, σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία, ο όρος «υποψήφιος αγοραστής» περιλαμβάνει «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο» το οποίο ενεργεί μεμονωμένα ή «σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα». Εφόσον προτείνεται η εισαγωγή της τελευταίας αυτής έννοιας για πρώτη φορά στην τραπεζική οδηγία, θα πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω οι καλυπτόμενες περιπτώσεις, καθώς και οι σχετικές επιπτώσεις για τα ενδιαφερόμενα (νομικά ή φυσικά) πρόσωπα, για παράδειγμα ως προς την υποχρέωση γνωστοποίησης. Τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να διευκρινιστούν στα μέτρα εφαρμογής.

6.4

Σε ότι αφορά την παράταση της περιόδου αξιολόγησης που προβλέπεται στην προτεινόμενη οδηγία (75), η ΕΚΤ θεωρεί ότι αυτή θα πρέπει να ισχύει για όλους τους υποψήφιους αγοραστές από τρίτη χώρα (τόσο για τα νομικά όσο και για τα φυσικά πρόσωπα) ανεξάρτητα από το εάν αυτοί υπόκεινται ή όχι σε κανονιστικές ρυθμίσεις.

6.5

Καθώς η προτεινόμενη οδηγία επηρεάζει διάφορα τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα και θα συνοδευτεί από αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο και προσαρμογές των πρακτικών των εθνικών εποπτικών αρχών, θα ήταν ίσως δικαιολογημένη η πρόβλεψης μιας μακρότερης (τουλάχιστον δωδεκάμηνης) περιόδου μεταφοράς στα εσωτερικά δίκαια, καθώς και ρήτρας επανεξέτασης. Επίσης, ίσως αποβεί ωφέλιμη η εξέταση της πρόβλεψης μεταβατικής περιόδου, ειδικά εάν η προτεινόμενη οδηγία δεν μεταφερθεί εξ ίσου γρήγορα στο εσωτερικό δίκαιο όλων των κρατών μελών μετά την έκδοσή της, πράγμα το οποίο θα μπορούσε π.χ. να εγείρει ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή της σε περιπτώσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, όπου θα απαιτείτο διαβούλευση με άλλες αρμόδιες αρχές.

7.   Προτάσεις διατύπωσης

Σε περίπτωση που τα ανωτέρω επρόκειτο να επηρεάσουν τη διατύπωση του κειμένου της προτεινόμενης οδηγίας, οι σχετικές προτάσεις διατύπωσης περιέχονται στο παράρτημα. Δεν περιλαμβάνονται προτάσεις διατύπωσης σχετικά με τις προτεινόμενες προθεσμίες προληπτικής αξιολόγησης, οι οποίες, κατά τη γνώμη της ΕΚΤ, χρήζουν μείζονος αναθεώρησης που θα πρέπει να τελεστεί σε στενή διαβούλευση με τις εποπτικές αρχές της ΕΕ (βλ. παραγράφους 3.1 έως 3.6 ανωτέρω).

Φρανκφούρτη, 18 Δεκεμβρίου 2006.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/ΕΚ (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(2)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/68/ΕΚ (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004. σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/31/EΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60).

(4)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 92/49/EΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/EΚ και 2002/83/EΚ (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1) (εφεξής «τραπεζική οδηγία»).

(6)  COM(2006) 507 τελικό.

(7)  Δηλαδή η συνεργασία μεταξύ της αρμόδιας αρχής που έχει χορηγήσει την άδεια λειτουργίας στη σκοπούμενη οντότητα και της αρμόδιας αρχής του υποψήφιου αγοραστή.

(8)  Βλ. άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας.

(9)  Η επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία, στη Μεθοδολογία των Βασικών Αρχών («Core Principles Methodology»), κείμενο το οποίο ενημερώθηκε τον Οκτώβριο του 2006 και είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο www.bis.org, τονίζει ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να απορρίψουν κάθε πρόταση μεταβολής σημαντικών συμμετοχών, εάν αυτή δεν πληροί κριτήρια ανάλογα με εκείνα που χρησιμοποιούνται για την έγκριση νέων τραπεζών (βλέπε αρχή 4, ουσιώδες κριτήριο 3).

(10)  Άρθρο 12 παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(11)  Δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19 παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας.

(12)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19α παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(13)  Άρθρο 12 παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(14)  Άρθρο 12 παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας.

(15)  Η επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία, στις Βασικές Αρχές για Αποτελεσματική Τραπεζική Εποπτεία («Core Principles for Effective Banking Supervision»), κείμενο το οποίο ενημερώθηκε τον Οκτώβριο του 2006 και είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο www.bis.org, τονίζει ότι είναι σημαντικό να αξιολογείται η ιδιοκτησιακή δομή και η διακυβέρνηση της τράπεζας και του ευρύτερου ομίλου κατά τη διαδικασία αδειοδότησης (αρχή 3), καθώς και να επιβεβαιώνεται, κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης μειζόνων αποκτήσεων, ότι οι εταιρικοί δεσμοί ή δομές δεν εκθέτουν την τράπεζα σε υπέρμετρους κινδύνους ούτε παρακωλύουν την αποτελεσματική εποπτεία (αρχή 5).

(16)  Βλ. σχετικά τις Βασικές Αρχές για Αποτελεσματική Τραπεζική Εποπτεία («Core Principles for Effective Banking Supervision») της επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία, και συγκεκριμένα τις αρχές 24 και 25.

(17)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19α παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας.

(18)  Βλ. ανακοίνωση COM(2005) 4080 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τις Ενδο-ΕΕ επενδύσεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ C 293 της 25.11.2005, σ. 2).

(19)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-282/04 και C-283/04, Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών, Συλλογή 2006, σ. I-0000, σκέψη 20. Βλ. επίσης υπόθεση C-98-01, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2003, σ. I-4641, σκέψη 44· υπόθεση C-463/00, Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I-4581, σκέψη 57 και υπόθεση C-174/04, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλογή 2005, σ. I-4933, σκέψη 31.

(20)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-282/04 και C-283/04, Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών, σκέψη 32.

(21)  Άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β) της Συνθήκης.

(22)  Άρθρο 58 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(23)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19α παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας.

(24)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο δ) της τραπεζικής οδηγίας.

(25)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο ε) της τραπεζικής οδηγίας.

(26)  Το άρθρο 17 παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας προβλέπει ότι «[ο]ι αρμόδιες αρχές δύνανται να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνον όταν το ίδρυμα: […] γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας».

(27)  Δεύτερο εδάφιο του προτεινόμενου νέου άρθρου 19 παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(28)  Βλ. σελίδες 2 και 4 της επιστολής της 29ης Σεπτεμβρίου 2006, με θέμα τη διασυνοριακή ενοποίηση, των Arthur Docters van Leeuwen, προεδρεύοντος της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (Committee of European Securities Regulators, CESR), Daniele Nouy, προεδρεύοντος της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors, CEBS), και Henrik Bjerre Nielsen, προεδρεύοντος της επιτροπής ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (Committee of European Insurance and Occupational Pensions Supervisor, CEIOPS) προς τον επίτροπο McCreevy. Είναι διαθέσιμη στους δικτυακούς τόπους της CESR (www.cesr-eu.org), της CEBS (www.c-ebs.org) και της CEIOPS (www.ceiops.org).

(29)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3 της τραπεζικής οδηγίας.

(30)  Πρώτο εδάφιο του προτεινόμενου νέου άρθρου 19 παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας.

(31)  Πρώτη πρόταση του τρίτου εδαφίου του προτεινόμενου νέου άρθρου 19 παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας.

(32)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19α παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(33)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19 παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας.

(34)  Πρώτο εδάφιο του προτεινόμενου νέου άρθρου 19 παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(35)  Δεύτερο εδάφιο του προτεινόμενου νέου άρθρου 19 παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(36)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για το έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1) (εφεξής «κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(37)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 802/2004, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 133 της 30.4.2004, σ. 1) (εφεξής «κανόνες εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων»).

(38)  Άρθρο 5 παράγραφος 1 των κανόνων εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

(39)  Άρθρο 5 παράγραφος 2 των κανόνων εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

(40)  Άρθρο 4 παράγραφος 3 των κανόνων εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

(41)  Βλ. σχετικά το άρθρο 5 παράγραφος 4 των κανόνων εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

(42)  Βλ. παράγραφο 6 της γνώμης CON/2005/4 της ΕΚΤ, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ C 52 της 2.3.2005, σ. 37). Στην παράγραφο 10, η ΕΚΤ τονίζει ότι: «[ε]άν θεωρηθεί ότι στην παρούσα φάση είναι αδύνατη η τροποποίηση των προτεινόμενων οδηγιών προς ευθυγράμμισή τους με την παραπάνω προσέγγιση, η EKT κρίνει ότι η υπό εξέταση νομική διάρθρωση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται τόσο ως το τελικό επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ως ένα βήμα σε μια μακροπρόθεσμη διαδικασία για τη θέσπιση, όποτε τούτο καταστεί δυνατό, μίας δέσμης άμεσα εφαρμοστέων τεχνικών κανόνων επιπέδου 2 για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην ΕΕ».

(43)  Για παράδειγμα, η επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (CEBS), σε έγγραφο διαβούλευσής της του Ιουλίου 2005 σχετικά με το ρόλο και τα καθήκοντα της CEBS (CP08) (βλ. παραγράφους 40 και 41), σημειώνει ότι δεν έχει λάβει αιτήματα από την Επιτροπή για την ανάπτυξη τεχνικών λεπτομερειών (δηλ. συμβουλών επιπέδου 2 της προσέγγισης Lamfalussy) για νέα νομοθεσία. Σημειώνει, επίσης, ότι δεν φαίνεται πιθανή η διατύπωση τέτοιων αιτημάτων από την Επιτροπή στο εγγύς μέλλον και ότι μολονότι γνωρίζει και κατανοεί τους λόγους πρόκρισης της προσέγγισης αυτής, πιστεύει ότι είναι σημαντικό να γίνεται στο μέλλον δέουσα χρήση των δυνατοτήτων που προβλέπονται στην προσέγγιση Lamfalussy.

(44)  Προτεινόμενο νέο στοιχείο στ) του άρθρου 150 παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(45)  Όπως ορίζει το άρθρο 6 της προτεινόμενης οδηγίας.

(46)  Δεύτερο εδάφιο του προτεινόμενου νέου άρθρου 19α παράγραφος 4 της τραπεζικής οδηγίας.

(47)  Δεύτερο εδάφιο του άρθρου 19 παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας.

(48)  Βλ. σελίδα 2 της παραπάνω αναφερόμενης επιστολής της 29ης Σεπτεμβρίου 2006 προς τον επίτροπο McCreevy, με θέμα τη διασυνοριακή ενοποίηση, στην οποία οι εποπτικές αρχές έχουν τονίσει ότι οι ισχύουσες προθεσμίες ήδη δημιουργούν δυσκολίες σε πολύπλοκες περιπτώσεις.

(49)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19 παράγραφος 6 της τραπεζικής οδηγίας.

(50)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19β και άρθρο 129 παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας. Όσον αφορά την έγκριση των αποκτήσεων και αυξήσεων συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο, «αρμόδιες αρχές» είναι: i) η αρχή η οποία χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και ii) η αρμόδια αρχή του υποψήφιου αγοραστή.

(51)  Άρθρο 129 της τραπεζικής οδηγίας.

(52)  Αιτιολογική σκέψη 6 της προτεινόμενης οδηγίας.

(53)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19γ παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας.

(54)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19γ παράγραφος 2 της τραπεζικής οδηγίας.

(55)  Άρθρο 211 πρώτη περίπτωση της Συνθήκης.

(56)  Άρθρο 266 της Συνθήκης.

(57)  Υπόθεση C-508/03, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2006, σ. I-0000, σκέψη 77.

(58)  Υπόθεση C-82/03, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Συλλογή 2004, σ. I-6635, σκέψη 15.

(59)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19γ παράγραφοι 2 και 3 της τραπεζικής οδηγίας.

(60)  Σύμφωνα με τον κοινοτικό κανονισμό συγκεντρώσεων, η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων (άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3 του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων). Ο κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων καλύπτει κάθε τύπο επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ή άλλων χρηματοοικονομικών οργανισμών ή ασφαλιστικών εταιρειών (βλέπε π.χ. άρθρο 5 του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων).

(61)  Άρθρο 11 παράγραφος 6 του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων («Αιτήσεις παροχής πληροφοριών και εξουσία λήψης δηλώσεων»). Ο κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων προβλέπει εξάλλου ότι η Επιτροπή ενεργεί σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών από τα οποία συγκεντρώνει παρατηρήσεις και πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 13 του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων). Υπάρχουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών (αιτιολογική σκέψη 14), η δε Επιτροπή έχει το δικαίωμα να ζητά όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 38).

(62)  Άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2 του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

(63)  Πρώτο εδάφιο του άρθρο 21 παράγραφος 4 του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

(64)  Δεύτερο εδάφιο του άρθρο 21 παράγραφος 4 του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων.

(65)  Υπόθεση C-42/01, Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-6079, σκέψεις 58 και 59.

(66)  Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1999, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 21 του κανονισμού αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (Υπόθεση αριθ. IV/M.1616 — BSCH/A. Champalimaud), παράγραφος 67.

(67)  Υπόθεση 110/84, Δήμος του Hillegom κατά Cornelis Hillenius, Συλλογή 1985, σ. 3947, σκέψη 27.

(68)  Υπόθεση C-438/04, Mobistar SA κατά IBPT, Συλλογή 2006, σ. I-0000, σκέψεις 38 έως 43.

(69)  Υπόθεση 110/84, Δήμος του Hillegom κατά Cornelis Hillenius, σκέψη 20.

(70)  Βλ. αρχή 1 της Μεθοδολογίας των Βασικών Αρχών («Core Principles Methodology») της επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (αναφέρεται και πιο πάνω, στην υποσημείωση 9).

(71)  Προτεινόμενο αναθεωρημένο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 12 παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας.

(72)  Τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕK (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38). Το άρθρο 32 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/109/EΚ προβλέπει ότι το άρθρο 92 της οδηγίας 2001/34/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται [ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/1/EΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9)], το οποίο αποτελεί τη μεταβατική διάταξη στην οποία επί του παρόντος αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 12 παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας, θα διαγραφεί με ισχύ από 20ής Ιουλίου 2007.

(73)  Πρώτο εδάφιο του προτεινόμενου νέου άρθρου 19 παράγραφος 1 της τραπεζικής οδηγίας.

(74)  Άρθρο 4 της τραπεζικής οδηγίας.

(75)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 19 παράγραφος 6 στοιχείο α) της τραπεζικής οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Προτάσεις διατύπωσης (1)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή  (2)

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ  (3)

Τροποποίηση 1

Σημεία αναφοράς της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας

Έχοντας υπόψη:

(…)

την πρόταση της Επιτροπής […],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής […],

Έχοντας υπόψη:

(…)

την πρόταση της Επιτροπής […],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής […],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας […],

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.1 της γνώμης

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 3 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της προτεινόμενης οδηγίας

(3)

Ο ρόλος των αρμοδίων αρχών τόσο σε εσωτερικές, όσο και σε διασυνοριακές υποθέσεις πρέπει να είναι η διενέργεια προληπτικής αξιολόγησης, στο πλαίσιο σαφών κριτηρίων και διαδικασιών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να καθορισθούν κριτήρια για την αξιολόγηση των μετόχων και της διοίκησης, στο πλαίσιο της εποπτείας, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής, καθώς και σαφής διαδικασία για την εφαρμογή τους. Για να εξασφαλισθεί λογική συνέπεια, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να είναι συναφή με τα κριτήρια που εφαρμόζονται όσον αφορά τους μετόχους και τη διεύθυνση κατά την αρχική διαδικασία χορήγησης αδείας.

(3)

Ο ρόλος των αρμοδίων αρχών τόσο σε εσωτερικές, όσο και σε διασυνοριακές υποθέσεις πρέπει να είναι η διενέργεια προληπτικής αξιολόγησης, στο πλαίσιο σαφών κριτηρίων και διαδικασιών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να καθορισθούν κριτήρια για την αξιολόγηση των μετόχων και της διοίκησης, στο πλαίσιο της εποπτείας, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής, καθώς και σαφής διαδικασία για την εφαρμογή τους. Για να εξασφαλισθεί λογική συνέπεια, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να είναι συναφή με τα κριτήρια που εφαρμόζονται όσον αφορά τους μετόχους και τη διεύθυνση κατά την αρχική διαδικασία χορήγησης αδείας. Όσον αφορά τις διαδικασίες, οι προθεσμίες θα πρέπει να είναι ανάλογες με την πολυπλοκότητα της εκάστοτε προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 3.6 της γνώμης

Τροποποίηση 3

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/EΚ, άρθρο 4

[Προσθήκη]

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

[…] Στο άρθρο 4 παρεμβάλλεται ο ακόλουθος ορισμός:

«Υποψήφιος αγοραστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50 % ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρικό του.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.3 της γνώμης

Τροποποίηση 4

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 4 παράγραφος 11

[Προσθήκη]

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

[…]. Στο άρθρο 4 παράγραφος 11 προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

Για τους σκοπούς του άρθρου 12 παράγραφος 1 και των άρθρων 19, 20 και 21, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.2 της γνώμης

Τροποποίηση 5

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19 παράγραφος 6

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν την περίοδο αξιολόγησης σε πενήντα εργάσιμες ημέρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν ο υποψήφιος αγοραστής υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις εκτός της Κοινότητας και, στη σχετική τρίτη χώρα, υπάρχουν νομικά εμπόδια όσον αφορά τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών·

β)

στην περίπτωση αξιολόγησης βάσει του άρθρου 143.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν την περίοδο αξιολόγησης σε [   ] εργάσιμες ημέρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν ο υποψήφιος αγοραστής έχει την κεντρική του διοίκηση ή, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, τη συνήθη διαμονή του, εκτός της Κοινότητας και, στη σχετική τρίτη χώρα, υπάρχουν εμπόδια όσον αφορά τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών·

β)

στην περίπτωση αξιολόγησης βάσει του άρθρου 143 ή

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.4 της γνώμης

Τροποποίηση 6

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, νέο άρθρο 19 παράγραφος 6 στοιχείο γ)

[Προσθήκη]

γ)

εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι πρόκειται για αξιολόγηση πολύπλοκης φύσης.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 3.6 της γνώμης

Τροποποίηση 7

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19α παράγραφος 1

1.   Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και κατά πόσον η προτεινόμενη απόκτηση είναι ορθή από χρηματοοικονομική σκοπιά, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια: […]

1.   Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές, προς διασφάλιση της χρηστής και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και κατά πόσον η προτεινόμενη απόκτηση είναι ορθή από χρηματοοικονομική σκοπιά, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια: […]

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.2. της γνώμης

Τροποποίηση 8

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο α)

α)

την εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή·

α)

την εντιμότητα και την πείρα του υποψήφιου αγοραστή·

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.7 της γνώμης — Διευκρίνιση των κριτηρίων προληπτικής αξιολόγησης

Τροποποίηση 9

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο β)

β)

την εντιμότητα και την πείρα οποιουδήποτε ατόμου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

β)

την εντιμότητα και την πείρα οποιουδήποτε ατόμου που θα διευθύνει πράγματι ή θα ασκεί ουσιώδη επιρροή στις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.7 της γνώμης — Διευκρίνιση των κριτηρίων προληπτικής αξιολόγησης

Τροποποίηση 10

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο δ)

δ)

κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα θα είναι σε θέση να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας και των όποιων εφαρμοστέων τομεακών κανόνων, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ , κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των απαιτήσεων του άρθρου 12 παράγραφος 3 και του άρθρου 22 της παρούσας οδηγίας·

δ)

κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής θα είναι σε θέση,κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με όλες τις εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της παρούσας οδηγίας, καθώς και άλλων οδηγιών, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ιδίως δε των οδηγιών 2000/46/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ·

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.7 της γνώμης — Διευκρίνιση των κριτηρίων προληπτικής αξιολόγησης

Τροποποίηση 11

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο ε)

ε)

κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο ενεργειών αυτού του είδους.

ε)

κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ή οποιαδήποτε άλλη σοβαρή αξιόποινη πράξη, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο ενεργειών αυτού του είδους·

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.7 της γνώμης — Διευκρίνιση των κριτηρίων προληπτικής αξιολόγησης

Τροποποίηση 12

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, νέο άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο στ)

[Προσθήκη]

στ)

εάν, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής θα αποτελούσε μέλος ενός ομίλου με διάρθρωση επαρκώς διαφανή, ώστε να μπορεί να διεξαχθεί αποτελεσματική εποπτεία.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.4 της γνώμης

Τροποποίηση 13

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, νέο άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

[Προσθήκη]

ζ)

στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υποψήφιος αγοραστής έχει την κεντρική του διοίκηση και υπόκειται σε εποπτεία εκτός της ΕΕ, κατά πόσον του ασκείται αποτελεσματική εποπτεία στη σχετική τρίτη χώρα και κατά πόσον οι αρμόδιες αρχές της τρίτης αυτής χώρας είναι πρόθυμες να συνεργαστούν ικανοποιητικά με τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής·

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.5 της γνώμης

Τροποποίηση 14

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, νέο άρθρο 19α παράγραφος 1 στοιχείο η)

[Προσθήκη]

η)

κατά πόσον έχει επαρκώς διασφαλιστεί η αρτιότητα του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, ώστε να αποφευχθεί ένα ενδεχόμενο αδιέξοδο στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του πιστωτικού αυτού ιδρύματος μετά την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής·

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.6 της γνώμης

Τροποποίηση 15

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19α παράγραφος 2

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον σε περίπτωση που δεν έχουν πειστεί ότι πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή σε περίπτωση που οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 2.3 της γνώμης

Τροποποίηση 16

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19α παράγραφος 3

3.   Τα κράτη μέληδεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζουν την απόκτηση συμμετοχής από την άποψη των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν υπέρ της έγκρισης μιας προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής, υπό την προϋπόθεση ότι ο υποψήφιος αγοραστής συμμορφώνεται με όλες τις δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι των αρμόδιων αρχών ενόψει της πλήρωσης των παραπάνω κριτηρίων. Τα κράτη μέλη δεν εξετάζουν την απόκτηση συμμετοχής από την άποψη των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παραγράφους 2.6 και 2.8 της γνώμης

Τροποποίηση 17

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 19β

Επιπλέον των άρθρων 19 και 19α και εκτός εάν ορίζεται άλλως, η αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, σύμφωνα με το άρθρο 19α παράγραφος 1, υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 129 παράγραφος 3, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

[…] (3) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Επιπλέον των άρθρων 19 και 19α και εκτός εάν ορίζεται άλλως, η αρμόδια αρχή που χορήγησε άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή του υποψήφιου αγοραστή, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

[…] (3) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά. Παρέχουν αμοιβαία κάθε ουσιαστική ή σχετική με την προληπτική αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής πληροφορία.

Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, αναφέρονται οι όποιες απόψεις ή επιφυλάξεις εκφράστηκαν από την αρμόδια αρχή του υποψήφιου αγοραστή.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 4 της γνώμης

Τροποποίηση 18

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, Άρθρο 19γ

1.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να της διαβιβάσουν αμέσως αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίσθηκαν για την αξιολόγησή τους ως προς τα άρθρα 19, 19α και 19β, καθώς και την αιτιολόγηση που δόθηκε στον υποψήφιο αγοραστή.

[…]

1.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να της διαβιβάσουν αμέσως αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίσθηκαν για την αξιολόγησή τους ως προς τα άρθρα 19, 19α και 19β, καθώς και την αιτιολόγηση που δόθηκε στον υποψήφιο αγοραστή στις περιπτώσεις όπου:

α)

η αρμόδια αρχή, περατώνοντας την αξιολόγησή της, έχει αποφασίσει να απορρίψει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής και η Επιτροπή έχει λάβει επίσημη καταγγελία από τον υποψήφιο αγοραστή· ή

β)

υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι η αρμόδια αρχή προέβη σε προδήλως εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων ή διαδικασιών προληπτικής αξιολόγησης.

[…]

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 5 της γνώμης

Τροποποίηση 19

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 21παράγραφος 3

Άρθρο 21 παράγραφος 3 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (4)

(3)   Για τον προσδιορισμό της ειδικής συμμετοχής και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που μνημονεύονται στο παρόν άρθρο, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου του άρθρου 92 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ.

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής (5):

[…] Το άρθρο 21 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

(3)   Για τον προσδιορισμό της ειδικής συμμετοχής και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που μνημονεύονται στο παρόν άρθρο, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.2 της γνώμης

Τροποποίηση 20

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 129

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

5.

Στο άρθρο 129 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.   Στην περίπτωση αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 19α παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή, η οποία χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή του υποψήφιου αγοραστή.

Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής, η οποία χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής, αναφέρονται οι όποιες απόψεις ή επιφυλάξεις εκφράστηκαν από πλευράς της αρμόδιας αρχής του αγοραστή.»

[Διαγραφή]

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 4 της γνώμης

Τροποποίηση 21

Άρθρο 5 της προτεινόμενης οδηγίας

Τροποποίηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 150 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

στ)

λεπτομερής ανάπτυξη και διευκρίνιση των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 19α παράγραφος 1, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλιστεί ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

στ)

λεπτομερής ανάπτυξη της μορφής, της δομής και του περιεχομένου, καθώς και των διαδικασιών που εφαρμόζονται ως προς:

την απαιτούμενη βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 1 γνωστοποίηση των υποψήφιων αγοραστών,

τη βεβαίωση παραλαβής που διαβιβάζουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 2, και

τον κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 19α παράγραφος 1, ο οποίος αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 19α παράγραφος 4·

ζ)

διευκρίνιση της μνημονευόμενης στο άρθρο 19 παράγραφος 1 έννοιας των προσώπων που ενεργούν «σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα»·

η)

διευκρίνιση των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία οι αρμόδιες αρχές μπορούν να κρίνουν κατά πόσο η προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 1 αποτελεί πολύπλοκη περίπτωση, κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 6 στοιχείο γ)·

θ)

λεπτομερής ανάπτυξη και διευκρίνιση των κριτηρίων προληπτικής αξιολόγησης που καθορίζονται στο άρθρο 19α παράγραφος 1· ή

ι)

λεπτομερής ανάπτυξη και διευκρίνιση του είδους των δεσμεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 19α παράγραφος 3, τις οποίες ενδεχομένως αναλαμβάνουν οι υποψήφιοι αγοραστές έναντι των αρμόδιων αρχών.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παραγράφους 2.8, 3.5, 3.6 και 6.3 της γνώμης

Τροποποίηση 22

Άρθρο 6α της προτεινόμενης οδηγίας (νέο)

Επανεξέταση

[Προσθήκη]

Άρθρο 6a

Επανεξέταση

Έως τις [ ] η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, επανεξετάζει την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και συντάσσει σχετική έκθεση, την οποία υποβάλλει στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μαζί με κατάλληλες τυχόν προτάσεις.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.5 της γνώμης

Τροποποίηση 23

Άρθρο 6 παράγραφος 1 της προτεινόμενης οδηγίας

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις [έξι μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας]. […]

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο [δώδεκα μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας]. […]

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.5 της γνώμης

Τροποποίηση 24

Άρθρο 7 της προτεινόμενης οδηγίας (νέο)

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.   Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η προληπτική αξιολόγηση προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής, για την οποία η γνωστοποίηση του άρθρου 19 παράγραφος 1 έχει υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές πριν από τη θέση σε ισχύ των απαραίτητων νομικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, διεξάγεται σύμφωνα με το ισχύον κατά το χρόνο της γνωστοποίησης εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 6.5 της γνώμης


(1)  Οι συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης βασίζονται στο κείμενο της προτεινόμενης οδηγίας και περιορίζονται σε τροποποιήσεις που έχουν σκοπό να αντικατοπτρίσουν τις προτάσεις της ΕΚΤ στην παρούσα γνώμη. Οι προτάσεις διατύπωσης τροποποιούν συγκεκριμένες διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας και ειδικότερα το άρθρο 5, με το οποίο εισάγονται ορισμένες τροποποιήσεις στην τραπεζική οδηγία. Οι προτάσεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν mutatis mutandis και ως προς τις άλλες κοινοτικές οδηγίες που τροποποιούνται με την προτεινόμενη οδηγία.

(2)  Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία του κειμένου, τη διαγραφή των οποίων προτείνει η ΕΚΤ.

(3)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία του κειμένου, την προσθήκη των οποίων προτείνει η ΕΚΤ.

(4)  Εν προκειμένω η χρήση της διαγράμμισης αφορά τα σημεία του ισχύοντος κειμένου του άρθρου 21 παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας, τη διαγραφή των οποίων προτείνει η ΕΚΤ.

(5)  Εν προκειμένω η χρήση έντονων χαρακτήρων αφορά τα νέα σημεία, την προσθήκη των οποίων στο ισχύον κείμενο του άρθρου 21 παράγραφος 3 της τραπεζικής οδηγίας προτείνει η ΕΚΤ.


Top