EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001AB0038

Γνώμη της ΕυρωπαΪκής Κεντρικής Τράπεζας της 22ας Νοεμβρίου 2001 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά) (CON/2001/38)

OJ C 24, 26.1.2002, p. 8–10 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52001AB0038

Γνώμη της ΕυρωπαΪκής Κεντρικής Τράπεζας της 22ας Νοεμβρίου 2001 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά) (CON/2001/38)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 024 της 26/01/2002 σ. 0008 - 0010


Γνώμη της ΕυρωπαΪκής Κεντρικής Τράπεζας

της 22ας Νοεμβρίου 2001

κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά)

(CON/2001/38)

(2002/C 24/09)

1. Στις 10 Ιουλίου 2001 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατυπώσει τη γνώμη της σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά) [COM(2001) 281 τελικό] (εφεξής καλούμενη "προτεινόμενη οδηγία")(1).

2. Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να διατυπώνει τη γνώμη της βασίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4 πρώτη περίπτωση της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής καλούμενης "συνθήκη"), δεδομένου ότι σκοπός της προτεινόμενης οδηγίας είναι η διασφάλιση της ακεραιότητας των κοινοτικών χρηματοπιστωτικών αγορών και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στις κινητές αξίες και τα παράγωγα μέσα. Σύμφωνα με το άρθρο 17.5, πρώτη πρόταση, του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ, η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ.

3. Σκοπός της προτεινόμενης οδηγίας είναι η διασφάλιση της ακεραιότητας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στις αγορές αυτές, καθώς και ο καθορισμός και η θέση σε εφαρμογή κοινών προτύπων για την καταπολέμηση των καταχρηστικών πρακτικών σε όλες τις αγορές στην Ευρώπη. Σήμερα δεν υπάρχουν, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοινές διατάξεις για την καταπολέμηση της χειραγώγησης της αγοράς, η δε οδηγία για τις πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών(2) περιορίζεται στην απαγόρευση της καταχρηστικής χρήσης εμπιστευτικών πληροφοριών, ενώ σε επίπεδο κρατών μελών, οι κανόνες για την αντιμετώπιση των καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά ποικίλλουν σημαντικά. Η προτεινόμενη οδηγία επιδιώκει τη συμπλήρωση του τρέχοντος κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου, με σκοπό την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς. Προβλέπει επίσης ότι κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μια ενιαία αρμόδια αρχή διοικητικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση των καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά. Η ανάπτυξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων καθιστά αναγκαία την ενίσχυση της συνεργασίας και τον καθορισμό μίας ολοκληρωμένης δέσμης κανόνων για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών. Η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει, ακόμη, ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εφαρμογή της απαγόρευσης χειραγώγησης της αγοράς ή εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και για την επιβολή άμεσων και αποτρεπτικών κυρώσεων για κάθε παράβαση των απαγορεύσεων ή υποχρεώσεων που προβλέπονται σε αυτή. Τέλος, η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει τη διαδικασία των επιτροπών, λαμβάνοντας υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης της 23ης Μαρτίου 2001 (που υιοθετεί τις συστάσεις της Επιτροπής Σοφών).

4. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η προτεινόμενη οδηγία αποτελεί σημαντικό βήμα για την εναρμόνιση των διαφορετικών εθνικών κανόνων που εφαρμόζονται σήμερα στην αντιμετώπιση των καταχρηστικών πρακτικων στην αγορά και των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ χαιρετίζει τη συνεισφορά αυτή στη διαμόρφωση σταθερών και ομοιόμορφων προτύπων, τα οποία αναμένεται ότι θα προαγάγουν την ακεραιότητα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και θα διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Επίσης, η ΕΚΤ υποστηρίζει ένθερμα την προτεινόμενη οδηγία, καθώς αυτή υλοποιεί τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας του Μαρτίου τού 2000, στα οποία τονίσθηκε η ανάγκη λήψης μέτρων για την επίσπευση της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης τού Μαρτίου 2001, στα οποία επισημάνθηκε ότι η δημιουργία μιας δυναμικής και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αγοράς κινητών αξιών αποτελεί βασικό στοιχείο της εν λόγω διαδικασίας ολοκλήρωσης. Επιπλέον, η προτεινόμενη οδηγία ανταποκρίνεται σε έναν από τους στόχους του Προγράμματος Δράσης για τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες, ήτοι στον καθορισμό κοινών κανόνων για την πρόληψη της χειραγώγησης της αγοράς από τους συμμετέχοντες στην αγορά. Κατά την άποψη της ΕΚΤ, η προτεινόμενη οδηγία συμβάλλει θετικά στην επίτευξη των παραπάνω στόχων.

5. Στο πνεύμα των συστάσεων της Επιτροπής Σοφών, οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης, η ΕΚΤ υποστηρίζει ένθερμα την εφαρμογή της διαδικασίας των επιτροπών, όπως αυτή προβλέπεται από την προτεινόμενη οδηγία, με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστών Κινητών Αξιών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η εφαρμογή της διαδικασίας των επιτροπών παρέχει την απαραίτητη ευελιξία, καθιστώντας δυνατή την κατάλληλη και έγκαιρη αντίδραση στις δυναμικές εξελίξεις της αγοράς. Γενικά, η ΕΚΤ πιστεύει ότι η εφαρμογή της διαδικασίας των επιτροπών στη ρύθμιση της αγοράς των κινητών αξιών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το συμβουλευτικό ρόλο που η συνθήκη αναθέτει στην ΕΚΤ, καθιστώντας δυνατή την ενσωμάτωση των απόψεων της τελευταίας στην κανονιστική διαδικασία. Ειδικότερα, και για λόγους διαφάνειας και αποτελεσματικότητας της εν λόγω διαδικασίας, κρίνεται ίσως απαραίτητος ο σαφής προσδιορισμός των μέτρων εφαρμογής που πρόκειται να λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της προτεινόμενης οδηγίας (δηλ. τη διαδικασία των επιτροπών). Κρίνεται ίσως σκόπιμη, προς το σκοπό αυτό, η ρητή απαρίθμηση των άρθρων που συνεπάγονται την εφαρμογή της διαδικασίας των επιτροπών στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της προτεινόμενης οδηγίας ή, τουλάχιστον, η σε ενιαίο άρθρο συγκέντρωση κάθε κατηγορίας μέτρων εφαρμογής ληπτέων σύμφωνα με τη διαδικασία των επιτροπών.

6. Η ΕΚΤ υποστηρίζει το ευρύ πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας σε ό,τι αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρο 1), τις καλυπτόμενες αγορές (άρθρο 9), καθώς και την εδαφικότητα (άρθρο 10), που αναμένεται ότι θα διασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού εντός των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών.

7. Η ΕΚΤ επισημαίνει την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας των πράξεων "που διενεργούνται κατά την άσκηση νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους από ένα κράτος μέλος, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, από εθνική κεντρική τράπεζα ή από οποιοδήποτε όργανο επίσημα εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό, ή από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τους", κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 7. Σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 2 της συνθήκης, τα βασικά καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών ("Ευρωσυστήματος") είναι, μεταξύ άλλων, να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Κοινότητας, να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος και να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών. Σε αυτούς τους τομείς, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ είναι αποκλειστικά αρμόδιο και, ως τέτοιο, έχει πάντοτε στη διάθεσή του εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν τη διενέργεια των συναλλαγών που είναι απαραίτητες για την υλοποίηση των πολιτικών του· το γεγονός αυτό θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στις διατάξεις σχετικά με την εν λόγω εξαίρεση. Επιπλέον, όσο υπάρχουν κράτη μέλη με παρέκκλιση, οι οικείες ΕθνΚΤ εξακολουθούν να είναι αρμόδιες στους τομείς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 3 της συνθήκης. Σχετικά με το άρθρο 7 της προτεινόμενης οδηγίας θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοια εξαίρεση περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας για τις πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών.

8. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η προτεινόμενη οδηγία αποσκοπεί στην κάλυψη των καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά, είτε αυτές εμφανίζονται υπό μορφή πράξεων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών είτε υπό μορφή πράξεων χειραγώγησης της αγοράς (αιτιολογική σκέψη 9 της προτεινόμενης οδηγίας). Εν προκειμένω, η ΕΚΤ συστήνει να περιληφθεί, στην ίδια την προτεινόμενη οδηγία, διασαφήνιση των κυριότερων ορισμών που αφορούν το σκοπό της προστασίας της ακεραιότητας της αγοράς, ώστε να αποφευχθεί κάθε ανακολουθία μεταξύ των διάφορων εθνικών νόμων που ισχύουν στα κράτη μέλη. Η ΕΚΤ συμμερίζεται τη διατυπούμενη στην αιτιολογική έκθεση άποψη, ότι για την ενημέρωση του καταλόγου των χρηματοπιστωτικών μέσων που ορίζονται στο τμήμα Α του παραρτήματος της προτεινόμενης οδηγίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι νέες εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

9. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις προκαταρκτικές προτάσεις της αναφορικά με τη μελλοντική αναθεώρηση της οδηγίας για τις επενδυτικές υπηρεσίες (ΟΕΥ)(3), προβλέπει την πιθανή ενσωμάτωση στην αναθεωρημένη οδηγία ορισμένων διατάξεων που πρόκειται να συμπληρώσουν τις υποχρεώσεις και απαγορεύσεις που ήδη προβλέπονται στην προτεινόμενη οδηγία. Διατάξεις αυτού του είδους ενδέχεται να ρυθμίζουν, ιδίως, επιμέρους αρμοδιότητες που ανατίθενται στις κατά την έννοια της προτεινόμενης οδηγίας αρμόδιες αρχές, σε φορείς της αγοράς και σε επιχειρήσεις επενδύσεων. Χωρίς να προδικάζεται οποιαδήποτε μελλοντική πρόταση οδηγίας της Επιτροπής προς αναθεώρηση της ΟΕΥ, συνιστάται ίσως σε αυτό το στάδιο να διασφαλιστεί η ακολουθία ανάμεσα στην προτεινόμενη οδηγία και στην αναθεωρημένη ΟΕΥ, ιδίως όσον αφορά τις νομικές έννοιες οι οποίες χρησιμοποιούνται σε αυτά τα διαφορετικά νομικά κείμενα, και τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερόμενων μερών στα πλαίσια της επιδιωκόμενης διαφύλαξης της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Εν προκειμένω, η ΕΚΤ επιθυμεί να διατυπώσει τα ακόλουθα σχόλια. Πρώτον, το άρθρο 6 παράγραφος 5 της προτεινόμενης οδηγίας απαιτεί "από κάθε φυσικό πρόσωπο ή οντότητα, που πραγματοποιεί υπό επαγγελματική ιδιότητα συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, να μην συμμετέχει σε συναλλαγές και να αρνείται να εκτελέσει εντολές πελατών του, εάν μπορεί εύλογα να θεωρήσει ότι οι συναλλαγές αυτές βασίζονται σε εμπιστευτικές πληροφορίες ή επηρεάζουν με αθέμιτο τρόπο την αγορά". Κρίνεται ίσως χρήσιμο να αποσαφηνιστεί εάν στην εν λόγω διάταξη εμπίπτουν επίσης δραστηριότητες σχετικές με την υποστήριξη και το διακανονισμό των συναλλαγών, όπως είναι η αντιστοίχιση εντολών. Επιπλέον, πρέπει επίσης να τονισθεί στην προτεινόμενη οδηγία ότι είναι ευκταίο για τους φορείς της αγοράς να διαθέτουν μηχανισμούς έγκαιρου εντοπισμού των καταχρηστικών ή αντικανονικών δραστηριοτήτων. Δεύτερον, κρίνεται ίσως σκόπιμο να προσδιοριστεί στην προτεινόμενη οδηγία εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις οι κατά την έννοια του άρθρου 11 αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα μεταβίβασης ορισμένων από τις εποπτικές τους αρμοδιότητες σε φορείς της αγοράς, όσον αφορά τις δραστηριότητες παρακολούθησης και επιτήρησης. Μια τέτοια διευκρίνηση είναι επιθυμητή, διότι η τρέχουσα διατύπωση της προτεινόμενης οδηγίας προβλέπει μόνο τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών με "άλλες αρχές, περιλαμβανομένων των δικαστικών". Τρίτον, συνιστάται, για λόγους συνοχής, ο περιεχόμενος στην προτεινόμενη οδηγία κατάλογος των χρηματοπιστωτικών μέσων να είναι πανομοιότυπος με εκείνον του παραρτήματος της ΟΕΥ - κατόπιν αναβάθμισής της σύμφωνα με τον προβλεπόμενο τύπο -, ο δε τελευταίος να είναι όσο το δυνατό πιο εξαντλητικός.

10. Η ΕΚΤ σημειώνει επίσης ότι η προτεινόμενη οδηγία προβλέπει ειδική συνεργασία (όπως αμοιβαία συνδρομή και ανταλλαγή πληροφοριών) μεταξύ της [των] "ενιαίας [ων] αρμόδιας [ων] διοικητικής [ών] αρχής [ών]" (εφεξής καλούμενων "διοικητικές αρχές"), προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή των διατάξεων της προτεινόμενης οδηγίας. Κατά την άποψη της ΕΚΤ, η διασυνοριακή αυτή συνεργασία είναι, ασφαλώς, πολύτιμη και η ΕΚΤ υποστηρίζει ένθερμα τις συναφείς διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας. Επιπλέον, η ΕΚΤ προτείνει να εξεταστεί το ενδεχόμενο διεύρυνσης του πεδίου συνεργασίας, με την εισαγωγή της δυνατότητας - ή ακόμη και υποχρέωσης - συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, η οποία θα υπερβαίνει τα όρια μιας απλής συνεργασίας μεταξύ διοικητικών αρχών. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε συσχετισμό με τα άρθρα 9 και 10 της προτεινόμενης οδηγίας, τα οποία υπενθυμίζουν τη διογκούμενη διασυνοριακή διάσταση των καταχρηστικών πρακτικών στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η ΕΚΤ διαβλέπει πιθανά οφέλη από μια στενότερη συνεργασία μεταξύ των διοικητικών αρχών και των αρμόδιων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και, ενδεχομένως, των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (επιχειρήσεων που υπάγονται σε ρυθμιστικό καθεστώς), και που διακρίνονται από τις οριζόμενες διοικητικές αρχές. Οι εν λόγω επιχειρήσεις που υπάγονται σε ρυθμιστικό καθεστώς συμμετέχουν ενεργά σε οργανωμένες αγορές, το δε προσωπικό τους κατέχει συχνά εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο της παράβασης των διατάξεων της προτεινόμενης οδηγίας από τα μέλη του προσωπικού ή της διοίκησής τους, γεγονός που εντάσσεται στα πλαίσια του επιχειρηματικού κινδύνου. Οι παραπάνω παραβάσεις, οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στους επενδυτές, μεταφράζονται επίσης σε σημαντικό κίνδυνο για τη φήμη της εμπλεκόμενης επιχείρησης που υπάγεται σε ρυθμιστικό καθεστώς. Η ΕΚΤ θεωρεί, συνεπώς, ότι η στενή συνεργασία μεταξύ των διοικητικών αρχών και των "αρμόδιων αρχών" θα αποβεί επωφελής για την επιδίωξη των στόχων των εν λόγω αρχών. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, η συναφής εθνική νομοθεσία προβλέπει ήδη μια τέτοια συνεργασία. Κατά συνέπεια, κρίνεται ίσως χρήσιμη η θέσπιση ενός τέτοιου πλαισίου αμοιβαίας συνεργασίας για ολόκληρη την ενιαία αγορά. Προκειμένου, πάντως, να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, απαιτείται να επανεξεταστούν όχι μόνο οι διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας (ιδίως τα άρθρα 12 και 16), αλλά και οι συναφείς διατάξεις των τομεακών οδηγιών σχετικά με την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και την εποπτική συνεργασία (βλέπε άρθρο 30 της κωδικοποιημένης τραπεζικής οδηγίας(4) και τις αντίστοιχες διατάξεις των λοιπών τομεακών οδηγιών). Σκοπός μιας τέτοιας επανεξέτασης θα ήταν να διερευνηθεί, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διαδικασία των επιτροπών, κατά πόσο οι αντίστοιχες διατάξεις των εν λόγω οδηγιών επιτρέπουν μια τέτοια συνεργασία(5). Για λόγους σαφήνειας, η ΕΚΤ συνιστά επίσης την κοινοποίηση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τού σύμφωνα με το άρθρο 11 της προτεινόμενης οδηγίας διορισμού των ενιαίων διοικητικών αρχών (ήτοι των αρχών συντονισμού) από τα κράτη μέλη, καθώς και τη δημοσίευση των ονομασιών τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

11. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση [βλέπε τμήμα 1 δ)], "το νέο νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπεται από την παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί να αντικαταστήσει τις εθνικές διατάξεις με κοινοτικές διατάξεις άμεσης εφαρμογής, αλλά να συμβάλει στην επίτευξη κάποιας σύγκλισης μεταξύ των διαφόρων εθνικών καθεστώτων κατά τρόπο που να τα καθιστά σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας." Από αυτή την άποψη, η ΕΚΤ προτείνει να εξεταστεί περαιτέρω με ποιό τρόπο θα μπορούσε να υποστηριχθεί καλύτερα η διαδικασία επίτευξης της επιθυμητής σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών, με σκοπό τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Κατά την άποψη της ΕΚΤ, μια επιτροπή αντιπροσώπων των διοικητικών αρχών, επιφορτισμένη με την προώθηση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών, θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη στον εν λόγω τομέα. Επιπλέον, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης διάταξης που να απαιτεί την υποβολή από την Επιτροπή έκθεσης για την πρόοδο σε ό,τι αφορά την εναρμόνιση και την εμπειρία των κρατών μελών από την εφαρμογή της προτεινόμενης οδηγίας.

12. Η ΕΚΤ επισημαίνει την προτεραιότητα που το Συμβούλιο έχει δώσει στην προτεινόμενη οδηγία, καθώς και το σταθερό της στόχο να διασφαλίσει ότι ο αγώνας για την καταπολέμηση των οικονομικών εγκλημάτων που συνδέονται με τρομοκρατικές δραστηριότητες καλύπτεται από το προτεινόμενο κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά. Σύμφωνα με την από 1ης Οκτωβρίου 2001 δημόσια δήλωσή της σχετικά με την παροχή υποστήριξης όσον αφορά τη λήψη μέτρων ενάντια στη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, η ΕΚΤ επιθυμεί να επαναλάβει την αποφασιστική δέσμευση του Ευρωσυστήματος να συμβάλει, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, στη λήψη, εφαρμογή και εκτέλεση μέτρων ενάντια στη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τρομοκρατικές δραστηριότητες.

13. Η παρούσα γνώμη της ΕΚΤ δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Φρανκφούρτη, 22 Νοεμβρίου 2001.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ

Willem F. Duisenberg

(1) ΕΕ C 240 Ε της 28.8.2001, σ. 265 (υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 30.5.2001).

(2) Οδηγία 89/592/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 1989, για το συντονισμό των ρυθμίσεων όσον αφορά τις πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών (ΕΕ L 334 της 18.11.1989, σ. 30).

(3) Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27).

(4) Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων.

(5) Για τον τραπεζικό τομέα, το υπό εξέταση ζήτημα θα ήταν, για παράδειγμα, κατά πόσο οι "υπεύθυνες για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών αγορών" αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 30 παράγραφος 5 πρώτη περίπτωση της κωδικοποιημένης τραπεζικής οδηγίας, ταυτίζονται με τις "διοικητικές αρχές" κατά την έννοια της προτεινόμενης οδηγίας. Όσον αφορά την προτεινόμενη οδηγία, για παράδειγμα, το υπό εξέταση ζήτημα θα ήταν κατά πόσο, για να επιτευχθεί μια τέτοια συνεργασία, θα έπρεπε να τροποποιηθεί η έκταση των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 12 της προτεινόμενης οδηγίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανταλλαγή πληροφοριών με τις "αρμόδιες αρχές".

Top