EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009AB0038

Γνωμη τησ ευρωπαϊκησ κεντρικησ τραπεζασ — της 21ης Απριλίου 2009 — σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας — (CON/2009/38)

OJ C 115, 20.5.2009, p. 1–14 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

20.5.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 115/1


ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 21ης Απριλίου 2009

σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας

(CON/2009/38)

2009/C 115/01

Εισαγωγή και νομική βάση

1.

Στις 17 Δεκεμβρίου 2008 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (1) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός») (2).

2.

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

3.

Η ΕΚΤ επικροτεί τους στόχους του προτεινόμενου κανονισμού (3) και στηρίζει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε πρόσφατα στη σύνοδο των υπουργών οικονομικών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της ομάδας των 20 (G20) της 14ης Μαρτίου 2009 (4), στο πλαίσιο των διεθνώς συντονισμένων πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του κανονιστικού πλαισίου των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι οι κανονιστικές πρωτοβουλίες που αφορούν τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να επιδιώκουν τους ακόλουθους στόχους (5). Πρώτον, το επίπεδο διαφάνειας όσον αφορά την έκδοση αξιολογήσεων και η συνεχής παρακολούθηση αυτών θα πρέπει να βελτιωθούν προκειμένου να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματικότερη σύγκριση κατά την εκτίμηση των αξιολογήσεων που καταρτίζουν οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και να ενισχύεται ο ανταγωνισμός στον τομέα των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας. Δεύτερον, η διαδικασία αξιολόγησης θα πρέπει να πληροί επαρκή πρότυπα ποιότητας και ακεραιότητας. Ειδικότερα, από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, είναι άκρως σημαντικό η διαδικασία αξιολόγησης να μην οδηγεί σε υπερβολική αστάθεια των αξιολογήσεων, πράγμα που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα απότομες αναπροσαρμογές των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και να πλήξει την εμπιστοσύνη της αγοράς. Τρίτον, θα πρέπει να διασφαλίζεται η ακεραιότητα και η ανεξαρτησία των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας είτε με την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων είτε με την κατάλληλη αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο διαφανών κανονιστικών ρυθμίσεων.

Πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού

4.

Ο προτεινόμενος κανονισμός θα ισχύει για τις «αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας οι οποίες προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για κανονιστικούς ή άλλους σκοπούς» από ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα που υπόκεινται σε ρυθμιστικό πλαίσιο (πιστωτικά ιδρύματα, επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών) και οι οποίες κοινοποιούνται δημοσίως ή διανέμονται με την καταβολή συνδρομής (6). Εξάλλου, τα εν λόγω ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν για κανονιστικούς σκοπούς μόνο τις αξιολογήσεις που εκδίδονται από τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν συσταθεί στην Κοινότητα και είναι εγγεγραμμένοι σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό (7).

Η ΕΚΤ, μολονότι υποστηρίζει το ευρύ πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού, διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

Πρώτον, ενώ η φράση «να χρησιμοποιηθούν για κανονιστικούς ή άλλους σκοπούς» είναι ενδεικτική της προτίμησης για ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού, τόσο η αιτιολογική έκθεση του προτεινόμενου κανονισμού όσο και η εκτίμηση του αντικτύπου που καταρτίστηκε από την Επιτροπή συνηγορούν υπέρ μιας στενότερης προσέγγισης, κατά την οποία ο προτεινόμενος κανονισμός καταλαμβάνει μόνο τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς (8). Η Επιτροπή διατείνεται ότι η εν λόγω προσέγγιση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός «[δ]εν απευθύνεται σε όλους τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας αλλά μόνο σε εκείνους των οποίων οι αξιολογήσεις χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς από πιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή εκείνους που έχουν εν δυνάμει μεγάλη επιρροή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.» (9). Πάντως, ο προτεινόμενος κανονισμός κινείται μεταξύ, αφενός, της επιδίωξής του να εισαγάγει «μια κοινή προσέγγιση για την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν στην Κοινότητα» (10) και να διασφαλίσει ότι «όλες οι αξιολογήσεις που χρησιμοποιούνται από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία διέπονται από την κοινοτική νομοθεσία είναι υψηλής ποιότητας και εκδίδονται από οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις» (11) και, αφετέρου, του πιο περιορισμένου σκοπού που προβλέπει την υποχρέωση εγγραφής σε μητρώο μόνον των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν συσταθεί στην Κοινότητα και επιζητούν να διασφαλίσουν ότι οι αξιολογήσεις τους χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην ΕΕ (12). Περαιτέρω, ο προτεινόμενος κανονισμός δεν αποσαφηνίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στις κινητές αξίες για τις οποίες έχει δημοσιευθεί ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (13), και οι οποίες υπόκεινται σε αξιολόγηση με βάση τον παρόντα κανονισμό.

Δεύτερον, οι διατάξεις που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού ορίζουν την έννοια των «κανονιστικών σκοπών» παραπέμποντας κυρίως στο πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας στο πλαίσιο ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, δηλαδή την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (14), κατά την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τις αξιολογήσεις ως αναφορά για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους για λόγους φερεγγυότητας (15). Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η εν λόγω προσέγγιση καλύπτει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν «εν δυνάμει μεγάλη επιρροή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα» (16). Σχετικά, στις 14 Μαρτίου 2009, οι υπουργοί οικονομικών και οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών της ομάδας των 20 συμφώνησαν για μια κανονιστική επίβλεψη, στην οποία περιλαμβάνεται η εγγραφή σε μητρώο όλων των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των οποίων οι αξιολογήσεις χρησιμοποιούνται για κανονιστικούς σκοπούς (17). Ωστόσο, καθώς η έννοια «κανονιστικοί σκοποί» δεν ορίζεται ειδικώς, ούτε προσδιορίζεται εάν εμπίπτουν σε αυτή αναφορές στη δυνατότητα χρήσης αξιολογήσεων στην κοινοτική νομοθεσία (όπως αυτή ενσωματώνεται στην οικεία εθνική νομοθεσία) και στο εθνικό δίκαιο, η ΕΚΤ προτείνει τη διευκρίνιση της εν λόγω έννοιας. Τέλος, ορισμένες διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού, όπως η γενική υποχρέωση των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας να κοινοποιούν «οποιαδήποτε αξιολόγηση» (18), ενδεχομένως δεν συνάδουν με το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού, εάν αυτό περιορίζεται στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που χρησιμοποιούνται μόνο για κανονιστικούς σκοπούς.

Τρίτον, ο προτεινόμενος κανονισμός εφαρμόζεται μόνον στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που διανέμονται με την καταβολή συνδρομής ή κοινοποιούνται δημοσίως. Συμφώνως προς τους κανόνες που διέπουν τους εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (External Credit Assessment Institutions, εφεξής «ECAI») της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (19), προτείνεται να διευκρινιστεί ότι οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας θεωρείται ότι κοινοποιούνται δημοσίως εάν επιτρέπεται σε δυνητικούς χρήστες η επί ίσοις όροις πρόσβαση σε αυτές και καθίσταται δυνατή η ορθή αξιολόγησή τους από το κοινό.

Τέταρτον, οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να βασίζονται σε μεθοδολογίες που συνδυάζουν ποιοτικές και ποσοτικές προσεγγίσεις (20). Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται ότι τα μέσα διαβάθμισης τα οποία διαχειρίζονται τρίτοι φορείς (21) συνήθως βασίζονται αποκλειστικά σε ποσοτικές προσεγγίσεις και δεν λαμβάνουν υπόψη ποιοτικές πληροφορίες, όπως πληροφορίες που προέρχονται από επαφές με τα ανώτατα στελέχη και το επιχειρησιακό προσωπικό της οντότητας που αξιολογείται. Στο πλαίσιο των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (το οποίο περιλαμβάνει την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ (ΕθνΚΤ)), το είδος αυτό αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας τυγχάνει διαφορετικής μεταχείρισης σε σχέση με τις υπόλοιπες πηγές αξιολόγησης, όπως οι ECAI. Επομένως, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ότι αξιολογήσεις που καταρτίζονται από τρίτους φορείς που διαχειρίζονται μέσα διαβάθμισης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

Ειδικές παρατηρήσεις

Αντίκτυπος του προτεινόμενου κανονισμού στις πράξεις των κεντρικών τραπεζών

5.

Οι υπηρεσίες που παρέχουν οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας στο πλαίσιο των καθηκόντων και υποχρεώσεων του Ευρωσυστήματος όσον αφορά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και άλλων πράξεων κεντρικών τραπεζών, όπως είναι οι πράξεις διαχείρισης συναλλαγματικών διαθεσίμων και ιδίων κεφαλαίων, αφορούν άμεσα την ΕΚΤ (22). Το άρθρο 18.1 δεύτερη περίπτωση του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής το «καταστατικό ΕΣΚΤ») προβλέπει ότι η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ μπορούν να διενεργούν πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς, με επαρκή ασφάλεια προκειμένου για δάνεια. Ένα σημαντικό κριτήριο καταλληλότητας για τους σκοπούς της διενέργειας πράξεων νομισματικής πολιτικής έγκειται στο ότι τα περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να πληρούν υψηλά κριτήρια πιστοληπτικής διαβάθμισης, το δε πλαίσιο του Ευρωσυστήματος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας (Eurosystem credit assessment framework, εφεξής «ECAF») ορίζει για το σκοπό αυτόν τις διαδικασίες, τους κανόνες και τις τεχνικές που διασφαλίζουν ότι ικανοποιείται η απαίτηση των υψηλών κριτηρίων πιστοληπτικής διαβάθμισης που θεσπίζει το Ευρωσύστημα. Κατά την αξιολόγηση του κριτηρίου πιστοληπτικής διαβάθμισης των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες πιστοληπτικής αξιολόγησης που παρέχουν τα συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης που εμπίπτουν σε μία από τις ακόλουθες τέσσερεις πηγές: τους ECAI, τα εσωτερικά συστήματα αξιολόγησης των ΕθνΚΤ (in-house credit assessment systems, εφεξής «ICAS») (23), τα εσωτερικά συστήματα διαβάθμισης των ίδιων των αντισυμβαλλομένων ή τα μέσα διαβάθμισης που διατίθενται από τρίτους φορείς (24). Το Ευρωσύστημα διατηρεί το δικαίωμα να καθορίζει αν ορισμένη έκδοση, εκδότης, οφειλέτης ή εγγυητής πληροί τα κριτήρια υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης που το ίδιο θεσπίζει, με βάση οποιαδήποτε πληροφορία ενδέχεται να κρίνει συναφή, μπορεί δε να απορρίπτει περιουσιακά στοιχεία για τους λόγους αυτούς. Προς διασφάλιση της ομοιομορφίας, ακρίβειας και συγκρισιμότητας των τεσσάρων πηγών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που χρησιμοποιούνται στο ECAF, το Ευρωσύστημα έχει διαμορφώσει κριτήρια αποδοχής για κάθε μία από τις εν λόγω πηγές και παρακολουθεί τακτικά τη διεκπεραίωση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας με βάση το κριτήριο αναφοράς του Ευρωσυστήματος σχετικά με τα κριτήρια υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης (25).

Ενόψει των ανωτέρω η ΕΚΤ συστήνει να συμπεριληφθεί σε κάποια αιτιολογική σκέψη η διευκρίνιση ότι οι διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού που εφαρμόζονται στους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας τελούν υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος του Ευρωσυστήματος ή των δικαιωμάτων των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, να καθορίζουν τις διαδικασίες, τους κανόνες και τα κριτήρια που διασφαλίζουν ότι ικανοποιείται η απαίτηση των υψηλών κριτηρίων πιστοληπτικής διαβάθμισης σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής, καθώς και να καθορίζουν, ανάλογα με την περίπτωση, τους όρους χρήσης των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας στο πλαίσιο των πράξεων των κεντρικών τραπεζών.

Εξαιρέσεις όσον αφορά τα εσωτερικά συστήματα αξιολόγησης των ΕθνΚΤ

6.

Ο προτεινόμενος κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από δημόσιους φορείς, των οποίων οι αξιολογήσεις δεν κοινοποιούνται δημοσίως, και τις οποίες δεν πληρώνει η αξιολογούμενη οντότητα (26). Όπως προαναφέρθηκε (27), κατά την αξιολόγηση του κριτηρίου πιστοληπτικής διαβάθμισης των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων, το Ευρωσύστημα λαμβάνει υπόψη αξιολογήσεις προερχόμενες από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των ICAS που διαχειρίζονται ορισμένες ΕθνΚΤ. Τα εν λόγω ICAS έχουν σημασία για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Για παράδειγμα, οι δανειακές απαιτήσεις αποτελούν κύρια πηγή προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που γίνονται αποδεκτά ως ασφάλειες από το Ευρωσύστημα, οι δε οφειλέτες των εν λόγω υποχρεώσεων είναι συχνά μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η αξιολόγηση των οποίων διενεργείται αποκλειστικά από τα εν λόγω ICAS (28). Η ΕΚΤ θεωρεί την υπαγωγή των εν λόγω ICAS στη διαδικασία εγγραφής που προβλέπει ο προτεινόμενος κανονισμός ως μη ενδεδειγμένη από άποψη αναλογικότητας. Εξάλλου, ορισμένες από τις διατάξεις του προτεινόμενου κανονισμού στερούνται συσχετισμού ή καταλληλότητας προκειμένου να ισχύουν για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες. Όσον αφορά τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των ICAS, αυτές i) δεν κοινοποιούνται δημοσίως και ii) δεν πληρώνονται από την αξιολογούμενη οντότητα. Η ΕΚΤ κρίνει συνεπώς σκόπιμο να επεκταθεί η ανωτέρω εξαίρεση από τον προτεινόμενο κανονισμό και στις αξιολογήσης της πιστοληπτικής ικανότητας που καταρτίζονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, προτείνει δε να τροποποιηθεί αναλόγως ο προτεινόμενος κανονισμός.

7.

Η ΕΚΤ συμμερίζεται την άποψη ότι τα εν λόγω συστήματα θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού στις περιπτώσεις που λειτουργούν υπό προϋποθέσεις αντίστοιχες προς τις απαιτήσεις που προβλέπει ο προτεινόμενος κανονισμός, οι οποίες διασφαλίζουν την αναγκαία ακεραιότητα και ανεξαρτησία των εργασιών πιστοληπτικής διαβάθμισης. Στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος για τις πράξεις αγοράς, τα εν λόγω συστήματα υπόκεινται ήδη σε ενδελεχή διαδικασία πιστοποίησης και εκτενή παρακολούθηση των επιδόσεών τους από το Ευρωσύστημα, το οποίο μπορεί να τα αποκλείσει προσωρινά ή οριστικά στις περιπτώσεις που το ίδιο καθορίζει (29). Συνεπώς, η ΕΚΤ είναι της γνώμης ότι η ανωτέρω προϋπόθεση θα πρέπει να θεωρείται ότι πληρούται αυτοδικαίως σε περίπτωση που ορισμένο ICAS έχει πιστοποιηθεί από την ΕΚΤ για τους σκοπούς των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Όσον αφορά τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από εθνικές κεντρικές τράπεζες οι οποίες πληρούν τα δύο ως άνω κριτήρια, αλλά το συγκεκριμένο ICAS δεν έχει υποβληθεί σε αξιολόγηση από την ΕΚΤ, ενδείκνυται η εισαγωγή ορισμένης διαδικασίας ελέγχου της συμμόρφωσης του εν λόγω ICAS με το κριτήριο της «αντιστοιχίας». Η ΕΚΤ προτείνει, στις περιπτώσεις αυτές, να παρέχεται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες η δυνατότητα να ζητούν εξαίρεση από την Επιτροπή, η δε Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των ως άνω κριτηρίων, να διαβουλεύεται με την ΕΚΤ πριν αποφασίσει επί της εξαίρεσης, ούτως ώστε να επωφελείται από την εξειδίκευση της ΕΚΤ στον τομέα αυτόν. Η ΕΚΤ προτείνει την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού και την εισαγωγή αντίστοιχης αιτιολογικής σκέψης, στην οποία να αποτυπώνεται η εν λόγω διαδικασία.

Εποπτεία και εγγραφή των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και αναγνώριση των ECAI

8.

Σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που παρέχονται από τους ECAI για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης (30) και της μεθόδου των διαβαθμίσεων για την τιτλοποίηση (31). Το ζήτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ του καθεστώτος των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας βάσει του προτεινόμενου κανονισμού και της καθιερωμένης διαδικασίας για την αναγνώριση των ECAI βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα μπορούσε να προκαλέσει προβληματισμό και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Ειδικότερα, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η εγγραφή ενός οργανισμού αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον προτεινόμενο κανονισμό αποτελεί προϋπόθεση επιλεξιμότητας αυτού ως ECAI σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Περαιτέρω, η οδηγία 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί καταλλήλως, με βάση τις προτάσεις που έχει διατυπώσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο των σχολίων του Ευρωσυστήματος (32), προκειμένου να αποφεύγεται η επικάλυψη διαδικασιών και η δαπανηρή διπλή πλήρωση προϋποθέσεων και να διασφαλίζεται η νομική συνοχή. Για παράδειγμα, θα πρέπει να θεωρείται ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στον προτεινόμενο κανονισμό πληρούν τις προϋποθέσεις της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της τακτικής επανεξέτασης, της διαφάνειας και της δημοσιοποίησης όσον αφορά τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας (33).

9.

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μια αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του κανονισμού (34). Σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, οι εθνικές αρχές τραπεζικής εποπτείας διατηρούν την αρμοδιότητα να αναγνωρίζουν οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας ως ECAI σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στην οδηγία (35). Εάν, όπως προτείνεται στην έκθεση της ομάδας de Larosière (36), η ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (ΕΡΑΑΚΑ) ή οι αρχές που ορίζονται από τον προτεινόμενο κανονισμό αναλαμβάνουν την ευθύνη εγγραφής και επίβλεψης των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, θα πρέπει να ζητούν τη γνώμη των οικείων αρχών τραπεζικής εποπτείας σχετικά με την εγγραφή και την εποπτεία καθώς και με την πιθανή επιβολή κυρώσεων. Κατά την αναθεώρηση της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ο κοινοτικός νομοθέτης θα μπορούσε να σταθμίσει, με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί στο πλαίσιο των ECAI (37), εάν κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω απλοποίηση των μηχανισμών αναγνώρισης των ανωτέρω οργανισμών, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές συνεργίες με το πλαίσιο εγγραφής και επιτήρησης των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που προβλέπει ο προτεινόμενος κανονισμός.

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ανταλλαγή πληροφοριών

10.

Ο προτεινόμενος κανονισμός θεσπίζει ένα πλαίσιο για την εγγραφή και την επιτήρηση των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας το οποίο εδράζεται στη στενή συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι ο ρόλος της ΕΡΑΑΚΑ περιορίζεται στην παροχή συμβουλών στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης i) όσον αφορά σχέδια αποφάσεων έγκρισης ή άρνησης της εγγραφής (38) και ii) στις περιπτώσεις που προβλέπει ο προτεινόμενος κανονισμός (39) ή σε περίπτωση που οι αρχές προτίθενται να λάβουν εποπτικά μέτρα (40). Εν προκειμένω, η ΕΚΤ σημειώνει τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται στην έκθεση της ομάδας de Larosière, σύμφωνα με την οποία η διαδικασία αδειοδότησης και επίβλεψης που προβλέπεται στην παρούσα πρόταση είναι υπερβολικά επαχθής, ο δε καταμερισμός των εργασιών μεταξύ των αρχών προέλευσης και υποδοχής, ειδικότερα, ενέχει τον κίνδυνο να υστερεί σε αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα (41). Επιπλέον, η έκθεση της ομάδας de Larosière προτείνει να ανατεθεί η αρμοδιότητα αδειοδότησης και άμεσης εποπτείας των οργανισμών που δραστηριοποιούνται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, στην αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία θα αντικαταστήσει την ΕΡΑΑΚΑ. Παρόλο που το Ευρωσύστημα έχει ήδη εκφράσει την υποστήριξή του σχετικά με την ανάθεση συντονιστικού ρόλου στην ΕΡΑΑΚΑ (42), ο ρόλος της εν λόγω επιτροπής όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας ενδεχομένως χρήζει περαιτέρω αναθεώρησης υπό το φως της επικείμενης εφαρμογής των συστάσεων της ομάδας de Larosière (43).

11.

Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι τυχόν συντονιστικά μέτρα που θεσπίζονται για τη ρύθμιση και την εποπτεία των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή του Ευρωσυστήματος σε αυτά σε ικανοποιητικό βαθμό, λαμβανομένου υπόψη του έντονου ενδιαφέροντος του τελευταίου όσον αφορά τη διεκπεραίωση των πράξεων των κεντρικών τραπεζών, αλλά και από την άποψη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ενόψει των ανωτέρω, προτείνεται η εισαγωγή στον προτεινόμενο κανονισμό ρυθμίσεων με πεδίο εφαρμογής αντίστοιχο με εκείνων που έχουν συμπεριληφθεί στο κοινοτικό πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ (44). Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ εισηγείται σχετική τροποποίηση σε ευθυγράμμιση με τη σύσταση που παραθέτει στη γνώμη CON/2009/17 (45). Επιπλέον, η ΕΚΤ επικροτεί την εισαγωγή της υποχρέωσης διαβούλευσης με την ΕΡΑΑΚΑ και με την επιτροπή ευρωπαϊκών τραπεζικών εποπτικών φορέων, καθώς και με την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, πριν από τη δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών για τις αρμόδιες εθνικές αρχές (46).

Απαλλαγές των τοπικών οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας

12.

Όπως σημειώνεται στα σχόλια του Ευρωσυστήματος, θα μπορούσε στο πλαίσιο του προτεινόμενου κανονισμού να εξεταστεί μια εναλλακτική και όχι τόσο αυστηρή αντιμετώπιση των τοπικών οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με εταιρικές εκδόσεις· παρατηρείται επίσης ότι η απαλλαγή των εν λόγω οργανισμών από ορισμένες απαιτήσεις θα επέτρεπε κάποια ευελιξία και θα συνέβαλλε στη διατήρηση της ποικιλομορφίας του πληθυσμού των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, διασφαλίζοντας ποικιλία απόψεων (47). Σε περίπτωση εξέτασης του ενδεχομένου χορήγησης απαλλαγής για τους μικρότερους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης, θα ήταν απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι μεγαλύτεροι οργανισμοί δεν θα την εκμεταλλεύονταν προβαίνοντας σε διαμελισμό των δραστηριοτήτων τους. Η ΕΚΤ υποστηρίζει επίσης μια αξιολόγηση του αντικτύπου της εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού σε επίπεδο συγκέντρωσης της αγοράς των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (48).

Δημιουργία κεντρικής βιβλιοθήκης από την ΕΡΑΑΚΑ

13.

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να καθιστούν διαθέσιμες, σε μια κεντρική βιβλιοθήκη την οποία δημιουργεί η ΕΡΑΑΚΑ, πληροφορίες «σχετικά με τα ιστορικά δεδομένα των επιδόσεών τους και σχετικά με παλαιότερες δραστηριότητες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας» (49). Η ΕΚΤ είναι διατεθειμένη να συνδράμει την Επιτροπή και την ΕΡΑΑΚΑ στη δημιουργία της βιβλιοθήκης αυτής, η οποία θα είναι συναφής με την εκπλήρωση των δραστηριοτήτων της ΕΡΑΑΚΑ. Θα πρέπει να επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ του επιπέδου πληροφόρησης που απαιτείται για την ικανοποίηση των αναγκών των χρηστών και του κόστους συμμόρφωσης των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.

Η ΕΚΤ διατυπώνει επίσης τις ακόλουθες συστάσεις. Πρώτον, για λόγους σαφήνειας, θα ήταν σκόπιμο να τεθούν σε δύο διαφορετικά άρθρα του προτεινόμενου κανονισμού: (i) οι διατάξεις που αφορούν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που υπέχουν οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και (ii) οι διατάξεις σχετικά με την ίδρυση κεντρικής βιβλιοθήκης από την ΕΡΑΑΚΑ, καθώς και τη φύση των δεδομένων και των πληροφοριών που θα περιέχει η εν λόγω βιβλιοθήκη. Δεύτερον, κρίνεται επιθυμητό να διευκρινιστεί περαιτέρω το είδος των στοιχείων και πληροφοριών που θα διατίθενται στη βιβλιοθήκη. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι εν λόγω πληροφορίες θα περιλαμβάνουν «στοιχεία για τα ιστορικά αθέτησης των υποχρεώσεων των κατηγοριών αξιολόγησης» (50). Τρίτον, η συλλογή των εν λόγω πληροφοριών από την ΕΡΑΑΚΑ, οι συνθήκες αποθήκευσής τους, οι ρυθμίσεις για τη διαχείριση της βιβλιοθήκης και την πρόσβαση σε αυτή, καθώς και τυχόν μελλοντικές αλλαγές των απαιτήσεων που αφορούν τη βιβλιοθήκη και τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την εισαγωγή πιο λεπτομερών διατάξεων ή την επέκταση της χρήσης της επιτροπολογίας στον προτεινόμενο κανονισμό προκειμένου να καταστεί δυνατή η υιοθέτηση τεχνικών μέτρων για τον προσδιορισμό των αρχών που θα διέπουν την οργάνωση και λειτουργία της βιβλιοθήκης. Η ΕΡΑΑΚΑ θα πρέπει επίσης να εξετάσει πιθανές συνεργίες με άλλες πρωτοβουλίες. Τέταρτον, η βιβλιοθήκη θα πρέπει να διασφαλίζει ότι «διατίθενται συναφή και τυποποιημένα στοιχεία για τις επιδόσεις των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας ώστε οι συμμετέχοντες στις αγορές να μπορούν να κάνουν συγκρίσεις για ολόκληρο τον κλάδο» (51). Η ΕΚΤ συστήνει να ανατεθεί στην ΕΡΑΑΚΑ η κατάρτιση στατιστικών για την παρακολούθηση του ιστορικού των επιδόσεων των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και η περιοδική δημοσίευση των διαπιστώσεών της. Η ΕΚΤ προτείνει επίσης τη διάρθρωση και αποθήκευση των ανωτέρω στοιχείων σε συγκρίσιμη μορφή προκειμένου να προσδιορίζονται οι τίτλοι και οι αξιολογήσεις τους, σε επίπεδο μέσου και εκδότη, με βάση τον διεθνή κωδικό αναγνώρισης τίτλων (ISIN) για τους τίτλους και έναν τυποποιημένο κωδικό αναγνώρισης για τους εκδότες. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι επενδυτές είναι σε θέση να αξιολογούν αποτελεσματικότερα τους πιστωτικούς κινδύνους που ενέχουν τα χαρτοφυλάκιά τους, θα πρέπει δηλαδή αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να συνάγουν τα συμπεράσματά τους σχετικά με τις στατιστικές αλληλεξαρτήσεις, π.χ. συσχετισμούς, μεταξύ των κατηγοριών αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας σε σχέση με τα διάφορα είδη αξιολογούμενων οντοτήτων ή μέσων.

Συμπληρωματικά σχόλια νομικής και τεχνικής φύσης

14.

Στον προτεινόμενο κανονισμό ως «κατηγορία αξιολογήσεων» νοείται ένα «σύμβολο αξιολόγησης που χρησιμοποιείται για την αναγνώριση διαφορετικών αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας για κάθε κατηγορία αξιολόγησης, με σκοπό τη διάκριση των διαφορετικών χαρακτηριστικών κινδύνου των διαφόρων τύπων αξιολογούμενων οντοτήτων, εκδοτών και χρηματοπιστωτικών μέσων» (52). Επιπλέον, ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να παρέχει την «κατηγορία αξιολογήσεων στην οποία […] ζητά να εγγραφεί» (53). Οι ανωτέρω διατάξεις θα μπορούσαν να απλοποιηθούν, όπως προτείνεται στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

15.

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να παρακολουθεί τις αξιολογήσεις και να τις επανεξετάζει «εφόσον απαιτείται» (54). Ο καθορισμός της ελάχιστης συχνότητας επανεξέτασης των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας θα ενίσχυε τη δέσμευση και την υποχρέωση των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας να παρακολουθούν τακτικά και αποτελεσματικά όλες τις αξιολογήσεις που έχουν εκδώσει. Η ΕΚΤ συστήνει συνεπώς η εν λόγω επανεξέταση να πραγματοποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει επίσης ότι, μετά από τυχόν τροποποιήσεις των μεθοδολογιών αξιολόγησης, ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας «επαναξιολογεί όλες τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που βασίστηκαν στις εν λόγω μεθοδολογίες, μοντέλα ή παραδοχές» (55). Η ΕΚΤ προτείνει να διευκρινιστεί ότι η ως άνω απαίτηση ισχύει μόνο για τις εν χρήσει αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας.

16.

Τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο όσον αφορά την ανεξαρτησία και την ποιότητα των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας. Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι τα εν λόγω μη εκτελεστικά μέλη θα πρέπει να έχουν το ιδιαίτερο καθήκον να διασφαλίζουν την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων και να παρακολουθούν τις διαδικασίες συμμόρφωσης και διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας επανεξέτασης (56). Η λειτουργία επανεξέτασης συνίσταται στην περιοδική επανεξέταση των μεθοδολογιών και μοντέλων που χρησιμοποιεί ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και των σημαντικών αλλαγών στις εν λόγω μεθοδολογίες, καθώς και της καταλληλότητάς τους για την αξιολόγηση νέων χρηματοπιστωτικών μέσων (57). Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας των εν λόγω καθηκόντων, η ΕΚΤ συστήνει οι αιτήσεις εγγραφής να περιλαμβάνουν πληροφορίες για τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού η εποπτικού συμβουλίου (58).

17.

Σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό, ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να φυλάσσει τα αρχεία που περιγράφουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του συγκεκριμένου οργανισμού και της αξιολογούμενης οντότητας «τουλάχιστον όσο διαρκεί η σχέση με την εν λόγω αξιολογούμενη οντότητα» (59). Η ΕΚΤ προτείνει τη διατήρηση της υποχρέωσης αυτής για δύο τουλάχιστον χρόνια μετά τη λήξη της σχέσης, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η αναδρομική εξέταση, εφόσον ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές (60).

18.

Θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά πόσο οι κανόνες του προτεινόμενου κανονισμού οι οποίοι απαγορεύουν σε εργαζόμενους που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία αξιολόγησης να προσλαμβάνονται από αξιολογούμενες οντότητες είναι αρκετά αυστηροί ώστε να προλαμβάνουν ή να περιορίζουν τέτοιου είδους πρακτικές. Προτείνεται, συνεπώς, οι εργαζόμενοι που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας να μην αναλαμβάνουν σημαντικές διοικητικές θέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα προτού περάσουν 18 (και όχι έξι) μήνες από την έκδοση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (61).

19.

Η αναφορά στο όρο «έκδοση δανείου» θα πρέπει να αντικατασταθεί με αναφορά στον όρο «χρηματοπιστωτικό μέσο» (62).

20.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, στην έκθεση διαφάνειας που καταρτίζει, πρέπει να καθιστά διαθέσιμα σε ετήσια βάση οικονομικά στοιχεία σχετικά με τα έσοδά του, κατανεμημένα σε αμοιβές από τις υπηρεσίες αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητες και τις λοιπές υπηρεσίες, με αναλυτική περιγραφή κάθε κατηγορίας (63). Στο μέτρο που οι εν λόγω «λοιπές υπηρεσίες» συνιστούν «συναφείς» υπηρεσίες, θα πρέπει να γίνεται σχετική μνεία στον προτεινόμενο κανονισμό (64).

Προτάσεις διατύπωσης

Σε περίπτωση που οι ως άνω υποδείξεις της ΕΚΤ οδηγήσουν σε τροποποιήσεις του σχεδίου κανονισμού, το παράρτημα περιέχει σχετικές προτάσεις διατύπωσης.

Φρανκφούρτη, 21 Απριλίου 2009

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  COM(2008) 704 τελικό, 12 Νοεμβρίου 2008. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο www.eur-lex.europa.eu

(2)  Η παρούσα γνώμη βασίζεται στο κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 2008, σε σχέση με το οποίο ζητήθηκε επίσημα η γνώμη της ΕΚΤ. Ο προτεινόμενος κανονισμός τροποποιήθηκε περαιτέρω στο πλαίσιο της επεξεργασίας του από την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου.

(3)  Η ΕΚΤ σημειώνει ότι ο προτεινόμενος κανονισμός στηρίζεται στο άρθρο 95 της Συνθήκης και όχι στο άρθρο 47 παράγραφος 2, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση των οδηγιών.

(4)  Βλ. δελτίο τύπου με τίτλο «Meeting of Finance Ministers and Central Bank Governors, United Kingdom, 14 March 2009» (Σύνοδος των υπουργών οικονομικών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών, Ηνωμένο Βασίλειο, 14 Μαρτίου 2009), το οποίο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο www.g20.org

(5)  Βλ. σχόλια του Ευρωσυστήματος στη δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο οδηγίας/κανονισμού της Επιτροπής σχετικά με τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, Σεπτέμβριος 2008 (εφεξής τα «σχόλια του Ευρωσυστήματος»). Το έγγραφο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(6)  Άρθρο 2 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού.

(7)  Άρθρο 4 πρώτη παράγραφος του προτεινόμενου κανονισμού.

(8)  Η χρήση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας για άλλους σκοπούς πέραν των κανονιστικών προβλέπεται ήδη στον προτεινόμενο κανονισμό (βλ. άρθρο 4, δεύτερη παράγραφος, του προτεινόμενου κανονισμού).

(9)  Βλ. παράγραφο 2.2 της αιτιολογικής έκθεσης. Αυτό επιβεβαιώνεται και στην παράγραφο 5.2.4 του συνοδευτικού στον προτεινόμενο κανονισμό εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (εκτίμηση αντικτύπου), SEC(2008) 2745, 12 Νοεμβρίου 2008. Το έγγραφο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής (www.ec.europa.eu).

(10)  Άρθρο 1. Η αιτιολογική σκέψη 28, δεύτερη πρόταση, του προτεινόμενου κανονισμού αναφέρεται στην απαίτηση σύμφωνα με την οποία οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα μέσα για να διασφαλίζουν ότι «οι αξιολογήσεις που προορίζονται για χρήση στην Κοινότητα εκδίδονται σύμφωνα» με τον προτεινόμενο κανονισμό.

(11)  Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 2, 6 και 38 του προτεινόμενου κανονισμού.

(12)  Βλ. άρθρο 12 παράγραφο 1 και αιτιολογική σκέψη 21 του προτεινόμενου κανονισμού.

(13)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(14)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(15)  Βλ. παράγραφο 1.1 της εκτίμησης αντικτύπου και αιτιολογική σκέψη 1 του προτεινόμενου κανονισμού.

(16)  Βλ. παράγραφο 2.2 της αιτιολογικής έκθεσης.

(17)  Βλ. υποσημείωση 4 της παρούσας γνώμης.

(18)  Άρθρο 8 παράγραφος 1 του προτεινόμενου κανονισμού.

(19)  Παράρτημα VI, μέρος 2.

(20)  Βλ. σχετικά την οδηγία 2006/48/ΕΚ (παράρτημα VI, μέρος 2), η οποία προβλέπει ότι, για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ποιοτικούς και ποσοτικούς παράγοντες.

(21)  Βλ. παράγραφο 5 της παρούσας γνώμης και παράγραφο 6.3.1 του παραρτήματος Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7 της 31ης Αυγούστου 2000 σχετικά με τα μέσα και τις διαδικασίες νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΕ L 310 της 11.12.2000, σ. 1) (βλ. το ανεπίσημο κωδικοποιημένο κείμενο της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu)).

(22)  Βλ. σχόλια του Ευρωσυστήματος, σ. 2.

(23)  Όσον αφορά τα ICAS, βλ. και παραγράφους 6 και 7 της παρούσας γνώμης.

(24)  Βλ. ενότητα 6.3.1 του παραρτήματος Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7.

(25)  Βλ. ενότητα 6.3.1 του παραρτήματος Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7.

(26)  Άρθρο 2 παράγραφος 2 του προτεινόμενου κανονισμού.

(27)  Βλ. παράγραφο 5 της παρούσας γνώμης.

(28)  Βλ. «Ενιαίος κατάλογος του πλαισίου του Ευρωσυστήματος που διέπει τη σύσταση ασφαλειών», Μηνιαίο δελτίο της ΕΚΤ, Μάιος 2006, σσ. 83-98 και σχόλια του Ευρωσυστήματος, σ. 9.

(29)  Βλ. ενότητα 6.3.4 του παραρτήματος Ι της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2000/7.

(30)  Άρθρα 78 έως 83 και παράρτημα VI.

(31)  Άρθρα 94 έως 101 και παράρτημα IX.

(32)  Βλ. σελ 5.

(33)  Βλ. ιδίως τα άρθρα 81 και 97 και το παράρτημα VI, μέρος 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(34)  Άρθρο 19 παράγραφος 1.

(35)  Σύμφωνα με το άρθρο 81, ένας ECAI που παρέχει εξωτερική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί να αναγνωρισθεί από τις αρμόδιες αρχές ως επιλέξιμος για τους σκοπούς του προσδιορισμού του συντελεστή στάθμισης ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος. Ένας ΕCAI που έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, μπορεί να αναγνωριστεί και από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ως επιλέξιμος χωρίς να προβούν αυτές σε δική τους αξιολόγηση.

(36)  Βλ. έκθεση της 25ης Φεβρουαρίου 2009 της ομάδας υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του Jacques de Larosière σχετικά με την χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ (εφεξής «έκθεση της ομάδας de Larosière»), παράγραφος 67 (το έγγραφο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο www.europa.eu).

(37)  Βλ. τις κατευθυντήριες γραμμές της 20ής Ιανουαρίου 2006 της επιτροπής ευρωπαϊκών τραπεζικών εποπτικών φορέων (CEBS) σχετικά με την αναγνώριση των εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης, διαθέσιμες στο δικτυακό τόπο της CEBS (www.c-ebs.org).

(38)  Βλ. άρθρο 15 του προτεινόμενου κανονισμού.

(39)  Βλ. άρθρο 18 του προτεινόμενου κανονισμού.

(40)  Βλ. άρθρα 21 και 22 του προτεινόμενου κανονισμού.

(41)  Βλ. έκθεση της ομάδας de Larosière, παράγραφο 67.

(42)  Βλ. σχόλια του Ευρωσυστήματος, σ. 5.

(43)  Στην έκθεση της ομάδας de Larosière προτείνεται να ανατεθεί στην ΕΡΑΑΚΑ η αρμοδιότητα αδειοδότησης των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας στην ΕΕ, η παρακολούθηση των επιδόσεών τους και, στο πλαίσιο αυτό, η επιβολή αλλαγών (παράγραφος 67).

(44)  Βλ. υποβληθείσα από την Επιτροπή πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων, COM(2008) 602 τελικό, 1 Οκτωβρίου 2008. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο www.eur-lex.europa.eu.

(45)  Γνώμη CON/2009/17 της ΕΚΤ της 5ης Μαρτίου 2009 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση κρίσεων. Βλ. παραγράφους 13 και 14 της γνώμης και προτεινόμενη τροποποίηση 5.

(46)  Βλ. άρθρο 18 του προτεινόμενου κανονισμού.

(47)  Βλ. σχόλια του Ευρωσυστήματος, σ. 4.

(48)  Αυτό θα απαιτούσε τροποποίηση του άρθρου 34 του προτεινόμενου κανονισμού.

(49)  Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, του προτεινόμενου κανονισμού.

(50)  Σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό, οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να κοινοποιούν τα εν λόγω στοιχεία κάθε έξι μήνες, ενώ οφείλουν να κοινοποιούν και κατά πόσον τα ποσοστά αθέτησης των υποχρεώσεων των εν λόγω κατηγοριών μεταβάλλονται με το χρόνο (παράρτημα Ι, ενότητα Ε, μέρος ΙΙ, σημείο 1 του προτεινόμενου κανονισμού).

(51)  Παράγραφος 2.5.4 της αιτιολογικής έκθεσης.

(52)  Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στ). Βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 24, τελευταία πρόταση του προτεινόμενου κανονισμού, όπου γίνεται αναφορά σε «μια υποεπιτροπή που θα ειδικεύεται στον τομέα των αξιολογήσεων για κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων τις οποίες αξιολογούν οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας».

(53)  Βλ. παράρτημα ΙΙ, σημείο 4 του προτεινόμενου κανονισμού.

(54)  Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 4.

(55)  Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο γ).

(56)  Βλ. παράρτημα Ι, ενότητα Α, σημείο 2, πέμπτο εδάφιο.

(57)  Βλ. παράρτημα Ι, ενότητα Α, σημείο 7, πρώτο εδάφιο του προτεινόμενου κανονισμού.

(58)  Βλ. παράρτημα ΙΙ του προτεινόμενου κανονισμού.

(59)  Βλ παράρτημα Ι, ενότητα Β, σημείο 9.

(60)  Πρβλ. παράρτημα Ι, ενότητα Β, σημείο 8 του προτεινόμενου κανονισμού.

(61)  Βλ. παράρτημα Ι, ενότητα Γ, σημεία 6 και 7 του προτεινόμενου κανονισμού.

(62)  Βλ. παράρτημα Ι, ενότητα Ε, μέρος ΙΙ, σημείο 2, τελευταίο εδάφιο.

(63)  Βλ. παράρτημα Ι, ενότητα Ε, μέρος ΙΙΙ, σημείο 7 του προτεινόμενου κανονισμού.

(64)  Βλ παράρτημα Ι, ενότητα Β, σημείο 4.


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ

Προτάσεισ διατύπωσησ

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή (1)

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (2)

Τροποποίηση 1

Νέα αιτιολογική σκέψη 2α

«Επί του παρόντος δεν υπάρχει διάταξη»

«Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει με κανέναν τρόπο να θίγει το δικαίωμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ (εφεξής το «Ευρωσύστημα») ή τα δικαιώματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, να καθορίζουν τις διαδικασίες, τους κανόνες και τα κριτήρια που διασφαλίζουν ότι ικανοποιείται η απαίτηση των υψηλών κριτηρίων πιστοληπτικής διαβάθμισης σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής και να προσδιορίζουν κατά περίπτωση τους όρους χρήσης των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας στο πλαίσιο των πράξεων των κεντρικών τραπεζών.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 5 της γνώμης

Τροποποίηση 2

Νέα αιτιολογική σκέψη 2β

«Επί του παρόντος δεν υπάρχει διάταξη»

«Τα εσωτερικά συστήματα αξιολόγησης των εθνικών κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ μπορούν να εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, υπό την προϋπόθεση ότι οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που καταρτίζουν πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Η πιστοποίηση των εν λόγω συστημάτων από την ΕΚΤ για τους σκοπούς της διενέργειας πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα πρέπει να αποτελεί εγγύηση ότι αυτά πληρούν προϋποθέσεις αντίστοιχες προς τις απαιτήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός, οι οποίες διασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των οικείων δραστηριοτήτων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Σε λοιπές περιπτώσεις, την εξαίρεση θα πρέπει να ζητούν από την Επιτροπή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ. Η απόφαση της Επιτροπής θα πρέπει να λαμβάνεται κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΚΤ, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των κριτηρίων εξαίρεσης.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παραγράφους 6 και 7 της γνώμης

Τροποποίηση 3

Άρθρο 2

«2.

Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για τις ιδιωτικές αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, ούτε ισχύει για τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από δημόσιους φορείς των οποίων οι αξιολογήσεις δεν κοινοποιούνται δημοσίως και τις οποίες δεν πληρώνει η αξιολογούμενη οντότητα.».

«2.

Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για καμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

τις ιδιωτικές αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, ούτε ισχύει για τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από δημόσιους φορείς των οποίων οι αξιολογήσεις δεν κοινοποιούνται δημοσίως και τις οποίες δεν πληρώνει η αξιολογούμενη οντότητα. που καταρτίζονται κατόπιν ατομικής αίτησης και παρέχονται αποκλειστικά στους αιτούντες, και οι οποίες δεν προορίζονται για δημόσια κοινοποίηση ή για διανομή βάσει σχετικής εγγραφής· ή

β)

τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες και πληρούν αθροιστικά τους ακόλουθους όρους:

i)

η αξιολογούμενη οντότητα δεν πληρώνει για αυτές·

ii)

δεν κοινοποιούνται δημοσίως·

iii)

εκδίδονται υπό προϋποθέσεις αντίστοιχες προς τις απαιτήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός, οι οποίες διασφαλίζουν την απαιτούμενη ακεραιότητα και ανεξαρτησία των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας· τα ανωτέρω εξασφαλίζονται εφόσον οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας καταρτίζονται από το εσωτερικό σύστημα αξιολόγησης μίας εθνικής κεντρικής τράπεζας, το οποίο έχει πιστοποιηθεί από την ΕΚΤ για τους σκοπούς της διενέργειας πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και έχει καταχωρηθεί στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

3.

Όταν μία εθνική κεντρική τράπεζα του ΕΣΚΤ εκδίδει μία αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας που πληροί τα κριτήρια που προβλέπει η παράγραφος 2 στοιχείο β), αλλά το οικείο εσωτερικό σύστημα αξιολόγησης δεν έχει πιστοποιηθεί από την ΕΚΤ, υποβάλλει αίτημα εξαίρεσης από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στην Επιτροπή. Προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο β), η Επιτροπή θα πρέπει να διαβουλεύεται με την ΕΚΤ πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

Η Επιτροπή δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο τον κατάλογο των κεντρικών τραπεζών που απολαύουν της εξαίρεσης.

4.

Όταν ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας επιθυμεί να αποτελεί επιλέξιμο εξωτερικό οργανισμό αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας κατά την έννοια της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, θα πρέπει να υποβάλλεται σε διαδικασία εγγραφής σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εκτός αν εκδίδει αποκλειστικά τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

5.

Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας θεωρείται ότι κοινοποιούνται δημοσίως, εφόσον παρέχουν πρόσβαση επί ίσοις όροις σε δυνητικούς χρήστες και επιτρέπουν ορθή αξιολόγηση από το κοινό.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παραγράφους 4, 6, 7 και 8 της γνώμης

Τροποποίηση 4

Άρθρο 3 παράγραφος 1

«στ)

ως “κατηγορία αξιολογήσεων” νοείται ένα σύμβολο αξιολόγησης που χρησιμοποιείται για την αναγνώριση διαφορετικών αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας για κάθε κατηγορία αξιολόγησης, με σκοπό τη διάκριση των διαφορετικών χαρακτηριστικών κινδύνου των διαφόρων τύπων αξιολογούμενων οντοτήτων, εκδοτών και χρηματοπιστωτικών μέσων,»

«στ)

ως “κατηγορία αξιολογήσεων” νοείται ένα σύμβολο αξιολόγησης ένας δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση, στο πλαίσιο ενός συστήματος αξιολόγησης που καθορίζεται από τον οργανισμό αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και για κάθε τύπο αξιολογούμενης οντότητας, εκδότη ή μέσου, την αναγνώριση διαφορετικών αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας για κάθε κατηγορία αξιολόγησης, με σκοπό τη διάκριση των διαφορετικών χαρακτηριστικών κινδύνου των διαφόρων τύπων αξιολογούμενων οντοτήτων, εκδοτών και χρηματοπιστωτικών μέσων, της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που αντιστοιχεί στα οικεία χαρακτηριστικά κινδύνου της αξιολογούμενης οντότητας, εκδότη ή μέσου και απεικονίζεται μέσω συμβόλων, αριθμών ή άλλων χαρακτήρων·»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 14 της γνώμης

Τροποποίηση 5

Άρθρο 7

«Μεθοδολογίες αξιολόγησης

1.

Ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί στο κοινό τις μεθοδολογίες, τα μοντέλα και τις βασικές παραδοχές αξιολόγησης που χρησιμοποιεί στη διαδικασία αξιολόγησης.

4.

Ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας παρακολουθεί τις αξιολογήσεις και επανεξετάζει τις δικές τους αξιολογήσεις εφόσον απαιτείται. Ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει εσωτερικές διαδικασίες για την παρακολούθηση της επίδρασης που έχουν οι αλλαγές στις συνθήκες των μακροοικονομικών ή χρηματοπιστωτικών αγορών στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας.

5.

Όταν οι μεθοδολογίες, τα μοντέλα ή οι βασικές παραδοχές αξιολόγησης τροποποιούνται, ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας:

...

γ)

επαναξιολογεί όλες τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που βασίστηκαν στις εν λόγω μεθοδολογίες, μοντέλα ή παραδοχές.»

«Μεθοδολογίες αξιολόγησης

1.

Ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας κοινοποιεί στο κοινό τις μεθοδολογίες, τα μοντέλα και τις βασικές παραδοχές αξιολόγησης που χρησιμοποιεί στη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και τους ποιοτικούς και ποσοτικούς παράγοντες επί των οποίων βασίζονται οι εν λόγω μεθοδολογίες.

4.

Ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας παρακολουθεί τις αξιολογήσεις και επανεξετάζει τις δικές τους αξιολογήσεις εφόσον απαιτείται. Η ανωτέρω επανεξέταση πραγματοποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας θεσπίζει εσωτερικές διαδικασίες για την παρακολούθηση της επίδρασης που έχουν οι αλλαγές στις συνθήκες των μακροοικονομικών ή χρηματοπιστωτικών αγορών στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας.

5.

Όταν οι μεθοδολογίες, τα μοντέλα ή οι βασικές παραδοχές αξιολόγησης τροποποιούνται, ένας οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας:

...

γ)

επαναξιολογεί όλες τις εν χρήσει αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που βασίστηκαν στις εν λόγω μεθοδολογίες, μοντέλα ή παραδοχές.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παραγράφους 4 και 15 της γνώμης

Τροποποίηση 6

Άρθρο 9 παράγραφος 2

«2.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας καθιστούν διαθέσιμες, σε μια κεντρική βιβλιοθήκη που δημιουργεί η ΕΡΑΑΚΑ, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιστορικά δεδομένα των επιδόσεών τους και σχετικά με παλαιότερες δραστηριότητες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Η εν λόγω βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή στο κοινό.»

«2.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας καθιστούν διαθέσιμες, σε μια κεντρική βιβλιοθήκη που δημιουργεί η ΕΡΑΑΚΑ, τις πληροφορίες σχετικά με τα ιστορικά δεδομένα των επιδόσεών τους και σχετικά με παλαιότερες δραστηριότητες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Η εν λόγω βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή στο κοινό

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 13 της γνώμης

Τροποποίηση 7

Νέο άρθρο 9α

«Επί του παρόντος δεν υπάρχει διάταξη»

«Κεντρική βιβλιοθήκη της ΕΡΑΑΚΑ

1.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας καθιστούν διαθέσιμες στην κεντρική βιβλιοθήκη που δημιουργεί η ΕΡΑΑΚΑ τις πληροφορίες σχετικά με τα ιστορικά δεδομένα των επιδόσεών τους (συμπεριλαμβανομένων δεδομένων σχετικά με τα ιστορικά ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων των κατηγοριών αξιολόγησης) και σχετικά με παλαιότερες δραστηριότητες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.

2.

Η εν λόγω βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή στο κοινό.

3.

Προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή υιοθετεί μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3.

Ειδικότερα, η Επιτροπή καθορίζει:

το είδος των δεδομένων και των πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες στην κεντρική βιβλιοθήκη,

τις χρονικές περιόδους που αφορούν τα εν λόγω δεδομένα και οι πληροφορίες για το ιστορικό των επιδόσεων,

τα χρονικά όρια εντός των οποίων καθίστανται διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες,

τους όρους σύμφωνα με τους οποίους αποθηκεύονται τα εν λόγω δεδομένα και οι πληροφορίες,

τη μορφή υπό την οποία διαβιβάζονται και παρουσιάζονται τα εν λόγω δεδομένα και οι πληροφορίες,

τις ρυθμίσεις σε σχέση με τη διαχείριση της βιβλιοθήκης,

τους όρους πρόσβασης στο σύστημα.

4.

Με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην κεντρική βιβλιοθήκη, η ΕΡΑΑΚΑ καταρτίζει στατιστικά στοιχεία για την παρακολούθηση των ιστορικών επιδόσεων των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Τα στατιστικά στοιχεία που καταρτίζει η ΕΡΑΑΚΑ δημοσιεύονται σε περιοδική βάση.

5.

Η ΕΡΑΑΚΑ λαμβάνει υπόψη πιθανές συνεργίες με άλλες αντίστοιχες πρωτοβουλίες.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 13 της γνώμης

Τροποποίηση 8

Άρθρο 18 παράγραφος 2

«2.

Μέχρι το (εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κανονισμού) η ΕΡΑΑΚΑ πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με:»

«2.

Μέχρι το (εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κανονισμού) και αφού προηγηθεί διαβούλευση με την επιτροπή ευρωπαϊκών τραπεζικών εποπτικών φορέων και την επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων, η ΕΡΑΑΚΑ πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με:»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 11 της γνώμης

Τροποποίηση 9

Νέο άρθρο 23α

«Επί του παρόντος δεν υπάρχει διάταξη»

«Ανταλλαγή πληροφοριών

1.

Οι αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ανταλλάσσουν μεταξύ τους όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαβιβάζουν πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, όταν οι εν λόγω πληροφορίες άπτονται της άσκησης των αντίστοιχων καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης της νομισματικής πολιτικής, της επίβλεψης των συστημάτων πληρωμών, συμψηφισμού και διακανονισμού χρεογράφων και της διαφύλαξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να παρακωλύονται στη διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές σχετικών πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, όπως προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 11 της γνώμης

Τροποποίηση 10

Νέο άρθρο 33 παράγραφος 3

«Επί του παρόντος δεν υπάρχει διάταξη»

«3.

Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα εφαρμογής που υιοθετούνται σύμφωνα με την εν λόγω διαδικασία δεν τροποποιούν τις ουσιώδεις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 13 της γνώμης

Τροποποίηση 11

Παράρτημα Ι, ενότητα Β, σημείο 9

«9.

Τα αρχεία που περιγράφουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις του οργανισμού αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και της αξιολογούμενης οντότητας ή των σχετιζόμενων με αυτήν τρίτων στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής υπηρεσιών, φυλάσσονται τουλάχιστον όσο διαρκεί η σχέση με την εν λόγω αξιολογούμενη οντότητα ή με τους σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους.»

«9.

Τα αρχεία που περιγράφουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις του οργανισμού αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και της αξιολογούμενης οντότητας ή των σχετιζόμενων με αυτήν τρίτων στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής υπηρεσιών, φυλάσσονται τουλάχιστον όσο διαρκεί για δύο χρόνια μετά τη λήξη της σχέσης με την εν λόγω αξιολογούμενη οντότητα ή με τους σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 17 της γνώμης

Τροποποίηση 12

Παράρτημα Ι, ενότητα Γ, σημείο 7

«7.

Οι εργαζόμενοι που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δεν αναλαμβάνουν σημαντικές διοικητικές θέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα ή στους σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους προτού περάσουν 6 μήνες από την εν λόγω αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.»

«7.

Οι εργαζόμενοι που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δεν αναλαμβάνουν σημαντικές διοικητικές θέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα ή στους σχετιζόμενους με αυτήν τρίτους προτού περάσουν 6 18 μήνες από την εν λόγω αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 18 της γνώμης

Τροποποίηση 13

Παράρτημα Ι, ενότητα Ε, μέρος ΙΙ, σημείο 2

« …

Για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου του σημείου 2, με τον όρο “πελάτης” νοείται μια εταιρεία, οι θυγατρικές της και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις στις οποίες η εταιρεία κατέχει μερίδιο μεγαλύτερο από 20 %, καθώς και κάθε άλλη οντότητα με την οποία ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας διαπραγματεύτηκε τη διάρθρωση έκδοσης δανείου για λογαριασμό ενός πελάτη και καταβλήθηκε σε αυτόν αμοιβή, άμεσα ή έμμεσα, για την αξιολόγηση της εν λόγω έκδοσης δανείου.»

«…

Για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου του σημείου 2, με τον όρο “πελάτης” νοείται μια εταιρεία, οι θυγατρικές της και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις στις οποίες η εταιρεία κατέχει μερίδιο μεγαλύτερο από 20 %, καθώς και κάθε άλλη οντότητα με την οποία ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας διαπραγματεύτηκε τη διάρθρωση έκδοσης δανείου ενός χρηματοπιστωτικού μέσου για λογαριασμό ενός πελάτη και καταβλήθηκε σε αυτόν αμοιβή, άμεσα ή έμμεσα, για την αξιολόγηση της του εν λόγω έκδοσης δανείου χρηματοπιστωτικού μέσου

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 19 της γνώμης

Τροποποίηση 14

Παράρτημα ΙΙ

«4.

κατηγορία αξιολογήσεων στην οποία ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας ζητά να εγγραφεί,»

«4.

κατηγορία τύπος αξιολογήσεων στην οποία για τον οποίο ο οργανισμός αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας ζητά να εγγραφεί,»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 14 της γνώμης

Τροποποίηση 15

Παράρτημα ΙΙ, νέο σημείο 7α

«Επί του παρόντος δεν υπάρχει διάταξη»

«Πληροφορίες σχετικά με τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου,»

Αιτιολογική βάση — Βλ. παράγραφο 16 της γνώμης


(1)  Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(2)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ.


Top